TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ



ΠΗΓΑΙΝΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ:

ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ 24 ΡΑΨΩΔΙΩΝ ΤΗΣ ΙΛΙΑΔΟΣ



Ο Τρωικός Πόλεμος αποτελεί το μεγαλύτερο και πιο γνωστό πόλεμο που έγινε στην αρχαιότητα και έναν από τους μεγαλύτερους που έγιναν σε όλη την ιστορία του ανθρώπου. Διάρκεσε δέκα ολόκληρα χρόνια και κόστισε τη ζωή πολλών επιφανών ηρώων. Ας αρχίσουμε, όμως, με το υπόβαθρο του πολέμου, κοιτάζοντας την πιο κάτω εικόνα:





Ο Τρωικός Πόλεμος ήταν, στην ουσία, ένας πόλεμος ανάμεσα στους Αχαιούς, Αργείους, Αιολείς και Δαναούς (Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας) με τους Τρώες (Έλληνες της Μικράς Ασίας). Ο πόλεμος αυτός, αν και στη μυθολογία φέρεται να έγινε για την Ωραία Ελένη, αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο είδε το φως της αρχαιολογικής σκαπάνης και αποθανατίστηκε στους αιώνες με το περίφημο Ομηρικό έπος, Ιλιάδα. Γεγονός, όμως, είναι ότι δεν είναι απίθανο η αρπαγή της Ωραίας Ελένης να αποτελεί ιστορικό γεγονός γιατί, αρκετά χρόνια μετά, ο Ευριπίδης στο έργο του «Ελένη» έρχεται να ανασκευάσει το μύθο, λέγοντάς μας πως ο Πάρις δεν έκλεψε την Ωραία Ελένη, αλλά το ξόανό της.

Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι η κύρια αιτία για τον Τρωικό Πόλεμο ήταν η αναζήτηση νέων χωρών, λόγω της καθόδου των Δωριέων γύρω στα 1200 π.Χ, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αντιμετωπίζει απειλές στην επιβίωσή της, αλλά και οι διάφοροι οικονομικοί (καλλιέργεια σιταριού κτλ) και άλλοι λόγοι.

Για πάρα πολλά χρόνια, πιστευόταν ότι οι Τρώες δεν ήταν Έλληνες, θεωρία που καταρρίφθηκε τόσο από τις πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, αλλά και τη μελέτη των Ομηρικών επών, απ’ όπου βρίσκουμε κοινούς προγόνους και κοινά ήθη, έθιμα, γλώσσα και θρησκεία. Κυριότερη θεότητα της Τροίας ήταν η προελληνική θεά Αθηνά. Έτσι, σήμερα είναι κοινώς παραδεκτό ότι ο Τρωικός Πόλεμος ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος έγινε σε στιγμές απόγνωσης και έλλειψης ώριμης σκέψης. Η Εκστρατεία τοποθετείται, σύμφωνα με την επικρατέστερη αντίληψη, μεταξύ 1194-1184 π.Χ. Σε κάθε περίπτωση, τοποθετείται μετά από την Αργοναυτική Εκστρατεία και παράλληλα με την κάθοδο των Δωριέων.

Ο Τρωικός Πόλεμος έγινε πραγματικά, όταν οι Αχαιοί πέρασαν την απέναντι ακτή, με τις πλήρεις στρατιωτικές τους δυνάμεις, για να κατανικήσουν την πολιτισμένη και ευδόκιμη Τροία, ζηλεύοντας τον πλούτο και τις όμορφες γυναίκες της πόλης, αλλά και την εύφορη γη του Ιλίου, της πόλης στην οποία διαδραματίστηκαν τα γεγονότα αυτά. Οι Αχαιοί είχαν ένα Στρατό 100.000 - 135.000 ανδρών και στόλο 1186 πλοίων, ενώ στον πόλεμο έλαβαν μέρος όλοι οι αρχηγοί και ηγεμόνες των Αχαιών και των Αιολών.





Παράλληλα, οι Τρώες είχαν μια εξαίρετα περιφραγμένη πόλη, της οποίας τα τείχη είχαν κτίσει ο Ποσειδώνας και ο Απόλλωνας, για χάρη του Λαομέδοντα, καθώς και τη βοήθεια των συμμάχων τους, λαών από γειτονικές χώρες, τόσο Έλληνες, όσο και ξένοι (Λύκιοι, Μύσοι, Κίκονες, Παφλαγόνες, Φρύγιοι, Μηώνες, Κάρες, Πελασγοί, Θράκες, Ασσύριοι και Αιθίοπες, ακόμη και μερικοί Αιγύπτιοι). Πολλοί επιφανείς ήρωες σημάδεψαν την πορεία του Πολέμου, όπως αυτοί αναφέρονται στην Ιλιάδα, ανάμεσά τους ο Αγαμέμνονας, ο Οδυσσέας, ο Έκτορας, ο Πάρις, ο Μενέλαος, ο Πάτροκλος, ο Αχιλλέας, ο Διομήδης, ο Πρίαμος και πολλοί άλλοι.

Ποια ήταν, όμως, η μυθολογική ερμηνεία για το ξέσπασμα του Τρωικού Πολέμου; Πριν από πάρα, μα πάρα πολλά χρόνια, στα βάθη των αιώνων, οι άνθρωποι είχαν σταματήσει να σέβονται τους θεούς και είχαν γίνει τόσοι πολλοί, ώστε η θεά Γη δεν μπορούσε πια να τους σηκώσει στο στήθος της. Η θεά παραπονέθηκε στον παντοδύναμο Δία για το πρόβλημά της και εκείνος, για να την ξεκουράσει, έσπειρε διαμάχες μεταξύ των θνητών που οδήγησαν στο Θηβαϊκό πόλεμο (που είναι γνωστός ως Επτά επί Θήβας), στον οποίο πολλοί άνθρωποι έπεσαν στα πεδία των μαχών.

Φαίνεται, όμως, πως το πρόβλημα δεν είχε λυθεί οριστικά: δεν πέρασε πολύς καιρός και οι άνθρωποι ξανάγιναν πολλοί. Αμήχανος ο Δίας μπροστά στην επανεμφάνιση του προβλήματος ζήτησε τη συμβουλή του Μώμου, γιου της Νύχτας. Ο Μώμος συμβούλεψε τον παντοδύναμο πατέρα των θεών, Δία, να συλλάβει το σχέδιο ενός μεγάλου πολέμου, που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως Τρωικός πόλεμος, για να τιμωρήσει τους ανθρώπους που έδειχναν ασέβεια προς τους θεούς. Για την προετοιμασία του σχεδίου αυτού έπρεπε σε πρώτη φάση να γίνουν δυο πράγματα: Από τη μια να φέρει στον κόσμο ο ίδιος ο Δίας μια πανέμορφη κόρη και από την άλλη να υποχρεωθεί η Νηρηίδα Θέτιδα, την οποία έτσι κι αλλιώς ο Δίας ήθελε να εκδικηθεί (επειδή είχε αποκρούσει παλιότερα τις δικές του προτάσεις) να παντρευτεί μ’ έναν κοινό θνητό, τον Πηλέα.

Ο Πηλέας, αν και θνητός, θεωρούταν άξιος να νυμφευτεί τη Θέτιδα, μιας και υπήρχε και σχετικός χρησμός από τη Θέμιδα, ότι ο γιος της Θέτιδας θα μεγάλωνε και θα γινόταν δυνατότερος και από τον πατέρα του, έτσι ο Ποσειδώνας και ο Δίας -που μάλωναν για το ποιος θα την νυμφευόταν- αποφάσισαν να την παντρέψουν με ένα θνητό, τον Πηλέα, ο οποίος είχε τη φήμη του πιο θεοφοβούμενου άνδρα της Θεσσαλίας, βασιλιά της Φθίας, ηγέτη των Μυρμιδόνων. Έτσι, άρχισαν να γίνονται οι προετοιμασίες για τους γάμους της Θέτιδας με τον Πηλέα.





Παιδί τους ήταν ο Αχιλλέας, ο οποίος -μετά από εμβάπτισμα στον ιερό ποταμό Στύγα- είχε καταστεί άτρωτος σε όλο του το σώμα, πλην ενός σημείου (τη φτέρνα, από τον οποίο τον κρατούσε η μητέρα του), το οποίο και έγινε γνωστό ως η «Αχίλλειος πτέρνα», συνώνυμο σήμερα της αδυναμίας. Τα δύο αυτά γεγονότα έδωσαν τις βασικές αφορμές για τη διεξαγωγή του θρυλικού πολέμου, που οδήγησε στην καταστροφή της Τροίας και στο χαμό αναρίθμητων ανθρώπων. Οι γάμοι της Θέτιδας με τον Πηλέα έγιναν στο βουνό Πήλιο, με κάθε λαμπρότητα. Ο κάθε θεός κατέβαινε από τον Όλυμπο με πανάκριβα δώρα, ενώ στο γαμήλιο πάρτι την ψυχαγωγία προσέφεραν οι ίδιες οι Μούσες, συνοδευόμενες από τον Απόλλωνα.

Προσκεκλημένοι ήταν όλοι οι θεοί με μοναδική εξαίρεση την Έριδα, που την αγνόησαν. Τότε εκείνη, πάρα πολύ θυμωμένη για την προσβολή που της έγινε, θέλησε να εκδικηθεί: έριξε, λοιπόν, στη μέση του γαμήλιου τραπεζιού ένα χρυσό μήλο, που έφερε την επιγραφή «Για την ωραιότερη», θέλοντας έτσι να προκαλέσει αναστάτωση και διχόνοια (έριδα, όπως ονομαζόταν και η ίδια) μεταξύ των θεών. Άλλη μια παγιωμένη φράση είναι «Το μήλο της Έριδας», δηλαδή η αιτία του κακού και της διχόνοιας. Αρχικά, η έριδα περιελάμβανε όλες τις θεές, μετά όμως από πολλές συζητήσεις περιορίστηκε στις τρεις μεγαλύτερες και ομορφότερες θεές.

Όπως ήταν φυσικό, η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη, οι τρεις πιο μεγάλες θεές του Ολύμπου, διεκδίκησαν χωρίς καθυστέρηση καθεμιά για τον εαυτό της το χρυσό μήλο, που αποτελούσε ένα είδος βραβείου ομορφιάς. Η επιλογή ήταν δύσκολη, και ο Δίας, που μπορούσε να κάνει την επιλογή, προτίμησε να μην την κάνει, γι’ αυτό και διέταξε τον Ερμή να πάει μαζί με τις θεές στο όρος Ίδα, πέρα από το στενό του Ελλήσποντου, και να συναντήσει το δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου, τον Πάρι, για να διαλέξει εκείνος ποια από τις θεές έπρεπε να προτιμηθεί για το βραβείο ομορφιάς.

Βλέποντας ο Πάρις, που έβοσκε ανυποψίαστος τα κοπάδια του πατέρα του, να τον πλησιάζουν οι θεοί, το έβαλε στα πόδια κατατρομαγμένος. Γρήγορα, όμως, αναθάρρησε με την παρέμβαση του Ερμή, που του ανακοίνωσε την προσταγή του Δία και πλησίασε τις τρεις θεές θαμπωμένος από την ομορφιά τους. Κι εκείνες βέβαια, θέλοντας η καθεμιά να τον πάρει με το μέρος της, να τον πείσει πως εκείνη είναι η ομορφότερη και πιο άξια να πάρει το βραβείο, τόνιζαν τις ιδιαίτερες χάρες τους και υπόσχονταν ανάλογα δώρα η καθεμιά στον Πάρι, αν της έδινε το χρυσό μήλο.

Έτσι, η Ήρα έλεγε πως ήταν η γυναίκα του θεού τον οποίο σέβονταν και υπάκουγαν όχι μόνο οι θνητοί αλλά και όλοι οι άλλοι θεοί, και του υποσχόταν πως στο βασίλειό του θα ανήκε όλη η Ασία και η Ευρώπη. Η Αθηνά παινευόταν για τη σοφία της και την ικανότητά της στο ακόντιο και υποσχόταν πως θα τον έκανε ανίκητο πολεμιστή. Η Αφροδίτη μιλούσε για τον ερωτικό πόθο που μόνο εκείνη ήξερε να ξυπνάει στις καρδιές των θεών και ανθρώπων και υποσχόταν να του δώσει ως σύζυγο την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου που, κατά γενική ομολογία ήταν η Ελένη, η κόρη του Δία και της Λήδας.

Ο όμορφος και ανδρείος Πάρις, γοητευμένος όχι μόνο από την ξεχωριστή ομορφιά της Αφροδίτης αλλά και από το δώρο που εκείνη του υποσχέθηκε, της παρέδωσε το χρυσό μήλο, χωρίς καμιά σκέψη, ενώ οι δυο άλλες θεές, Ήρα και Αθηνά, έφυγαν φανερά δυσαρεστημένες με την επιλογή του: αυτό ήταν το πρώτο βήμα για το ξέσπασμα του Τρωικού Πολέμου.





Μια μέρα η Λήδα, κόρη του βασιλιά των Πλευρών, Θέστιου, και της Ευρυθέμιδας, σύζυγος του Σπαρτιάτη βασιλιά Τυνδάρεω, έκανε μπάνιο στα νερά του ποταμού Ευρώτα όταν, εντελώς ξαφνικά, ένας κατατρεγμένος από ένα αετό κύκνος αναζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά της. Ο αετός δεν ήταν άλλος από τον Ερμή και ο κύκνος ήταν ο ίδιος ο Δίας, που χρησιμοποίησε αυτό το κόλπο για να συνευρεθεί με τη Λήδα. Την ίδια νύχτα, η Λήδα κοιμήθηκε με τον άνδρα της και, εννιά μήνες αργότερα, γέννησε την Ελένη, γνωστή και στην ιστορία και τη μυθολογία ως Ωραία Ελένη, που δεν άργησε να γίνει γνωστή για την υπέροχη ομορφιά της, και δύο δίδυμα αγόρια, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.

Η Ωραία Ελένη και ο Πολυδεύκης ήταν τα αθάνατα παιδιά του Διός, ενώ ο θνητός Κάστορας ήταν γιος του Τυνδάρεω. Η Ωραία Ελένη μεγάλωνε στην αυλή του βασιλιά της Σπάρτης, Τυνδάρεω, ο οποίος νόμιζε ότι ήταν πραγματικά δική του κόρη: η ξεχωριστή της ομορφιά δεν άργησε να γίνει αφορμή να απαχθεί σε μικρή ηλικία (12 μόλις χρονών) από τον Θησέα, που την έφερε στην Άφιδνα της Αττικής και απέκτησε μαζί της μια κόρη, την Ιφιγένεια. Όταν, όμως, ο Θησέας κατέβηκε στον Άδη για την απαγωγή της Περσεφόνης, τα αδέλφια της, Κάστορας και Πολυδεύκης, κατάφεραν να την ελευθερώσουν και να τη φέρουν στην αυλή του πατέρα τους.

Τώρα, όμως, είχε γίνει πια γνωστή η ομορφιά της νέας γυναίκας σε όλη την Ελλάδα και άρχισαν να καταφθάνουν στο παλάτι του θνητού πατέρα της Ελένης μνηστήρες ή εκπρόσωποί τους, που προσπαθούσαν να την εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους. Μπροστά σε τόσες υποψηφιότητες, ο βασιλιάς Τυνδάρεως βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς γνώριζε καλά πως όποιον και να διάλεγε για σύζυγο της κόρης του θα έκανε εχθρούς όλους τους υπόλοιπους. Από τη δύσκολη αυτή θέση τον έβγαλε ένας από τους μνηστήρες, ο Οδυσσέας, που ζήτησε ως αντάλλαγμα για τη συνδρομή του την Πηνελόπη, την ανιψιά του βασιλιά, για σύζυγο.

Συμβούλεψε, λοιπόν, ο Οδυσσέας τον Τυνδάρεω να πείσει τους υποψήφιους γαμπρούς να αφήσουν την Ελένη να διαλέξει μόνη της το σύζυγό της. Πριν, όμως, κάνει η Ελένη την επιλογή της, έπρεπε όλοι να ορκιστούν ότι θα τιμωρήσουν εκείνον που τυχόν θα επιχειρούσε να την αποσπάσει από τη συζυγική εστία: όλοι ορκίστηκαν με προθυμία, με εξαίρεση τον ίδιο τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, που ήταν πολύ νέος για να προβάλει αξιώσεις. Και τότε, η Ελένη διάλεξε για σύζυγό της το Μενέλαο, γιο του Ατρέα και αδελφό του Αγαμέμνονα, γεγονός που βόλευε τον Τυνδάρεω παρά πολύ, όχι μόνο γιατί ο Μενέλαος ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους Αχαιούς, αλλά και γιατί τον υποστήριζε ως υποψήφιο ο αδερφός του, Αγαμέμνονας, που είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Τυνδάρεω, την Κλυταιμνήστρα.

Όταν σκοτώθηκαν ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, κλήθηκε ο Μενέλαος να γίνει βασιλιάς της Σπάρτης. Το σχέδιο για τον Τρωικό πόλεμο πήγαινε καλά: οι ηγεμόνες των Αχαιών, με λιγοστές εξαιρέσεις, είχαν δεσμευθεί με όρκους να υπερασπιστούν μια γυναίκα, η οποία ήταν γραφτό να απαχθεί από τον άντρα της, γιατί αποτελούσε το δώρο μιας θεάς σ' έναν θνητό, χωρίς να μπορούν να σκεφθούν που θα τους οδηγούσε αυτός ο όρκος. Η Αφροδίτη, είχε υποσχεθεί στον Πάρι την ομορφότερη γυναίκα. Όταν λοιπόν ανακοίνωσε στην οικογένειά του την επιθυμία του να ταξιδέψει, δεν έφερε κανένας αντιρρήσεις, αν και τα αδέρφια του, ο Έλενος και η Κασσάνδρα, που κατείχαν τη μαντική τέχνη, προφήτεψαν ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα είχε ως συνέπεια την καταστροφή της Τροίας.

Οι προφητείες αυτές δε στάθηκαν ικανές να τον σταματήσουν. Είχε άλλωστε με το μέρος του την Αφροδίτη, που του έδωσε μάλιστα το γιο της τον Αινεία ως συνοδό για το ταξίδι. Έτσι, ο Φέρεκλος κατασκεύασε για λογαριασμό του Πάρι πλοία, γιατί οι Τρώες δεν ασχολούνταν ως τότε με τη θάλασσα εξαιτίας κάποιου παλιού χρησμού που έλεγε πως η καταστροφή θα ερχόταν από τη θάλασσα. Όταν τα πλοία ετοιμάστηκαν, ξεκίνησε ο Πάρις με κατεύθυνση το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη.





Δέκα χρόνια μετά το γάμο τους, ο Πάρις, καθοδηγούμενος από τη θεά του έρωτα, Αφροδίτη, ήρθε στη Σπάρτη, ψάχνοντας το θαύμα ανάμεσα στις γυναίκες. Για εννέα ολόκληρες ημέρες ο Μενέλαος ψυχαγωγούσε τον έντιμο φιλοξενούμενό του, αλλά στη δέκατη ημέρα υποχρεώθηκε να πάει στην Κρήτη, για την κηδεία του μητρικού του παππού, Κατρέα. Πριν φύγει, έδωσε την εντολή στη γυναίκα του να φροντίσει τους ξένους όσο γίνεται καλύτερα. Χωρίς να την εμποδίζει τίποτα πια, εκπλήρωσε η Αφροδίτη την υπόσχεσή της στον Πάρι.

Εκμεταλλευόμενος ο Πάρις την απουσία του Μενέλαου, έβαλε την Ελένη στα καράβια του, παίρνοντας μαζί του και μεγάλο μέρος των θησαυρών του παλατιού, καθώς και μερικές δούλες της Ελένης (ανάμεσά τους τη μητέρα του Θησέα, Αίθρα, και την αδερφή του συντρόφου του Θησέα, Πειρίθου, την Κλυμένη) κι έφυγε. Η Ελένη εγκατέλειψε στο παλάτι την εννιάχρονη κόρη της, την Ερμιόνη, υποκύπτοντας στον έρωτα του Πάρι, σαν μια κοινή θνητή, φεύγοντας μες στη νύχτα. Το ταξίδι του γυρισμού στην Τροία δεν ήταν όμως τόσο εύκολο για τον Πάρι και τη συνοδεία του.

Οδηγημένα τα πλοία από κακοκαιρίες, που έστειλε η Ήρα, έφτασαν στη Σιδώνα αρχικά. Κατόπιν κρύφτηκαν για αρκετό καιρό στην Κύπρο και στη Φοινίκη, γιατί δεν ήξεραν αν τους κυνηγούν. Μετά από αρκετές περιπέτειες έφτασαν ωστόσο στην Τροία, όπου ο Πάρις επισημοποίησε τη σχέση του με την Ελένη. Γυρίζοντας ο Μενέλαος στη Σπάρτη, που είχε ειδοποιηθεί από την Ίριδα, στο παλάτι του, το βρήκε άδειο όχι μόνο από γυναίκα αλλά και από τα υπάρχοντά του. Η παραβίαση των πατροπαράδοτων νόμων της φιλοξενίας και η εξύβριση του Μενέλαου από τον Πάρι προκάλεσε την οργή και την αγανάκτηση και του ίδιου του Μενέλαου και του αδερφού του Αγαμέμνονα, βασιλιά των Μυκηνών, στον οποίο αμέσως προσέφυγε.

Μόλις ξεπέρασαν την πρώτη έκπληξη, έστειλαν πρεσβεία στην Τροία, απαιτώντας από το βασιλιά της τον Πρίαμο να τους δώσει και την κλεμμένη γυναίκα αλλά και τους θησαυρούς που είχαν αρπαχτεί από το παλάτι του Μενέλαου. Η πρεσβεία γύρισε άπραχτη, καθώς ο Πρίαμος αρνήθηκε κατηγορηματικά, θέλοντας προφανώς να κάνει το χατίρι του γιου του. Όταν η προσπάθειά τους αυτή δεν ευδοκίμησε, κατάλαβαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από τον πόλεμο…

Άρχισε να στέλνει, λοιπόν, ο Αγαμέμνονας απεσταλμένους στους πρώην μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, υπενθυμίζοντάς τους τον όρκο που είχαν δώσει στον Τυνδάρεω, επιπλέον χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι κανείς από τους Έλληνες βασιλιάδες δε θα μπορούσε στο μέλλον να είναι σίγουρος για τη γυναίκα του, αν η τιμωρία του βέβηλου δεν ήταν παραδειγματική. Είναι γεγονός ότι ο Αγαμέμνονας εξανάγκασε αρκετούς να μετάσχουν στην εκστρατεία κατά της Τροίας, καθώς ήταν ο ισχυρότερος μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων. Υπήρχε, άλλωστε, και η θεά Ήρα, που δεν μπορούσε να ξεχάσει την προσβολή που της έγινε στον αγώνα ομορφιάς και ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί τον Πάρι για την επιλογή του.

Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Μενέλαος πήγε προσωπικά στην Πύλο για να εκθέσει το πρόβλημα και τις προθέσεις του στον πιο ηλικιωμένο βασιλιά, τον Νέστορα, και στο γιο του, Αντίλοχο. Εκείνοι δέχτηκαν αμέσως να τον ακολουθήσουν και κίνησαν όλοι μαζί, με τη συνοδεία του Παλαμήδη, για την Ιθάκη, για να πείσουν το βασιλιά της, τον Οδυσσέα, να εκστρατεύσει κι αυτός μαζί τους.





