TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




Πειριθους (Περιθοος ή Πειριθοος)




Ο Πειρίθους (Περίθοος ή Πειρίθοος) ήταν Λαπίθης γιος της Δίας και του Ιξίονα, βασιλιά του Γυρτώνα (Θεσσαλία), τον οποίο και διαδέχθηκε στη βασιλεία, ενώ κατά άλλες εκδοχές ήταν γιος του Δία. Ο Πειρίθοος πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και ο Νέστορας στην Ιλιάδα τον συγκαταλέγει στους γενναίους με τους οποίους είχε συναναστραφεί (Α 262-268δεσμός, Υγίν. 14.6, Απολλόδ. 1.8.2).





Πειρίθοος και Θησέας

Ο Πειρίθους, έχοντας ακούσει για το θάρρος του Θησέα και το σθένος του στη μάχη, αποφάσισε να αναμετρηθεί μαζί του και να βάλει σε δοκιμασία τις αρετές του ήρωα. Έκλεψε τα κοπάδια που ανήκαν στον Θησέα και τα οδήγησε μακριά από τον Μαραθώνα. Εκείνος κυνήγησε τον κλέφτη, όμως όταν οι δυο νέοι συναντήθηκαν, αντί να πολεμήσουν μεταξύ τους, θαύμασε ο ένας την ομορφιά του άλλου, τόσο που ο Πειρίθοος όχι μόνο προσφέρθηκε να αποζημιώσει τον Θησέα με όποιον τρόπο εκείνος ήθελε αλλά και να γίνει σκλάβος του· ο Θησέας αρνήθηκε, δήλωσε ότι ρίχνει στη λήθη το παρελθόν και ότι ζητά τη φιλία και τη συμμαχία του. Οι δυο τους δέθηκαν με δεσμούς φιλίας και την επισφράγισαν με όρκο σε τοποθεσία για την οποία μιλούσαν αργότερα οι Αθηναίοι. Έκτοτε, οι δυο φίλοι εκτέλεσαν μαζί όλα τους τα κατορθώματα.

Ο Πειρίθοος βοήθησε τον Θησέα να αρπάξουν την Αμαζόνα Αντιόπη και πολέμησε μαζί του κατά των Θεσπρωτών. Όταν Θησέας και Πειρίθους έβαλαν σκοπό να παντρευτούνε κόρες του Δία, ο ένας βοήθησε τον άλλον· πρώτα ο Πειρίθοος τον Θησέα και μετά ο Θησέας τον Λαπίθη φίλο του: Η απαγωγή της μόλις δεκατεσσάρων ετών Ελένης από τον πενηντάχρονο Θησέα και τον Πειρίθοο έγινε την ώρα που το κορίτσι τελούσε λατρευτικό χορό στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος στη Σπάρτη.

Στον κλήρο που έριξαν οι δυο φίλοι, την κέρδισε ο Θησέας που την πήγε στις Αφίδνες της Αττικής, γιατί οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να τη δεχτούν στην πόλη τους από τον φόβο πολέμου με τους Σπαρτιάτες. Εκεί την εμπιστεύτηκε στη μητέρα του Αίθρα. Όσο όμως ο Θησέας έλειπε στον Κάτω Κόσμο μαζί με τον Πειρίθοο για να απαγάγουν την Περσεφόνη, τα αδέλφια της, οι Διόσκουροι, οργάνωσαν εκστρατεία με σώμα Αρκάδων και Λακεδαιμονίων και πήραν πίσω την αδελφή τους.





