Ancient Greece Reloaded

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ

27 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ἢ 10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 479 Π.Χ



ΠΗΓΑΙΝΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ:

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ

Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΔΩΡΟ ΤΟ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ

Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ)

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ/ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΥΚΑΛΗΣ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ)

ΑΓΝΩΣΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ

ΤΡΙΚΑΡΗΝΟΣ ΟΦΙΣ

Στα 479 π.Χ. έγινε στις Πλαταιές η μεγάλη, ένδοξη για τους Έλληνες μάχη, που στάθηκε η τελευταία των μηδικών πολέμων στην αρχαία Ελλάδα.

Μετά απ' την ήττα του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Ξέρξης, αφήνοντας το Μαρδόνιο στη Θεσσαλία, έφυγε για την Περσία. Ο Μαρδόνιος προσπάθησε να συνεννοηθεί με τους ΑΘηναίους, προτείνοντάς τους να συμμαχήσουν μαζί του με διάφορα ανταλλάγματα. Οι Αθηναίοι όμως αρνήθηκαν περήφανα κι έτσι ο Μαρδόνιος με τους 300.000 στρατιώτες του στρατοπέδεψε στην κοιλάδα του Ασωπού, κοντά στις Πλαταιές.

Με αρχηγό το Σπαρτιάτη Παυσανία, οι ελληνικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην Ελευσίνα (110.000 Έλληνες ή, σύμφωνα μ' άλλους ιστορικούς, μόνο 37.000).

Στην κρισιμότερη στιγμή της μάχης σκοτώθηκε ο Μαρδόνιος και οι Έλληνες, με ορμή, μπήκαν στο στρατόπεδο των Περσών και τους κατάσφαξαν. