TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




ΜΕΜΝΟΝΑΣ




Είχε σκοτώσει ο Αχιλλεύς
τον ανίκητον Έκτορα,
της Τροίας την ατράνταχτη κολώνα·
Είχε σκοτώσει τον Κύκνο
και τον γιο της Αυγής, τον Αιθίοπα

(Πίνδ., Ο 2.81-83, μετ. Κ.Χ. Μύρης)



Καταγωγή

Ο Μέμνονας ήταν γιος της θεότητας της αυγής, δηλαδή της αθάνατης Ηώς, και του θνητού Τιθωνού, αδελφός του Ημαθίωνα, βασιλιά των Αιθιόπων.

Από την πλευρά του πατέρα του ανήκει στον Τρωικό κύκλο, καθώς ο Τιθωνός ήταν γιος του Λαομέδοντα, επομένως αδελφός του Πριάμου.

Η μητέρα του είχε ερωτευτεί τον ωραίο Τιθωνό, τον άρπαξε και τον έφερε στην Αιθιοπία, όπου έσμιξε μαζί του και του γέννησε παιδιά, τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα.





Κι απ' του λεβέντη Τιθωνού την αγκαλιά η Αυγούλα
σηκώνουνταν να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι ανθρώπους

(Οδ. ε 1-2, μετ. Ζ. Σίδερης).



Μόνο που ο Τιθωνός γερνούσε και του γέρου αφήνει Τιθωνού το πλάγ’ η χρυσωμένη / Ηώς να φέρει των θεών το φως και των ανθρώπων (Ιλ. Λ 1-2, μετ. Ι. Πολυλάς). Αυτή όμως είναι η ιστορία των γονιών του Μέμνονα, η συνέχεια της οποίας συνδέεται με μια μεταμόρφωση.

Η πατρίδα του Μέμνονα τοποθετείται στη Συρία ή στην περιοχή των Σούσων και της Βακτριανής, στο εσωτερικό της Ασίας, ή στις Αιγυπτιακές Θήβες, όπου τον ταύτιζαν με τον Ισμάνδη, έναν ήρωά τους, ή και με άλλους βασιλιάδες.

Ίσως γι’ αυτό ένα από τα κολοσσιαία αγάλματα του τόπου, που τα είχε υψώσει ο Αμένοφης Γ’, επονομαζόταν Μέμνονος κολοσσός. Λεγόταν μάλιστα ότι με τις πρώτες ακτίνες της Αυγής το άγαλμα έβγαζε μελωδική φωνή σαν χαιρετισμό στη μητέρα του.





Ο Μέμνονας στην Τροία

Η ιστορία και η παρουσία του Μέμνονα στην Τροία από την Αιθιοπία (1) αρχίζει μετά τον θάνατο του Έκτορα και της Αμαζόνας Πενθεσίλειας από τον ίδιο Αχαιό πολεμιστή και οι δυο, τον Αχιλλέα, και παραδίδεται αρχικά στην Αιθιοπίδαεικ. και στη Μικρά Ιλιάδα. Ο Μέμνονας κατέφτασε στην Τροία οδηγώντας ένα Αιθιοπικό σώμα στρατού φορώντας οπλισμό κατασκευασμένο από τον θεό Ήφαιστο, όπως και ο Αχιλλέας — και οι δυο εξάλλου ήταν παιδιά θεαινών.

Παρόμοιος Άρης στην ορμή ο Μέμνονας αναπτέρωσε για λίγο το ηθικό των Τρώων (Κόιντος Σμυρναίος, Τα μεθ’ Όμηρον, Λόγος Β’ 100-110) (2) · το ίδιο και ο στρατός του (ό.π. 215-227) (3) . Αναμετρήθηκε με τον Αίαντα αλλά δεν αναδείχθηκε κανένας νικητής, όπως και στην περίπτωση της μονομαχίας Αίαντα και Έκτορα. Ο πολύ όμορφος Μέμνονας (λ 522) σκοτώνει τον Αντίλοχο, πιο απ’ όλους γρήγορος κι από τους πιο αντρειωμένους (γ 111), τον γιο του Νέστορα, την ώρα που προσπαθούσε να προφυλάξει τον πατέρα του από την ορμή του Μέμνονα.

Ένα από τα άλογα του Νέστορα είχε χτυπηθεί από τα βέλη του Μέμνονα, ο βασιλιάς της Πύλου προσπάθησε να ελευθερώσει το άρμα του που είχε ακινητοποιηθεί από το νεκρό ζώο, όμως δεν τα κατάφερε και απειλούνταν πια σοβαρά από τον Μέμνονα που ήταν έτοιμος να πετάξει το ακόντιο εναντίον του. Τότε ο Νέστορας φώναξε τον γιο του που έσπευσε να σώσει τον πατέρα του (Πίνδ., Πυθ. 6, 30-42) (4) .





Ο Μέμνονας τον χτύπησε (5) με το ακόντιό του και γύρω από το σώμα του γενναίου και πολύ αγαπητού στον Αχιλλέα φίλου —ήταν ο πιο αγαπητός του μετά τον θάνατο του Πατρόκλου (6) — έγινε άγρια μάχη, ώστε το σώμα να μη συληθεί από τους Τρώες.