Ο Οδυσσέας, που δεν είχε δεσμευτεί με όρκο του Τυνδάρεω, ήθελε με κάθε τρόπο να κρατηθεί μακριά από την πρόσκληση αυτή, γιατί ο μάντης Αλιθέρσης του είχε προφητέψει ότι, αν ακολουθούσε, θα ξαναγύριζε στο σπίτι του μόνο ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια και μετά από πολλές περιπέτειες. Προσπαθώντας, λοιπόν, να αποφύγει τη συμμετοχή του στην εκστρατεία, προσποιήθηκε τον τρελό. Φτάνοντας οι άλλοι αρχηγοί στο σπίτι του, τον βρήκαν να έχει ζέψει στο άροτρό του ένα βόδι κι ένα άλογο και να φορά ο ίδιος ένα σκουφί στο κεφάλι, παρουσιάζοντας μια μάλλον αναξιοπρεπή εικόνα του εαυτού του.

Ταυτόχρονα, έριχνε στο αυλάκι αλάτι αντί για σπόρο. Ο Παλαμήδης ωστόσο, γιος του Ναύπλιου και περίφημος για την εφευρετικότητά του, δεν ξεγελάστηκε από το τέχνασμα του Οδυσσέα και για να αποκαλύψει την προσποίησή του και στους άλλους, άρπαξε την Πηνελόπη και το νεογέννητο γιο τους, Τηλέμαχο, τοποθετώντας τους μπροστά στο άροτρο. Ο Οδυσσέας αναγκάστηκε να σταματήσει τα ζώα και να υποσχεθεί ότι θα τους ακολουθούσε. Τον Παλαμήδη, όμως, δεν τον συγχώρεσε ποτέ και τελικά το μίσος αυτό που του είχε ο Οδυσσέας το πλήρωσε ο Παλαμήδης με τη ζωή του.

Σειρά είχε τώρα ο Αχιλλέας, μονάκριβος γιος του Πηλέα και της Θέτιδας. Η μητέρα του, σα θεά που ήταν, ήξερε ότι αν πάει στον πόλεμο, δε θα ξαναγυρίσει. Γι' αυτό τον έστειλε σε ηλικία εννιά χρονών στη Σκύρο, στο βασιλιά Λυκομήδη, να μεγαλώσει με τις κόρες του στο γυναικωνίτη του παλατιού. Ντυνόταν γυναικεία και ήταν γνωστός με τον όνομα Πύρρα, επειδή ήταν ξανθός. Κατά την παραμονή του εκεί ερωτεύτηκε μια βασιλοπούλα-κόρη του Λυκομήδη, τη Δηιδάμεια, που του χάρισε ένα γιο, τον Νεοπτόλεμο και αργότερα τον Όνειρο.

Η παρουσία του Αχιλλέα στην αυλή του Λυκομήδη δεν ήταν εξακριβωμένη, η συμμετοχή του όμως στην εκστρατεία ήταν απαραίτητη, γιατί υπήρχε ο χρησμός πως χωρίς τον Αχιλλέα η Τροία δε θα έπεφτε στα χέρια των Αχαιών. Έτσι, κίνησε ο Οδυσσέας για τη Σκύρο, για να διαπιστώσει αν πράγματι κρυβόταν ο Αχιλλέας εκεί. Πήρε μαζί του και γυναικεία φορέματα και κοσμήματα, κάτω από τα οποία είχε κρύψει μια ασπίδα κι ένα σπαθί. Με την πρόφαση ότι ήθελε να προσφέρει δώρα στις βασιλοπούλες, πέρασε στα διαμερίσματα των γυναικών. Κι ενώ οι κόρες του Λυκομήδη περιεργάζονταν τα δώρα τους, έβαλε να ηχήσουν σάλπιγγες σαν να ήταν να γίνει μάχη.

Τότε, ο Αχιλλέας, έχοντας το ένστικτο του πολεμιστή, άδραξε τα όπλα που υπήρχαν μέσα στα φορέματα. Με την κίνησή του αυτή αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει και να πάρει μέρος στην εκστρατεία επικεφαλής των Μυρμιδόνων της Φθίας. Τα όπλα του Αχιλλέα περιλάμβαναν το κράνος, την ασπίδα και το κάλυμμα που του είχε δώσει ο Πηλέας, του οποίου του τα είχαν δωρίσει οι θεοί όταν νυμφεύτηκε τη Θέτιδα, αλλά και ένα δόρυ από στάχτη, δώρο από τον Κένταυρο Χείρωνα, που ήταν τόσο βαρύ, που κανείς από τους Αχαιούς δεν μπορούσε να το σηκώσει. Τέλος, ο Αχιλλέας πήρε μαζί του τα αθάνατα άλογα του πατέρα του, τον Ξανθό και το Βάλιο, που ήταν παιδιά της Ποδάργης (μιας από τις Άρπυιες) και του άνεμου Ζέφυρου, έτσι ήταν τόσο γρήγορα όσο ο άνεμος.

Ο Αχιλλέας ήταν γνωστός τόσο για το θάρρος του, όσο και για την ομορφιά του, τα οποία ήσαν αδιαμφισβήτητα ανάμεσα στους Αχαιούς – ηγέτης των πάνοπλων Μυρμιδόνων, ήταν επικεφαλής 50 πλοίων. Τον Αχιλλέα συνόδευε πάντοτε ο αγαπητός του φίλος, Πάτροκλος, γιος του Μενοίτιου, αδελφού του παππού του Αχιλλέα, Αιακού. Ο Πάτροκλος και ο Αχιλλέας, όπως είναι πλέον ευρέως γνωστό, ήσαν κάτι περισσότερο από φίλοι: ήταν εραστές που το φλογερό πάθος τους φούντωνε στην καρδιά του πολέμου της Τροίας. Φίλος και των δύο ήταν ο μέντοράς τους, Φοίνιξ, γιος του Αμύντορα και βασιλιάς της περιοχής της Θεσσαλίας που ήταν γνωστή ως «Ελλάς».





Ο Μενέλαος, ο προσβεβλημένος σύζυγος, ήταν ο νεότερος αδελφός του Αγαμέμνονα, βασιλιάς της Σπάρτης και περίφημος για τα πλούτη του. Πέραν από την Ερμιόνη, την κόρη του με την Ωραία Ελένη, ο ήρωας είχε και ένα γιο από μια δούλα, τον οποίο ονόμασε Μεγαπενθή (μεγάλο πένθος), για να του υπενθυμίζει τη λύπη που ένιωσε όταν η σύζυγός του τον παράτησε. Η Ιλιάδα σκιαγραφεί το Μενέλαο ως ξανθομάλλη, με μεγάλους ώμους, λιγομίλητο, σοφό και εξαιρετικά καλόκαρδο.

Ο Νέστορας, γέρος και σοφός βασιλιάς της Πύλου, δε μαχόταν επί τακτικής βάσης, αλλά τον σέβονταν και τιμούσαν όλοι οι Αχαιοί – γιος του Νηλέα και εγγονός του Ποσειδώνα, είχε κληροδοτήσει το θάρρος του στους γιους του, Αντίλοχο και Θρασυμήδη. Ο Οδυσσέας, γενναίος βασιλιάς της Ιθάκης, ήταν γνωστός πάνω απ’ όλα για την ευφυΐα και τη διπλωματικότητά του: σε κάθε πόλεμο, κάθε φορά που οι Αχαιοί είχαν να λύσουν κάποιο πολιτικό ή στρατιωτικό πρόβλημα, ο Οδυσσέας έμπαινε στη μέση, για να λάβει τη δύσκολη απόφαση ή να καταφύγει σε τρικ.

Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι δύο Αίαντες: Ο πρώτος, ο Αίας της Σαλαμίνας, αδελφός του Πηλέα και γιος του Τελαμώνα, πάντοτε χαρακτηρίζεται από τα επίθετα «μέγας» και «υψηλός». Η ασπίδα του, ένας πραγματικός πύργος, δεν μπορούσε να σηκωθεί από οποιοδήποτε ήρωα. Ο ετεροθαλής του αδελφός ήταν ο πρώτης τάξεως κωπηλάτης, Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης, κόρης του Λαομέδοντα. Λέγεται ότι όταν περνούσε ο Ηρακλής από το βασίλειο του Τελαμώνα, ζήτησε από το Δία να καταστήσει ανίκητο το νεογέννητο Αίαντα. Έτσι, έγινε αήττητος όταν κάλυπτε το σώμα του με την προβιά του λιονταριού, εκτός από τους ώμους του, όπου κρεμόταν η προβιά.

Η μητέρα του Αίαντα ήταν αδελφή του Πριάμου και ο ίδιος ήταν θεοσεβούμενος και λάτρης της μουσικής Ο δεύτερος Αίαντας είχε το επώνυμο Λόκριος και πιστεύεται ότι ήταν ο γιος του Οϊλέα, από την ανατολική Λοκρίδα. Ήταν επικεφαλής 40 πλοίων και πολέμησε σε όλες τις μεγάλες μάχες της Ιλιάδας, αν και φαίνεται ότι δεν είχε και τόσο καλό χαρακτήρα, μιας και διακρινόταν από ανηθικότητα και βλασφημία. Κατά την πτώση της Τροίας, παραβίασε το ιερό της Αθηνάς κυνηγώντας την Κασσάνδρα, κόρη του Πριάμου. Οι θεοί τον τιμώρησαν με θάνατο κατά την επιστροφή του. Αν και δεν ήσαν συγγενείς, οι δύο Αίαντες πάντοτε πολεμούσαν πλάι - πλάι.

Στον Τρωικό Πόλεμο διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και πολλοί άλλοι Αχαιοί ήρωες, ανάμεσά τους ο Διομήδης, γιος του Τυδέα, ο Ιδομενέας, γιος του Δευκαλίωνα και εγγονός του Μίνωα, οι Ποδαλίριος και Μαχάονας, γιοι του Ασκληπιού, ο Εύμελος, γιος του Άδμητου, ο Πολυπότης, γιος του Πειρίθου, ο Τλεπόλεμος, γιος του Ηρακλή, ο Ακάμας και ο Δημοφώντας, γιοι του Θησέα και της Φαίδρας.

Ειδικά για το Διομήδη τον Αιτωλό, παραδίδεται ότι συνάντησε τον ένδοξο Γλαύκο που ήταν με το μέρος των Τρώων και, ρωτώντας τον ποιος ήταν, ο δεύτερος του απάντησε ότι θα τον νικούσε• στην πορεία, ανακάλυψε ότι ήταν ο Γλαύκος, εγγονός του Βελλεροφόντη, ο οποίος τύγχανε να ήταν φιλοξενούμενος του θείου του Διομήδη, Οινέα, και είχαν γίνει φίλοι. Οι δύο ανταγωνιστές έκαναν χειραψία, αντάλλαξαν τα όπλα τους και έλαβαν τις θέσεις τους για μάχη.

Δύο από τους Αχαιούς βασιλιάδες στάθηκαν πιο τυχεροί στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον πόλεμο: Ο Εχέπωλος από τη Σικυώνα χάρισε στον Αγαμέμνονα μια ξακουστή φοράδα, την Αίθη – σε αντάλλαγμα, ο βασιλιάς των Μυκηνών δεν τον πίεσε να έρθει μαζί του. Ένας άλλος πάλι, ο βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας, υποσχέθηκε στους απεσταλμένους του Αγαμέμνονα πενήντα καράβια πλήρως επανδρωμένα. Όταν, όμως, ήρθε η ώρα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, έστειλε μόνο ένα καράβι και μαζί μ’ αυτό σαράντα εννιά πήλινα καραβάκια με κούκλους αντί για ναύτες.

Καθώς πλησίαζε η ώρα της συγκέντρωσης του στρατού απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, αρχηγός της Εκστρατείας (Στρατάρχης) ορίστηκε ο Αγαμέμνονας, αδελφός του Μενέλαου και γιος του Ατρέα• παράλληλα, η σύζυγός του, Κλυταιμνήστρα, ήταν αδελφή της Ωραίας Ελένης, με κύριο κριτήριο τόσο τη συγγένειά του με το Μενέλαο, όσο και την έκταση του βασιλείου του.

Το βασίλειό του περιελάμβανε ολόκληρο το Άργος και πολλά μικρά νησιά, χωρίς, όμως, να μπορούμε να γνωρίζουμε αν με το «Άργος» ο Όμηρος εννοεί ολόκληρη την Πελοπόννησο, την Αργολίδα ή απλά την πόλη του Άργους. Παράλληλα, στην κυριότητα του Αγαμέμνονα βρίσκονταν και οι Μυκήνες, αφού του παραχωρήθηκαν από τον Τυνδάρεω, ο οποίος τις άρπαξε από το Θυέστη. Ο Στρατάρχης Αγαμέμνονας, αν και όχι και τόσο γνωστός για τη γενναιότητά του, παρουσιάζεται ως ο ομορφότερος και ευγενέστερος από όλους του βασιλείς της Ελλάδας.

Ο Αγαμέμνονας ζήτησε, όπως συνηθιζόταν, χρησμό από το μαντείο των Δελφών για τις προοπτικές της εκστρατείας. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως, όταν οι πιο αντρειωμένοι από τους αρχηγούς των Αχαιών μαλώσουν μεταξύ τους, αυτό θα είναι καλό σημάδι για την έκβαση του πολέμου, το οποίο φάνηκε αληθές στην πορεία του πολέμου.





Στην Ιλιάδα, οι Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας ονομάζονται Αχαιοί, Αργείοι και, σε μικρότερο βαθμό, Δαναοί, ενώ οι αντίπαλοι των Αχαιών ονομάζονταν Τρώες και Δαρδάνιοι. Με την πρώτη ονομασία, ο Όμηρος εννοεί τους κάτοικους του Ιλίου, πρωτεύουσας της Τροίας, ενώ με το δεύτερο, φαίνεται να εννοεί τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας, αν και η διάκριση δεν είναι απόλυτη. Ο Τρως, ο ήρωας που έδωσε το όνομά του στη Τροία ήταν ο γιος του Εριχθόνιου και εγγονός του Δάρδανου, γιος της Αστυόχης, νυμφευμένος με την Καλλιρρόη, κόρη του Σκάμανδρου, είχε για κόρη του την Κλεοπάτρα και τρεις γιους: τον Ίλο, ο οποίος έδωσε το όνομά του στην πρωτεύουσα, Ίλιο, τον Ασσαρακό και το Γανυμήδη, ερωμένο του Διός.

Ο βασιλιάς της Τροίας, Πρίαμος, ήταν νυμφευμένος με την εξαιρετικά γόνιμη Εκάβη, κόρη του Δύμα, πρίγκιπα της Φρυγίας, που είχαν γεννήσει μαζί 19 γιους, ανάμεσά τους και ο Τρωίλος, που έπεσε στα χέρια του Αχιλλέα στην έναρξη του πολέμου, το Δεινόφοβο και τον Έλενο. Από άλλες συζύγους, είχε 32 γιους και 12 κόρες. Πρώτη του σύζυγος ήταν η Αρίσβη, από την οποία απόκτησε τον Αίσακο.

Ο Έκτορας, ο μεγαλύτερος γιος του Πρίαμου, ήταν η προσωποποίηση του ηρωικού πολεμιστή. Οι εχθροί του τον φοβούνταν και οι φίλοι του τον σέβονταν, γιατί η πόλη του προστατευόταν από την ανδρεία του. Η προσωπικότητά του ήταν σπάνια, μιας και ήταν προικισμένος με ασυνήθιστες αρετές. Ο Όμηρος, θέλοντας να αποθανατίσει στους αιώνες τη φιλοπατρία του, αναφέρει ότι, όταν οι οιωνοί δεν έφερναν καλά μαντάτα για την έκβαση της μάχης, ο Έκτορας είπε το περίφημο «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (Ο καλύτερος οιωνός είναι η υπεράσπιση της πατρίδας).

Από την αγαπημένη του σύζυγο, Ανδρομάχη, κόρη του βασιλιά Αετίωνα, βασιλιά της Θήβης της Κιλικίας, είχε ένα γιο, τον Αστυάνακτα. Όσον αφορά τον Πάρι, ο μύθος αναφέρει ότι, όταν η Εκάβη τον κυοφορούσε, ονειρεύτηκε ότι θα γεννούσε ένα φλέγοντα πυρσό που θα έσταζε αίμα και θα έκαιγε την Τροία. Ο Αίσακος, μπάσταρδος γιος του Πριάμου και ονειροκριτής, συμβούλεψε τον πατέρα του να σκοτώσει το μωρό μόλις γεννιόταν, ειδάλλως οι μέρες της Τροίας θα ήταν μετρημένες.

Ο φόνος του Πάρι αναλήφθηκε από ένα δούλο, ο οποίος, όμως, λυπήθηκε το μωρό και το άφησε στους λόφους του βουνού Ίδα, όπου και ανατράφηκε από μια θηλυκή αρκούδα και, αργότερα, ανεβρέθηκε από ένα βοσκό που τον μεγάλωσε. Αργότερα, ο Πάρις αναγνωρίστηκε από την οικογένειά του και έγινε δεχτός με μεγάλη χαρά από το παλάτι. Στην Ιλιάδα, ο Πάρις, δευτερότοκος γιος του Πρίαμου, αντιπροσωπεύεται από ένα όμορφο και γοητευτικό αγόρι, το οποίο όμως ήταν δειλό και φιλόνικες.

Ανάμεσα στους ήρωες της Τροίας ξεχωρίζουν ο Αινείας, γιος του Αγχίση και της θεάς Αφροδίτης, ο ηλικιωμένος και δίκαιος Αντήνορας, ανιψιός του Πριάμου, αλλά και τα παιδιά του, ανάμεσα στα οποία διακρίνουμε τον Αγήνορα και τον Ακάμαντα, ο Πάνθους, ηλικιωμένος κάτοικος της πόλης και οι γιοι του, Υπερήνωρ, Εύφορβος και Πολυδάμας, μάντης, σύμβουλος και φίλος του Έκτορα.

Ο Αινείας, γιος του Αγχίση και της Αφροδίτης, ήταν ήρωας της Τροίας και φημίζεται ότι ήταν ο δεύτερος πιο γενναίος από τον Έκτορα, μιας και πήρε μέρος σε όλες τις μάχες. Η αρετή του ήταν αξιομνημόνευτη, μιας και όταν καταλήφθηκε η Τροία, επέτρεψαν οι Αχαιοί στον Αινεία να διαφύγει λόγω της γενναιότητάς του, και να διαλέξει ένα από τα υπάρχοντά του για να το πάρει μαζί του. Ο ήρωας διάλεξε το ξόανο του προστάτη του θεού, προς μεγάλη έκπληξη των Αχαιών.





Έτσι, οι Αχαιοί, θαυμάζοντας την εκλογή του, του επέτρεψαν να πάρει άλλο ένα αντικείμενο: ο Αινείας, τότε, φόρτωσε τον ηλικιωμένο και ανήμπορο πατέρα του, Αγχίση, στην πλάτη του και έτσι, συγκινημένοι, του επέτρεψαν να μεταφέρει και τα υπόλοιπά του υπάρχοντα. Ο μύθος λέει ότι μετά από μεγάλη περιπέτεια, έφτασε στην Ιταλία, όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο απόγονός του, Ρωμύλος, είναι ο ιδρυτής της Ρώμης. Την περιπέτειά του, παράλληλη με την Οδύσσεια, διηγείται ο Λατίνος επικός ποιητής Βιργίλιος στην «Αινειάδα» του.

Πλάι στους ηρωικούς Τρώες, πολλοί σύμμαχοί τους κατάφθασαν από μακρινές χώρες. Σημαντικότερος απ’ αυτούς ο Σαρπηδών, ο πλούσιος βασιλιάς της Λυκίας. Ο Σαρπηδόνας ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης, αδελφός του Μίνωα και του Ραδάμανθυ, ο οποίος είχε το χάρισμα από τον πατέρα του να ζήσει τρεις ανθρώπινες ζωές. Το Σαρπηδόνα συνόδευε ο Γλαύκος, εγγονός του Βελλεροφόντη.

Η Αυλίδα της Βοιωτίας, που βρισκόταν στο στενό του Ευρίπου, ορίστηκε ως τόπος συγκέντρωσης του στρατού των Αχαιών. Να αναφέρουμε ότι, αν και ο Όμηρος και οι άλλοι επικοί ποιητές αναφέρονται σε «Αχαιούς», ο Στρατός και ο Στόλος αποτελούταν τόσο από Αχαιούς, Αιολείς, Αργείους και Δαναούς. Η προσέλευση των 100.000 ή, σύμφωνα με άλλους, 135.000 ανδρών, και των 1.186 πλοίων ολοκληρώθηκε περίπου δυο χρόνια μετά την απαγωγή της Ελένης.

Μόλις συγκεντρώθηκαν όλοι, αποφάσισαν να προσφέρουν θυσίες στους θεούς. Καθώς, όμως, θυσίαζαν κάτω από ένα μεγάλο πλάτανο, πετάχτηκε ένα φίδι από το βωμό, ανέβηκε σ’ ένα από τα πιο ψηλά κλαδιά του πλάτανου και φτάνοντας σε μια φωλιά με οκτώ νεογέννητα σπουργίτια, άρχισε να τα τρώει. Εκείνα, νιώθοντας τον επικείμενο χαμό τους, τιτίβιζαν απελπισμένα, ενώ η μητέρα τους φτερούγιζε ολόγυρα ανίκανη να σταματήσει το χαμό των παιδιών της. Αφού το φίδι κατασπάραξε τα πουλάκια το ένα μετά το άλλο, άρπαξε και τη μητέρα τους και την έφαγε κι αυτή. Αμέσως μετά το φίδι πέτρωσε.

Το περιστατικό αυτό το εξέλαβαν οι Αχαιοί ως θεϊκό σημάδι και ανέλαβε να το ερμηνεύσει ο μάντης Κάλχας, λέγοντας ότι τα εννιά πουλιά που έφαγε το φίδι ήταν τα εννιά χρόνια που θα χρειαστεί να πολεμήσουν μπροστά στα τείχη της Τροίας. Στο δέκατο χρόνο η πόλη θα γινόταν δική τους. Μετά την ολοκλήρωση των θυσιών, οι Αχαιοί μπήκαν στα καράβια τους και ξεκίνησαν για την Τροία. Επειδή, όμως, δεν ήξεραν το δρόμο, αποβιβάστηκαν στη Μυσία, βασιλιάς της οποίας ήταν ο Τήλεφος, ο γιος του Ηρακλή. Έχοντας την εντύπωση ωστόσο ότι βρίσκονταν στο σωστό μέρος, επιδόθηκαν σε λεηλασίες και καταστροφές.