Ο γάμος με την Ιπποδάμεια

Οι γάμοι του Πειρίθοου με την Ιπποδάμεια ή Διηδάμεια, κόρη του Άδραστου και της Αμφιθέας, ή του Βορεάδα Βούτη, τελέστηκαν σε σπήλαιο δίπλα στις εκβολές του Πηνειού. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο Θησέας και οι γείτονες των Λαπιθών Κένταυροι, και γιατί ήταν συγγενείς της νύφης αλλά και επειδή και ο ίδιος ο Πειρίθοος ήταν ετεροθαλής αδελφός τους. Λόγω αυτής της συγγένειας οι Κένταυροι θεωρούσαν τους εαυτούς τους νόμιμους κληρονόμους του Ιξίονα, γι’ αυτό είχαν βλέψεις στο βασίλειο του Πειρίθοου και γι’ αυτό εχθρεύονταν μόνιμα τους Λαπίθες.

Όμως στη διάρκεια του γαμήλιου γεύματος οι Κένταυροι ήπιαν πολύ κρασί, μέθυσαν και προσπάθησαν να βιάσουν τις γυναίκες των οικοδεσποτών τους παραβιάζοντας όλους τους νόμους της φιλοξενίας, προπάντων ο Ευρυτίωνας, ο πιο άγριος από τους Κενταύρους. Μεθυσμένος από το κρασί δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη μέθη που του προκάλεσε η ομορφιά της νύφης Ιπποδάμειας, της κόρης του Άδραστου, και την άρπαξε από τα μαλλιά, ενώ οι άλλοι Κένταυροι επιτέθηκαν στις κοπέλες και τις γυναίκες που ήταν στη συνοδεία της νύφης. Στη μάχη που ακολούθησε χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα τα σκεύη του γαμήλιου συμποσίου, κρατήρες, υδρίες, κύλικες κ.τ.λ., Θησέας και Πειρίθοος υπερασπίστηκαν την Ιπποδάμεια κόβοντας τη μύτη και τα αυτιά του επίδοξου βιαστή (Οδ., φ 295-304δεσμός).

Στην αιματηρή συμπλοκή σκοτώθηκαν πολλοί από τους αδελφούς του Ευρυτίωνα· αλλά και ο Κένταυρος Νέσσος, που κατάφερε να δραπετεύσει και να γλυτώσει τον θάνατο, σκοτώθηκε αργότερα από τον Ηρακλή, γιατί και αυτός δεν μπόρεσε να ελέγξει τη λαγνεία του, αυτή που τους είχε βάλει σε μπελάδες στον γάμο του Πειρίθοου.

Από την Ιπποδάμεια ο Πειρίθοος απέκτησε ένα γιο, τον Πολυποίτη.





Στον Κάτω Κόσμο για την Περσεφόνη

Η Ιπποδάμεια θα πρέπει να πέθανε πολύ νέα, γιατί σύντομα βρίσκουμε τον Πειρίθοο να κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, μαζί με τον φίλο του Θησέα (σε ανταπόδοση της βοήθειας που του είχε δώσε για την αρπαγή της Ελένης), για να αρπάξουν την Περσεφόνη που τόσο πόθησε ο Λαπίθης. Ο Πλούτωνας ή Αϊδωνέας προσποιήθηκε ότι καλοδέχτηκε τους δυο ήρωες, αλλά με δόλο τους κάθισε στον θρόνο της Λήθης, όπου και ρίζωσαν στην πέτρα και σφιχτοδέθηκαν από πλοκάμια δρακόντων που τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια και τα χέρια τους. Μόλις, λοιπόν, αναπάντεχα αντίκρισαν τον ζωντανό Ηρακλή που κατέβηκε στον Άδη για να φέρει τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα και να επιτελέσει έναν ακόμη άθλο, οι δυο φίλοι άνοιξαν τα χέρια τους, για να τους σηκώσει με τη δύναμή του.

Και αυτός, πιάνοντας τον Θησέα από το χέρι, τον σήκωσε, όταν όμως θέλησε να σηκώσει τον Πειρίθοο, σείστηκε η γη και τον άφησε. Έτσι ο Πειρίθους έμεινε στον Άδη δέσμιος για πάντα. Σύμφωνα με μια εκδοχή ο Ηρακλής έσωσε και τον Πειρίθοο από τον Άδη (Διόδ. Σ. 4.26.1), ενώ άλλοι παραδίδουν ότι ο Θησέας ξανακατέβηκε στον Άδη για τον φίλο του και ότι εκείνος τον απελευθέρωσε (Υγ. 251.3).





Ο Πλούταρχος δίνει μια πιο ορθολογική ανάγνωση της κατάβασης στον Κάτω Κόσμο. Οι δυο φίλοι θέλησαν να κλέψουν την Κόρη, την κόρη του βασιλιά των Ηπειρωτών Μολοσσών Αϊδωνέα και της Περσεφόνης, ομώνυμη με τη θεά κόρη της Δήμητρας, αλλά όχι εκείνη. Την Κόρη την είχαν υποσχεθεί σε όποιον ήρωα νικούσε τον πολύ κακό σκύλο Κέρβερο ή Τρικέρβερο. Πειρίθοος και Θησέας εμφανίστηκαν στην αυλή του βασιλιά λέγοντας πως έρχονταν να ζητήσουν το χέρι της κόρης, στην πραγματικότητα όμως για να απαγάγουν μάνα και κόρη. Όταν ο Αϊδωνέας κατάλαβε τους σκοπούς τους, έβαλε τον σκύλο του Κέρβερο ή Τρικέρβερο να σκοτώσει τον Πειρίθοο, ενώ φυλάκισε τον Θησέα μέχρι την ημέρα που ο οικογενειακός του φίλος Ηρακλής παρακάλεσε τον βασιλιά να τον ελευθερώσει. Μετά τον χαμό του Πειρίθοου στον θρόνο του Γυρτώνα ανέβηκε ο γιος του Πολυποίτης, ο οποίος πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο.

(Πλούταρχος, Βίος Θησέως Λ-ΛΑδεσμός)





Ο Πειρίθοος στη θρησκεία και στην τέχνη

Ηρώο του Πειρίθοου υπήρχε στην Αθήνα, καθώς και η ζωγραφική απόδοση των γάμων του (Αθήν. 474c-d). Από τον Παυσανία (5.10.8) περιγράφεται το αέτωμαδεσμός στον ναό του Δία στην Ολυμπία, όπου ο γλύπτης Αλκαμένης είχε αποδώσει τη μάχη Λαπιθών και Κενταύρων κατά τον γάμο του Πειρίθοου και μαζί με τον Θησέα παριστάνονταν και στον εσωτερικό διάκοσμο του ίδιου ναού (5.10.8, 5.11.5). Εικόνα του υπήρχε και στον ναό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα (8.45.7) και στους Δελφούς, όπου ο ζωγράφος Πολύγνωτος απεικόνισε τον Πειρίθοο και τον Θησέα στον Άδη (Παυσ. 10.29.9-10). Οι Αθηναίοι, τιμώντας τη φιλία του δικού τους ήρωα Θησέα, υποδέχονταν φιλόξενα τους Θεσσαλούς και ονόμασαν Περιθοίδες έναν δήμο της Αθήνας (Σούδ. Περιθοῖδε). Και ο Ευριπίδης έγραψε ομώνυμη τραγωδία, η οποία σώζεται μόνο αποσπασματικά (Στοβ. Anthologium 3.37.15.1-15 Πειρίθου (Ευρ. fr. 597 N. 2 ).





Αναφορές και Αποσπάσματα από την Κλασσική Λογοτεχνία

Ο Πειρίθοος ανάμεσα στους γενναίους του Νέστορα

Και ακούσετέ με, ότ’ είσθε σεις κι οι δυο νεότεροί μου,
ότι με άνδρες έσμιξα πολύ καλύτερούς σας,
σ’ άλλους καιρούς και αυτοί ποσώς δεν μ’ εκαταφρονούσαν.
Άνδρες δεν είδα ή θα ιδώ ποτέ μου ωσάν εκείνους,
Πειρίθοον και Δρύαντα, καλόν λαών ποιμένα,
Καινέα και Εξάδιον, Πολύφημον τον θείον
και ακόμα τον ισόθεον Θησέα τον Αιγείδην,
ωσάν αυτούς ανίκητοι θνητοί δεν γεννηθήκαν,
σφόδρ’ ανδρειωμένοι εμάχονταν με σφόδρ’ ανδρειωμένους,
μ’ άγρια θεριά βουνίσια, και, ω θαύμα, τ’ αφανίσαν·
(Ιλ. Α 262-268, μετ. Ι. Πολυλάς)





Το μεθύσι του Ευρυτίωνα

Εκείνο και τον Κένταυρο τον ξακουστό Ευρυτίο
τον τύφλωσε στ’ αρχοντικό το σπίτι του Πειρίθου
σαν πήγε μες στους Λάπηθες. Κι απ’ το μεθύσι τύφλα
άνομες έκαμε δουλειές στο σπίτι του Πειρίθου.
Θύμωσαν τότε οι ήρωες κι ευτύς όξω απ’ την πόρτα
τον πέταξαν και του ’κοψαν τη μύτη και τ’ αυτιά του.
Κι αυτός με σαλεμένο νου πήρε τα δυο του μάτια
κι έσερνε με τυφλή ψυχή τη μαύρη συμφορά του.
Μάχη από τότε έτσι άρχισε ανθρώπων και Κενταύρων,
που πρώτα εκείνος το κακό τ’ άρχισε απ’ το μεθύσι.
(Όμ., Οδ. φ 295-304, μετ. Ζ. Σίδερης)





Πειρίθοος και Θησέας. Η ιστορία μιας φιλίας

Λ. Η δε φιλία αυτού προς τον Πειρίθουν λέγουσιν ότι έγινε κατά τούτον τον τρόπον. Επειδή μεγάλη ήτον η φήμη της σωματικής δυνάμεως και ανδρείας του, θέλων ο Πειρίθους να δοκιμάση αυτήν και να την γνωρίση, εδίωξε τους βόας του εκ του Μαραθώνος, και όταν ήκουσεν ότι εκείνος τον διώκει ένοπλος, δεν έφυγεν, αλλ’ εστράφη και τον επρόσμεινεν. Ως δε είδεν ο είς τον άλλον, και εθαύμασαν το κάλλος, και εξεπλάγησαν διά την τόλμην αλλήλων, δεν επολέμησαν, και πρώτος ο Πειρίθους εκτείνας τη δεξιάν, είπε προς τον Θησέα και γίνη αυτός ο ίδιος δικαστής της αρπαγής των βοών, και ότι προθύμως θέλει υποβληθή εις ό,τι τον καταδικάση εκείνος· Αλλ’ ο Θησεύς και την ποινήν τω εχάρισε, και τον παρεκάλεσε να γίνωσι φίλοι και σύμμαχοι, και συνέδεσαν την φιλίαν δι’ όρκου. Μετά δε ταύτα, νυμφευόμενος ο Πειρίθους την Δηιδάμειαν, παρεκάλεσε τον Θησέα να έλθη μετ’ αυτού, να γνωρίση την χώραν, και αν συναναστραφή τους Λαπίθας. Είχε δε προσκαλέση και τους Κενταύρους εις το δείπνον. Επειδή όμως αυτοί εφέροντο αυθαδώς και μετ’ ασελγίας, και μεθύοντες δεν άφηνον τας γυναίκας ησύχους, οι Λαπίθαι ηθέλησαν να τας υπερασπισθώσι, και άλλους μεν εξ αυτών εθανάτωσαν, άλλους δε νικήσαντες εις τον πόλεμον, διά της βοηθείας και του Θησέως, τους εδίωξεν από της χώρας. Ο δε Ηρόδωρος λέγει ότι άλλως έγιναν ταύτα· ότι ο πόλεμος ήτον ήδη κεκηρυγμένος, και ο Θησεύς ήλθε να βοηθήση τους Λαπίθας, και ότι τότε πρώτον γνώρισεν εξ όψεως τον Ηρακλέα, επιμεληθείς να τον απαντήση εις την Τραχίνα, αφ’ ού είχεν παύσει ο Ηρακλής την πλάνην και τους αγώνας του· ότι δ’ η συνάντησίς των έγινε μετά πολλής τιμής και φιλοφροσύνης, και μετ’ επαίνων πολλών εκατέρωθεν. Πιθανώτερα, όμως φαίνονται λέγοντες όσοι ιστορούσιν ότι πολλάκις αυτοί απηντήθησαν, και ότι ο Ηρακλής εμυήθη δι’ επιμελείας του Θησέως, και δι’ αυτού έλαβε τον προαπαιτούμενον καθαρμόν, ου είχεν ανάγκην διά τινάς πράξεις του ακουσίους.





ΛΑ. Πεντηκοντούτης δε ήτον ήδη, όταν έπραξε τα κατά την Ελένη, μη πρέποντα εις την ηλικίαν του. Διά τούτο, θέλοντες πολλοί να διορθώσωσι την πράξιν ταύτην ως το μέγιστον των σφαλμάτων του, λέγουσι ότι δεν την ήρπασεν αυτός, αλλ’ ο Ίδας και Λυγκεύς, και ότι λαβών αυτήν παρ’ αυτών εις παρακαταθήκην, δεν την έδωκεν εις τους Διοσκούρους, οίτινες την εζήτουν· ή και, μα τον Δία, ότι ο Τυνδάρεως ο ίδιος την παρέδωκεν εις αυτόν, φοβηθείς Ερανοσφόρον, τον υιόν του Ιπποκόωντος, όστις ήθελε να λάβη την Ελένην εν ω ήτον έτι μικρά. Τα δε πιθανώτερα, και τα υπό πλείστων μαρτυρούμενα είναι, ότι αμφότεροι ήλθον εις την Σπάρτην, και αρπάσανες την κόρην, εν ω εχόρευεν εις το ιερόν της Ορθίας Αρτέμιδος, έφυγον. Όσοι δ’ εστάλησαν να τους καταδιώξωσιν, επήγον μόνον μέχρι της Τεγέας, και ούτω διέβησαν αυτοί αφόβως την Πελοπόννησον, και εσυμφώνησαν μεταξύ των, όστις μεν λάβη διά κλήρου την Ελένην, να την έχη γυναίκα του, και να βοηθή τον άλλον να νυμφευθή αλλαχού. Ο κλήρος λοιπόν έπεσεν εις τον Θησέα, όστις λαβών την παρθένον, μη ούσαν εισέτι εις ώραν γάμου, την έφερεν εις τας Αφίδνας, την κατώκισε μετά της μητρός του, και την έδωκεν εις τον φίλον του Άφιδνον να την φυλάττη άγνωστον εις όλους τους άλλους. Αποδίδων δε τότε εις τον Πειρίθουν την υποσχεθείσαν υπηρεσίαν, ανεχώρησε μετ’ αυτού εις Ήπειρον, διά να λάβωσι την θυγατέρα του Αϊδωνέως, βασιλέως των Μολοσσσών, όστις, ονομάσας την γυναίκα του Περσεφόνη, την δε θυγατέρα του Κόρην, και τον κύνα του Κέρβερον, υπεχρέου όλους τους ζητούντας εις γάμον την νέαν, προς αυτόν να μάχωνται, και να την λάβη όστις ήθελε τον νικήσει. Ακούσας δ’ ότι οι μετά του Πειρίθου δεν ήρχοντο διά να την ζητήσωσιν εις γάμον, αλλά διά να την αρπάσωσι συνέλαβεν αυτούς, και τον μεν Πειρίθουν έρριψεν ευθύς εις τον κύνα, όστις τον κατεσπάραξε, τον δε Θησέα εφυλάκισε.
(Πλούτ., Θησέας, μετ. Α.Ρ. Ραγκαβής)


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Πηγη

"Αρχαία ελληνική μυθολογία"





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"