Αν και η Θέτιδα πληροφόρησε τον γιο της ότι αν σκότωνε τον Μέμνονα η Μοίρα του έγραφε να σκοτωθεί και αυτός αμέσως μετά, ο Αχιλλέας αποφάσισε να χτυπηθεί με τον Μέμνονα, οπλίστηκε, μπήκε στη μάχη και πήρε το άψυχο σώμα του Αντίλοχου, για να το θάψουν οι δικοί του όπως πρέπει. Όταν άρχισε η μονομαχία (7) , οι δυο αθάνατες μανάδες, η Ηώ και η Θέτιδα, έσπευσαν στον Δία ανήσυχες για τη μοίρα των γιων τους.

Τότε αυτός ζύγισε τις μοίρες των δυο ηρώων, ψυχοστασία αντίστοιχη με εκείνη του Έκτορα και του Αχιλλέα (Ιλ. Χ 208-15), η ζυγαριά έγειρε προς την πλευρά του Μέμνονα (8) . Ο Αχιλλέας κατάφερε θανατηφόρα χτυπήματα στον Μέμνονα που κατέβαλαν τον ήρωα.





Πριν προφτάσει να του πάρει τα όπλα, η Ηώ, που πέτυχε από τον Δία την αθανασία του γιου της, άρπαξε το νεκρό του σώμα, το ξέπλυνε από τα αίματα, τον συγύρισε και τον μοιρολόγησε όπως αρμόζει και ύστερα φώναξε τους αδελφούς της, τον Ύπνο και τον Θάνατο, να τον κουβαλήσουν με τα φτερά τους στη μακρινή πατρίδα του για ταφή.

Τα δάκρυα της Ηώς είναι οι σταγόνες δροσιάς τα πρωινά στους αγρούς, ενώ οι σύντροφοί του που θρήνησαν (9) τον θάνατό του σύμφωνα με μια παράδοση μεταμορφώθηκαν σε πουλιά που ονομάζονταν Μεμνονίδες όρνιθες και κάθε χρόνο μαζεύονταν και θρηνούσαν εκεί όπου λεγόταν ότι ήταν ο τάφος του Μέμνονα, στις εκβολές του ποταμού Αίσηπου στα παράλια του Ελλήσποντου.

Ο Παυσανίας, περιγράφοντας ένα έργο του Πολύγνωτου στους Δελφούς (10) , γράφει τα εξής για τα πουλιά: Η χλαμύδα του Μέμνονα έχει κεντημένα πουλιά. Τα πουλιά είναι οι λεγόμενες Μεμνονίδες που, όπως λένε οι κάτοικοι του Ελλησπόντου, πετάνε κάθε χρόνο ορισμένες μέρες στον τάφο του Μέμνονα και το μέρος που είναι χωρίς δέντρα και χλόη το ποτίζουν με το νερό, με το οποίο τα πουλιά βρέχουν τα φτερά τους στο νερό του Αισήπου. (Παυσ. 10.31.6)





Για τα πουλιά αυτά, που ονομάζονταν και ἀντίψυχοι, γράφει ο Οβίδιος (Μετ. 13.576-610) ότι, ακούγοντας τον θρήνο της Ηώς για τον θάνατο του παιδιού της, τα έστειλε ο Δίας, κάνοντάς τα να γεννηθούν από τον καπνό της πυράς που έκαιγε το σώμα του. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν οι φίλοι του Μέμνονα που θρηνούσαν και τους μεταμόρφωσε η Ηώ σε πουλιά (11) . Ενίοτε ο τάφος του τοποθετείται στα Σούσα, όπου κάθε χρόνο έφταναν τα πουλιά που έφεραν το όνομά του, χωρίζονταν σε δυο αντιμαχόμενες ομάδες και η μάχη δεν σταματούσε παρά μόνο όταν σκοτώνονταν τα μισά από αυτά (Αιλ. Π. Ζ. 5.1).

Σύμφωνα με τον Παυσανία το ξίφος του ήταν αφιερωμένο στον ναό του Ασκληπιού στη Νικομήδεια, ενώ ο ίδιος ο ήρωας απεικονιζόταν στη λάρνακα του Κύψελου στην Ολυμπία, όπου υπήρχε άγαλμά του, όπως και του Αχιλλέα, και μάλιστα αντιμαχόμενοι μεταξύ τους.





«Ιστορικές» παραλλαγές και συμπληρωματικές πληροφορίες

Αν η παρουσία του Μέμνονα στην Τροία αιτιολογείται από την καταγωγή του πατέρα του, σύμφωνα με μια πιο ιστορική ή ιστορίζουσα ερμηνεία του μύθου του, ο Μέμνονας υπήρξε αρχηγός στρατιάς που αποτελούνταν από δέκα χιλιάδες Αιθίοπες, δέκα χιλιάδες πολεμιστές από τα Σούσα και διακόσια πολεμικά άρματα. Τα στρατεύματα αυτά ανήκαν στον Βασιλιά της Ασσυρίας Τεύταμο ή Τευτάνη, εικοστό διάδοχο του Νινύα, η βασιλεία του οποίου συμπίπτει με την εποχή του Τρωικού πολέμου, από τον οποίο ζήτησε βοήθεια με πρέσβεις ο Πρίαμος:


καὶ τὸν μὲν Πρίαμον βαρυνόμενον τῷ πολέμῳ καὶ βασιλεύοντα τῆς Τρῳάδος, ὑπήκοον δ᾽ ὄντα τῷ βασιλεῖ τῶν Ἀσσυρίων, πέμψαι πρὸς αὐτὸν πρεσβευτὰς περὶ βοηθείας· τὸν δὲ Τεύταμον μυρίους μὲν Αἰθίοπας, ἄλλους δὲ τοσούτους Σουσιανοὺς σὺν ἅρμασι διακοσίοις ἐξαποστεῖλαι, στρατηγὸν ἐπικαταστήσαντα Μέμνονα τὸν Τιθωνοῦ. (Διόδ. 2.22)


Αυτός ο πέρσης στρατηγός Μέμνονας λεγόταν ότι οικοδόμησε τα Σούσα και ότι κατασκεύασε μεγάλους δρόμους που ονομάστηκαν Μεμνόνεια. Με την παράδοση αυτή δεν συμφωνούσαν οι Αιθίοπες που τον θεωρούσαν δικό τους, έλεγαν μάλιστα ότι σκοτώθηκε μετά από ενέδρα των Θεσσαλών και ότι αφού τον έκαψαν παρέδωσαν την στάχτη του στον πατέρα του Τιθωνό. Ο Παυσανίας, περιγράφοντας το έργο του Πολύγνωτου στους Δελφούς, στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, γράφει τα εξής για την καταγωγή του Μέμνονα:


Επειδή ο Μέμνονας ήταν βασιλιάς των Αιθιόπων, απεικονίζεται κοντά στον Μέμνονα ένα γυμνό παιδί από την Αιθιοπία. Στο Ίλιο πάντως δεν ήρθε από την Αιθιοπία, αλλά από τα Σούσα της Περσίας και από τον ποταμό Χοάσπη, αφού καθυπόταξε όλους τους λαούς που κατοικούσαν στο πέρασμά του. Οι Φρύγες δείχνουν την πορεία από την οποία έφερε τον στρατό ακολουθώντας πάντα τον συντομότερο δρόμο· κατά μήκος της πορείας έχουν βάλει τόπους για στάθμευση. (Παυσ. 10.31.7)


Κατά παραλλαγές του μύθου ο Μέμνονας ήταν Ινδός ή είχε μητέρα την Κισσία (φησὶ δὲ καὶ Αἰσχύλος τὴν μητέρα Μέμνονος Κισσίαν, Fr. 25.B.209(?)). Ενίοτε ο τάφος του τοποθετείται στην Πάλτο της Συρίας ή στα Σούσα.

Λεγόταν ακόμη ότι ο μυθικός γιος της Ηώς απέκτησε μια κόρη, τη Θεία.


Ο Μέμνονας στην τέχνη

Ήδη αναφερθήκαμε σε δύο εικαστικές παραστάσεις του Μέμνονα που περιγράφει ο Παυσανίας στην Ολυμπία και τους Δελφούς. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο ο μύθος του ενέπνευσε τους ζωγράφους, ενέπνευσε όμως και τους ποιητές, τον Αισχύλο σε μια χαμένη του τριλογία από την οποία είναι γνωστοί οι δύο τίτλοι — Μέμνων και Ψυχοστασία ἐν ἧι ὁ Ζεὺς "ἵστησιν" ἐν ζυγῶι τὴν τοῦ Μέμνονος καὶ τοῦ Ἀχιλλέως "ψυχήν" (Fr. 25.B.205b2)· και τον Σοφοκλή σε μια επίσης χαμένη τραγωδία που ίσως ταυτίζεται με το αποσπασματικά σωσμένο έργο Αιθίοπες.





Το όνομα Μέμνων στην Ελληνική Μυθολογία και Ιστορία

Το ελληνικό όνομα Μέμνων ή Μέμνονας μπορεί να αναφέρεται σε κάποιο από τα παρακάτω πρόσωπα:

Μέμνων (μυθολογία), ο γιος της Ηούς και βασιλιάς των Αιθιόπων που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο (μιλήσαμε ήδη στο παρόν άρθρο).


Μέμνων ο Ρόδιος: Πέρσης στρατηγός του 4ου αι. π.Χ.

Ο Μέμνων υπήρξε στρατηγός της Περσικής αυτοκρατορίας επί Αρταξέρξη και Δαρείου, με καταγωγή από τη Ρόδο. Όταν βασίλευε ο Αρταξέρξης συμμετείχε ενεργά στην αποστασία του σατράπη της Φρυγίας Αρτάβαζου (356 π.Χ.), του οποίου ήταν γαμπρός. Παρ' όλο που η αποσχιστική απόπειρα δε στέφτηκε από επιτυχία, γλίτωσε την παραδειγματική τιμωρία του βασιλιά χάρη στην παρέμβαση του αδελφού του Μέντορα. Κατέφυγε προσωρινά, όπως και ο Αρτάβαζος, στην αυλή του Φιλίππου το 353 π.Χ.

Αργότερα, τον εντοπίζουμε επικεφαλής στο αριστερό κέρας της περσικής στρατιάς κατά τη Μάχη του Γρανικού (334 π.Χ.). Στη συνέχεια διορίζεται από το Δαρείο αρχηγός του ναυτικού, της Μικράς Ασίας και των μεσογειακών παραλίων, ώστε να εμποδίσει την προέλαση του Αλεξάνδρου. Με προδοσία κατέλαβε τη Χίο και ακολούθως κατέπλευσε στη Λέσβο.

Δυστυχώς, όμως, για τους Πέρσες και ευτυχώς για τους εκστρατεύοντες Έλληνες, ο μοναδικός-ίσως-ικανός να ανακόψει το πανελλήνιο στράτευμα αιφνιδίως πεθαίνει κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Μυτιλήνης (333 π.Χ.).


Μέμνων ο Μακεδών: Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου.


Μέμνων ο Ηρακλείδης: Ιστορικός από την Ηράκλεια του Πόντου.

Ο Μέμνων ο Ηρακλείδης ήταν ιστορικός που έζησε τον 1ο αι. και καταγόταν από την αρχαία Ηράκλεια. Συγκαταλέγεται μεταξύ των αλεξανδρινών ιστορικών που έγραψαν με θέμα την τοπική ιστορία της πατρίδας τους, όπως ο Διόδωρος Σικελιώτης (" Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη")], ο Δουρής ("Σαμίων ὧροι") και ο Νεάνθης ο Κυζικηνός ("Ὧροι Κυζικινῶν"). Ο Μέμνων αναφέρεται ως συγγραφέας του 16τομου έργου "Περί Ηρακλείας", από το οποίο σώζονται αποσπάσματα στην "Μυριόβολο" ή "Βιβλιοθήκη" του Πατριάρχη Φωτίου Α΄.

Στο έργο αυτό περιγράφει την ακμή και παρακμή της Ηράκλειας της Ποντικής, από την περίοδο του τυράννου Κλέαρχου (364-353 π.Χ.) μέχρι τχρόνια του Ιούλιου Καίσαρα (40 π.Χ. περίπου) και αναφέρει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για την εισβολή των Γαλατών στην Ασία, την αρχική συμμαχία τους με τους κατοίκους της Ηράκλειας και την εν συνεχεία βίαια επίθεση εναντίον της.







Υποσημειωσεις - Πηγες


1.

Αιθιοπίς

Η Αιθιοπίς, χαμένο έπος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μέρος του Τρωικού κύκλου, εξιστορεί γεγονότα του Τρωικού πολέμου μετά τον θάνατο και την ταφή του Έκτορα ακολουθώντας χρονολογικά την αφήγηση της ομηρικής Ιλιάδας.

Το ποίημα ανοίγει με την άφιξη της Αμαζόνας πολεμίστριας Πενθεσίλειας που έρχεται σε υποστήριξη των Τρώων: Ως οι γ’ αμφίεπον τάφον Έκτορος, ήλθε δ’ Αμαζών, ’ρηος θυγατήρ μεγαλήτορος Ανδροφόνοιο (το μόνο σωσμένο κομμάτι.

Στη μάχη σκοτώνεται από τον Αχιλλέα, ο οποίος αποφασίζει να παραδώσει το σώμα της στους συμμάχους της Τρώες για να το θάψουν, αντί να πάρει τα όπλα της και να πετάξει το άψυχο σώμα στα σκυλιά και στα όρνια.

Η πράξη του Αχιλλέα να διαφυλάξει το σώμα της Αμαζόνας παρεξηγήθηκε από τους Αχαιούς και προκάλεσε τον σαρκασμό του Θερσίτη ότι ο Αχιλλέας είχε ερωτευτεί την Αμαζόνα, κάτι που εμμέσως αποδίδεται σε αμφορέα του Εξηκία (τρίτο τέταρτο 6ου αι.) με το κοίταγμα στα μάτια των δύο αντιπάλων.

Ο Αχιλλέας με ένα χτύπημα του χεριού του έριξε τον Θερσίτη άψυχο στη γη. Για να ηρεμήσουν τα πάθη στο αχαϊκό στρατόπεδο από τον φόνο, ο Αχιλλέας ταξίδεψε στη Λέσβο, όπου ύστερα από θυσία στον Απόλλωνα, στην Άρτεμη και τη Λητώ, ο Οδυσσέας τον καθήρε από το μίασμα του φόνου (Πρόκλος 51 κ.ε. Ακουσίλαος FgrHist 4 F 149. Απολλόδ., Επιτομή 5.1.).

Στη συνέχεια καταφθάνει ο Μέμνονας, ο θάνατος του οποίου από τον Αχιλλέα προετοιμάζει το έδαφος για τον θάνατο του ίδιου του Αχιλλέα από ένα βέλος που του έριξε ο Πάρης, υποβοηθούμενος από τον θεό Απόλλωνα. Το σώμα του Αχιλλέα σώζεται από τον Αίαντα και τον Οδυσσέα, οι Έλληνες θάβουν τον γιο του Νέστορα Αντίλοχο, η μητέρα του Αχιλλέα, η θαλάσσια νύμφη Θέτις, έρχεται με τις αδελφές της Νηρηίδες και τις Μούσες που θρηνούν πάνω από το πτώμα του Αχιλλέα.

Οι επικήδειοι αγώνες προς τιμήν του Αχιλλέα έχουν για έπαθλο την πανοπλία και τα όπλα του για τον μεγαλύτερο ήρωα· και εκεί αναπτύσσεται η διαμάχη Αίαντα και Οδυσσέα. Αδιευκρίνιστο παραμένει αν η κρίση των όπλων του Αχιλλέα και η ακόλουθη αυτοκτονία του Αίαντα περιλαμβάνονταν στην Αιθιοπίδα ή στη Μικρή Ιλιάδα ή και στα δύο.

Η Αιθιοπίς αποδιδόταν από αρχαίους συγγραφείς στον Αρκτίνο της Μιλήτου. Το ποίημα περιελάμβανε πέντε βιβλία έμμετρου λόγου σε δακτυλικό εξάμετρο και συντέθηκε ίσως τον 7ο αι. π.Χ., αν και αρχαίες πηγές χρονολογούν τον Αρκτίνο τον 8ο αι. π.Χ.

2.

Η άφιξη του Μέμνονα στο τρωικό στρατόπεδο

Κ’ ήρθεν ο φιλοπόλεμος Μέμνονας στερνά από λίγο
ο Μέμνονας ο βασιλιάς και μαύρων Αιθιόπων
φέρνοντας άπειρο στρατό· στην πόλη γύρω οι Τρώες
χαρούμενοι τον βλέπανε, καθώς χαίρουν κ’ οι ναύτες
όταν ταλαιπωρημένοι από το βαρύ χειμώνα
δουν την αίγλη στον αιθέρα της κυκλόσχημης Ελίκης·
έτσι τριγύρω του έχαιρεν ο λαός και πάνω απ’ όλους
ο γιος του Λαομέδοντα, γιατί όλπιζε επί τέλους
να βάλει φωτιά στ’ Αργίτικα πλοία με τη βοήθεια
των Αιθιόπων, τι είχανε πελώριο βασιλέα
κ’ ήσαν κι αυτοί αναρίθμητοι κι όλοι γεμάτοι Άρη.

(Κόιντος Σμυρναίοςεικ, Τα μεθ’ Όμηρον, Λόγος Β’ 100-110,
μετ. Πάικος Νικολαΐδης-Ασιλάνης)


3.

Αίθιοπες vs Αργείοι

Άρχισαν τη μάχη Αργείων φάλαγγες πυκνές και Τρώων
—κ’ οι Αιθίοπες στους Τρώες αναμέσο ξεχωρίζαν—.
Χύθηκεν η μια στην άλλη με βουή σαν κύματα
πελαγίσια, που σηκώνουν οι αγέρες το χειμώνα
κι ένας τον άλλο σκότωνε με φράξινο κοντάρι
χτυπώντας τον και φούντωνεν η ταραχή κι ο θρήνος.
Πώς αχολογούν ποτάμια βουερά καθώς κυλιούνται
στη θάλασσα, όταν βροχή στέλνει καταρακτώδη
ο Δίας, κι ακατάπαυα βροντολογούν τα νέφη,
καθώς σμίγει τόνα τ’ άλλο, οσμή φωτιάς σκορπώντας·
έτσι κι εκείνοι μάχουνταν κ’ η γη πελώρια κάτω
απ’ τα πόδια τους βογγούσε και στο θεϊκόν αιθέρα
χλαλοή μεγάλη υψούνταν κι απ’ των δυο το ούρλιασμα.
[…]
Πώς απ’ τα όρη τα ψηλά βαθιόρεμο ποτάμι
χοχλάζοντας κατρακυλά με βρονταχό μεγάλον,
όταν μάλιστα τεντώσει συγνοφιασμένη ημέρα
στους ανθρώπους προμηνώντας βαρυχειμωνιάν ο Δίας
και δυνατά χτυπούν βροντές μετ’ αστροπές αντάμα
όταν συναντιούνται νέφη κ’ οι κάμποι απ’ την άγρια
νεροποντή πλημμύρισαν και των ψηλών ορέων
αχολογούν φρικιαστικά όλες τους οι χαράδρες·
έτσι εκεί στο περιγιάλι του Ελλήσποντου έδιωκε
τους Άχαιους ο Μέμνονας και τους λεηλατούσε.
Πολλοί στη σκόνη αιμόφυρτοι πέθαιναν απ’ το χέρι
των Αιθιόπων· βάφτηκε κόκκινη η γη απ’ το λύθρο
των σκοτωμένων Δαναών· κ’ ήταν χαρά μεγάλη
στο Μέμνονα πάντα των οχτρών τις τάξεις να διαλύει·
στέναζεν η γη της Τροίας από των νεκρών το βάρος
κι αυτός πάντα πολεμούσε, φως ελπίδας για τους Τρώες
και των Δαναών λαχτάρα· πολυστέναχτη όμως μοίρα
κοντά του τον ξεγέλασε και τον έσπρωχνε στη μάχη.
[…]
Πώς κυνηγός στα γρήγορα λάφια χιμάει στα όρη
στα μαύρα θάμνα όπου πολλά κρύβουνται τελευταία
παγίδα από τα ζωηρά τα λάφια διαλεγμένη
και χαίρουν τα λαγωνικά και δείχνουν τη χαρά τους
με κλαφουνίσματα συχνά κι ο κυνηγός ορμώντας
με το δόρυ του φόνον οικτρόν στα γοργά φέρνει τα λάφια·
έτσι έσφαζεν ο Μέμνονας τους άντρες κ’ οι δικοί του
έχαιρον κ’ οι Δαναοί τρέμαν το γενναίον άντρα.
Πώς κόπηκεν από ψηλό βουνό μεγάλη πέτρα,
που ο ακαταπόνετος ο Δίας από βράχο
με δυνατό ξεκώλωσεν αστροπελέκι οπότε
στη πτώση του αντιβροντούν οι λαγκαδιές κ’ οι λάκκοι
και τα ησκιερά τα δάση κι όπως κυλιέται τρέμουν
τα βόδια και τα πρόβατα κι όποιο άλλο ζώο βόσκει
και την ακαταγώνιστη και τρομερήν ορμή του
να φύγουν ζητούν· παρόμοια κ’ οι Δαναοί φοβούνταν,
του που ορμούσε Μέμνονα τ’ ανίκητο το δόρυ.
[…]
Πώς η ομίχλη φαίνεται την ώρα που ξεσπάει
νεροποντή κι αντιβροντούν απ’ των ξεχειλισμένων
χειμάρων τη βροντόβουη κατεβασιά τα όρη
και τα φαράγγια αχολογούν κι όλοι οι βοσκοί τρομάζουν
τους χειμάρους και το πούσι, που κάνει τους ολέθριους
λύκους κι όσα άλλα τα δάση τρέφουν αγριόζουδα
να χαίρουνται· έτσι κουρνιαχτός γύρω στα πόδια ολέθριος
υψούνταν, που τον ουρανόν ήσκιωνε κι απόκρυβε
το ηλιοφώς και το λαό μες στη σκόνη κυλισμένον
και σ’ αρίζικον αγώνα μαύρη τους οδήγα μοίρα.
Τώρα απ’ τη μάχην έδιωξε κάποιος θεός τη σκόνη,
ενώ οι καταστρεπτικές Κήρες παρακινούσαν
τις γρήγορες τις φάλαγγες άπαυα να πολεμούνε
στη στεναχτερή τη μάχη· που να σταματήσει ο Άρης
το φριχτό το φόνο· γύρω μ’ αίμα η γη κοκκίνησε
που ’τρεχε βρύση· έχαιρεν ο Όλεθρος ο μαύρος.
Στέναζε απ’ τους σκοτωμένους ο μεγάλος κ’ ιπποτρόφος
κάμπος όσος απλώνεται στου Σιμόη και στου Ξάνθου
τα ρέματα, που τρέχουνε στον Ελλήσποντο απ’ την Ίδη.