Ο Τήλεφος δεν αδράνησε και αντεπιτέθηκε με το στρατό του. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν πολλοί. Τραυματίστηκε μάλιστα και ο ίδιος ο Τήλεφος, όταν, υποχωρώντας μπροστά στη θέα του Αχιλλέα μπλέχτηκε σ’ ένα κλήμα αμπελιού κι έπεσε. Τότε τον πρόλαβε ο Αχιλλέας και τον πλήγωσε με το κοντάρι, που του είχε δώσει ο Κένταυρος Χείρωνας, στο μηρό. Αν και τραυματισμένος, ο Τήλεφος κατάφερε να απωθήσει τους Αχαιούς και τους ανάγκασε να μπουν στα καράβια τους και να φύγουν. Μόλις απομακρύνθηκαν από τη στεριά, δυνατή κακοκαιρία σκόρπισε τα πλοία τους και αναγκαστικά γύρισε ο καθένας στον τόπο του όπως μπορούσε.





Χρειάστηκαν άλλα οκτώ χρόνια, για να μπορέσουν να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους οι Αχαιοί και να ξανασυγκεντρωθούν. Το τραύμα που είχε προκαλέσει ο Αχιλλέας με το κοντάρι του στο μηρό του Τήλεφου δε γιατρευόταν: ο Τήλεφος ζήτησε χρησμό από το μαντείο του Απόλλωνα στη Λυκία και πήρε την απάντηση πως αυτός που τον είχε πληγώσει θα τον θεράπευε. Γνωρίζοντας ότι είχε πληγωθεί από τον Αχιλλέα, ο Τήλεφος ξεκίνησε για την Ελλάδα. Για να μην τον αναγνωρίσουν, όμως, ντύθηκε ζητιάνος.

Και πραγματικά έφτασε στο Άργος, όπου συναντήθηκε αρχικά με τη γυναίκα του Αγαμέμνονα, την Κλυταιμνήστρα, και της ζήτησε να του δώσουν την πιο ταπεινή δουλειά στο παλάτι. Εκείνο τον καιρό ήταν μαζεμένοι στο Άργος οι Έλληνες ηγεμόνες και προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν έπρεπε να εκστρατεύσουν ξανά κατά της Τροίας ή όχι. Ο Μενέλαος, από τη μια, επέμενε πως η τιμωρία των Τρώων ήταν απαραίτητη, γιατί οι Έλληνες, καθώς έλεγε, δεν έπρεπε να επιτρέψουν στους βαρβάρους να τους φέρονται όπως στους δούλους τους.

Ο Αγαμέμνονας, από την άλλη, φοβόταν την πιθανότητα μιας δεύτερης άκαρπης προσπάθειας, καθώς εξακολουθούσαν να αγνοούν την ακριβή θέση της Τροίας. Οι γνώμες των άλλων αρχηγών μοιράζονταν ανάμεσα στις δυο αυτές απόψεις. Κανείς δεν έκρυβε, ωστόσο, το μίσος του για τον Τήλεφο, εξαιτίας του οποίου η πρώτη εκστρατεία είχε λήξει τόσο άδοξα. Βλέποντας ο Τήλεφος ότι οι Αχαιοί δεν τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα, θέλησε να προετοιμάσει το έδαφος για την επικείμενη αποκάλυψή του.

Παρουσιάστηκε στους Αχαιούς ως φτωχός ζητιάνος που δε συμπαθούσε τους Μυσούς, γιατί όταν προσάραξε στη χώρα τους, του επιτέθηκαν, του άρπαξαν τη βάρκα και τον πλήγωσαν. Από την άλλη, είπε, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς πώς ότι έκαναν ο Τήλεφος και οι Μυσοί, θα το έκανε κάθε λαός υπερασπιζόμενος τη χώρα του από ξένους εισβολείς. Παρά τη ρητορική του ικανότητα, η πραγματική του ταυτότητα αποκαλύφθηκε και ο κίνδυνος για τη ζωή του ήταν άμεσος. Τότε εκείνος για να σωθεί, άρπαξε το μικρό Ορέστη, το γιο του Αγαμέμνονα, και κάθισε ικέτης στο βωμό του Δία.

Οι Αχαιοί, όμως, δε θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν, γιατί υπήρχε χρησμός που έλεγε πως ο Τήλεφος θα τους οδηγούσε στην Τροία. Για το λόγο αυτό, και μετά τη μεσολάβηση της Κλυταιμνήστρας επήλθε η συμφιλίωση του Τήλεφου με τους Αχαιούς, που χάρηκαν ιδιαίτερα, όταν τους μίλησε για την ελληνική καταγωγή του. Ο Αχιλλέας, όμως, εξακολουθούσε να αρνείται να του γιατρέψει την πληγή. Τότε, ο σοφός Οδυσσέας δίνει για μια ακόμη φορά τη λύση λέγοντας πως ο Τήλεφος είχε πληγωθεί από το κοντάρι του Αχιλλέα κι όχι από τον Αχιλλέα.

Έξυσε λοιπόν λίγη σκουριά από το κοντάρι πάνω στο τραύμα και ο Τήλεφος θεραπεύτηκε. Για να ευχαριστήσει τους Αχαιούς που τον γιάτρεψαν, ο Τήλεφος δέχτηκε να τους δείξει το δρόμο για την Τροία. Αρνήθηκε, ωστόσο, κατηγορηματικά να λάβει και ο ίδιος μέρος σ’ αυτήν λέγοντας πώς η σύζυγός του, η Λαοδίκη, ήταν κόρη του Πρίαμου και δεν επιθυμούσε να επιτεθεί στην πόλη από την οποία καταγόταν η γυναίκα του. Γνωρίζοντας πια το δρόμο για την Τροία, το βασικότερο εμπόδιο για την πραγματοποίηση της εκστρατείας είχε ξεπεραστεί. Τα προβλήματα ωστόσο δεν έλειψαν ως την τελευταία στιγμή, κάνοντας τη διοργάνωση της εκστρατείας όλο και πιο δύσκολη.

Αν και ο στρατός είχε μαζευτεί πάλι στην Αυλίδα και οι τελευταίες προετοιμασίες για την εκστρατεία είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν παρουσιαζόταν ο κατάλληλος καιρός για ν’ ανοίξουν πανιά. Γι’ αυτό, ο Αγαμέμνονας έκανε τάμα στη θεά Άρτεμη το πιο όμορφο γέννημα εκείνης της χρονιάς. Η Άρτεμις φάνηκε αρχικά να αποδέχεται την προσφορά του Αγαμέμνονα. Μια μέρα, ωστόσο, ο βασιλιάς βγήκε για κυνήγι και ανυποψίαστος μπήκε σ’ ένα άλσος που ήταν αφιερωμένο στην Άρτεμη. Εκεί ξετρύπωσε ένα ελαφάκι πανέμορφο.





Χωρίς να διστάσει, σκότωσε το ιερό ζώο και επιπλέον καυχήθηκε πως και η ίδια η Άρτεμη δε θα μπορούσε να σώσει το ζώο από την καταπληκτική ευστοχία του. Μετά την ανόσια αυτή πράξη επικράτησε πλήρης άπνοια και ο στρατός άρχισε να ανυπομονεί. Ο Κάλχας, ο μάντης του στρατού, αποκάλυψε ότι υπαίτιος της οργής της θεάς ήταν ο Αγαμέμνονας και ότι έπρεπε να θυσιαστεί η πρωτότοκη και ομορφότερη κόρη του, Ιφιγένεια, στο βωμό της Αρτέμιδας για να την εξευμενίσουν.

Βέβαια ο Αγαμέμνονας θα προτιμούσε να ξεχάσουν την εκστρατεία και να γυρίσουν στα σπίτια τους, αλλά η επιμονή του στρατεύματος, που ήθελε να δράσει, ήταν ισχυρότερη από τις δικές του επιθυμίες. Πώς όμως θα ξεγελούσε την κόρη του την Ιφιγένεια και περισσότερο την ίδια τη γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα; Μετά από προτροπή του Οδυσσέα, αποφάσισε να την καλέσει στην Αυλίδα για να παντρευτεί με τον Αχιλλέα τάχα. Και πράγματι, αφού ο Αγαμέμνονας έστειλε μήνυμα στις Μυκήνες για την Κλυταιμνήστρα να φέρει την κόρη της στην Αυλίδα για να την παντρέψει τάχατε με τον Αχιλλέα, ήρθε η Ιφιγένεια στην Αυλίδα μαζί με τη μητέρα της και τον αδερφό της τον Ορέστη.

Γρήγορα, όμως, έμαθαν τον πραγματικό λόγο, για τον οποίο τους κάλεσαν, αφού πρώτα διαπιστώνουν ότι ο Αχιλλέας δεν είχε καθόλου τέτοια πρόθεση. Οργισμένος ο Αχιλλέας που είχαν κάνει χρήση του ονόματός του για τέτοιο σκοπό και μάλιστα χωρίς καν να τον έχουν ρωτήσει, προσπαθεί με κίνδυνο της ζωής του να αποτρέψει τους Αχαιούς από μια τέτοια πράξη, δίνοντας σχετική υπόσχεση στην Κλυταιμνήστρα. Η προσπάθειά του αυτή όμως δεν έφερε αποτέλεσμα, αφού ο στρατός επέμενε. Τελικά, η ίδια η Ιφιγένεια βρίσκει τη λύση, αποφασίζοντας να προσφέρει τον εαυτό της, μιας και βλέπει τόσους πολλούς ανδρειωμένους πολεμιστές να είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους στην Τροία.

Έτσι, προχωρεί μόνη της στο βωμό με το στήθος της γυμνό, για να δεχτεί το μαχαίρι από το χέρι του θύτη και μάντη, ταυτόχρονα, Κάλχα. Όλοι γυρίζουν τα πρόσωπά τους αλλού ή τα σκεπάζουν για να μη δουν τι θα επακολουθήσει. Μόνο ο μάντης Κάλχας βλέπει το θαύμα που γίνεται τη στιγμή ακριβώς της σφαγής. Στη θέση της Ιφιγένειας, είχε βάλει η θεά ένα ελάφι, λίγο πριν το μαχαίρι χτυπήσει το σώμα της νέας, αφού τα άγρυπνα μάτια της παρακολουθούσαν την έκβαση των τεκταινόμενων.

Και η ελαφίνα αυτή είναι που τελικά θυσιάζεται για να εξασφαλιστεί η εύνοια της θεάς, γινόμενη αποδεκτή. Τώρα τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τους Αχαιούς, αφού αμέσως ο άνεμος έγινε ούριος. Ο στόλος τους μπορεί πια να αποπλεύσει από την Αυλίδα. Όσο για την Ιφιγένεια, η θεά τη μετέφερε στη χερσόνησο της Ταυρικής (στη σημερινή Κριμαία) και την έκανε ιέρεια στον εκεί ναό της.

Ο στόλος των Αχαιών στο ταξίδι για την Τροία σταμάτησε στη Δήλο, όπου οι Αχαιοί συνάντησαν το βασιλιά του νησιού και ιερέα του πατέρα του, Απόλλωνα, Άνιο. Η μητέρα του, Ροιώ, κλείστηκε για τιμωρία σε μια κασέλα και ρίχτηκε στη θάλασσα από τον πατέρα της, το Στάφυλο, όταν εκείνος έμαθε πως ήταν έγκυος. Τελικά η Ροιώ βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι της Εύβοιας, όπου γέννησε ένα γιο. Τον ονόμασε Άνιο, για να θυμάται όσα πέρασε για χάρη του. Αφού ο θεός πατέρας του τον έφερε στη Δήλο, παντρεύτηκε τη Δωρίππη, που του χάρισε τρεις κόρες, την Οινώ, τη Σπερμώ και την Ελαΐδα.





Οι κόρες αυτές, γνωστές ως Οινοτρόποι, είχαν πάρει από τον παππού τους, Διόνυσο, το χάρισμα να μετατρέπουν το χώμα που άγγιζαν η πρώτη σε κρασί, η δεύτερη σε γέννημα και η τρίτη σε λάδι. Ο Άνιος λοιπόν, πρότεινε στους Αχαιούς να μείνουν στη Δήλο, γιατί, σα μάντης που ήταν, ήξερε ότι το κάστρο της Τροίας θα έπεφτε μετά από 10 χρόνια. Τη διατροφή του στρατού θα την αναλάμβαναν οι κόρες του. Οι Αχαιοί αρνήθηκαν την ευγενική προσφορά του βασιλιά της Δήλου, απέσπασαν ωστόσο την υπόσχεσή του να τους στείλει τις κόρες του, αν τυχόν τους έλειπαν οι τροφές στη διάρκεια της πολιορκίας.

Επόμενος σταθμός στο ταξίδι τους ήταν το νησί Χρύση, πάνω στο οποίο είχε ιδρύσει ο Ιάσονας βωμό για τη θεά Χρύση. Η θεά αυτή φύλαγε τον Ελλήσποντο και έπρεπε οι Αχαιοί να την εξευμενίσουν. Την ακριβή θέση του νησιού την ήξερε μόνο ο Φιλοκτήτης, ο γιος του Ποιούντα και της Δημώνασσας, που είχε ακολουθήσει τον Ιάσονα στην Αργοναυτική εκστρατεία. Ήταν φημισμένος Τοξότης και είχε υπό την εποπτεία του άλλους 350 Τοξότες.

Μόλις, όμως, έφτασαν εκεί οι Αχαιοί και άρχισαν τη θυσία, ένα φίδι δάγκωσε τον Φιλοκτήτη στο πόδι. Η πληγή κακοφόρμισε και ανέδινε τόση κακοσμία, που δεν μπορούσε κανείς να την ανεχτεί. Με προτροπή του Οδυσσέα, τον έβγαλαν τελικά στη Λήμνο, ενώ κοιμόταν αποκαμωμένος, και τον άφησαν εκεί ολομόναχο. Αρχηγός των επτά πλοίων του Φιλοκτήτη έγινε τότε ο νόθος γιος του Οϊλέα, ο Μέδοντας. Το περιστατικό, αν και λύπησε τους συμπολεμιστές του, ξεχάστηκε σύντομα, αφού η δράση επείχε περισσότερης σημασίας για τους πολεμόχαρους Αχαιούς.

Λίγο πριν φτάσουν στην Τροία, οι Αχαιοί άραξαν στο νησί Τένεδος για να ξεκουραστούν. Ο βασιλιάς του νησιού Τένης, γιος μάλλον του Απόλλωνα, είχε όμως άλλη γνώμη και άρχισε να τους ρίχνει βράχους. Τότε, ο Αχιλλέας τον σκότωσε με το σπαθί του, ξεχνώντας τη συμβουλή της μητέρας του να μη σκοτώνει γιους του Απόλλωνα. Στη συνέχεια, κυνήγησε την αδερφή του Τένη, Ημιθέα, εκείνη, όμως, κρύφτηκε μέσα στη γη. Τελικά, αποβιβάστηκαν όλοι οι Αχαιοί στο νησί και ο Αγαμέμνονας οργάνωσε μεγάλο συμπόσιο προς τιμή των Αχαιών ηγεμόνων. Δεν προσκάλεσε, όμως, τον Αχιλλέα από τους πρώτους κι εκείνος παρεξηγήθηκε και απειλούσε να αποχωρίσει και να γυρίσει στην Ελλάδα.

Οι άλλοι αρχηγοί προσπάθησαν να εξομαλύνουν τα πράγματα, ενώ ο Οδυσσέας θέλησε να τον φέρει στο φιλότιμο λέγοντας ότι στην πραγματικότητα φοβόταν τον Έκτορα. Τελικά, με την παρέμβαση της Θέτιδας, συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα. Σύντομα, όμως, ξέσπασε νέα ζωηρή φιλονικία ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Οδυσσέα, για τον τρόπο με τον οποίο θα έπαιρναν την Τροία: ο ένας μιλούσε για παλικαριά, ο άλλος για δόλο. Ο Αγαμέμνονας τους άκουγε και χαιρόταν, γιατί θυμήθηκε το δελφικό χρησμό ότι η φιλονικία μεταξύ των αντρειωμένων θα ήταν καλό σημάδι για την έκβαση του πολέμου.

Αφήνοντας πίσω τους το νησί Τένεδος, οι Αχαιοί έφτασαν επιτέλους στο ακρογιάλι της Τροίας. Η Τροία, γνωστή ως Ίλιον, ήταν ένα μέρος φονικότατων μαχών, το οποίο προστάτευε ο θεός Απόλλωνας με το ασημένιο του τόξο. Είχε πάρει το όνομά της από τον Ίλο, γιο του Τρώα, ο οποίος είχε κτίσει τα απόρθητα κάστρα που το περιέβαλλαν.





Κανείς τους, όμως, δεν τολμούσε να αποβιβαστεί και να πατήσει το πόδι του στην τρωική γη, γιατί όλοι τους ήξεραν την προφητεία της Θέτιδας ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατούσε τη γη της Τροίας θα πέθαινε αμέσως. Ο Οδυσσέας, πολυμήχανος όπως πάντα, πέταξε την ασπίδα του και μετά πήδηξε πάνω της, επιτυγχάνοντας να μην πατήσει στο τρωικό χώμα. Ξεθαρρεύοντας, ο αρχηγός των Θεσσαλών, Πρωτεσίλαος, πήδηξε δεύτερος, νομίζοντας ότι ο χρησμός θα επαληθευόταν με το θάνατο του Οδυσσέα. Τρίτος ακολούθησε ο Αχιλλέας και μετά οι υπόλοιποι.

Ο Πρωτεσίλαος πολέμησε γενναία και σκότωσε αρκετούς από τους Τρώες που είχαν μαζευτεί για να δυσκολέψουν τους Αχαιούς κατά την αποβίβαση. Λίγο αργότερα, όμως, έπεσε νεκρός από το χέρι του Έκτορα, για να επαληθευτεί ο χρησμός που σωστά είχε ερμηνεύσει ο Οδυσσέας. Ο θάνατος του Πρωτεσίλαου, γιου του Ίφικλου, βασιλιά της Φυλακής της Θεσσαλίας, λύπησε πολύ τους Αχαιούς, γιατί ήταν σ’ όλους γνωστό πως ο Πρωτεσίλαος έφυγε για την Τροία την επόμενη μέρα του γάμου του με τη Λαοδάμεια, κόρη του Άκαστου.

Η Λαοδάμεια, πληροφορούμενη το θάνατο του συζύγου της, αρνήθηκε να το πιστέψει. Ο Πρωτεσίλαος, στον Άδη πλέον, τόσο βασανισμένος ήταν από τον έρωτά του, που ζήτησε από τον Πλούτωνα να του επιτρέψει να περάσει τρεις ώρες με την αγαπημένη του. Ο θεός συμφώνησε και, αφού είχαν περάσει οι τρεις ώρες, ο Πρωτεσίλαος ζήτησε απ’ αυτήν να τον ακολουθήσει στον κάτω κόσμο. Αυτή, χωρίς ενδοιασμό, άρπαξε το σπαθί του άνδρα της και αυτοκτόνησε.

Ωστόσο οι Αχαιοί δεν πτοήθηκαν από το θλιβερό αυτό γεγονός: μετά τη λήξη του πολέμου, έστησαν μνημείο στον πρώην μνηστήρα της Ωραίας Ελένης, αφού τον έθαψαν με τιμές ήρωα. Η μάχη βρισκόταν τώρα σε πλήρη εξέλιξη, καθώς οι Αχαιοί προσπαθούσαν με όλες τους τις δυνάμεις να δημιουργήσουν προγεφυρώματα στην ακρογιαλιά, για να πραγματοποιήσουν την απόβασή τους. Πρωτοστατούσε ο Αχιλλέας που, σε κάποια στιγμή θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον Κύκνο, γιο του Ποσειδώνα και της Καλύκης, ο οποίος είχε πάρει το χάρισμα από τον πατέρα του να μην πληγώνεται από χάλκινο όπλο.

Τελικά, ο Αχιλλέας κατάφερε να τον σκοτώσει χτυπώντας τον με μια πέτρα στο κεφάλι. Βλέποντας οι Τρώες τον Κύκνο να πέφτει νεκρός πανικοβλήθηκαν, υποχώρησαν άτακτα και κλείστηκαν στην Τροία. Τότε, οι Αχαιοί αποβιβάστηκαν με την ησυχία τους και στρατοπέδευσαν προς τη μεριά του Ελλήσποντου. Για να μη σαπίσουν τα πλοία τους, τα έβγαλαν στη στεριά. Αφού ολοκλήρωσαν την εγκατάστασή τους, και θέλοντας μέχρι την τελευταία στιγμή ν’ αποφύγουν τον πόλεμο, οι Αχαιοί έστειλαν πρεσβεία στην Τροία σε μια ύστατη προσπάθεια να επιτευχθεί ειρηνική λύση του προβλήματος.

Την πρεσβεία αποτελούσαν ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας. Τους δυο Αχαιούς φιλοξένησε ο δημογέροντας της Τροίας, Αντήνορας, που είχε την άποψη ότι το δίκιο ήταν με το μέρος των Αχαιών. Όταν τελικά παρουσιάστηκε η πρεσβεία των Αχαιών στη συνέλευση των Τρώων, ζήτησε από αυτούς να επιστρέψουν στο δικαιούχο την Ωραία Ελένη και όλους τους θησαυρούς που είχε αρπάξει ο Πάρις από το παλάτι του Μενέλαου. Τα αιτήματα αυτά συνάντησαν την κατηγορηματική απόρριψη από τον Πάρι, ο οποίος είχε δωροδοκήσει έναν από τους σημαντικότερους δημογέροντας της Τροίας, τον Αντίμαχο, για να υποστηρίξει τις δικές του θέσεις.

Παίρνοντας, λοιπόν, το λόγο ο Αντίμαχος, πρότεινε να μην ικανοποιήσουν τα αιτήματα των Αχαιών και να εκτελέσουν τους δυο απεσταλμένους που ήταν παρόντες. Ο κίνδυνος για τη ζωή του Μενέλαου και του Οδυσσέα ήταν άμεσος• από τη δύσκολη θέση τους έβγαλε ο Αντήνορας, που τους φυγάδεψε κρυφά. Και βέβαια, το συμπέρασμα που έβγαλαν οι Αχαιοί από αυτή την προσπάθεια για συμβιβασμό ήταν ότι δεν υπήρχε άλλη λύση από τον πόλεμο.

Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια για ειρήνη, οργάνωσαν οι Αχαιοί την πολιορκία της Τροίας που δεν ήταν τόσο ασφυκτική ώστε να μην μπορούν οι κάτοικοι της πόλης να πηγαίνουν στα κτήματά τους ή να ασχολούνται με τις όποιες άλλες αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες τους έξω από τα τείχη. Βέβαια, έπρεπε να είναι πάντα προσεχτικοί, γιατί, αν έπεφταν στα χέρια των Αχαιών, τους περίμενε ο θάνατος ή η αιχμαλωσία. Έτσι, σε κάποια ενέδρα συνέλαβε ο Αχιλλέας τον Λυκάονα, νόθο γιο του Πρίαμου, όταν εκείνος πήγαινε στα κτήματα του πατέρα του.





Ο Αχιλλέας του χάρισε τη ζωή, τον έδωσε, όμως, στον Πάτροκλο για να τον πουλήσει στο σκλαβοπάζαρο της Λήμνου. Αυτός τον πούλησε στον Εύηνο, το γιο του Ιάσονα, για ένα μεγάλο ασημένιο κρατήρα. Τελικά, τον εξαγόρασε ο φίλος του ο Ηετίωνας από την Ίμβρο, πληρώνοντας πολλά λύτρα. Σε κάποια άλλη στιγμή είχε στήσει ο Αχιλλέας ενέδρα σε μια πηγή. Εκεί πλησίασαν ο Τρωίλος, ο μικρότερος γιος του Πρίαμου, για να ποτίσει το άλογό του, και η Πολυξένη, η αδερφή του, για να πάρει νερό. Ο Αχιλλέας πετάχτηκε τότε μπροστά τους και τα δυο παιδιά τρομαγμένα το έβαλαν στα πόδια. Ο Αχιλλέας κυνήγησε τον Τρωίλο και, παρόλο που ήταν πεζός, τον πρόλαβε και τον γκρέμισε από το άλογο.

Τον πήγε στο ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, εκεί όπου σύμφωνα μ’ ένα μύθο απέκτησαν το χάρισμα της μαντικής η Κασσάνδρα και ο Έλενος, και τον αποκεφάλισε. Την προσπάθεια του παιδιού να ξεφύγει την είχαν δει από τα τείχη ο δημογέροντας Αντήνορας και ένας από τους σκοπούς, ο Πολίτης, γιος του Αντήνορα, ο οποίος έτρεξε με άλλους Τρώες για να τον σώσουν. Ήταν, όμως, ήδη πολύ αργά. Όταν έφτασαν κοντά στον Αχιλλέα, εκείνος τους πέταξε το κομμένο κεφάλι. Τότε, οι Τρώες θέλησαν να τον εκδικηθούν για τη βάρβαρη πράξη του, γλίτωσε, όμως, με την παρέμβαση των θεών.

Αναφέρεται επίσης ότι ο Αχιλλέας εξέφρασε την επιθυμία να δει από κοντά τη γυναίκα, για χάρη της οποίας πολεμούσε, δηλαδή την Ελένη. Ήταν άλλωστε ο μόνος από τους Αχαιούς ηγεμόνες που δεν την είχε δει. Μαθαίνοντας την επιθυμία του αυτή, η μητέρα του ήρθε σε συνεννόηση με την Αφροδίτη και η συνάντηση πραγματοποιήθηκε χωρίς να το αντιληφθούν ούτε οι Αχαιοί ούτε οι Τρώες. Δεν είναι γνωστό τι ειπώθηκε και τι έγινε σ’ αυτή τη συνάντηση, πάντως το πιο πιθανό είναι να έμεινε και ο Αχιλλέας έκθαμβος από την ομορφιά της.

Από το περιθώριο των πολεμικών επιχειρήσεων δεν έλειπαν, καθώς φαίνεται, και διάφορα παιχνίδια, για να διασκεδάζουν κάπως οι πολεμιστές. Έτσι, σε μια ανάπαυλα της μάχης, κάθισαν ο Αχιλλέας και ο Αίας για να ξεκουραστούν και άρχισαν να παίζουν πεντάγραμμα, ένα παιχνίδι που είχε επινοήσει μάλλον ο πολύ εφευρετικός Παλαμήδης για την ψυχαγωγία του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος και το οποίο παιζόταν με μετακινούμενους πεσσούς πάνω σε πέντε γραμμές. Είχαν απορροφηθεί οι δυο ήρωες τόσο πολύ από το παιχνίδι τους, ώστε δεν αντιλήφθηκαν ότι τους πλησίαζαν οι Τρώες. Τελικά κατάφεραν ν’ αμυνθούν με την παρέμβαση της Αθηνάς.

Τρεις μεγάλες επιθέσεις έκαναν οι Αχαιοί για να πάρουν την Τροία, και οι τρεις, όμως, ήταν ανεπιτυχείς. Οι μήνες και τα χρόνια κυλούσαν και έβλεπαν ότι δεν θα ήταν εύκολο να κυριέψουν την πόλη, έτσι άρχισαν όλο και περισσότερο να επιδίδονται σε λεηλασίες και επιδρομές των γειτονικών πόλεων, αρπάζοντας πολλά λάφυρα.

Στη διάρκεια του ένατου χρόνου του πολέμου ξέσπασαν ταραχές στις τάξεις του στρατού των Αχαιών. Η αφορμή δόθηκε, όταν άρχισαν να τους λείπουν τα τρόφιμα. Τα αίτια, όμως, ήταν βαθύτερα: η νοσταλγία για την πατρίδα φούντωνε μέσα στις καρδιές τους, ενώ είχαν αρχίσει πια να κουράζονται από έναν πόλεμο χωρίς τέλος. Οι προσπάθειες του Αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα να αποτρέψει το χειρότερο δεν ευδοκίμησαν και οι Αχαιοί κατέβηκαν στην παραλία να ρίξουν τα πλοία στη θάλασσα για να φύγουν. Τους σταμάτησε όμως ο Αχιλλέας.

Για να εκλείψει η κύρια αφορμή των ταραχών, δηλαδή η έλλειψη τροφίμων, οι Αχαιοί έστειλαν, μετά από ανάλογη πρόταση του Νέστορα, τον Παλαμήδη στο νησί Δήλος, για να φέρει τις κόρες του βασιλιά και ιερέα του Απόλλωνα του Άνιου, τις Οινοτρόπους, που είχαν τη θαυματουργή ικανότητα να μετατρέπουν το χώμα σε τροφή όπως είδαμε και πιο πριν. Στα προηγούμενα χρόνια, οι Αχαιοί ηγεμόνες εξασφάλιζαν τα απαραίτητα εφόδια για το στρατό τους κάνοντας μικρές εκστρατείες και επιδρομές σε πόλεις που βρίσκονταν στα περίχωρα της Τροίας και στα γύρω νησιά.





Στις επιχειρήσεις αυτές, όμως, δεν περιορίζονταν στην αρπαγή τροφίμων, αλλά έκλεβαν και πολύτιμα αντικείμενα, πουλούσαν τους άντρες σε σκλαβοπάζαρα ή τους σκότωναν και έπαιρναν τις γυναίκες ως παλλακίδες στις σκηνές τους. Στις επιδρομές αυτές πρωτοστατούσε ο Αχιλλέας, που είχε στο ενεργητικό του την καταστροφή έντεκα πόλεων γύρω από την Τροία και δώδεκα άλλων στα απέναντι νησιά. Στην επιδρομή στη Λέσβο, μας λέει η Οδύσσεια, αναμετρήθηκε ο Οδυσσέας με το Φιλομηλείδη στην πάλη και τον νίκησε προκαλώντας ενθουσιασμό στις τάξεις των Αχαιών.

Από τη Λέσβο, ο Αχιλλέας έφερε επτά παλλακίδες, από τις οποίες έξι πήρε ο Αγαμέμνονας και μια μόνο κράτησε ο Αχιλλέας για τον εαυτό του, την κόρη του Φόρβαντα, τη Διομήδη. Αναφέρονται τρεις από τις πόλεις στα περίχωρα της Τροίας που κατέλαβε ο Αχιλλέας: η Πήδασος, η Υποπλάκια Θήβα και η Λυρνησσός. Η Πήδασος, που τότε ακόμα λεγόταν Μονηνία, ήταν χτισμένη σε μια πολύ καλά οχυρωμένη θέση στις όχθες του ποταμού Σατνιόη, γι' αυτό οι αλλεπάλληλες επιθέσεις του Αχιλλέα και των Αχαιών δεν έφερναν αποτέλεσμα.

Όταν πια είχε αποφασιστεί να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες, μια κοπέλα από την πόλη, η Πηδάση, που τον είχε ερωτευτεί, του έστειλε μήνυμα γραμμένο πάνω σ’ ένα μήλο πως έπρεπε να συνεχίσει την πολιορκία, γιατί η πόλη βασανιζόταν από δίψα. Και πράγματι, ύστερα από λίγο η πόλη παραδόθηκε εξαιτίας της λειψυδρίας και ο Αχιλλέας σε ανάμνηση της προδοσίας μετονόμασε την πόλη σε Πήδασο. Η Υποπλάκια Θήβα ήταν χτισμένη κάτω από το βουνό Πλάκος, γι’ αυτό και λεγόταν Υποπλάκια. Ο βασιλιάς της, Ηετίωνας, είχε επτά γιους και μια κόρη, την Ανδρομάχη, που την είχε παντρέψει με τον Έκτορα.

Τον καιρό που ο Αχιλλέας πολιορκούσε τη Θήβα, έτυχε να βρίσκεται εκεί η Χρυσηίδα, κόρη του ιερέα του Απόλλωνα, Χρύση, που τη φιλοξενούσε η αδερφή του Ηετίωνα Ιφινόη. Η Θήβα τελικά κυριεύτηκε και ο Αχιλλέας σκότωσε το βασιλιά και τους γιους του και πήρε ως σκλάβες στη σκηνή του τη γυναίκα του Ηετίωνα και τη Χρυσηίδα. Τον Ηετίωνα τον έθαψε με τιμές, τη βασίλισσα την εξαγόρασε με λύτρα ο πατέρας της από τον ίδιο και τη Χρυσηίδα την πήρε ο Αγαμέμνονας ως παλλακίδα στη σκηνή του. Ο Αχιλλέας βρήκε σε μια επιδρομή τον Αινεία να βόσκει τα κοπάδια του στο βουνό Ίδα. Τρομαγμένος εκείνος από το κακό συναπάντημα, έτρεξε για να σωθεί: ο Αχιλλέας τον καταδίωξε, αλλά ο Αινείας πρόλαβε να φτάσει στη Λυρνησσό.





Τότε, επιτέθηκε στην πόλη και την κυρίεψε, σκοτώνοντας το βασιλιά της, Μύνητα, τους τρεις γιους του και τον αδερφό του τον Επίστροφο. Τη γυναίκα του τη Βρισηίδα, που ανταγωνιζόταν τη Χρυσηίδα στην ομορφιά και την ευγενή καταγωγή, την έφερε στο στρατόπεδο και ο Αγαμέμνονας του την παραχώρησε ως παλλακίδα. Όσο για τον Αινεία, αυτός κατάφερε για μια ακόμη φορά να ξεφύγει με την παρέμβαση φυσικά των θεών. O Παλαμήδης ήταν γιος του Ναυπλίου και της Ησιόνης. Εξαιρετικά εύστροφος, επινοητικός και εφευρετικός ο Παλαμήδης, ξεπερνούσε κατά πολύ τον Οδυσσέα, ο οποίος τον εχθρευόταν από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν ο Παλαμήδης, που είχε έρθει μαζί με τον Νέστορα και τον Μενέλαο στην Ιθάκη, αποκάλυψε το πονηρό του τέχνασμα, με το οποίο ήθελε να αποφύγει τον πόλεμο.

Οι εξαιρετικές ικανότητες του Παλαμήδη φάνηκαν και αργότερα σε άλλες περιπτώσεις: όταν στην Αυλίδα ο στρατός παραπονέθηκε για την άδικη και άτακτη διανομή των συσσιτίων, ο Παλαμήδης ανέλαβε να οργανώσει τη μοιρασιά, ώστε να γίνεται ακριβοδίκαια και σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κι όταν πάλι στη διάρκεια του ένατου χρόνου του πολέμου έλειψαν οι τροφές από το Αχαϊκό στρατόπεδο, αυτός ήταν που πήγε να φέρει από τη Δήλο τις κόρες του βασιλιά Άνιου. Φρόντισε ακόμα και για την ψυχαγωγία των ελληνικών στρατευμάτων, επινοώντας ένα παιχνίδι με πεσσούς. Ο Παλαμήδης είχε έτσι κερδίσει ξεχωριστή θέση στις καρδιές των Αχαιών και ο Οδυσσέας, εκτός από την εχθρότητα, είχε κάθε λόγο να νιώθει και ζήλια, μια που η ύπαρξη του Παλαμήδη εμπόδιζε τον ίδιο να παινεύεται πως ήταν ο πιο εφευρετικός και πολυμήχανος μεταξύ των Αχαιών.

Η ευκαιρία που αναζητούσε ο Οδυσσέας για να εξολοθρεύσει τον Παλαμήδη με δολοπλοκίες δεν άργησε να του δοθεί. Κάποτε ο Οδυσσέας αιχμαλώτισε ένα δούλο που έφερνε χρυσάφι στο σύμμαχο των Τρώων, Σαρπηδόνα, τον αρχηγό των Λυκίων. Υποχρέωσε τότε το δούλο να γράψει στη γλώσσα του ένα γράμμα, στο οποίο ο Πρίαμος απευθυνόμενος στον Παλαμήδη έλεγε πως είχε στείλει όσα είχαν συμφωνήσει και πως τον ευχαριστούσε που είχε βοηθήσει τους Τρώες. Άφησε το δούλο να φύγει, αλλά έστειλε κάποιον που τον σκότωσε πριν προλάβει να απομακρυνθεί πολύ. Έστειλε μήνυμα κατόπιν στον Αγαμέμνονα πως είχε δει σημαδιακό όνειρο που του υποδείκνυε να μετακινηθεί όλος ο στρατός από τις μόνιμες εγκαταστάσεις του σε άλλη θέση για στρατιωτικές ασκήσεις. Στο διάστημα που έλειπε ο στρατός, ο Οδυσσέας έβαλε κάποιον να θάψει το χρυσάφι που πήρε από το δούλο στη σκηνή του Παλαμήδη.

Όταν βρέθηκε το πτώμα του δούλου και διαβάστηκε η επιστολή που ήταν γραμμένη στη γλώσσα του, κινήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, υποψίες εναντίον του Παλαμήδη. Για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, διέταξε ο Αγαμέμνονας, με υπόδειξη φυσικά του Οδυσσέα, να γίνει έρευνα στη σκηνή του Παλαμήδη. Το χρυσάφι που βρέθηκε θαμμένο εκεί αποτελούσε αδιάσειστη απόδειξη της ενοχής του ήρωα και στο δικαστήριο που ακολούθησε δεν μπόρεσε να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον εαυτό του. Αφού κρίθηκε ένοχος προδοσίας, καταδικάστηκε σε θάνατο με λιθοβολισμό.

Όταν τα έμαθε όλα αυτά ο πατέρας του Παλαμήδη, ο Ναύπλιος, ήρθε στην Τροία για να μάθει από πρώτο χέρι τι ακριβώς έγινε και να αναζητήσει τυχόν ευθύνες, καθώς δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο γιος του ήταν προδότης. Όλοι οι Αχαιοί, όμως, τον αγνόησαν και κανείς δεν ασχολήθηκε με τους προβληματισμούς του. Τότε, ο Ναύπλιος επέστρεψε στην Ελλάδα αποφασισμένος να τους εκδικηθεί με όποιον τρόπο μπορούσε. Έτσι, όσο καιρό έλειπαν οι Αχαιοί από τα σπίτια τους, επισκεπτόταν ο Ναύπλιος τις γυναίκες τους, την Κλυταιμνήστρα του Αγαμέμνονα, τη Μήδα του Ιδομενέα και την Αιγιαλεία του Διομήδη και τις ωθούσε σε συζυγικές απιστίες.

Το ίδιο προσπάθησε και με την Πηνελόπη, αλλά δεν τα κατάφερε. Μπόρεσε, όμως, να πείσει αρκετούς φιλόδοξους άντρες να μείνουν στο παλάτι του Οδυσσέα ως υποψήφιοι γαμπροί και να του τρώνε την περιουσία, οι περίφημοι μνηστήρες της Πηνελόπης. Κι όταν αργότερα πληροφορήθηκε ο Ναύπλιος πως τέλειωσε ο πόλεμος και οι Αχαιοί γυρίζουν στην Ελλάδα, βρήκε την ευκαιρία να πάρει πιο άμεση εκδίκηση. Άναψε φωτιές στο βουνό Καφηρέας για να νομίζουν οι Αχαιοί πως φτάνουν σε λιμάνι και να τσακίζονται πάνω στα βράχια. Κι όσοι επιζούσαν από τα ναυάγια αυτά, τους σκότωνε ο ίδιος ο Ναύπλιος.





Ο Χρύσης, ο ιερέας του Απόλλωνα, αφού πληροφορήθηκε για τη σύλληψη της θυγατέρας του, ήρθε από το νησί στο οποίο κατοικούσε στο στρατόπεδο των Αχαιών ντυμένος με τα ιερά του ενδύματα για να εξαγοράσει την κόρη του, τη Χρυσηίδα, που είχε πιάσει αιχμάλωτη ο Αχιλλέας κατά την άλωση της Υποπλάκιας Θήβας και είχε κρατήσει ο Αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας στη σκηνή ως παλλακίδα. Σύσσωμος ο στρατός των Αχαιών φαίνεται να συμφωνεί, μόνο ο Αγαμέμνονας αρνείται κατηγορηματικά, φέρεται με ασέβεια στον ιερέα και τον ξαποστέλνει με απειλές.

Έτσι, παρά τις μεγάλες ποσότητες τιμαλφών που είχε φέρει και παρά τα δάκρυά του και τις παρακλήσεις του, ο Χρύσης φεύγει άπραγος και προσβεβλημένος και προσεύχεται στον Απόλλωνα παρακαλώντας τον να κάνει κακό στους Αχαιούς που τον πρόσβαλαν. Πράγματι, ο θεός παίρνει θέση έξω από το ελληνικό στρατόπεδο και ρίχνει αλύπητα με το ασημένιο δοξάρι του τα βέλη του για εννιά μέρες, σκοτώνοντας πρώτα τα ζώα και μετά τους ανθρώπους, σκορπώντας το λοιμό.

Αυτό ήταν και το έναυσμα του καβγά ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα: ο μεν Αχιλλέας έλεγε ότι ήταν καθήκον του Στρατάρχη να στείλει τη Χρυσηίδα πίσω στον πατέρα της, για να εξευμενίσει το Χρύση και τον Απόλλωνα, ούτως ώστε να τερματιστεί η πανώλη, ενώ ο Αγαμέμνονας επιμένει πεισματικά να κρατήσει το λάφυρό του. Τότε ο Αχιλλέας ζητάει να γίνει συνέλευση των Αχαιών, όπου ο μάντης Κάλχας στη δέκατη ημέρα αποκαλύπτει την αιτία του κακού. Για να επανορθώσουν, λέει, πρέπει να δώσουν τη Χρυσηίδα πίσω στον πατέρα της χωρίς λύτρα και να προσφέρουν στο θεό Απόλλωνα πλούσιες θυσίες.

Ο Αγαμέμνονας, μετά από πάρα πολλές πιέσεις και πολύ απρόθυμα αναγκάζεται να αποχωριστεί την παλλακίδα του, ζητά, όμως, από τους Αχαιούς να του δώσουν άλλο δώρο για να πάρει τη θέση της. Ο Αχιλλέας του αντιγυρίζει ότι δεν υπάρχουν λάφυρα που να μην έχουν μοιραστεί και πως πρέπει να κάνει υπομονή μέχρι να πέσει η Τροία. Ο Αγαμέμνονας κάνει επίδειξη δύναμης, δηλώνοντας ότι θα πάρει, και με τη βία αν χρειαστεί, το δώρο όποιου Αχαιού θέλει, ακόμα και τη Βρισηίδα από τη σκηνή του Αχιλλέα. Ο καβγάς μεταξύ τους φουντώνει διαρκώς, μέχρι που κάποια στιγμή ο Αχιλλέας πάνω στο θυμό του αναρωτιέται αν πρέπει να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα εκείνη τη στιγμή.

Ενώ, όμως, επιχειρεί να βγάλει το σπαθί του από τη θήκη, τον σταματά η Αθηνά. Ο Αχιλλέας αποχωρίζεται τελικά με βία τη Βρισηίδα, την οποία αρπάζει ο Αγαμέμνονας, δηλώνοντας ότι θα αποσυρθεί από τη μάχη. Θυμωμένος απ’ αυτή την αδικία που του έγινε, ανταλλάζει άγριες κουβέντες με τον Αγαμέμνονα και αποχωρεί στην τέντα του και αρνείται την επανένταξή του στο πεδίο της μάχης.

Ο Οδυσσέας επιστρέφει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, μιλώντας του γλυκά για να τον εξευμενίσει και η Βρισηίδα οδηγείται στη σκηνή του Αγαμέμνονα. Στενοχωρημένος ο Αχιλλέας για την προσβολή που του έγινε, ζητά από τη μητέρα του να πείσει τον Δία να αφήσει τους Τρώες να νικούν. Χωρίς τον παράτολμο Αχιλλέα, οι Αχαιοί ήταν τρωτοί, προς μεγάλη ευχαρίστηση των αντιπάλων, που ανασυντάσσονται, μιας και βλέπουν διχασμένους τους Αχαιούς και, με αναπτερωμένο το ηθικό, τους αποδεκατίζουν.

Με σκοπό να δικαιώσει το γιο της, μόλις γυρίζουν οι θεοί στον Όλυμπο, η Θέτιδα ανεβαίνει στο θρόνο του Δία, πέφτοντας στα πόδια του, αγκαλιάζοντάς τα με το αριστερό της χέρι και χαϊδεύοντας τη γενειάδα του με το άλλο (συνηθισμένος τρόπος έκφρασης σεβασμού, υποταγής και αγάπης), αποσπώντας την υπόσχεση ότι θα ικανοποιηθεί το αίτημα του γιου της, για να ικανοποιηθεί και να ξεπεράσει την προσβολή που του έγινε, αλλά και για να εκτιμήσουν οι Αργείοι και ο Αγαμέμνονας την αξία του γιου της.

Ενώ ο Απόλλωνας με το ασημένιο τόξο του και τα βέλη του Έκτορα και των άλλων Τρώων συνεχίζει να σπέρνει το θάνατο ανάμεσα στους Αχαιούς, μάταια ο Πάτροκλος, πολυαγαπημένος φίλος του Αχιλλέα, τον θερμοπαρακαλεί να κάνει κάτι για να σταματήσει τους Τρώες, που θα έφταναν τα αχαϊκά πλοία και θα τα έκαιγαν: ο Αχιλλέας, καθήμενος στη σκηνή του, είναι ανένδοτος και αρνείται ακόμη και την πιθανότητα της σκέψης για συμμετοχή στη μάχη.





Ο Δίας, σε συνέχεια της ικεσίας της Θέτιδας, στέλνει τη νύχτα στον Αγαμέμνονα, που κοιμάται, τον Όνειρο με τη μορφή του Νέστορα, για να του πει πως ήρθε τάχα η ώρα να κυριεύσει την Τροία. Έτσι, βάζει με τον τρόπο αυτό σε ενέργεια το σχέδιό του να ηττηθούν οι Αχαιοί, για να γίνει πιο έντονη η απουσία του Αχιλλέα από τη μάχη. Ο Αγαμέμνονας ξεγελιέται πράγματι, αλλά πριν ξεσηκώσει τους Αχαιούς για γενική επίθεση, θέλει να δοκιμάσει το ηθικό τους. Στη συνέλευση που ακολουθεί λέει πως μάταια αγωνίζονται εννιά χρόνια τώρα και πως καλύτερα είναι να φύγουν αμέσως, όπως τον πρόσταξε ο Δίας.

Οι Αχαιοί ξεγελιούνται και πάνε να ρίξουν τα καράβια στη θάλασσα. Με την προτροπή της Αθηνάς, τους σταματά ο Οδυσσέας και μόνο τον Θερσίτης που επιμένει, τον χτυπά με το σκήπτρο τόσο πολύ που βάζει τα κλάματα εκείνος και προκαλεί άφθονο γέλιο στους Αχαιούς. Η συνέλευση επαναλαμβάνεται, τώρα που η ένταση εκτονώθηκε. Μιλούν ο Οδυσσέας, ο Νέστορας και ο Αγαμέμνονας και φαίνεται πως όλοι θέλουν να συνεχίσουν τον πόλεμο, έστω και χωρίς τη συμμετοχή του Αχιλλέα, γιατί η νίκη είναι κοντά. Γίνεται λοιπόν γενικό προσκλητήριο, οι ηγεμόνες παρατάσσουν τα στρατεύματά τους και προετοιμάζονται για μάχη.

Το ίδιο γίνεται και στο στρατόπεδο των Τρώων, καθώς έχουν ειδοποιηθεί από την Ίριδα ότι οι Αχαιοί ετοιμάζουν μεγάλη επίθεση. Οι δυο στρατοί συναντιούνται και ο Πάρις προκαλεί έναν από τους Αχαιούς ήρωες, όποιον ήθελε, να μονομαχήσει μαζί του, καυχούμενος ότι θα αντιμετώπιζε οποιοδήποτε Αχαιό. Αμέσως προθυμοποιείται ο Μενέλαος, αποδεχόμενος την πρό(σ)κληση. Μόλις τον βλέπει ο Πάρις, προσπαθεί να φύγει. Τον σταματά ο Έκτορας που τον κατηγορεί για τη δειλία του, ενώ οι συμπολίτες του αποδεκατίζονται. Έτσι ο Πάρις δέχεται να μονομαχήσει.

Προτείνει μάλιστα να σταματήσει ο πόλεμος και η έκβαση της μονομαχίας να κρίνει ποιος από τους δυο θα κρατήσει την Ελένη και τους κλεμμένους θησαυρούς. Όλοι συμφωνούν και χαίρονται που θα τελειώσει ο πόλεμος. Αποφασίζεται μάλιστα να δώσουν επίσημους όρκους οι δυο αρχηγοί, ο Αγαμέμνονας και ο Πρίαμος. Στο μεταξύ η Ίριδα παίρνει τη μορφή της Λαοδίκης και πληροφορεί την Ελένη πως ο Μενέλαος και ο Πάρις θα μονομαχήσουν για χάρη της. Αμέσως εκείνη πάει στα τείχη για να δει τον πρώην άντρα της, έστω και από μακριά. Εκεί είναι μαζεμένοι όλοι οι δημογέροντες της Τροίας, που θαυμάζουν την ξεχωριστή ομορφιά της.

Εκεί είναι και ο Πρίαμος, που της μιλά με λόγια γλυκά και καλοσυνάτα και της ζητά πληροφορίες για τους διάφορους Αχαιούς που βλέπει. Η Ελένη του δείχνει τον Αγαμέμνονα, τον Οδυσσέα, τον Αίαντα τον Τελαμώνιο και τον Ιδομενέα. Εκείνη τη στιγμή ειδοποιούν τον Πρίαμο πως τον περιμένουν για να δώσει επίσημο όρκο εκ μέρους της Τροίας. Οι όρκοι δίνονται και ο Πρίαμος αποσύρεται, γιατί δεν αντέχει να δει το γιο του στο φονικό αγώνα. Η μονομαχία αρχίζει και γρήγορα φαίνεται πως ο Μενέλαος θα νικήσει. Την ώρα, όμως, που έπνιγε τον Πάρι με το λουρί της περικεφαλαίας του, επεμβαίνει η Αφροδίτη και τον τραβά από το πεδίο της μάχης και τον πηγαίνει στο παλάτι.

Στη συνέχεια παίρνει τη μορφή γερόντισσας και πάει στην Ελένη, για να της πει πως τη ζητά ο Πάρις. Εκείνη πηγαίνει κοντά του και τον συμβουλεύει να μην ξαναχτυπηθεί με τον Μενέλαο, γιατί είναι ανώτερός του στη μάχη. Ο Πάρις θέλει να τα ξεχάσουν όλα τώρα και να κοιμηθούν μαζί, ενώ ο Μενέλαος μάταια ψάχνει να βρει τον Πάρι στις τάξεις των Τρώων. Οι θεοί κάνουν συνέλευση στον Όλυμπο και αποφασίζουν να συνεχιστεί ο πόλεμος και να παραβούν οι Τρώες τους όρκους. Για το σκοπό αυτόν, πλησιάζει η Αθηνά με τη μορφή του Τρώα Λαοδόκου, του γιου του Αντήνορα, το Λύκιο Πάνδαρο και τον πείθει να τοξέψει τον Μενέλαο, ενώ ακόμα ισχύουν οι σπονδές.

Ο Μενέλαος τραυματίζεται ελαφρά και το τραύμα του θα περιποιηθεί ο Μαχάονας. Οι ελπίδες, όμως, για ειρηνική επίλυση του προβλήματος αποτελούν πια όνειρο απατηλό, αφού αυτή η ρήξη στην εκεχειρία εξανεμίζει κάθε ίχνος εμπιστοσύνης. Γίνονται προετοιμασίες για τη μάχη και οι συγκρούσεις αρχίζουν. Αρχίζουν σφοδρές μάχες στις οποίες πρωτοστατεί ο Διομήδης, που σκοτώνει πάρα πολλούς Τρώες και ανάμεσά τους τον Πάνδαρο. Τραυματίζει τον Αινεία και είναι τόση η ορμή και η αυτοπεποίθησή του, που δε διστάζει να τραυματίσει και δυο θεούς, την Αφροδίτη και τον Άρη.





Ο Διομήδης ανταμώνει στο πεδίο της μάχης με τον Γλαύκο, τον πιστό σύντροφο του Σαρπηδόνα. Ενώ ετοιμάζονται να χτυπηθούν, διαπιστώνουν ότι οι παππούδες τους συνδέονταν με φιλία. Γι’ αυτό ανταλλάσσουν δώρα και χωρίζουν σαν φίλοι. Οι συγκρούσεις ωστόσο συνεχίζονται και η νίκη φαίνεται να γέρνει με το μέρος των Αχαιών. Γι’ αυτό ο Έλενος παρακινεί τον Έκτορα να αφήσει τη μάχη και να ψάξει να βρει τη μητέρα τους την Εκάβη, για να κάνει εκείνη θυσία στη θεά Αθηνά, μήπως και πειστεί η θεά να συγκρατήσει κάπως τον Διομήδη.

Πράγματι, ο Έκτορας συναντά τη μητέρα του και στη συνέχεια πηγαίνει στα διαμερίσματα του Πάρι, για να τον πείσει να γυρίσει στη μάχη. Έπειτα, ψάχνει να βρει τη γυναίκα του και ενώ πια έχει απελπιστεί πως δε θα τη βρει, πέφτει τυχαία πάνω της. Είναι η τελευταία φορά που ο Έκτορας βλέπει τη γυναίκα του και το γιο του. Αποχαιρετά τη γυναίκα του και, καθώς κατευθύνεται προς το πεδίο της μάχης, συναντιέται με τον Πάρι και προχωρούν μαζί. Οι μάχες συνεχίζονται καθώς ο Έκτορας με τον Πάρι μπαίνουν στις τάξεις των Τρώων.

Ο Απόλλωνας και η Αθηνά συμφωνούν να σταματήσουν οι συγκρούσεις προσωρινά και, με πρόταση του Απόλλωνα, αποφασίζουν να βάλουν την ιδέα στον Έκτορα να προτείνει μονομαχία με έναν από τους Αχαιούς ήρωες, όποιον ήθελε. Ο Έκτορας κάνει πραγματικά τη σχετική πρόταση, κανείς όμως από τους Αχαιούς δεν τολμά να απαντήσει στην πρόκληση. Από φιλότιμο σηκώνεται ο Μενέλαος, τον σταματά όμως ο αδερφός του Αγαμέμνονας με την παρατήρηση ότι ο Έκτορας είναι ανώτερός του στη μάχη.

Τελικά, ο Νέστορας καταφέρνει με τα εύστοχα λόγια του να εμφυσήσει θάρρος και αυτοπεποίθηση στις καρδιές των Αχαιών κι έτσι απαντούν εννιά Αχαιοί στην πρόκληση του Έκτορα. Με κλήρο ορίζεται ο Αίας ο Τελαμώνιος να εκπροσωπήσει τους Αχαιούς. Η μονομαχία διαρκεί πολύ, χωρίς να αναδεικνύεται κανείς από τους δυο νικητής και, τελικά, οι κήρυκες τη διακόπτουν. Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής ανταλλάσσουν δώρα. Ο Έκτορας προσφέρει το αργυροκαρφωμένο σπαθί του και ο Αίας τη λαμπροπόρφυρη ζώνη του. Το ίδιο βράδυ ο Αγαμέμνονας παραθέτει γεύμα για τους Αχαιούς ηγεμόνες.

Εκεί ο Νέστορας προτείνει να σταματήσει ο πόλεμος για μια μέρα για να μαζέψουν τους νεκρούς και να χτίσουν προστατευτικό τείχος γύρω από το στρατόπεδο και τα καράβια τους. Η πρότασή του γίνεται δεκτή από όλους. Την ίδια στιγμή γίνεται συνέλευση των Τρώων, όπου ο δημογέροντας Αντήνορας υπογραμμίζει ότι οι Τρώες έγιναν επίορκοι και προτείνει να δώσουν στους Αχαιούς την Ελένη και όλα τα κλεμμένα αγαθά. Ο Πάρις δηλώνει πως είναι διατεθειμένος να επιστρέψει μόνο τους κλεμμένους θησαυρούς και όχι την Ωραία Ελένη. Ο Πρίαμος αποφασίζει τελικά να μεταφερθεί, με τον κήρυκα Ιδαίο, στους Αχαιούς η πρόταση του Πάρι και να ζητηθεί ταυτόχρονα ανακωχή, ώσπου να μαζέψουν τους νεκρούς.

Το πρωί της άλλης μέρας ο Ιδαίος μεταφέρει τις τρωικές προτάσεις στο εχθρικό στρατόπεδο. Οι Αχαιοί συμφωνούν να γίνει σύντομη ανακωχή, αλλά απορρίπτουν την πρόταση του Πάρι. Και μόλις μάζεψαν και έκαψαν τους νεκρούς με τιμές, έχτισαν προστατευτικό τείχος και έσκαψαν ολόγυρά του τάφρο. Το πρωί, ο Δίας απαγορεύει ρητά οποιαδήποτε ανάμειξη των θεών στις συγκρούσεις των θνητών, ενώ ο ίδιος πηγαίνει με το άρμα του στο βουνό Ίδα (που βρισκόταν πάνω από την Τροία), για να εποπτεύει προσωπικά την τήρηση των εντολών του και να παρακολουθήσει τη μάχη. Οι συγκρούσεις είναι σφοδρές και οι αντίπαλοι στρατοί δεν μπορούν να κάμψουν ο ένας την αντίσταση του άλλου.

Κατά το μεσημέρι, έριξε ο Δίας αστροπελέκι από την Ίδα και οι Αχαιοί πανικοβλήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Μόνο ο Νέστορας μένει πίσω και αυτός από ανάγκη, γιατί το άλογό του τραυματίστηκε. Σώθηκε, όμως, με την παρέμβαση του Διομήδη. Γρήγορα, όμως, ξαναμπαίνουν οι Αχαιοί στη μάχη. Ο Τεύκρος υποστηρίζει την αντεπίθεση, σκοτώνοντας πολλούς Τρώες με το τόξο, αποσύρεται όμως τραυματισμένος από τον Έκτορα. Για δεύτερη φορά αναγκάζονται οι Έλληνες να υποχωρήσουν. Την προσπάθεια της Ήρας και της Αθηνάς να συμπαρασταθούν στους Αχαιούς τη σταματά η Ίριδα με εντολή του Δία, απειλώντας τις με αστροπελέκια.





Στο μεταξύ η μέρα έχει φτάσει πια στο τέλος της και ο Έκτορας προτείνει να διανυκτερεύσουν εκεί, στον κάμπο μπροστά στην Τροία, ενώ οι γέροι και τα παιδιά να φυλάξουν την πόλη από το ενδεχόμενο νυχτερινής επίθεσης των Αχαιών. Κι έτσι έκαναν. Ανάβουν μάλιστα και φωτιές, χίλιες τον αριθμό, και γύρω από κάθε φωτιά κάθονται πενήντα Τρώες. Στο στρατόπεδο των Αχαιών γίνεται την ίδια ώρα συνέλευση των αρχηγών. Ο Αγαμέμνονας προτείνει να τα μαζέψουν και να φύγουν. Ο Διομήδης αρνείται κατηγορηματικά να φύγει και δηλώνει πως θα πάρει την Τροία, έστω και αν μείνει μόνος με το σύντροφό του τον Σθένελο.

Οι υπόλοιποι Αχαιοί συμφωνούν με τον Διομήδη. Με υπόδειξη του Νέστορα, ο Αγαμέμνονας παραθέτει γεύμα, όπου αποφασίζεται να στείλουν ως πρεσβεία τον Φοίνικα, τον Αίαντα τον Τελαμώνιο και τον Οδυσσέα στον Αχιλλέα για να του προσφέρουν κάθε δυνατή υλική και ηθική επανόρθωση από τον Αρχιστράτηγο. Οι τρεις Αχαιοί ήρωες καταφθάνουν στη σκηνή του Αχιλλέα, βρίσκουν, όμως, το νεαρό ήρωα αμετάπειστο.

Το μόνο που καταφέρνουν είναι να αποσπάσουν την υπόσχεσή του πως δε θα φύγει την άλλη κιόλας μέρα για τη Φθία, αλλά θα περιμένει μέχρι οι Τρώες να κάψουν όλα τα καράβια των Αχαιών. Όταν προσπαθήσουν να κάψουν και το δικό του, τότε θα πάρει τα όπλα του να πολεμήσει. Ο Οδυσσέας και ο Αίας φέρνουν την απάντηση του Αχιλλέα στο στρατόπεδο των Αχαιών, αφήνοντας όλους άφωνους. Μόνο ο Διομήδης, γεμάτος αυτοπεποίθηση, δηλώνει πως ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί.

Την ίδια νύχτα αποφασίζεται να στείλουν κατασκόπους στο αντίπαλο στρατόπεδο για συλλογή πληροφοριών. Προσφέρεται εθελοντικά ο Διομήδης, που διαλέγει για σύντροφό του τον Οδυσσέα. Την ίδια σκέψη κάνει και ο Έκτορας, που στέλνει τον Δόλωνα. Αυτός συλλαμβάνεται από τους Αχαιούς και αποκαλύπτει τις τρωικές θέσεις. Τους λέει μάλιστα ότι μόλις είχε φτάσει ο Ρήσος, βασιλιάς από τη Θράκη. Στη συνέχεια, ο Διομήδης σκοτώνει τον Δόλωνα και πηγαίνουν στο εχθρικό στρατόπεδο, στο σημείο όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Θράκες.

Ο Διομήδης σκοτώνει δώδεκα Θράκες και τον ίδιο τον Ρήσο, ενώ ο Οδυσσέας λύνει τα αγνά λευκά άλογά τους και φεύγουν. Τα άλογα αυτά είχαν τη δυνατότητα να λάμπουν όπως τον ήλιο, να τρέχουν όπως τον άνεμο και να γίνονται αόρατα σαν το νερό. Γυρίζουν πίσω σώοι και αβλαβείς και διηγούνται στους συντρόφους τους τα κατορθώματά τους...

Την άλλη μέρα η μάχη ξαναρχίζει και τραυματίζονται ο Αγαμέμνονας, ο Οδυσσέας και ο Διομήδης, οι αξιότεροι των Αχαιών. Είναι αυτή τη φορά είναι η σειρά του Αγαμέμνονα να δείξει τη μαχητική του ικανότητα: Πραγματικά, ο Στρατάρχης ορμά στη μάχη και σκοτώνει αναρίθμητους Τρώες. Στο μεταξύ, ο Δίας στέλνει με την Ίριδα στον Έκτορα το μήνυμα να αποφεύγει τις συγκρούσεις μέχρι να δει τον Αγαμέμνονα να πληγώνεται. Κι όταν σε λίγο εκείνος πληγώνεται από τον Κόωνα, ο Έκτορας ξεσηκώνει τους συμπολεμιστές του να αντεπιτεθούν. Ο Οδυσσέας και ο Διομήδης αντιστέκονται προσωρινά στην ορμή του Έκτορα.

Γρήγορα, όμως, ο Πάρις πληγώνει τον Διομήδη και ο Σώκος τον Οδυσσέα, οπότε οι δυο Αχαιοί ήρωες αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Ο Πάρις τραυματίζει στη συνέχεια τον Μαχάονα και ο Ιδομενέας τον ανεβάζει στο άρμα του Νέστορα, για να τον πάει στο στρατόπεδο. Ο Αίας συνεχίζει μόνος του πια, γρήγορα όμως τον κυριεύει ο τρόμος και αρχίζει να υποχωρεί. Ο Ευρύπυλος προσπαθεί να τον βοηθήσει, πληγώνεται, όμως, από τον Πάρι.

Ο Αχιλλέας, που βλέπει πως ο Νέστορας κουβαλά κάποιον πληγωμένο στο άρμα του, στέλνει τον Πάτροκλο να μάθει ποιος είναι αυτός που πληγώθηκε. Ο Νέστορας δε χάνει την ευκαιρία να ζητήσει από τον Πάτροκλο να πολεμήσει ο ίδιος με τους Μυρμιδόνες, αν επιμένει ακόμα ο Αχιλλέας στην αποχή του. Στο γυρισμό, ο Πάτροκλος συναντά τον πληγωμένο Ευρύπυλο, τον παίρνει στη σκηνή του και του περιποιείται το τραύμα.





Οι Τρώες έχουν πια πλησιάσει την τάφρο που βρισκόταν γύρω από το προστατευτικό τείχος των Αχαιών και, για να μπορέσουν να την περάσουν, κατεβαίνουν από τα άρματά τους. Φτάνουν στο τείχος και αρχίζουν να το γκρεμίζουν παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των Αχαιών. Οι Λύκιοι, με τον αρχηγό τους τον Σαρπηδόνα, επιτίθενται στους προμαχώνες και γρήγορα καταφέρνουν να σκαρφαλώσουν επάνω. Ο Σαρπηδόνας γκρεμίζει μια έπαλξη από το τείχος και ανοίγει το δρόμο για τα πλοία των Αχαιών. Διατηρείται, ωστόσο, ακόμα η τελευταία αμυντική ζώνη των Αχαιών μέχρι τη στιγμή που ο Έκτορας συντρίβει με μια μεγάλη πέτρα την πύλη.

Ασυγκράτητοι τότε οι Τρώες, κάνουν έφοδο στο στρατόπεδο των Αχαιών, ενώ οι Αχαιοί τρέχουν προς τα πλοία τους. Ο Δίας βαρέθηκε πια να επιτηρεί τις συγκρούσεις μεταξύ Αχαιών και Τρώων και, πιστεύοντας ότι κανένας θεός δε θα τολμούσε να παρακούσει τις εντολές του, έστρεψε τη ματιά του σε άλλες χώρες. Ο Ποσειδώνας το αντιλαμβάνεται αυτό και παίρνοντας τη μορφή του μάντη Κάλχα πλησιάζει τους Αχαιούς και τους εμψυχώνει. Με ανανεωμένη ορμή και πρωτοστάτες τους δύο Αίαντες οι Αχαιοί ανασυντάσσονται και προβάλλουν σθεναρή αντίσταση. Οι απώλειες είναι πολλές και από τις δυο πλευρές.

Οι γιοι του Πρίαμου Δηίφοβος και Έλενος πληγώνονται. Οι Τρώες με τη μαχητικότητα του Έκτορα, του Πάρι και του Αινεία, προσπαθούν να συγκροτήσουν συμπαγές επιθετικό μέτωπο. Η άμυνα των Αχαιών, όμως, έχει πια σταθεροποιηθεί: ο Νέστορας με τους πληγωμένους Αγαμέμνονα, Οδυσσέα και Διομήδη, αν και δεν είναι σε θέση να πολεμήσουν, πηγαίνει στο πεδίο των συγκρούσεων, για να δώσει κουράγιο στους συντρόφους του.

Την ίδια ώρα η Ήρα, που δεν ανεχόταν να βλέπει τους Τρώες να νικούν -όντας ευνοούμενοι του Δία- ετοιμάζεται να αποπλανήσει τον Δία. Περιποιείται, λοιπόν, τον εαυτό της, λούζεται και αρωματίζεται και παίρνει από την Αφροδίτη το στηθόδεσμο που ξυπνά την ερωτική επιθυμία στις καρδιές θεών και ανθρώπων και, προσποιούμενη τάχα επίσκεψη στον Ωκεανό και την Τηθύδα, παρουσιάζεται μπροστά του για να ζητήσει την άδειά του. Ο θεός, κατενθουσιασμένος, ζητά από τη σύζυγό του να πλαγιάσει μαζί του και αυτή, μετά από κάποιο προσποιητό ενδοιασμό, συμφωνεί.

Αργότερα, μαζί με τον Ύπνο, πάει στην Ίδα, βρίσκει μια δικαιολογία για τον ερχομό της και ο Δίας, μόλις τη βλέπει, της ζητά έρωτα. Τότε, τους σκεπάζει ένα χρυσό σύννεφο• ο Δίας πέφτει σε βαθύ ύπνο, αφού χάρηκε τον έρωτα με τη γυναίκα του. Αμέσως τρέχει ο Ύπνος να φέρει το μήνυμα στον Ποσειδώνα ότι ο Δίας κοιμάται και δεν επιβλέπει πια τη μάχη κι εκείνος, ανενόχλητος, δίνει καινούρια ορμή και θάρρος στους Αχαιούς. Με μια τεράστια πέτρα ο Αίας ο Τελαμώνιος χτυπά τον Έκτορα και τον αφήνει αναίσθητο, καθηλωμένο στο έδαφος. Με δυσκολία οι Τρώες καταφέρνουν να τον σώσουν και να τον βγάλουν από το πεδίο της μάχης, τραβώντας τον μέχρι τις όχθες του Σκάμανδρου ποταμού.

Οι Αχαιοί αντεπιτίθενται και αναγκάζουν τους Τρώες να υποχωρήσουν και να γυρίσουν στο σημείο όπου είχαν αφήσει τα άρματά τους έξω από την τάφρο, εγκαταλείποντας πίσω τους πολλούς νεκρούς. Ο Δίας ξυπνά και ρίχνει μια ματιά στην πεδιάδα της Τροίας και αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί. Οργισμένος απειλεί την Ήρα ότι θα την τιμωρήσει φρικτά. Εκείνη τον βεβαιώνει με όρκο ότι ο Ποσειδώνας έδρασε με δική του πρωτοβουλία. Τότε, εκείνος ηρεμίζει κάπως και στέλνει με την Ίριδα στον Ποσειδώνα το μήνυμα να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Στέλνει στη συνέχεια τον Απόλλωνα να συνεφέρει τον Έκτορα και να του ανανεώσει τη δύναμη. Ο Έκτορας ξανανιωμένος πέφτει στη μάχη με ασυγκράτητη ορμή.

Ηγήτορας των Τρώων μπαίνει τώρα ο ίδιος ο Απόλλωνας, κρατώντας στα χέρια του τη φρικτή πολεμική αιγίδα του Δία, που με κάθε τράνταγμά της προκαλεί τον πανικό στις τάξεις των Αχαιών. Ισοπεδώνει στη συνέχεια ο θεός την τάφρο, γκρεμίζει το τείχος των Αχαιών και δίνει έτσι στους Τρώες τη δυνατότητα να προχωρήσουν ανεμπόδιστοι. Γρήγορα φτάνουν στα πλοία των Αχαιών. Ο μόνος που αμύνεται ακόμα είναι ο Αίας ο Τελαμώνιος που αγωνίζεται απελπισμένα να αποκρούσει τους Τρώες και να σώσει τα καράβια προσπαθώντας παράλληλα να ξεσηκώσει με φωνές τους άλλους Αχαιούς να αμυνθούν.





Ο Έκτορας καταφέρνει να πιάσει από την πρύμνη το καράβι του Πρωτεσίλαου και ζητά από τους άλλους Τρώες να του δώσουν φωτιά να το κάψει. Δώδεκα Τρώες, που προσπάθησαν να του φέρουν δαυλί, έπεσαν νεκροί από το κοντάρι του Αίαντα. Την κρίσιμη αυτή στιγμή ο Πάτροκλος, παρακινούμενος από το Νέστορα, ζητά από τον Αχιλλέα να του δώσει τα όπλα του και τους Μυρμιδόνες για να πολεμήσει. Ο Αχιλλέας συμφωνεί, του ζητά όμως να γυρίσει πίσω αμέσως, μόλις διώξει τους Τρώες από τα καράβια των Αχαιών και τους τρέψει σε φυγή. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να προχωρήσει μέχρι την Τροία.

Η πανοπλία του Αχιλλέα ήταν μοναδική: είχε φτιαχτεί από τον ίδιο τον Ήφαιστο, μετά από αίτηση της Θέτιδας. Την ώρα που ο Αχιλλέας συμβουλεύει τον Πάτροκλο, καταστρέφει ο Έκτορας το κοντάρι του Αίαντα και βάζουν φωτιά οι Τρώες στο πλοίο του Πρωτεσίλαου. Το βλέπει αυτό ο Αχιλλέας και λέει στον Πάτροκλο να βιαστεί. Μαζεύονται γρήγορα οι Μυρμιδόνες και, με αρχηγό τον Πάτροκλο, πέφτουν στη μάχη. Μόλις οι Τρώες βλέπουν τον Πάτροκλο με το άρμα, τα όπλα και την πανοπλία του Αχιλλέα, νομίζουν ότι είναι ο Αχιλλέας και έχει ξαναμπεί στη μάχη και, πανικοβλημένοι, τρέπονται σε φυγή προς τα τείχη της πόλης.

Τότε εκείνος πέφτει πάνω στους Λυκίους και σκοτώνει πολλούς από αυτούς. Ο Σαρπηδόνας, για να υπερασπιστεί τους συντρόφους του, κατεβαίνει από το άρμα του και κατευθύνεται προς τον Πάτροκλο για να μονομαχήσουν. Ο Δίας σκέφτεται για μια στιγμή να σώσει το γιο του, η Ήρα, όμως, του συνιστά να μη δοκιμάσει να αλλάξει τα γραφτά της μοίρας, δημιουργώντας κακό προηγούμενο. Ο Σαρπηδόνας σκοτώνεται και γίνεται άγρια μάχη γύρω από το πτώμα του. Οι Αχαιοί καταφέρνουν τελικά να του πάρουν τα όπλα, το κορμί του, όμως, το παίρνει ο Απόλλωνας, το πλένει και το περιποιείται, για να το μεταφέρουν στη συνέχεια ο Ύπνος και ο Θάνατος στη Λυκία.

Ο Πάτροκλος, έχοντας ξεχάσει τις συμβουλές του Αχιλλέα, φτάνει ατρόμητος μέχρι τα τείχη της Τροίας σκοτώνοντας αναρίθμητους Τρώες. Τρεις φορές θα πέσει ο Πάτροκλος στις τάξεις των Τρώων και θα σκοτώσει από εννιά την κάθε φορά. Η ώρα του θανάτου του, όμως, έχει σημάνει πια. Καθώς οι Τρώες αποχωρούσαν, ο Απόλλωνας γνωστοποιεί στον Έκτορα ότι ο άνδρας στην πανοπλία δεν ήταν στ’ αλήθεια ο Αχιλλέας, αλλά ο Πάτροκλος. Έτσι, ενώ είχε φτάσει στα προπύργια της Τροίας, από πίσω τον χτυπά ο Απόλλωνας δυνατά στις πλάτες και του πέφτουν τα όπλα, ενώ ο θεός αρχίζει να του αφαιρεί ένα-ένα τα καλύμματά του.

Ζαλισμένος καθώς είναι από το θεϊκό χτύπημα, τον χτυπά ο Εύφοβος, γιος του Πάνθωου, με το κοντάρι του και αμέσως αποσύρεται. Το τελειωτικό χτύπημα το δέχεται ο Πάτροκλος από τον Έκτορα στο κατωκοίλι και ξεψυχά. Μόλις ο Πάτροκλος έπεσε νεκρός, ο Έκτορας καταφέρνει να πάρει τα όπλα του Αχιλλέα και να τα χρησιμοποιήσει στη μάχη. Φοβερές συγκρούσεις και μάχες γίνονται τώρα γύρω από το νεκρό Πάτροκλο, για το ποιος τελικά θα καρπωθεί το άψυχο σώμα του. Δεν μπορεί, όμως, ο Έκτορας να σύρει προς το μέρος του το νεκρό κορμί, καθώς το υπερασπίζονται μεταξύ άλλων ο Αίας και ο Μενέλαος. Στο πλευρό των Αχαιών βρίσκεται και η Αθηνά, ενώ ο Δίας σκεπάζει με σκοτάδι το χώρο γύρω από το νεκρό.

Ο Αίας παρακαλεί τότε το Δία να απομακρύνει το σκοτάδι για να βλέπουν τι γίνεται. Και πραγματικά το σκοτάδι σηκώνεται, αλλά παρά το ότι ο Μενέλαος και οι άλλοι Αχαιοί αμύνονται για το νεκρό Πάτροκλο, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πέσει στα χέρια των Τρώων. Στο μεταξύ, ο Αντίλοχος -γιος του Νέστορα- μετά από παρέμβαση της Ίριδας και του Δία, γίνεται μηνύτορας και πηγαίνει να μεταφέρει τις άσκημες ειδήσεις στον Αχιλλέα. Η υποχώρηση γίνεται από δύσκολη ως αδύνατη, καθώς ο Έκτορας, ο Αινείας και πολλοί Τρώες τους κυνηγούν. Μόλις μαθαίνει ο Αχιλλέας από τον Αντίλοχο τα κακά μαντάτα, ξεσπά σε θρήνο και κλάματα.





Ξαφνικά, ο Αχιλλέας βάζει μια τόσο άγρια, δυνατή και τρομακτική φωνή, που οι Τρώες κατατρόμαξαν και το έβαλαν στα πόδια, έτσι, ο Μενέλαος και ο Μηριόνης καταφέρνουν να πάρουν το σώμα του Πατρόκλου και να τον φορτωθούν, κατευθυνόμενοι προς το στρατόπεδο των Αχαιών, ενώ οι δύο Αίαντες τους καλύπτουν στην υποχώρηση. Φτάνοντας στο Αργαίο στρατόπεδο, οι ήρωες τοποθετούν το πτώμα του όμορφου ήρωα στη σκηνή του Αχιλλέα, ο οποίος κλαίει απαρηγόρητα και γοερά.

Έρχεται η μητέρα του με όλες τις Νηρηίδες να μάθει τι έγινε. Ο ήρωας της μιλά για το θάνατο του Πάτροκλου και της δηλώνει πως θα σκοτώσει τον Έκτορα, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως πρέπει και ο ίδιος να πεθάνει. Η Θέτιδα αναλαμβάνει να ανέβει στον Όλυμπο, για να του φέρει καινούρια όπλα, με σκοπό να τον προστατέψει όσο καλύτερα γίνεται.

Γίνεται συνέλευση των Τρώων, όπου ο Έκτορας επιμένει να μείνουν στον κάμπο, παρά την αντίθετη γνώμη του Πολυδάμαντα. Στη σκηνή του Αχιλλέα οι θρήνοι και τα μοιρολόγια θα συνεχιστούν όλη τη νύχτα. Στο μεταξύ η Θέτιδα επισκέπτεται τον Ήφαιστο, που της ετοιμάζει τα όπλα όσο πιο γρήγορα μπορεί. Έτσι, ο θεός κλείνεται μέσα στο εργαστήριό του και χαράσσει για τον ήρωα μια πανοπλία, ένα κράνος, περικνημίδες και μια ασπίδα, στην οποία απεικονίζονταν η ξηρά και η θάλασσα, ο ήλιος και το φεγγάρι, ο έναστρος ουρανός, οι πεδιάδες και τα παλάτια, και στην περιφέρεια ο απέραντος Ωκεανός.

Η Θέτιδα φέρνει στον Αχιλλέα τα καινούρια του όπλα. Μέσα στη θλίψη του για το θάνατο του φίλου του, ο Αχιλλέας ξέχασε τις προσωπικές του διαφορές με τον Αγαμέμνονα, σκεφτόμενος μόνο την εκδίκηση: παρά το ότι η Θέτιδα τον είχε προειδοποιήσει ότι η Μοίρα προείπε ότι θα έχανε τη ζωή του αν σκότωνε τον Έκτορα, ο ήρωας ήταν αποφασισμένος να εκδικηθεί το θάνατο του Πάτροκλου. Την επόμενη ημέρα την αυγή, γίνεται συνέλευση των Αχαιών, όπου συμφιλιώνεται ο Αχιλλέας με τον Αρχιστράτηγο, λέγοντάς του ότι θα παραβλέψει τον καβγά τους και ότι είναι έτοιμος να πολεμήσει.

Ο Αγαμέμνονας απολογείται για τη συμπεριφορά του και προσφέρει στον Αχιλλέα όσα δώρα είχε υποσχεθεί. Ο Αχιλλέας δε δείχνει να ενδιαφέρεται τόσο για δώρα όσο για την επανάληψη των εχθροπραξιών. Ο Οδυσσέας ωστόσο του αντιγυρίζει πως οι πολεμιστές πρέπει να φάνε και να πιούνε, για να μπορέσουν να αγωνιστούν καλά. Ο Αγαμέμνονας δίνει τα δώρα στον Αχιλλέα μαζί με τη Βρισηίδα και ορκίζεται επίσημα πως δεν την έχει ακουμπήσει.

Ο Αχιλλέας επιστρέφει στη σκηνή του, όπου θρηνεί απαρηγόρητος για το χαμό του Πάτροκλου. Μαζί του είναι και άλλοι Αχαιοί βασιλιάδες, που προσπαθούν να τον πείσουν να φάει κάτι. Εκείνος αρνιέται, όμως η Ίριδα σταλμένη από τον Δία του ρίχνει στο στήθος αμβροσία και νέκταρ για να στυλωθεί. Σε λίγο, ο Αχιλλέας αρχίζει να ετοιμάζεται για τη μάχη. Ο Δίας συγκεντρώνει όλους τους θεούς και τους ανακοινώνει ότι μπορούν ελεύθερα πια να παρεμβαίνουν στον πόλεμο.

Έτσι πηγαίνουν στην Τροία οι προστάτες των Αχαιών, Ήρα, Αθηνά, Ποσειδώνας, Ερμής και Ήφαιστος και οι προστάτες των Τρώων, Άρης Άρτεμη, Απόλλωνας, Λητώ και Αφροδίτη. Ο Αινείας είναι ο πρώτος που θα χτυπηθεί με τον Αχιλλέα. Καθώς ετοιμάζεται όμως ο Αχιλλέας να τον σκοτώσει, τον αρπάζει ο Ποσειδώνας και τον πετά έξω από τη μάχη.





Ο Αχιλλέας ασυγκράτητος και διψασμένος για εκδίκηση χύνεται στη μάχη σφαγιάζοντας κυριολεκτικά τους Τρώες τον ένα μετά τον άλλο. Όταν σκοτώνει τον Πολύδωρο, ένα γιο του Πρίαμου, ο Έκτορας επιδιώκει να τον αντιμετωπίσει. Ο Αχιλλέας ορμά πάνω του να τον σκοτώσει, αλλά την τελευταία στιγμή τον αρπάζει ο Απόλλωνας μέσα σε ένα σύννεφο ομίχλης. Ο Αχιλλέας πέφτει τώρα πάνω στους άλλους Τρώες, που υποχωρούν άτακτα και πολλοί από αυτούς ρίχνονται στον ποταμό Σκάμανδρο. Ορμά κι εκείνος μέσα στα νερά και σκοτώνει όποιον βρει μπροστά του.

Όταν κουράστηκε να σκοτώνει μέσα στο ποτάμι, πιάνει δώδεκα αιχμαλώτους, που θα τους σκοτώσει αργότερα στον τάφο του Πάτροκλου. Καθώς πάει να ξαναμπεί στο ποτάμι, συναντά τον Λυκάονα, που τον είχε πιάσει παλιότερα αιχμάλωτο. Παρά τα παρακάλια του, τον σκοτώνει και τον πετά στο ποτάμι. Ο Σκάμανδρος παραπονιέται στον Αχιλλέα πως τα νερά του δεν μπορούν να φτάσουν στη θάλασσα εξαιτίας των πολλών πτωμάτων που πετά μέσα σ’ αυτόν. Ο Αχιλλέας όμως ξαναμπαίνει μέσα στο ποτάμι και ο θεός οργισμένος χύνεται πάνω του.

Κόντευε να πνιγεί, όταν τον σώζουν ο Ποσειδώνας και η Αθηνά. Στη συνέχεια, ο Ήφαιστος σταλμένος από την Ήρα καίει τον ποταμό με τις φλόγες του κι αρχίζουν να στεγνώνουν τα νερά του μέχρι που τελικά ο Σκάμανδρος υποχωρεί. Τώρα, όμως, έχει δοθεί η αφορμή να αγωνιστούν οι θεοί μεταξύ τους: η Αθηνά ρίχνει με μια πέτρα κάτω τον Άρη. Πάει να τον σηκώσει η Αφροδίτη, δέχεται όμως και αυτή χτύπημα και πέφτει κάτω. Ο Ποσειδώνας προκαλεί τον Απόλλωνα να χτυπηθούν, εκείνος όμως δε δέχεται. Η Ήρα δέρνει την Άρτεμη και πάνω στην αναταραχή σκορπίζονται τα βέλη της Άρτεμης κάτω.

Τελικά ο Απόλλωνας πηγαίνει στην Τροία, ενώ οι υπόλοιποι θεοί επιστρέφουν στον Όλυμπο. Νικητές φαίνεται ότι αναδείχθηκαν οι θεοί που υπεράσπιζαν τους Αχαιούς. Στο μεταξύ, ανοίγουν οι πύλες της Τροίας με διαταγή του Πρίαμου, για να μπουν μέσα οι κυνηγημένοι Τρώες. Μόνο ο Αγήνορας τολμά να αντισταθεί. Και πάνω που θα τον σκότωνε ο Αχιλλέας, τον τράβηξε από τη μάχη ο Απόλλωνας τυλιγμένο σε σύννεφο. Τότε πήρε ο θεός τη μορφή του Αγήνορα για να ξεγελάσει τον Αχιλλέα και να τον παρασύρει μακριά από τις πύλες της πόλης, ώστε να προλάβουν να μπουν μέσα όλοι οι κυνηγημένοι Τρώες.

Ο Έκτορας είναι πια ο μοναδικός Τρώας έξω από τα τείχη. Οι δικοί του τον εκλιπαρούν να μπει στην πόλη και να γλιτώσει, αλλά δεν τους ακούει, ενώ ταυτόχρονα οι Τρώες θρηνούσαν αμέτρητους νεκρούς. Τώρα καταλαβαίνει πόσο δίκιο είχε ο Πολυδάμας, όταν έλεγε πως έπρεπε να γυρίσουν στην πόλη την προηγούμενη νύχτα: νοιώθει το βάρος της ευθύνης για το χαμό τόσων Τρώων να τον πλακώνει και αποφασίζει να μείνει και να αντιμετωπίσει το φοβερό αντίπαλό του. Πάνω στην ώρα έρχεται και ο Αχιλλέας. Μόλις τον βλέπει ο Έκτορας, χάνει το κουράγιο του και φεύγει.

Τρεις φορές κάνουν το γύρο των τειχών της πόλης, με τον Αχιλλέα να μην μπορεί να πιάσει τον Έκτορα, μιας και υποβοηθείται από τον Απόλλωνα. Ο Δίας, όμως, αποφασίζει να ρίξει τις μοίρες του Αχιλλέα και του Έκτορα στη ζυγαριά, με τη μοίρα του τελευταίου να βαραίνει προς τον κάτω κόσμο. Έτσι, η ώρα του θανάτου φτάνει: η θεά Αθηνά, στην απουσία του πατέρα της, παίρνει τη μορφή του αγαπημένου του αδερφού, Δηίφοβου, και έρχεται προς την πλευρά του Έκτορα, λέγοντάς του ότι βγήκε έξω από τα τείχη τάχα να του συμπαρασταθεί.





Ο ήρωας ξεγελάστηκε, σταμάτησε να τρέχει και αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον πρώτο των Αχαιών. Η μονομαχία ξεκινά. Ο Αχιλλέας ρίχνει το κοντάρι του χωρίς επιτυχία, η Αθηνά όμως του το ξαναφέρνει. Την ίδια τύχη έχει και ο Έκτορας, όταν ρίχνει το δικό του κοντάρι. Τώρα, όμως, που χρειάζεται και δεύτερο κοντάρι ο Έκτορας, καταλαβαίνει πως έχει ξεγελαστεί, πως οι θεοί τον έχουν εγκαταλείψει. Και πραγματικά, ο Αχιλλέας τον πληγώνει θανάσιμα. Με τη λίγη ζωή που του μένει, τον ικετεύει να δώσει το κορμί του στους δικούς του.

Ο Αχιλλέας όμως αρνιέται. Αφού τον τραυματίζει θανάσιμα στο λαιμό, τον γυμνώνει από τα όπλα του, τον δένει από τα πόδια στο άρμα και τον σέρνει γύρω από τα τείχη της πόλης, μέχρι το στρατόπεδο των Αχαιών. Με θρήνους και κλάματα τα βλέπουν όλα αυτά οι δικοί του από τα τείχη. Ο Αχιλλέας επιστρέφει στη σκηνή του, όπου καταφθάνει έγκαιρα για την κηδεία του Πάτροκλου. Εκεί, αφού αμολά το σώμα του Έκτορα στο έδαφος, κακομεταχειρίζεται αρκετά το νεκρό Έκτορα.

Δίνει εντολή σ’ όλους να φάνε και ύστερα αποκαμωμένος πέφτει σε βαθύ ύπνο, όπου τον επισκέπτεται η ψυχή του Πάτροκλου και του ζητά να τον κάψει γρήγορα. Το άλλο πρωί παραδίδεται ο νεκρός στην πυρά με όλες τις τιμές, ενώ ο Αχιλλέας αποκεφαλίζει και τους δώδεκα Τρώες αιχμαλώτους που είχε πιάσει στον ποταμό Σκάμανδρο. Όταν η φωτιά σβήνει, μαζεύουν τα οστά του νεκρού και τα κλείνουν σε μια υδρία. Στη συνέχεια ο Αχιλλέας διοργανώνει αθλητικούς αγώνες προς τιμή του νεκρού φίλου γύρω από τον τύμβο του.

Η κακομεταχείριση του νεκρού Έκτορα συνεχίζεται για δώδεκα μέρες. Οι θεοί όμως λυπούνται τον Τρώα ήρωα και γι’ αυτό στέλνουν τη Θέτιδα στον Αχιλλέα με το μήνυμα να δεχτεί τα λύτρα για την εξαγορά του νεκρού, γιατί άρχισαν να οργίζονται. Εκείνος συμφωνεί. Στον Πρίαμο πηγαίνει η Ίριδα, φέρνοντας τη θεϊκή εντολή να πάει στο στρατόπεδο των Αχαιών με ένα μόνο κήρυκα και να εξαγοράσει το γιο του με λύτρα. Παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του, Εκάβης, φορτώνει σε ένα αμάξι τα λύτρα και ξεκινά με τον κήρυκα Ιδαίο για τη σκηνή του Αχιλλέα.

Στο δρόμο συναντούν τον Ερμή, που έχει πάρει τη μορφή ενός Μυρμιδόνα και που τους οδηγεί στον Αχιλλέα, χωρίς να τους πάρει είδηση κανένας από τους Αχαιούς. Έτσι, ο Πρίαμος καταφθάνει σαν ικέτης στη σκηνή του Αχιλλέα, για να παρακαλέσει την επιστροφή του πτώματος του γιου του για ταφή. Ο Αχιλλέας χαιρετίζει το βασιλιά και γέροντα πατέρα ευγενικά και τον υποδέχεται με θαυμασμό και καλοσύνη. Αφού ήπιαν και έφαγαν, ο Αχιλλέας παράδωσε το σώμα του Έκτορα, ξεχνώντας όλο το κακό, και υποσχέθηκε μάλιστα ότι ο πόλεμος θα σταματούσε για όσες μέρες θα απαιτούνταν για την κηδεία.

Συμφώνησαν να γίνει δωδεκαήμερη ανακωχή για την ταφή του νεκρού. Ο Πρίαμος κοιμάται στη σκηνή του Αχιλλέα και το άλλο πρωί φεύγει από το στρατόπεδο των Αχαιών, κρατώντας το σώμα του γιου του, φέρνοντάς το στην Τροία, όπου τον περιμένουν η μητέρα του, Εκάβη, και η γυναίκα του, Ανδρομάχη, για να το θάψουν. Ο Έκτορας παραδίδεται στην πυρά μέσα σε θρήνους και μοιρολόγια και στη συνέχεια τα λείψανά του τοποθετούνται σε χρυσή λάρνακα η οποία κλείνεται μέσα σε τύμβο.





Μετά το θάνατο του Έκτορα, έφτασαν στην Τροία οι Αμαζόνες με τη βασίλισσά τους την Πενθεσίλεια, την κόρη του Άρη, για να συμπαρασταθούν στον Πρίαμο. Οι Αμαζόνες είχαν το έθιμο να μην παντρεύεται μια γυναίκα, αν δε σκοτώσει προηγουμένως πολλούς άντρες. Ο πόλεμος στην Τροία ήταν λοιπόν μια καλή ευκαιρία για την Πενθεσίλεια και για άλλες συμπολεμίστριές της. Και πραγματικά, με την επανάληψη των εχθροπραξιών, η Πενθεσίλεια σκοτώνει πάρα πολλούς Αχαιούς, ανάμεσά τους και τον έναν από τους δυο γιατρούς του αχαϊκού στρατοπέδου, τον Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού.

