TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




ΟΙΝΕΑΣ




Εισαγωγή

Ο Οινέας υπάγεται στη μυθολογία της Αιτωλίας. Αυτή συνοπτικά περιλαμβάνει ιστορίες για τον γενάρχη Αιτωλό, για τους γιους του Καλυδώνα και Πλευρώνα, για τις μεταξύ τους σχέσεις, φιλικές ή εχθρικές, καθώς και των ομώνυμων πόλεων που υπήρξαν ιδρυτές· για τον απόγονό τους Οινέα, που ανακάλυψε το κρασί, τη γυναίκα του Αλθαία και τον γιο τους Μελέαγρο, που ξεχώρισε στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, όπως και η Αταλάντη και άλλα παλικάρια, για τον θάνατο του νέου όχι στο κυνήγι αλλά από παρέμβαση της μητέρας του, για τη φονική διαμάχη ανάμεσα σε Πλευρώνιους και Καλυδώνιους· τέλος, για τον γιο του Οινέα, τον Τυδέα, έναν από τους επτά επί Θήβας, που παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά του Άργους και από την οποία απέκτησε τον Διομήδη, πορθητή της Θήβας και της Τροίας.





Καταγωγή, όνομα

1η εκδοχή

Ορισμένες παραδόσεις θέλουν τον βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα απόγονο του Δευκαλίωνα. Η σειρά της διαδοχής μέχρι τον Οινέα έχει ως εξής: Γιος του Δευκαλίωνα, και αδελφός του Πρόνοου και του Μαραθώνα, ήταν ο Ορεσθέας, ο βασιλιάς της Αιτωλίας. Μία από τις σκύλες του γέννησε ένα κομμάτι ξύλου.

Ο Ορεσθέας έβαλε να το χώσουν στη γη και από εκεί φύτρωσε την άνοιξη ένα κλήμα με μεγάλα σταφύλια. Μπροστά στο θαύμα ο Ορεσθέας ονόμασε τον γιο του Φύτιο (από το ρήμα φύω), ενώ, σύμφωνα με μια εκδοχή, οι ντόπιοι, ο Λοκροί, πήραν την ονομασία τους από τους όζους [τα κλαδιά] του ξύλου αυτού –Οζόλες Λοκροί (Παυσ. 10.38.1 (1) ). Αυτός ο Φύτιος ονόμασε τον γιο του Οινέα από τη λέξη οἴνα με την οποία οι παλιοί Έλληνες ονόμαζαν το αμπέλι. Από τον Οινέα γεννήθηκε ο Αιτωλός. (Αθήν. 2.35 (2) )





2η εκδοχή

Συνηθέστερα ο Οινέας θεωρείται απόγονος του Ενδυμίωνα και της Προνόης, τρισέγγονος του επώνυμου ήρωα της Αιτωλίας Αιτωλού, δισέγγονος του Πλευρώνα, εγγονός του Αγήνορα, γιος του Πορθάονα ή Πορθέα και της Ευρύτης, κόρης του Ιπποδάμαντα. Αδέλφια του ήταν ο Άγριος, ο Αλκάθοος, ο Μέλανας, ο Λευκωπέας και η Στερόπη (από αυτήν και τον Αχελώο λένε ότι γεννήθηκαν οι Σειρήνες).


Γάμοι και απόγονοι

1ος γάμος

Ο Οινέας παντρεύτηκε την Αλθαία, κόρη του πρώτου του ξαδέλφου Θέστιου και αδελφή της Λήδας. Μαζί απέκτησαν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια, τον Τοξέα, τον Θυρέα, τον Κλύμενο και τον Μελέαγρο, και δύο κορίτσια, τη Γόργη και τη Δηιάνειρα. Ενίοτε προστίθενται και δύο ακόμη κόρες, η Ευρυμήδη και η Μελανίππη. [Εικ. 1, 2, 3] Τον Τοξέα τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια, γιατί πήδησε πάνω από μια τάφρο που συνιστούσε τη φραγή του αμπελιού, κάτι που υποδήλωνε τη διάθεσή του να κατακτήσει αυτό που είχε υπερπηδήσει (3) .