(Κόιντος Σμυρναίοςεικ, Τα μεθ’ Όμηρον, Λόγος Β’
215-227, 345-362, 371-387, 471-489)


4.

Ο θάνατος του Αντίλοχου

Αυτός για τον πατέρα του σκοτώθηκε,
σαν αντιτάχθηκε στον Μέμνονα τον αντροφονιά,
των Αιθιόπων τον στρατηλάτη.
Γιατί ένα απ’ τα άτια του Νέστορα το λάβωσαν
του Πάρη οι σαΐτες, και το άρμα κρατούσε ακίνητο,
ενώ ο Μέμνονας εκράδαινε το τρομερό κοντάρι.
Τότε ο νους του Πύλιου γέροντα ταράχτηκε
και φώναξε του γιου του.

Και η κραυγή δεν πήγε στα χαμένα· [στρ. ε]
ο ισόθεος άντρας πίσω δεν έκανε
και με τον θάνατό του πλήρωσε τη σωτηρία του πατέρα·
εφάνηκε έτσι ανάμεσα στους νέους του παλιού καιρού,
για το τρανό που έκανε έργο,
πως ήταν για τους γονιούς του το πιο ενάρετο παιδί.

(Πίνδ., Πυθ. 6, 30-42, μετ. Γ. Οικονομίδηςεικ)


5.

Μέμνονας vs Αντίλοχος

Όταν καθάρισεν αυτούς όρμησε να σκοτώσει
του Νηλέα το γιον· όμως νάσου! φάνηκεν εμπρός του
ο θεϊκός Αντίλοχος και μακρύ του ρίχνει δόρυ·
μ’ απότυχε γιατί ο Μέμνονας κινήθη πλάγια· κι εύρε
φίλο του τον Αιθίοπα Παρρασίδη· θύμωσε
για το χαμό του ο Μέμνονας και χύθηκεν επάνω
στον Αντίλοχο σα λιόντας ακατάβλητος σε κάπρο,
που ξέρει να πολεμά μ’ ορμή και με θεριά και μ’ άντρες·
τέτοιος εχύθη πίσω του και με τρανό λιθάρι
τον χτύπησε ο Αντίλοχος· μα δε λύθη η δύναμή του,
τι το γερό το κράνος του απόκρουσε τον άθλιο
φόνο· μα από το χτύπημα θέριεψεν η καρδιά του·
το κράνος βούιζε στ’ αφτιά και πιότερο λυσσσούσεν
ενάντια στον Αντίλοχο και χόχλαζε μεγάλη
μέσα του αντρειά. Τον χτύπησε, αν κι ακοντιστή σπουδαίο
στο βυζί και το κοντάρι το αλύγιστο έφτασε
στην καρδιά του, που σημαίνει γοργό θάνατο, άφευχτο.