Τελικά, μονομαχεί με τον Αχιλλέα και στη φοβερή σύγκρουση που ακολουθεί η Πενθεσίλεια σκοτώνεται. Ο Αχιλλέας, θαυμάζοντας την ορμή και το θάρρος της, ίσως και την ομορφιά της, νιώθει θλίψη, γιατί καταλαβαίνει ότι θα μπορούσε να ήταν καλή συντρόφισσα και δεν κακομεταχειρίζεται το σώμα της (όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή), αλλά το δίνει στους Τρώες να το θάψουν με τις πρέπουσες τιμές. Για τη χειρονομία του αυτή κατηγορείται ο Αχιλλέας μπροστά στους Αχαιούς από τον Θερσίτη πως τελικά δεν είναι και τόσο σκληρός όσο έλεγε. Τότε ο Αχιλλέας τον χτυπά με το χέρι και τον αφήνει στον τόπο. Η πράξη αυτή του Αχιλλέα ξεσηκώνει την οργή αρκετών Αχαιών, ιδιαίτερα του Διομήδη που είναι θείος του νεκρού.

Για να κατευνάσει τα πνεύματα, ο Αχιλλέας κάνει πλούσιες θυσίες στους θεούς και ο Οδυσσέας τον καθαρίζει από το αίμα που τον βαραίνει. Οι Τρώες βρήκαν όταν ένας άλλος σύμμαχος, ο γενναίος και ωραίος Μέμνονας, γιος του Τιθώνιου και της Ηώς, βασιλιάς των Αιθιόπων, έκανε την εμφάνισή του. Ήρθε στην Τροία για να βοηθήσει το θείο του, Πρίαμο, στις δύσκολες στιγμές. Τον οπλισμό του τον είχε φτιάξει ο Ήφαιστος, όπως και του Αχιλλέα. Με τον ερχομό του Μέμνονα στην Τροία η Θέτιδα προειδοποιεί τον Αχιλλέα πως, αν σκοτώσει τον Μέμνονα, θα σκοτωθεί και ο ίδιος αμέσως μετά.

Ο βασιλιάς των Αιθιόπων διακρίνεται στις συγκρούσεις που ακολουθούν και σκοτώνει πολλούς αντιπάλους. Κάποια στιγμή μάλιστα είναι έτοιμος να σκοτώσει τον Νέστορα, που είναι καθηλωμένος με το άρμα του στο κέντρο της μάχης, καθώς ο Πάρις του είχε σκοτώσει το ένα άλογο με τα βέλη του. Τον σώζει, όμως, ο γιος του, Αντίλοχος, που έτρεξε να τον βοηθήσει. Στη μονομαχία που ακολουθεί ανάμεσα στον Μέμνονα και τον Αντίλοχο, ο τελευταίος πέφτει νεκρός.





Μαθαίνοντας ο Αχιλλέας τα κακά μαντάτα, στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, γιατί υπεραγαπούσε το γιο του Νέστορα. Έτσι, ξεχνά τη συμβουλή της μητέρας του και το στιγμιαίο έρωτά του για την Πολυξένη, και στη στιγμή ορμά στη μάχη για να πάρει εκδίκηση. Δεν αργεί να βρει τον Μέμνονα και η μονομαχία αρχίζει. Την ίδια ώρα οι δύο μητέρες, Θέτιδα και Ηώ, ανεβαίνουν στον Όλυμπο και η κάθε μια παρακαλεί το Δία, για τη ζωή του γιου της. Τότε, με εντολή του Δία ο Ερμής σηκώνει τη ζυγαριά που έχει στις δυο τις άκρες τους κλήρους του θανάτου των δυο ηρώων.

Η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος του Μέμνονα, που σημαίνει ότι ο θάνατός του έχει αποφασιστεί. Για να παρηγορήσει ο Δίας την Ηώ, χαρίζει στο γιο της την αθανασία. Και πραγματικά ο Αχιλλέας καταφέρνει να σκοτώσει τον αντίπαλό του. Αμέσως η Ηώ αρπάζει το νεκρό Μέμνονα, τον καθαρίζει και τον περιποιείται και στη συνέχεια ο Ύπνος και ο Θάνατος, τα δυο αδέρφια της, τον μεταφέρουν στην Αιθιοπία για να ταφεί. Όταν είδαν οι Τρώες τον Μέμνονα να πέφτει νεκρός από το χέρι του Αχιλλέα, πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα.

Ασυγκράτητος ο Αχιλλέας κατευθύνεται τώρα ίσια στην Τροία χωρίς να τολμά κανείς να προβάλει αντίσταση. Οι Τρώες τρέπονται σε φυγή εντός των τειχών της πόλης τους, έχοντας όμως ακόμα έναν ισχυρό σύμμαχο με το μέρος τους, το θεό Απόλλωνα, που στέκεται στις Σκαιές Πύλες. Καθώς ο Αχιλλέας πλησιάζει, δίνει την εντολή ο θεός στον Πάρι να του ρίξει με δηλητηριασμένο τόξο στο αδύνατό του σημείο, τη φτέρνα του. Και πραγματικά το βέλος του Πάρι τραυματίζει τον Αχιλλέα θανάσιμα στη φτέρνα που ήταν το μοναδικό μέρος του σώματος του που ήταν θνητό, όπως είπαμε πριν. Από εκεί έμεινε και η έκφραση «ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ ΠΤΕΡΝΑ» που λέμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για το αδύναμο σημείο κάποιου.

Ο πιο γενναίος από τους Αχαιούς είναι πια νεκρός και γύρω του διεξάγονται πρωτόγνωρες σε αγριότητα μάχες, στην προσπάθεια Αχαιών και Τρώων να τραβήξουν το πτώμα ο καθένας προς το μέρος του. Από τη μεριά των Αχαιών πρωτοστατεί ο Αίας ο Τελαμώνιος και από τη μεριά των Τρώων ο Αινείας. Κάποια στιγμή καταφέρνει ο Γλαύκος, πιστός σύντροφος του Σαρπηδόνα, να δέσει με λουρί το πόδι του νεκρού. Ο Αίας τον σταματά σκοτώνοντάς τον με το κοντάρι του. Σε λίγο στέλνει ο Δίας ανεμοθύελλα στο πεδίο της μάχης και πάνω στην αναταραχή και τον πανικό που ακολούθησε καταφέρνει ο Αίας να απομακρύνει το νεκρό από τη μάχη με την κάλυψη που του παρέχει ο Οδυσσέας.





Ο θάνατος του Αίαντα

Στην μάχη γύρω από το σώμα του Αχιλλέα, ο Οδυσσέας απωθούσε τους Τρώες ενώ ο Αίαντας μετέφερε τον νεκρό ήρωα στο στρατόπεδο των Αχαιών. Όταν κόπασαν οι συγκρούσεις, προέκυψε το ζήτημα ποιος θα αποκτούσε την πανοπλία του Αχιλλέα, η οποία θα προσφερόταν στον πιο ανδρειωμένο πολεμιστή. Ο Αγαμέμνονας ήταν απρόθυμος να αναλάβει πρωτοβουλία να υποδείξει τον κατάλληλο και απευθύνθηκε στους Τρώες κρατούμενούς του ρωτώντας τους ποιος πιστεύουν ότι έχει κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στην παράταξή τους.

Κατά μία άλλη εκδοχή οι Έλληνες ακολουθώντας τη συμβουλή του Νέστορα έστειλαν κατασκόπους για να ακούσουν την άποψη των Τρώων, εκεί άκουσαν μια νεαρή Τρωάδα να λέει ότι ο Αίαντας υπήρξε ο γενναιότερος, μια άλλη νεαρή όμως της απαντά ότι ο Οδυσσέας ήταν πιο γενναίος καθώς αυτός αντιμετώπισε τόσους αντιπάλους ταυτόχρονα, ενώ η μεταφορά απλώς του νεκρού Αχιλλέα δεν θεωρείται πράξη γενναιότητας. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία η απόφαση των Αχαιών ήταν ομόφωνη να δοθεί ο οπλισμός στον Οδυσσέα. Κατά τον Πίνδαρο, η απόφαση ελήφθη ύστερα από μυστική ψηφοφορία.

Ο Αίαντας αρχίζει και χάνει τα λογικά του από αυτή την τροπή των γεγονότων. Εξοργισμένος από αυτή την απόφαση, θόλωσε και με την παρέμβαση της Αθηνάς άρχισε να σκοτώνει τα αιγοπρόβατα των Αχαιών πιστεύοντας ότι είναι οι μισητοί πια συμπολεμιστές του. Νομίζει μάλιστα ότι ένα κριάρι είναι ο Οδυσσέας και το σέρνει στη σκηνή του και το βασανίζει. Το επόμενο πρωί όταν λογικεύτηκε αποφάσισε να αυτοκτονήσει αποφεύγοντας τον εξευτελισμό και την ταπείνωση, έτσι πέφτει πάνω στο ξίφος του και βάζει τέλος στη ζωή του.





Προφητείες

Κατά το πέρας του δέκατου έτους, ένας χρησμός ανέφερε ότι η Τροία θα πέσει μόνο με τα τόξο του Ηρακλή, το οποίο ήταν στην κατοχή του Φιλοκτήτη που βρίσκονταν στη Λήμνο. Για αυτό το σκοπό ο Οδυσσέας και ο Διομήδης τον φέρνουν στην Τρωάδα, του οποίο η πληγή είχε στο μεταξύ επουλωθεί. Κατά τις επερχόμενες συμπλοκές ο Φιλοκτήτης σκότωσε τον Πάρη με το συγκεκριμένο τόξο.

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ο Έλενος και ο Δηίφοβος ζήτησαν το χέρι της ωραίας Ελένης. Τελικά επικράτησε ο Δηίφοβος και ο Έλενος αποτραβήχτηκε στο όρος Ίδη. Ο Κάλχας ήξερε ότι ο Έλενος γνώριζε για την επερχόμενη καταστροφή της Τροίας, έτσι ο Οδυσσέας τον καταδιώκει και τον αιχμαλωτίζει. Τελικά εξαναγκάζεται μετά από ανάκριση να ομολογήσει πως οι Έλληνες θα νικούσαν μόνο αν έφερναν τα λείψανα του Πέλοπα, όπως και έπραξαν.






Δούρειος Ίππος

Ο πόλεμος έληξε με ένα ιδιαίτερο τέχνασμα. Ο Οδυσσέας επινόησε την κατασκευή ενός μεγάλου σε μέγεθος ομοιώματος ξύλινου κούφιου αλόγου, του Δούρειου Ίππου. Το άλογο ήταν ζώο ιερό για τους Τρώες και πιστευόταν ότι θα το μετακινούσαν, ως φυλακτό, στο εσωτερικό της πόλης τους, αφού είχαν προετοιμαστεί όλες οι συνθήκες που θα έδιναν την εντύπωση ότι οι Έλληνες έφυγαν οριστικά. Το κατασκεύασε ο μηχανικός Επειός, με την καθοδήγηση της Αθηνάς και στο εξωτερικό του έφερε την επιγραφή:



«Αφιερωμένο στην Αθηνά από τους Έλληνες, για την επιστροφή τους στην πατρίδα»

(της εις οίκον ανακομιδής Έλληνες Αθηνά χαριστήριον (Απολλόδωρος, Επιτομή της Βιβλιοθήκης, 5, 15.)



Στον Δούρειο Ίππο εισχώρησε ομάδα Αχαιών με επικεφαλής τον Οδυσσέα, ενώ ο υπόλοιπος στρατός έκαψε το στρατόπεδο προκειμένου να πιστέψουν οι Τρώες ότι η αποχώρησή τους είναι οριστική, και έπλευσαν για την Τένεδο.

Το επόμενο πρωί, οι Τρώες ανακαλύπτουν ότι το αντίπαλο στρατόπεδο είχε εγκαταλειφθεί. Μέσα στον ενθουσιασμό τους πίστεψαν ότι ο δεκαετής πόλεμος έχει λήξει και θεώρησαν ότι πρέπει να μετακινήσουν τον Δούρειο Ίππο στον εσωτερικό της πόλης. Ορισμένοι μεμονωμένοι Τρώες θεώρησαν ότι είναι καταραμένο και πρέπει να το ρίξουν στον γκρεμό ή να το κάψουν. Η κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα και ο ιερέας του Ποσειδώνα Λαοκόων προειδοποίησαν ότι μόνο συμφορά θα φέρει στην πόλη.

Αλλά η Κασσάνδρα ενώ είχε την διόραση, από τον Απόλλωνα να μπορεί να προβλέπει γεγονότα, είχε και την κατάρα του, επειδή αθέτησε την υπόσχεσή της να του δοθεί, να μην καταφέρνει να πείθει κανέναν. Στον δε Λαοκόοντα και στους δυο γιους του επιτέθηκαν τεράστια θαλάσσια φίδια τα οποία τους έπνιξαν στην θάλασσα. Ο Αινείας και οι οπαδοί του πιστεύοντας αυτές τις προβλέψεις αποτραβήχτηκαν στο όρος Ίδη. Οι Τρώες τελικά γεμάτοι ενθουσιασμό αποφάσισαν να μεταφέρουν εντός των τειχών τον Δούρειο Ίππο.

Μάλιστα επειδή ήταν αρκετά μεγάλο κατασκεύασμα, αναγκάστηκαν να γκρεμίσουν και τμήμα από την κεντρική πύλη της πόλης, τις «Σκαιές Πύλες». Αμέσως μετά ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης για να γιορτάσουν την επιτυχή έκβαση του πολέμου. Κατά τα μεσάνυχτα όπου ήταν και πανσέληνος ο Σίνων, Αχαιός κατάσκοπος, έκανε σήμα στον Αχαϊκό στόλο στην Τένεδο για να προσεγγίσει, την ίδια στιγμή οι στρατιώτες που βρίσκονταν στον Δούρειο Ίππο βγήκαν και σκότωσαν τους φύλακες.


Φιλολογία

Ο Δούρειος ίππος ως συμβάν ανήκει στον Τρωικό πόλεμο, όπως τον αφηγείται ο Βιργίλιος στο έπος της Αινειάδας. Τα γεγονότα που αφηγείται στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνουν χώρα μετά την Ιλιάδα του Ομήρου και πριν την Οδύσσεια και την κύρια αφήγηση της Αινειάδας.

Στα έπη Ιλιάς Μικρά και Ιλίου Πέρσις προβάλλεται ως κατασκευαστής του αλόγου ο Επειός, ο γιος του Πανοπέα από τη Φωκίδα, κατόπιν συμβουλής της ίδιας της Αθηνάς. Ο Επειός ασήμαντη πολεμικά προσωπικότητα, δεν αναφέρεται στις μάχες της Ιλιάδας, καθώς κατ' ομολογία του ίδιου δεν είναι ιδιαίτερα ικανός με το αντικείμενο του πολέμου.





Η πτώση της Τροίας

Οι Έλληνες μπήκαν στην πόλη και σκότωναν τον πληθυσμό της καθώς κοιμόταν στα σπίτια του. Η σφαγή συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα. Όσοι Τρώες πρόλαβαν, πολέμησαν απεγνωσμένοι με ιδιαίτερο πείσμα, παρόλο που βρέθηκαν αιφνιδιασμένοι, ανοργάνωτοι και χωρίς κάποιον ηγέτη να τους καθοδηγήσει. Κάποιοι υπερασπιστές πετούσαν κομμάτια των οροφών των σπιτιών στους κατεστραμμένους δρόμους της πόλεως για να εμποδίσουν τους εισβολείς. Τελικά, οι τελευταίοι αμυνόμενοι χάθηκαν μέσα στην λαίλαπα της καταστροφής και των σφαγών.

Ο Νεοπτόλεμος σκότωσε τον Πρίαμο που είχε καταφύγει ικέτης στο ναό του Δία. Ο Μενέλαος σκότωσε τον Δηίφοβο, τον σύζυγο της Ελένης και κινήθηκε να σκοτώσει και την Ελένη αλλά μόλις αντίκρισε την ομορφιά της χαμήλωσε το ξίφος του και τις συγχώρεσε την απιστία.

Ο Αίας ο Λοκρός, βίασε την Κασσάνδρα στον ναό της Αθηνάς. Εξαιτίας αυτής της ύβρεως αποφασίστηκε από τους Αχαιούς, με προτροπή του Οδυσσέα, να τον λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου, αλλά κατέφυγε στο ιερό της Αθηνάς και σώθηκε.

Ο Αντήνορας, που είχε φιλοξενήσει τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, όταν είχαν σταλεί πρεσβεία για να ζητήσουν την Ελένη, δεν πειράχτηκε ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του. Ο Τρώας Αινείας μαζί πήρε τον ανήμπορο πατέρα του στην πλάτη και διέφυγε. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, του επετράπη να φύγει λόγω του ηθικού χαρακτήρα του.

Οι Έλληνες ισοπέδωσαν την πόλη και διαμοίρασαν την λεία. Η Κασσάνδρα δόθηκε στον Αγαμέμνονα, η Ανδρομάχη στον Νεοπτόλεμο και η Εκάβη στον Οδυσσέα.

Οι Έλληνες πέταξαν τον Αστυάνακτα, το βρέφος παιδί του Έκτορα από τα τείχη της πόλης, με σκοπό να αποτρέψουν πιθανή εκδίκηση του όταν θα ενηλικιωνόταν. Επίσης θυσίασαν την Πολυξένη στον τάφο του Αχιλλέα, όπως απαίτησαν οι χρησμοί.

Η Αίθρα, μητέρα του Θησέα που είχε έρθει στην Τροία μαζί με την Ελένη, ηλικιωμένη πια, σώθηκε από τους εγγονούς της, Δημοφώντα και Ακάμαντα.





Η επιστροφή των ηρώων

Οι θεοί είχαν εξοργιστεί από την καταστροφή των ναών και γενικά των ύβρεων που οι Αχαιοί διέπραξαν. Καθώς επέστρεφε ο στόλος, κοντά στην Τήνο ξέσπασε έντονη καταιγίδα. Κατά μία εκδοχή, ο Ναύπλιος για να τους εκδικηθεί παραπλώς νησε τον στόλο στέλνοντας εσφαλμένα μηνύματα με κάτοπτρο από το ακρωτήριο του Καφηρέα στην Εύβοια (Κάβο ντόρο) με αποτέλεσμα πολλά πλοία να ναυαγήσουν.

Ο Νέστορας, που υπήρξε ο πιο ευσεβής και ηθικός χαρακτήρας στην εκστρατεία, είχε ασφαλή και γρήγορη επιστροφή στην πατρίδα του. Ο Αίας ο Λοκρός τιμωρήθηκε από την Αθηνά, καθώς η Αθηνά δανείστηκε ένα κεραυνό του Δία και τον πυρπόλησε.

Ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα και ετεροθαλής αδελφός του Αίαντα δικάστηκε επειδή δεν εμπόδισε τον θάνατο του αδελφού του και απαγορεύτηκε η επιστροφή στην πατρίδα του. Τελικά δεν επανήλθε ποτέ και ίδρυσε την Σαλαμίνα της Κύπρου. Αργότερα οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι ο Τεύκρος καθώς έφυγε παρέδωσε την εξουσία της πατρίδας του στους γιους του Θησέα.

Ο Νεοπτόλεμος ακολούθησε την συμβουλή του Έλενου και ακολούθησαν και οι δύο μαζί χερσαία οδό. Κατά την διαδρομή συνάντησε στην γη των Κικόνων, τον Οδυσσέα και ενταφίασε τον δάσκαλο του Αχιλλέα Φοίνικα. Εν συνεχεία κατέληξε στη γη των Μολοσσών, στην Ήπειρο και απέκτησε ένα γιο με την Ανδρομάχη, τον Μολοσσό ο οποίος έγινε και διάδοχός του στην περιοχή. Για αυτό αργότερα οι βασιλείς της Ηπείρου, καθώς και ο Μέγας Αλέξανδρος υποστήριζαν ότι είναι απόγονοι του Αχιλλέα.





Ο Διομήδης μετά από μια καταιγίδα βρέθηκε στην Λυκία, όπου ο βασιλιάς της Λύκος θα τον θυσίαζε στον Άρη, αλλά η κόρη του βασιλιά Καλλιρρόη τον λυπήθηκε και τον βοήθησε να δραπετεύσει. Μετά κατέληξε στην Αττική, όπου οι Αθηναίοι μη γνωρίζοντας ότι είναι σύμμαχοι του επιτέθηκαν. Τελικά έφτασε στο Άργος, όπου ανακάλυψε ότι η σύζυγός του Αιγιαλεία διέπραττε μοιχεία. Αγανακτισμένος έφυγε για την Αιτωλία. Σύμφωνα με κάποιες πηγές πέρασε και από την νότια Ιταλία όπου ίδρυσε ορισμένες πόλεις.

Ο Φιλοκτήτης μετανάστευσε στην Σικελία, όπου ίδρυσε μια σειρά από πόλεις μεταξύ Κρότωνα και Θουρίων. Μετά από πολεμικές αναμετρήσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς ίδρυσε το ιερό του Απόλλωνα όπου και αφιέρωσε το τόξο του Ηρακλή.

Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Ιδομενέας έφτασε στην πατρίδα του, Κρήτη ασφαλής. Κατά μία άλλη εκδοχή το πλοίο του έπεσε σε δυνατή καταιγίδα και ο Ιδομενέας υποσχέθηκε στον Ποσειδώνα ότι θα θυσιάσει τον πρώτο άνθρωπο που θα δει στην πατρίδα, αν θα έφτανε σώος στην πατρίδα. Ο πρώτος που είδε όμως ήταν ο γιος του, τον οποίο και θυσίασε. Τελικά οι θεοί εξοργίστηκαν και ξέσπασε λοιμός στην Κρήτη, και ο λαός του τον έστειλε εξορία στην Καλαβρία της Ιταλίας απ' όπου εν συνεχεία κατέληξε στην Κολοφώνα της Μικράς Ασίας, όπου και πέθανε.

Από τους λιγότερο επιφανείς Αχαιούς ελάχιστοι έφτασαν στις πατρίδες τους.


Μενέλαος

Σύμφωνα με την Οδύσσεια, ο στόλος του Μενέλαου παρασυρμένος από τις θύελλες κατέληξε στην Κρήτη και την Αίγυπτο, όπου τα πέντε εναπομείναντα πλοία ήταν αδύνατο να επιστρέψουν στην πατρίδα λόγω των έντονων ανέμων. Ο Μενέλαος έπρεπε να μιλήσει με τον Πρωτέα, έναν θαλάσσιο θεό, προκειμένου να του γνωρίσει τι ακριβώς θυσίες πρέπει να κάνει στους θεούς για να του εξασφαλίσουν ασφαλή επιστροφή.

Σύμφωνα με την «Παλινωδία» του ποιητή του 6ου π.Χ. αιώνα Στησίχορου, όπως αναφέρεται στον «Φαίδρο» του Πλάτωνα, η Ελένη που είχε απηχθεί από τον Πάρη, ήταν απλώς ένα ομοίωμά της και η πραγματική Ελένη βρίσκονταν όλο αυτό το διάστημα στην Αίγυπτο, όπου ξανάσμιξε με τον Μενέλαο. Ο Προίτος είχε πει στον Μενέλαο ότι ήταν προορισμένη να πάει στα Ηλύσια πεδία μετά τον θάνατό της.

Τελικά, ο Μενέλαος επέστρεψε μαζί με την ωραία Ελένη επτά χρόνια μετά το πέρας του Τρωικού πολέμου.