Τη μια του κόρη, τη Γόργη, την παντρεύτηκε ο Ανδραίμονας, και τη Δηιάνειρα, που θύμιζε πολεμίστρια Αμαζόνα, ο Ηρακλής που πάλεψε με τον Αχελώο για να την αποκτήσει. Για αυτή τη δεύτερη κόρη λεγόταν ότι η Αλθαία την απέκτησε από τον Διόνυσο που είδε την κόρη και την ερωτεύτηκε, όπως ακριβώς την αδελφή της Λήδα την ερωτεύτηκε ο Δίας και από αυτόν απέκτησε, παιδιά, την Ελένη και έναν από τους Διόσκουρους. Και ο Οινέας, που κατάλαβε τα περί έρωτος, παραχώρησε τη γυναίκα του στον θεό, τη δάνεισε, και δέχτηκε ως αντάλλαγμα μια ρίζα αμπέλι και τη διδαχή από τον θεό πώς να το καλλιεργεί και για τη χρήση του. (4)

Άλλη εκδοχή θέλει ένας από τους βοσκούς του, ο Ορίστας ή ο Στάφυλος, να παρατηρεί έναν τράγο του κοπαδιού να απομακρύνεται από τα άλλα ζώα και να τρώει τους καρπούς ενός άγνωστου σε αυτόν φυτού. Ο βοσκός μάζεψε μερικούς, έστυψε τον χυμό τους, ο ίδιος ή ο βασιλιάς, και τον ανακάτεψε με νερό του ποταμού Αχελώου, που υπήρξε επίδοξος μνηστήρας της Δηιάνειρας και αντίπαλος του Ηρακλή. Ο Οινέας ονόμασε το υγρό αυτό κράμα με όνομα που έβγαινε από το δικό του: Οἰνέας - οἶνος.

Ως πατέρας της Δηιάνειρας παίζει κάποιο ρόλο και στον μυθικό κύκλο του Ηρακλή. Φιλοξένησε τον γαμπρό του Ηρακλή, όταν εκείνος ολοκλήρωσε τον κύκλο των άθλων τους. Εκείνος, πάνω σε συμπόσιο χτύπησε με τη γροθιά του τον γιο του Αρχιτέλη Εύνομο, συγγενή του Οινέα, την ώρα που του έριχνε νερό για να πλυθεί —ο νεαρός έκανε το λάθος να ρίξει στα χέρια του Ηρακλή το νερό που ήταν για τα πόδια. Αλλά ο πατέρας του παιδιού, επειδή ο φόνος έγινε χωρίς πρόθεση, τον συγχώρεσε, ο Ηρακλής όμως θέλησε να υποστεί την ποινή της εξορίας, κατά τα καθιερωμένα, και αποφάσισε να τραβήξει προς τον Κήυκα στην Τραχίνα.

Εκτός από τη Δηιάνειρα, και ο Μελέαγρος λεγόταν ότι μπορεί να ήταν παιδί του θεού Άρη, ή και δικό του. Σε όποιον κι αν ανήκε η πατρότητα, ο Μελέαγρος πέθανε, και σε αυτό συνέβαλαν μερικώς και οι δυο γονείς, εκούσια ή ακούσια. Όταν ο Μελέαγρος ήταν επτά ημερών παρουσιάστηκαν οι Μοίρες και είπαν πως θα πέθαινε τη στιγμή ο δαυλός που έκαιε πάνω στην εστία θα καιγόταν εντελώς. Έντρομη η Αλθαία τράβηξε αμέσως τον μισοκαμένο δαυλό και τον έκρυψε σε λάρνακα. (Άλλες παραδόσεις θέλουν τον δαυλό να είναι κλαδί ελιάς που η Αλθαία έφερε στον κόσμο μαζί με τον γιο της.)

Ο Μελέαγρος μεγάλωσε και έγινε άνδρας άτρωτος και γενναίος, όμως πέθανε με τον προκαθορισμένο τρόπο κάτω από τις εξής συνθήκες: Την εποχή της συγκομιδής ο Οινέας πρόσφερε τους πρώτους και καλύτερους καρπούς σε όλους τους θεούς, όμως λησμόνησε την Άρτεμη (5) .