(Κόιντος Σμυρναίοςεικ, Τα μεθ’ Όμηρον, Λόγος Β’ 242-259)


6.

Το πόσο κοντά ήρθε ο Αχιλλέας με τον Αντίλοχο μετά τον θάνατο του Πατρόκλου φαίνεται από μνεία που κάνει ο ποιητής της Οδύσσειας:

Τρανέ Αχιλλέα, κει μέσα κοίτουνται τα κόκαλα σου τ’ άσπρα,
με του Πατρόκλου που σκοτώθηκε σμιγμένα, κι είναι χώρια
του Αντίλοχου, που τον ξεχώριζες τιμώντας τον πιο απ’ όλους,
απ’ τον καιρό που εχάθη ο Πάτροκλος, τους άλλους σου συντρόφους.


7.

Αχιλλέας vs Μέμνονας

Και θα νόμιζες πως αδάμαστοι Τιτάνες
μάχουνται με ανίκητους Γίγαντες τη μέρα εκείνη.
Η μάχη όλο και θέριευε κι άλλοτε τρέχαν με ξίφη
γυμνά, και πέτρες άλλοτε μεγάλες επετούσαν.
Χτυπιούνταν και κανένας τους δεν οπισθοχωρούσε
μήτε και φοβόταν λίγο, αλλά σαν όρη ατράνταχτα
στέκουνταν ακατάσχετη δύναμη περιβλημένοι·
γιατί κ’ οι δυο απ’ τη γενιά καυχιόσαντε του Δία.
Γι’ αυτό και ισοδύναμους έκαμε και τους δυο τους
η Ενυώ στη μάχη αυτή πολληά ν’ αντέχουν ώρα
όπως και τους ατρόμητους συντρόφους των, που πάντα
με τους ρήγες τους αντάμα πολεμούσαν μέχρις ότου
των κονταριών τους οι αιχμές στράβωσαν στις ασπίδες.
Δεν έμεινεν απλήγωτος κανένας κι απ’ τις δύο
μεριές, απ’ όλων το κορμί ιδρώτας χάμου μ’ αίμα
έτρεχε πάντα· με νεκρούς η γη εκαλύφτη όπως
καλύπτεται ο ουρανός από νέφη όταν ο ήλιος
βρίσκεται στον Αιγόκερο, τότε που οι ναύτες τρέμουν.
Τ’ άλογα χλιμιντρίζοντας τους νεκρούς και τ’ άλλο πλήθος
που ορμούσε τσαλαπάταγαν καθώς φύλλα το χειμώνα
μπόλικα στα δάση όταν οι καρποί ωριμάσουνε.
Όμως τα τέκνα των θεών των μακάριων μάχουνταν
σ’ αίματα μέσα και νεκρούς κι ούτε να ερεθίζει
τονα το άλλο έπαυε. Κ’ η Έριδα της μάχης
της οδυνηρής κρατούσε την πλάστιγγα, που τώρα
δεν ισοζυγούσε· ο θείος Αχιλλέας χτύπησε
το Μέμνονα στου στήθους του τη βάση και το μαύρο
ξίφος εβγήκεν αντικρύ. Και πέταξε η ζωή του
κα στο μαύρο αίμα κυλίστη και τα χαλκάρματά του
βρόντησαν κι αντιβρόντησεν η γη κ’ οι σύντροφοί του
φοβήθηκαν. Τον γύμνωσαν οι Μυρμιδόνες· φεύγαν
οι Τρώες κι όμοιος θύελλα τους έδιωκε ο Πηλείδης.
Στέναζεν η Ηώς βαριά και κρύφτηκε στα νέφη
κ’ η γη σκιάστη ολόκληρη. Κι όλοι οι γοργοί Αγέρες,
με προσταγή της μάνας τους σ’ έναν πηγαίναν δρόμο,
στον κάμπο, και χύθηκαν γύρω στο νεκρό κι αμέσως
άρπαξαν της Ηώς το γιο και στον αχνόν αιθέρα
τον έφερναν· πικράθηκαν πολύ με τ’ αδερφού τους
το θάνατο αναστέναζε μαζί τους κι ο αιθέρας.

(Κόιντος Σμυρναίοςεικ, Τα μεθ’ Όμηρον, Λόγος Β’ 517-555)


8.

Η σκηνή αποτυπώνεται και σε ερυθρόμορφη κύλικα του ζωγράφου Επίκτητου (510 π.Χ. Ρώμη, Villa Giulia, 57912). Η παρουσία σε κατάσταση αλλοφροσύνης των δύο μανάδων, η εμβληματική παρουσία του Δία με τα σύμβολα της εξουσίας του, υποδηλώνοντας το αμετάκλητο της ψυχοστασίας, και της Ήρας που ηπιότερη τείνει τα χέρια της προς τις θεές, προσδίδει δραματικότητα στη σκηνή.

9.