Αγαμέμνονας

Ο Αγαμέμνονας επέστρεψε στον Άργος μαζί με την Κασσάνδρα. Η σύζυγός του Κλυταιμνήστρα είχε όμως συνάψει εξωσυζυγική σχέση με τον Αίγισθο, γιο του Θυέστη και ξάδελφο του ίδιου. Πιθανότατα ως εκδίκηση για την θυσία της Ιφιγένειας, η Κλυταιμνήστρα οργάνωσε ολόκληρο σχέδιο μαζί με τον εραστή της για να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα. Η Κασσάνδρα ενώ προέβλεψε τον θάνατο του και τον πληροφόρησε, δεν κατάφερε να πείσει τον Αγαμέμνονα ο οποίος την περιφρόνησε και δεν της έδωσε καμία σημασία.

Τελικά δολοφονήθηκε ενώ βρισκόταν στο λουτρό αμέριμνος. Μετά από χρόνια, ο γιος του Αγαμέμνονα, Ορέστης θα πάρει εκδίκηση σκοτώνοντας την μητέρα του και τον εραστή της και ταυτόχρονα ανεβαίνοντας στον θρόνο των Μυκηνών.





Οδυσσέας

Οι περιπέτειες του Οδυσσέα ήταν ιδιαίτερα επίπονες και διήρκεσαν δέκα έτη. Περιγράφονται στο δεύτερο έπος του Ομήρου, την Οδύσσεια. Κατά το διάστημα αυτό ο Οδυσσέας ταξίδεψε σε χώρες εντελώς άγνωστες για τους Αχαιούς και έζησε πολλές περιπέτειες: συνάντησε τον Κύκλωπα Πολύφημο και μίλησε με Τειρεσία στον Κάτω Κόσμο. Ταξίδεψε στην Θρηνακία, όπου οι άντρες του έφαγαν τα ιερά κοπάδια του θεού Ήλιου. Για αυτή την ύβρη τα πλοία του Οδυσσέα καταστράφηκαν και τα πληρώματά τους πνίγηκαν. Εν συνεχεία κατέληξε στην νήσο Ωγυγία και έζησε με τη νύμφη Καλυψώ. Όταν συμπλήρωσε επτά έτη με την νύμφη έφτιαξε μια μικρή σχεδία με την οποία κατέληξε στην Σχερία, όπου κατοικούσαν οι Φαίακες, η οποίοι του παρείχαν όλα τα μέσα για να επιστρέψει στην Ιθάκη.

Όταν έφτασε στην πατρίδα του, αρχικά ήταν μεταμφιεσμένος ως ηλικιωμένος ζητιάνος. Ανακάλυψε ότι η σύζυγός του, Πηνελόπη ήταν πιστή σε αυτόν κατά τη διάρκεια των 20 ετών της απουσίας του, παρόλο που οι μνηστήρες είχαν εγκατασταθεί στο ανάκτορό του περιμένοντας την απόφασή της να επιλέξει νέο σύζυγο. Τελικά με την βοήθεια του γιου του Τηλέμαχου, της προστάτιδάς του θεάς Αθηνάς και του χοιροβοσκού Εύμαιου κατάφερε με ενέδρα να σκοτώσει τους μνηστήρες και να ανακτήσει το βασίλειο και τη σύζυγό του.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ 24 ΡΑΨΩΔΙΩΝ ΤΗΣ ΙΛΙΑΔΟΣ

Στην ύστερη ελληνιστική Αλεξάνδρεια η Ιλιάδα χωρίστηκε -πιθανόν από το Ζηνόδοτο- σε 24 ραψωδίες, που στα ελληνικά συμβολίζονται με τα κεφαλαία γράμματα του αλφαβήτου.

Α (Λοιμός. Μήνις): Βρισκόμαστε ήδη στον ένατο χρόνο του πολέμου. Μετά την επίκληση του ποιητή στη Μούσα γίνεται μία αναδρομή και μαθαίνουμε πώς ο Αγαμέμνονας αρνούμενος να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της -ιερέα του Απόλλωνα- προσέβαλε το θεό και προκάλεσε την οργή του εναντίον των Αχαιών. Ο Αγαμέμνονας βρίσκεται υποχρεωμένος από το στρατό να επιστρέψει τη Χρυσηίδα, αλλά ζητάει ως αντάλλαγμα τη Βρισηίδα που ανήκει στον Αχιλλέα. Οι αρχηγοί φιλονικούν, επεμβαίνει η Αθηνά και συνετίζει τον Αχιλλέα που ετοιμαζόταν να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα. Εκείνος οργισμένος αποφασίζει να μη συμμετέχει πλέον στις μάχες. Ζητάει από τη μητέρα του Θέτιδα να μεσολαβήσει στο Δία, για να πάρει ικανοποίηση για την προσβολή που του έγινε. Η Θέτιδα συναντά το Δία και εκείνος δίνει τη συγκατάθεσή του.

Β (Όνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ή κατάλογος νεών): Ο Δίας στέλνει απατηλό όνειρο στον Αγαμέμνονα για δήθεν άμεση επίθεση και νίκη. Ο Αγαμέμνονας συγκαλεί το στρατό και για να δοκιμάσει το φρόνημά του προτείνει τη διακοπή του πολέμου και την επιστροφή στην πατρίδα. Καθώς οι περισσότεροι συμφωνούν και πανηγυρίζουν χρειάζεται η σωτήρια παρέμβαση του Οδυσσέα, ο οποίος γελοιοποιεί το θορυβοποιό Θερσίτη. Ακολουθεί αναλυτικός και ακριβής κατάλογος των ελληνικών δυνάμεων και συντομότερος των Τρώων και των συμμάχων τους.

Γ (Όρκοι. Τειχοσκοπία. Αλεξάνδρου και Μενελάου μονομαχία): Οι αντίπαλοι στρατοί είναι έτοιμοι για μάχη, αλλά ο Πάρης-Αλέξανδρος προθυμοποιείται να μονομαχήσει με το Μενέλαο και να δοθεί τελική κρίση. Πίσω στην Τροία η Ελένη ανεβαίνει -με παραίνεση της Ίριδας- στα τείχη, όπου βρίσκεται ο Πρίαμος και απαντά στις ερωτήσεις του βασιλιά ονοματίζοντας τους σημαντικότερους ήρωες των Αχαιών. Στη μονομαχία που ακολουθεί, ο Μενέλαος νικά τον Πάρη και θα τον σκότωνε, αν δεν επενέβαινε η Αφροδίτη μεταφέροντάς τον στο παλάτι μέσα σε ένα σύννεφο. Με τη μορφή γριάς δούλας προσπαθεί να στείλει την Ελένη στην αγκαλιά του Πάρη, αλλά εκείνη καταλαβαίνει το τέχνασμα και συναινεί μόνο έπειτα από τις απειλές της θεάς.

Δ (Ορκίων σύγχυσις. Αγαμέμνονος επιπώλησις): Ο Δίας, για να τηρήσει την υπόσχεσή του στη Θέτιδα, στέλνει την Αθηνά να παρασύρει τον Πάνδαρο σε παραβίαση της ανακωχής. Ο Πάνδαρος ρίχνει ένα βέλος και πληγώνει επιπόλαια το Μενέλαο. Η μάχη μόλις αρχίζει και ο Αγαμέμνονας με παραινέσεις και ψόγους επιχειρεί να κεντρίσει τους αρχηγούς των Αχαιών. Μιλά άδικα και επιτιμητικά στο Διομήδη, που όμως αποδεικνύεται περισσότερο υπομονετικός σε σύγκριση με τον Αχιλλέα.

Ε (Διομήδους αριστεία): Η μάχη αυτή της πρώτης μέρας θα διαρκέσει ως τη ραψωδία Η. Τώρα στην πρώτη γραμμή μπαίνει ο Διομήδης και με τη βοήθεια της Αθηνάς επιτίθεται ακόμα και σε θεούς. Πληγώνει στο χέρι την Αφροδίτη, που προστατεύει το γιο της Αινεία, και όταν αυτή καταφεύγει στον Όλυμπο, την προστασία του Αινεία αναλαμβάνει ο Απόλλωνας. Ο Διομήδης επιτίθεται και σε αυτόν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι Τρώες εμψυχώνονται από τον 'Aρη. Και αυτόν όμως τον πληγώνει ο Διομήδης χάρις στην Αθηνά, που έχει πάρει τη θέση του ηνιόχου στο άρμα του.

Ζ (Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία): Ο Διομήδης προκαλεί σε μονομαχία το Λύκιο Γλαύκο. Συνειδητοποιούν, όμως, ότι είναι παλιοί φίλοι και τελικά ανταλλάσσουν τις πανοπλίες τους. Ο Έκτορας και ο Αινείας επιστρέφουν στην πόλη, για να παροτρύνουν τις γυναίκες να κατευνάσουν την Αθηνά με προσφορές. Ο Έκτορας συναντά την Ανδρομάχη στα τείχη και ακολουθεί μία συνομιλία γεμάτη συζυγική τρυφερότητα και πένθιμα προαισθήματα. Στη συνέχεια, συναντάει τον Πάρη και μαζί επιστρέφουν στη μάχη.

Η (Έκτορος και Αίαντος μονομαχία. Νεκρών αναίρεσις): Με προτροπή των θεών ο Έκτορας καλεί κάποιον από τους Αχαιούς σε μονομαχία και ο κλήρος ορίζει αντίπαλό του τον Αίαντα. Η μονομαχία λήγει, εξαιτίας της νύχτας, χωρίς αποτέλεσμα. Οι Έλληνες και οι Τρώες θάβουν τους νεκρούς τους το άλλο πρωί και στη διάρκεια της μέρας οι πρώτοι κατασκευάζουν ξύλινο τείχος και ανοίγουν τάφρο γύρω από τα πλοία.

Θ (Μάχη): Την επομένη, ο Δίας απαγορεύει σε όλους τους θεούς να μετέχουν στη σύγκρουση και ο ίδιος επισκοπεί το πεδίο της μάχης από το όρος Ίδη. Από τους Έλληνες διακρίνεται ο Διομήδης και από τους Τρώες ο Έκτορας. Οι Τρώες υπερισχύουν και η Ήρα μπαίνει στον πειρασμό να παρακούσει την εντολή του Δία, αλλά αποτρέπεται από την Ίριδα.

Ι (Πρεσβεία προς Αχιλλέα. Λιταί): Ο Αγαμέμνονας ανακινεί και πάλι την πρόταση διακοπής του πολέμου

Διομήδης αντιτίθεται και ο Νέστορας συμβουλεύει να εξευμενιστεί ο Αχιλλέας. Ο Αγαμέμνονας προθυμοποιείται να δώσει πολλά δώρα και την πρότασή του μεταφέρουν στον Αχιλλέα ο Οδυσσέας, ο Φοίνικας και ο Αίαντας. Παρά τη φιλική του υποδοχή ο Αχιλλέας συνεχίζει να αρνείται και απαντά πως θα πολεμήσει, μόνον όταν οι Τρώες φτάσουν στα πλοία των Μυρμιδόνων. Οι απεσταλμένοι επιστρέφουν στους άλλους αρχηγούς απογοητευμένοι.

Κ (Δολώνεια): Αποφασίζεται να σταλούν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας για κατασκοπία στο στρατόπεδο των Τρώων. Αλλά και ο Έκτορας έχει στείλει το Δόλωνα να κατασκοπεύσει τους Αχαιούς. Οι δύο Έλληνες τον συλλαμβάνουν και, αφού καταφέρνουν να του αποσπάσουν ό,τι ξέρει, τον θανατώνουν. Στο στρατόπεδο των Τρώων σκοτώνουν το νεοαφιχθέντα βασιλιά της Θράκης Ρήσο, κλέβουν τα θεϊκά του άλογα και επιστρέφουν στα καράβια.

Λ (Αγαμέμνονος αριστεία): Η καινούργια μέρα της μάχης θα διαρκέσει ως τη ραψωδία Σ. Στην αρχή της βρίσκεται η αριστεία του Αγαμέμνονα που ανατρέπει τα σχέδια του Δία. Ο πατέρας των θεών -μέσω της Ίριδας- παρακινεί τον Έκτορα να αποτραβηχτεί ώσπου να πληγωθούν οι Αγαμέμνονας, Διομήδης και Οδυσσέας. Στη συνέχεια, όμως, ο Έκτορας επιστρέφει στη μάχη και φέρνει τους Αχαιούς σε δύσκολη θέση. Ο Αχιλλέας παρακολουθεί από το πλοίο του τη μάχη και στέλνει τον Πάτροκλο να πάρει πληροφορίες. Ο Πάτροκλος συναντά το Νέστορα που του βάζει την ιδέα να παρακινήσει τον Αχιλλέα να συμμετάσχει, ή τουλάχιστον να πάρει ο ίδιος τα όπλα του φίλου του και να μπει στη μάχη.

Μ (Τειχομαχία): Εδώ αρχίζει ένα τμήμα της μάχης που θα διαρκέσει ως τη ραψωδία Ο. Στις ραψωδίες αυτές εναλλάσσονται και επικαλύπτονται επεισόδια με αριστοτεχνική συναρμογή. Οι Αχαιοί υποχωρούν στα πλοία και οι Τρώες επιτίθενται στο στρατόπεδό τους. Ύστερα από την αποτυχημένη επίθεση του 'Aσιου οι Τρώες εφορμούν ομαδικά, αλλά τους αποτρέπει ένας κακός οιωνός και ο Πολυδάμας συμβουλεύει να σταματήσουν την επίθεση. Όμως ο Έκτορας παρακούει και σπάζει την πύλη, ενώ ο Σαρπηδόνας γκρεμίζει ένα τμήμα της έπαλξης.

Ν (Μάχη επί ταις ναυσίν): Παρά την απαγόρευση του Δία ο Ποσειδώνας εμψυχώνει τους Έλληνες παίρνοντας τη μορφή του Κάλχαντα και του Θόαντα. Ο Ιδομενέας μάχεται πολύ σκληρά, αλλά ο Έκτορας συνεχίζει να επιτίθεται.

Ξ (Διός απάτη): Ο Αγαμέμνονας κάνει πάλι λόγο για επιστροφή στην πατρίδα, αλλά ο Οδυσσέας και ο Διομήδης αντιτίθενται. Η Ήρα δανείζεται από την Αφροδίτη τη μαγική ερωτική της ζώνη και παρασύρει το Δία σε ερωτικές περιπτύξεις, ύστερα από τις οποίες ο θεός πέφτει σε βαθύ ύπνο. Οι θεοί που συμπαθούν τους Έλληνες εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να επέμβουν, ενώ ο Έκτορας βρίσκεται λιπόθυμος από την πέτρα που του πέταξε ο Αίαντας.

Ο (Παλίωξις παρά των νεών): Όταν ξυπνά ο Δίας, οι Τρώες έχουν διωχτεί πέρα από την τάφρο. Μόλις τότε μαθαίνει η Ήρα τη θέλησή του με όλες τις λεπτομέρειες. Ο Ποσειδώνας υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη μάχη, ενώ ο Απόλλωνας εμψυχώνει τον Έκτορα, που εισβάλλει εκ νέου στο στρατόπεδο των Αχαιών. Οι Τρώες απειλούν πια με φωτιά τα πρώτα καράβια και ο μόνος που ανθίσταται ακόμα είναι ο Αίαντας.

Π (Πατρόκλεια): Ο Πάτροκλος κλαίγοντας παρακαλεί το φίλο του Αχιλλέα, αλλά εκείνος παραμένει αμετάπειστος. Στέλνει, ωστόσο, τους Μυρμιδόνες στη μάχη και δίνει την πανοπλία του στον Πάτροκλο. Τον συμβουλεύει να μην προχωρήσει μακριά. Οι Τρώες βλέποντας τον Πάτροκλο πανικοβάλλονται, γιατί νομίζουν ότι είναι ο ίδιος ο Αχιλλέας. Απομακρύνονται από τα πλοία και ο Πάτροκλος τούς καταδιώκει και σκοτώνει το Σαρπηδόνα, το γιο του Δία. Μεθυσμένος από τη νίκη του ο Πάτροκλος φτάνει ως τα τείχη της Τροίας και αντιμετωπίζει τον Έκτορα σε μονομαχία. Ο Απόλλωνας, όμως, τον αφοπλίζει και τελικά σκοτώνεται από τον Έκτορα και τον Εύφορβο.

Ρ (Μενελάου αριστεία): Σφοδρή μάχη ξεσπάει γύρω από το σώμα του Πατρόκλου. Ο Μενέλαος σκοτώνει τον Εύφορβο, ενώ ο Έκτορας αφαιρεί τα όπλα του Αχιλλέα από το νεκρό Πάτροκλο και τα φοράει. Η Αθηνά και ο Απόλλωνας εμψυχώνουν τις αντίπαλες παρατάξεις και εκεί που φαίνεται ότι θα νικήσουν οι Τρώες, τελικά ο Μενέλαος και ο Μηριόνης καταφέρνουν να απομακρύνουν το νεκρό με κάλυψη από τους δύο Αίαντες.

Σ (Οπλοποιία): Ακόμα το νεκρό του Πατρόκλου βρίσκεται σε κίνδυνο και ο Αχιλλέας -με προτροπή της Ίριδας- εμφανίζεται στα τείχη και φοβίζει τους Τρώες με κραυγές. Η Ήρα κάνει τον ήλιο να βασιλέψει νωρίτερα και η μάχη λήγει. Ο Έκτορας παρακούοντας τη συμβουλή του Πολυδάμαντα κρατά τους Τρώες στην πεδιάδα, όπου και στρατοπεδεύουν. Το φοβερό πόνο του Αχιλλέα έρχεται να απαλύνει η Θέτιδα, η οποία στη συνέχεια παρακαλεί τον Ήφαιστο να κατασκευάσει στο γιο της καινούργια πανοπλία. Η ασπίδα, που περιγράφεται αναλυτικά, είναι πλούσια διακοσμημένη με σκηνές από την ειρηνική ζωή και τον πόλεμο.

Τ (Μήνιδος απόρρησις): Το επόμενο πρωί η Θέτιδα φέρνει την καινούργια πανοπλία και ο Αχιλλέας συγκαλεί το στρατό, για να ανακοινώσει την επιστροφή του στη μάχη. Ο Αγαμέμνονας του υπόσχεται πλούσια δώρα καθώς και την επιστροφή της Βρισηίδας. Μετά βίας ο Αχιλλέας επιτρέπει στους πολεμιστές να φάνε πριν τη μάχη, ενώ λίγο πριν ξεκινήσουν, το άλογό του Ξάνθος προλέγει το θάνατό του.

Υ (Θεομαχία): Ο Δίας επιτρέπει στους θεούς να αναμειχθούν στη μάχη και έτσι αρχίζει η τελευταία και αγριότερη μάχη της Ιλιάδας. Ο Αχιλλέας εμφανίζεται σφοδρότατος και σπουδαίοι αντίπαλοι όπως ο Αινείας και ο Έκτορας γλιτώνουν μόνο χάρη στις επεμβάσεις του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα, αντίστοιχα.

Φ (Μάχη παραποτάμιος): Ο Αχιλλέας γεμίζει τον ποταμό Σκάμανδρο με πτώματα, ο ποταμός εξεγείρεται και φέρνει τον ήρωα σε κίνδυνο. Οι θεοί επεμβαίνουν και η φωτιά του Ηφαίστου δαμάζει το Σκάμανδρο. Στον αγώνα μεταξύ των θεών υπερτερούν αυτοί που υποστηρίζουν τους Έλληνες. Η Αθηνά χτυπά τον 'Aρη και η Ήρα την 'Aρτεμη. Έπειτα όλοι επιστρέφουν στον Όλυμπο. Μπροστά στα τείχη της Τροίας ο Απόλλωνας -με τη μορφή του Αγήνορα- ανακόπτει την ορμή του Αχιλλέα, ώσπου οι Τρώες να κρυφτούν μέσα στα κάστρα.

Χ (Έκτορος αναίρεσις): Ο Έκτορας μένει έξω από τα τείχη· στη ζυγαριά του Δία όμως η μοίρα του θανάτου βαραίνει ήδη εναντίον του. Στην προσπάθειά του να σωθεί από την ορμή του Αχιλλέα τρέχει τρεις φορές γύρω από το κάστρο της Τροίας. Ο Απόλλωνας τον εγκαταλείπει και η Αθηνά τον ξεγελά με τη μορφή του Δηίφοβου. Ο Αχιλλέας τον σκοτώνει και στη συνέχεια τον σέρνει δεμένο στο πίσω μέρος από το άρμα του, ενώ στα τείχη οι γονείς του και η γυναίκα του ξεσπούν σε σπαρακτικό θρήνο.

Ψ ('Aθλα επί Πατρόκλω): Το φάντασμα του Πατρόκλου εμφανίζεται στον Αχιλλέα και ζητά ταφή. Την άλλη μέρα ετοιμάζεται η πυρά και ανάμεσα στα θύματα είναι και δώδεκα νεαροί Τρώες. Την επομένη συλλέγονται τα κόκαλα του νεκρού και λαμβάνουν χώρα αγώνες προς τιμήν του με σπουδαία έπαθλα. Σε κάποιο από τα αγωνίσματα έρχονται αντιμέτωποι ο Οδυσσέας και ο Αίαντας, προοικονομώντας ένα επεισόδιο που δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα.

Ω (Έκτορος λύτρα): Ο Αχιλλέας με ασίγαστη μανία συνεχίζει να σέρνει το πτώμα του Έκτορα γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου για δώδεκα μέρες. Οι θεοί δυσαρεστούνται και στέλνουν τη Θέτιδα να τον παρακινήσει να το δώσει στους Τρώες. Η Ίριδα και ο Ερμής βοηθούν τον Πρίαμο, που μεταφέρει πλούσια δώρα, να περάσει νύχτα τις γραμμές των Αχαιών. Ο Αχιλλέας θυμάται το δικό του πατέρα, η σκληρότητά του υποχωρεί μπροστά στον πόνο του Πριάμου και του παραδίδει το νεκρό, τον οποίο οι θεοί έχουν διαφυλάξει ανέπαφο. Στη δεκαήμερη ανακωχή που ακολουθεί οι Τρώες μαζεύουν ξύλα και την τελευταία μέρα ανάβουν την πυρά για τον Έκτορα.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Βιβλιογραφια

Όμηρος, Ιλιάδα

Όμηρος, Οδύσσεια

Απολλόδωρος (ψευδο-), Βιβλιοθήκη

Αισχύλος, Αγαμέμνων

Ηρόδοτος, Ιστοριών

Ευριπίδης - Ελένη

Ευριπίδης - Ανδρομάχη

Ευριπίδης, Ηλέκτρα

Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις

Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη

Στράβων, Γεωγραφικά

Στάτιος, Αχιλληίδα

Σενέκα, Τρωάδες

Σενέκα, Αγαμέμνων

Υγίνου, Fabulae

Οβίδιος, Ηρωίδες

Οβίδιος, Μεταμορφώσεις


Κατέβασε ελεύθερα από την Online-Βιβλιοθήκη μας:

Όμηρος, Οδύσσεια (Αρχαίο Κείμενο)

Όμηρος, Ιλιάδα (Αρχαίο Κείμενο)


Κατέβασε ελεύθερα από την Online-Βιβλιοθήκη μας:

Οδύσσεια (Ομήρου) - (Αρχαίο Κείμενο Με Μετάφραση)

(Ομήρου) Ιλιάδα – (Αρχαίο Κείμενο Με Μετάφραση), Μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη


Πηγες

"Technova"

"Wikipedia"

"Μikros Αpoplous"





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"