Η θεά οργίστηκε και ξαμόλησε έναν τεράστιο και δυνατό κάπρο, που δεν άφηνε τους ανθρώπους να σπείρουν τη γη και σκότωνε τα κοπάδια και όσους συναπαντούσε. Εναντίον αυτού του κάπρου ο Οινέας κάλεσε τους πιο γενναίους άνδρες απ’ όλη την Ελλάδα, ο αριθμός των οποίων ποικίλει από δεκαπέντε μέχρι τριάντα πέντε, και υποσχέθηκε να δώσει το δέρμα του ζώου σ’ αυτόν που θα το σκότωνε. Όταν οι κυνηγοί συγκεντρώθηκαν στην Καλυδώνα, ανάμεσά τους και η Αταλάντη, κόρη του Σχοινέα από την Αρκαδία, ο Οινέας τους φιλοξένησε για εννιά μέρες –τη δέκατη θα έβγαιναν στο κυνήγι.

Η αντίδραση των αδελφών της Αλθαίας στη συμμετοχή μιας γυναίκας προκάλεσε την οργή του Μελέαγρου, που σκότωσε τους θείους του, και στη συνέχεια της Αλθαίας που, γεμάτη θλίψη για τον θάνατο των αδελφών της και θυμωμένη με τον γιο της, άναψε πάλι τον δαυλό, και εκείνος πέθανε.

Η παλαιότερη επική παράδοση αποδίδει τον θάνατο του Μελέαγρου όχι στον καμένο δαυλό αλλά στην κατάρα της μάνας που την ξεστόμισε, όταν ο γιος της σκότωσε τους αδελφούς της στον πόλεμο ανάμεσα σε Κουρήτες και Αιτωλούς για τη δορά του ζώου. Επηρεασμένος ο νέος από την κατάρα αποτραβήχτηκε από τη μάχη, με αποτέλεσμα η μάχη να γείρει προς το μέρος των Κουρήτων. Οι Αιτωλοί προσέπεσαν ικέτες στο σπίτι του, πρώτα οι πιο σπουδαίοι ιερείς, ύστερα ο γέροντας Οινέας, τα αδέλφια του, η μητέρα του Αλθαία, οι φίλοι του. Υποχώρησε μόνο όταν άρχισε να καίγεται η πόλη και οι Κουρήτες ήταν έτοιμοι να κάψουν και το δικό του σπίτι. (Ιλ. Ο 529-599 (6) )





2ος γάμος

Όταν πέθανε η Αλθαία, ο Οινέας παντρεύτηκε την Περίβοια, κόρη του Ιππόνοου. Αυτός που έγραψε τη Θηβαΐδα, λέει ο Απολλόδωρος, αναφέρει γι’ αυτήν ότι την κέρδισε ως λάφυρο ο Οινέας, όταν πολέμησε εναντίον της Ωλένου και νίκησε· ο Ησίοδος όμως αναφέρει ότι ο πατέρας της Ιππόνοος την έστειλε από την Ώλενο της Αχαΐας (7) στον Οινέα, που ήταν σε μακρινό μέρος της Ελλάδας, με την εντολή να τη σκοτώσει, επειδή είχε αποπλανηθεί από τον Ιππόστρατο, τον γιο του Αμαρυγκέα· ή από τον θεό Άρη.

Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που λένε ότι ήταν ο Οινέας που παρέσυρε την κόρη και ότι πατέρας της, μόλις το αντιλήφθηκε, την έστειλε έγκυο σε αυτόν. Και αυτή χάρισε ένα γιο στον Οινέα, τον Τυδέα.

Ο Πείσανδρος όμως λέει ότι ο Τυδέας ήταν γιος του Οινέα από την κόρη του τη Γόργη· γιατί, κατά το θέλημα του Δία, ο Οινέας ερωτεύτηκε την ίδια του την κόρη, λέει ο Απολλόδωρος.





Ο θάνατος του Οινέα

Ο Τυδέας, που έγινε γενναίος άνδρας, εξορίστηκε για ένα φόνο που διέπραξε. Σκότωσε τον αδελφό του Ωλενία ή τον αδελφό του πατέρα του, τον Αλκάθοο ή τα ξαδέλφια του από τον άλλο αδελφό του πατέρα του, του Μέλανα, γιατί είχαν βάλει κακό στο νου τους για τον Οινέα.

Και καθώς ο Άγριος, άλλος αδελφός και αυτός, τον κυνηγούσε για να τον τιμωρήσει, αυτός κατέφυγε εξόριστος στο Άργος, στον Άδραστο, όπου παντρεύτηκε την κόρη του Δηιπύλη και απέκτησε μαζί της τον Διομήδη. Εκστράτευσε εναντίον των Θηβών στο πλευρό του Άδραστου, γιατί, σύμφωνα με το σχέδιο, μετά την κατάληψη της Θήβας, οι στρατοί θα κινούνταν και προς την Καλυδώνα, ώστε και εκείνος να γίνει βασιλιάς στον τόπο του· όμως τραυματίστηκε από τον Μελάνιππο και πέθανε.

Στη συνέχεια, τα παιδιά του Άγριου, ο Θερσίτης, ο Ογχηστός, ο Πρόθοος, ο Κελεύτωρας, ο Λυκωπέας, ο Μελάνιππος, αφαίρεσαν την εξουσία από τον θείο τους Οινέα και την παραχώρησαν στον πατέρα τους, και τον Οινέα τον έκλεισαν στη φυλακή και τον κακοποιούσαν. Αργότερα, όμως, ο Διομήδης, μαζί με τον Αλκμέωνα, έφτασε κρυφά στο Άργος και σκότωσε τα παιδιά του Άγριου, εκτός από τον Ογχηστό και τον Θερσίτη (γιατί αυτοί πρόλαβαν και το ’σκασαν για την Πελοπόννησο)· όσο για την εξουσία, επειδή πια ο Οινέας ήταν σε προχωρημένη ηλικία, την παρέδωσε στον Ανδραίμονα, τον άνδρα της Γόργης και γαμπρό του Οινέα, ενώ τον ίδιο τον οδήγησε στην Πελοπόννησο.

Όμως τα παιδιά του Άγριου που είχαν διαφύγει, έστησαν ενέδρα κοντά στο σπίτι του Τήλεφου στην Αρκαδία και σκότωσαν τον γέροντα. Ο Διομήδης μετέφερε τη σωρό στο Άργος και τον έθαψε στην πόλη που ονομάστηκε Οινόη από εκείνον. Το θλιβερό τέλος του Οινέα ενέπνευσε τον Ευριπίδη να γράψει την ομώνυμη τραγωδία, αλλά και τον Σοφοκλή και τον Φιλοκλή και τον Χαιρήμονα, δραματικό ποιητή του 4ου αι. π.Χ.

Ο Παυσανίας σημειώνει ότι όσο ο Οινέας βρισκόταν στην Πελοπόννησο απέκτησε από μια παλλακίδα την κόρη Μοθώνη.







Υποσημειωσεις - Πηγες


1.

Για τον παππού του Οινέα

Η χώρα των Λοκρών που λέγονται Οζόλες συνορεύει με τη Φωκίδα στην περιοχή της Κίρρας. Για την επωνυμία των Λοκρών έχω ακούσει διαφορετικές εκδοχές, και θα σας τις πω όλες. Όταν ήταν βασιλιάς ο Ορεσθέας, ο γιος του Δευκαλίωνα, είχε μια σκύλα που γέννησε αντί για σκυλί ένα ξύλο. Λένε ότι ο Ορεσθέας έχωσε το ξύλο στη γη και από εκεί φύτρωσε την άνοιξη αμπέλι. Οι ντόπιοι πήραν την ονομασία τους από τους όζους [τα κλαδιά] του ξύλου αυτού.

(Παυσ. 10.38.1)


2.

Από τον Ορεσθέα στον Οινέα

Ἑκαταῖος δ᾽ ὁ Μιλήσιος τὴν ἄμπελον ἐν Αἰτωλίᾳ Ἑκαταῖος δ᾽ ὁ Μιλήσιος τὴν ἄμπελον ἐν Αἰτωλίᾳ λέγων εὑρεθῆναί φησι καὶ τάδε (FHG I 26)· "Ὀρεσθεὺς ὁ Δευκαλίωνος ἦλθεν εἰς Αἰτωλίαν ἐπὶ βασιλείᾳ, καὶ κύων αὐτοῦ στέλεχος ἔτεκε· καὶ ὃς ἐκέλευσεν αὐτὸ κατορυχθῆναι, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἔφυ ἄμπελος πολυστάφυλος, διὸ καὶ τὸν αὑτοῦ παῖδα Φύτιον ἐκάλεσε. τούτου δ᾽ Οἰνεὺς ἐγένετο κληθεὶς ἀπὸ τῶν ἀμπέλων." οἱ γὰρ παλαιοί, φησίν, Ἕλληνες οἴνας ἐκαλουν τὰς ἀμπέλους. "Οἰνέως δ᾽ ἐγένετο Αἰτωλός."

(Αθήν. 2.1)


3.

Η μαγική αυτή αντίληψη επιβίωσε και στη ρωμαϊκή παράδοση: ο Ρέμος ειρωνεύτηκε τον αδελφό του Ρωμύλο για τα ταπεινά τείχη της πόλης που είχε υψώσει, τα πήδηξε αλλά γι’ αυτή του την ενέργεια βρήκε τον θάνατο από το χέρι του αδελφού του (Λίβιος 1,7).

4.

Η ιστορία αυτή ανήκει στις παραδόσεις εκείνες που καθορίζουν από ποιον, πού και πότε καλλιεργήθηκε ένα φυτό. Στους μύθους αυτούς προβάλλεται και η θεότητα που είναι συνδεδεμένη με το φυτό αυτό. Πρβ. την καλλιέργεια του σιταριού από τον Τριπτόλεμο με την καθοδήγηση των Ελευσίνιων θεοτήτων Δήμητρας και Περσεφόνης ή της ελιάς στην Αττική με την καθοδήγηση της Αθηνάς.

5.

Η περιφρόνηση ή η παραμέληση ενός θεού από τους θνητούς σήμαινε την περικοπή της αφθονίας του κόσμου, που έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα του ανθρώπου. Γι’ αυτό κατά τις θεϊκές γιορτές προσφέρονταν θυσίες σε περισσότερους θεούς.

6.