Θρήνοι θνητών και αθανάτων για τον νεκρό Μέμνονα

Θάμασαν και βουβάθηκαν κ’ οι Δαναοί κ’ οι Τρώες
θωρώντας τους Αιθίοπες με το ρήγα τους αντάμα
να ’χουν αφανιστεί· οι γοργοί Άνεμοι βαρυβογγώντας
έβαλαν του άτυχου νεκρού Μέμνονα το κουφάρι
κοντά στις όχτες του Αισηπού του βαθιορεματάρη,
όπου και των ωριόμαλλων Νυμφών τ’ ωραίο δάσος
βρίσκεται· εκεί του Αισηπού οι δυχατέρες φτιάξαν
τάφο μεγάλο από δεντρά διάφορα κυκλωμένο.
Στον τάφο γύρω οι θεές θρηνούσαν μαζεμένες
το τέκνο της χρυσόθρονης Ηώς για να δοξάσουν.
Ο ήλιος εβασίλεψε· στον ουρανό κατόπιν
πρόβαλε η Ηριγένεια θρηνώντας για το γιο της
κι’ ήρθαν κ’ οι δυχατέρες της κ’ οι δώδεκα κοντά της
που τον κύκλο του αιώνια περιστρεφομένου Ήλιου
και τη μέρα και τη νύχτα γνοιάζουνται κι όσα απ’ το Δία
γίνονται, που στο δώμα του και στις στέριες του τις πόρτες
στρέφονται, περιφέροντας τον πλήρη καρπών χρόνο,
που στον κύκλο του κυλιέται ο κρυαδερός χειμώνας
κ’ η ανθοφόρα άνοιξη και το αγαπημένο
θέρος και το χινόπωρο με τα πολλά σταφύλια.
Αυτές οι κόρες έφτασαν απ’ τον ψηλόν αιθέρα
θρηνώντας το Μέμνονα άπαυα· μαζί τους κ’ οι Πλειάδες
μυρολογούσαν· τα βουνά και του Αίσηπου το ρέμα
ανταχούσανε και θρήνος σηκωνόταν άπαυος.

(Κόιντος Σμυρναίοςεικ, Τα μεθ’ Όμηρον, Λόγος Β’ 583-606)


10.

Στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς, μετά τον Θράκα Θάμυρη, βλέπει κανείς καθιστό τον Έκτορα, να έχει τα δύο του χέρια γύρω από το αριστερό γόνατό του και να μοιάζει θλιμμένος. Μετά απ' αυτόν είναι καθιστός σε βράχο ο Μέμνονας και μετά τον Μέμνονα ο Σαρπηδόνας. Ο Σαρπηδόνας έχει κρύψει το πρόσωπό του στα δυο του χέρια, ενώ ο Μέμνονας έχει το ένα του χέρι γύρω από τον ώμο ου Σαρπηδόνα. Όλοι απεικονίζονται με γένια. (Παυσ. 10.31.5-6)

11.

Μεταμορφώσεις

Το γιο της οι μαυρόχρωμοι Αιθίοπες θρηνώντας
αμέσως έθαψαν· κι αυτούς που στέναζαν στον τάφο
του γιου της η βοϊδόφθαλμη μεταμόρφωσε Ηριγένεια
σ’ αγυούπες δυο, που άφησε στα ύψη να πετάξουν.
Οι αναρίθμητοι άνθρωποι κάθε φυλής τα όρνια
αυτά καλούνε μέμνονες, που πάνω στο μνημούρι
του βασιλιά τους χύνοντας σκόνη θρηνούν ακόμη
και τόνα τ’ άλλο μάχεται και δίνουμε μεγάλη
στο Μέμνονα ευχαρίστηση· κι αυτός στο δώμα τ’ Άδη,
ή στους θεούς ανάμεσα στα Ηλύσια πεδία
χαίρεται κ’ η αθάνατη Ηώς παρηγοριέται
βλέποντάς τα· εκείνα πάλιν μάχουνται κ’ υποφέρουν
μέχρις ότου τόνα απ’ τ’ άλλο νικηθεί ή και τα δυο τους
δυστυχήσουν πολεμώντας γύρω απ’ τη βασίλισσα.
Τούτα μ’ ορμήνιες της Ηώς της φωτοφόρας κάναν
οι γοργοί αγυούπες.

(Κόιντος Σμυρναίοςεικ, Τα μεθ’ Όμηρον, Λόγος Β’ 642-657)



-------------------


Dictys Cretensis, Trojan War Chronicle, 4.4

Quintus & James 2004, pp. 39, 556–60

The Editors of Encyclopaedia Britannica. "Memnon". Encyclopaedia Britannica.

Homer, The Odyssey 11.522

Homer, Iliad

Herodotus, Histories 5.54, 7.151.

Pausanias (1918). Description of Greece. Translated by W. H. S. Jones. Harvard University Press; William Heinmann Ltd.

Manetho, Aegyptica, book 2

Homeric Hym to Aphrodite 215

Hesiod, Theogony 984

Quintus Smyrnaeus, The Fall of Troy book 2

Pliny, Natural History, book 36.11

DICTYS CRETENSIS BOOK 4, TRANSLATED BY R. M. FRAZER





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"