Η αφήγηση του Φοίνικα

Με τους ανδρείους Αιτωλούς εμάχοντο οι Κουρήτες
της Καλυδώνος έμπροσθεν κι εσφάζοντο με λύσσαν,
οι Αιτωλοί την πάντερπνην να σώσουν Καλυδώνα,
και να την πάρουν στην ορμήν της λόγχης οι Κουρήτες.
Ότ’ η χρυσόθρονη Άρτεμις πληγήν τους είχε στείλει,
ότι απαρχές του θερισμού δεν πρόσφερεν εκείνης
ο Οινεύς· κι εχαίροντο οι θεοί την εκατόμβην όλοι,
αλλ’ όχ’ η κόρη του Διός· την είχε λησμονήσει
αυτός ή δεν το ’χε σκεφθεί· και ασέβησε μεγάλως·
θύμωσε η θεογέννητη παρθένα τοξοφόρα
και του ’στειλε δασόθρεπτον λευκόδοντ’ άγριον χοίρον,
που στου Οινέως κάθισε το κάρπιμο χωράφι
και αφάνιζ’ όλα ρίχνοντας μεγάλα δένδρα κάτω
όλα βγαλμένα σύρριζα με τ’ άνθη των καρπών τους.
Ο Οινείδης ο Μελέαγρος τον φόνευσε με πλήθος
σκύλων και ανδρών που εσύναξε τριγύρω από τες χώρες·
ολίγοι το θεόρατο θεριό δεν θα νικούσαν,
που άνδρες ανέβασε πολλούς εις την πυράν του τάφου·
κι επάνω του άναψε η θεά πολλήν βοήν και αγώνα,
των ανδρειωμένων Αιτωλών και των Κουρήτων μάχην
του χοίρου δια την κεφαλήν και το δασύ του δέρμα.
Και όσ’ ο δεινός Μελέαγρος τον πόλεμον βαστούσε,
πάντοτ’ ενίκων οι Αιτωλοί κι εβιάζαν τους Κουρήτες
να μείνουν, αν κι ήσαν πολλοί, στα τείχη τους κλεισμένοι·
αλλ’ όταν τον Μελέαγρον πήρε ο θυμός, που και άλλων
ανδρών των πλέον συνετών συχνά τα σπλάχνα καίει,
αφού με την μητέρα του χολώθη την Αλθαίαν,
με την Κλεοπάτραν έμενεν, ωραίαν νυμφευτήν του
που ’χε γεννησ’ η Μάρπησσα καλόφτερνη Ευηνίνη,
και ο Ίδης, ο ανδρειότερος των τότε ανδρών ηρώων,
ώστε το τόξον έπιασε τον Φοίβον να κτυπήσει
γι’ αγάπην της νεόνυμφης καλόφτερνης Μαρπήσσης.
Εκείνης βγάλαν οι γονείς παράνομ’ Αλκυόνην,
ότι πικρόν παράπονον ωσάν της Αλκυόνος
θρηνολογούσε η μάνα της θλιμμένη, απ’ ότε ο Φοίβος
Απόλλων απ’ τον κόλπον της την πήρε ο μακροβόλος.
Σιμά της έτρεφεν αυτός την πίκραν της χολής του
απ’ τες κατάρες της μητρός, που έκλαιε τον φόνον
του αδελφού της κι έκραζε και τους επουρανίους
θεούς, και με τα χέρια της την θρέπτραν γην κτυπώντας
στα γόνατά της καθιστή, στα δάκρυα πνιμένη,
τον Άδην και την φοβερήν καλούσε Περσεφόνην
να της φονεύσουν τον υιόν και στ’ άπονά της σπλάχνα
η Εριννύς στο Έρεβος εδέχθη την κατάραν.
αλλ’ ότε ακούσθη οχλοβοή και κτύπος εις τες πύλες
των πύργων που επροσβάλλοντο, των Αιτωλών οι γέροι
τον ικετεύαν κι έστειλαν ιερείς όσ’ ήσαν πρώτοι,
να ’λθει βοηθός και υπόσχονταν μέγα να δώσουν δώρον·
να εκλέξει από τον πρόσχαρον αγρόν της Καλυδώνος
το μέρος το παχύτερο, πεντήκοντα στρεμμάτων,
εξαίσιον κτήμα, το μισό χωράφι αμπελωμένο,
τ’ άλλο μισό αφύτευτο και οργώσιμο χωράφι·
επρόσπεσε και ο γέροντας Οινεύς εις τον υιόν του
και ανέβηκεν εις του υψηλού θαλάμου το κατώφλι
ωσάν ικέτης κι έστιε τες κολλητές σανίδες.
Του πρόσπεσαν κι οι αδελφοί και η σεβαστή μητέρα
και αυτός αρνείτο πάντοτε· του πρόσπεσαν οι φίλοι,
απ’ όσους είχε, σεβαστοί σ’ αυτόν και αγαπημένοι,
αλλ’ ούδ’ αυτοί δεν έπεισαν, ωσπού φθασεν ο κτύπος
στον θάλαμον και ανέβαιναν τους πύργους οι Κουρήτες
και την μεγάλην άρχιζαν να κάψουν Καλυδώνα.
Και τότε στον Μελέαγρον επρόσπεσεν η ωραία
ομόκλινή του κλαίοντας και του ’δειξε όσα πάθη
στην πόλιν που πατήσει εχθρός οι άνθρωποι παθαίνουν.
Σφάζουν τους άνδρες, η φωτιά την πόλιν ερημάζει,
και δούλους παίρνουν τα παιδιά και τες γυναίκες ξένοι.
Στα τόσα που άκουσε κακά κλονίσθη στην καρδίαν
κι εζώσθη τα λαμπρ’ άρματα να πεταχθεί εις την μάχην.
Κι έτσι από ιδίαν θέλησιν τους έσωσεν εκείνος.
Πλην δεν του εδώσαν οι Αιτωλοί τα εξαίσια δώρα πλέον
και χάρισμ’ απ’ τον όλεθρον τους έσωσε εις το τέλος.

(Ιλ., Ο 529-599, μετ. Ι. Πολυλάς)


7.

Υπάρχει και Ώλενος στην Αιτωλία.


-------------------


Pseudo-Apollodorus, Bibliotheca 1.8.1

Pausanias, Graeciae Descriptio 7.4.1

Hyginus, Fabulae 129

The Hesiodic Catalogue of Women gives Meleagrus' father as Ares and names Oeneus' children by Althaea as: Pheres, Agelaus, Toxeus, Clymenus, Gorge and Deianeira (Cat, fr, 25).

Antoninus Liberalis, Metamorphoses 2

Hyginus, Fabulae 69

Pausanias, Graeciae Descriptio 4.35.1

Scholia on Homer, Iliad, 9. 584

Hyginus, Fabulae 172

Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae 4.34.2-3

Pausanias, Graeciae Descriptio 2.25.2

Hyginus, Fabulae 175

Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae 4.35.1-2





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"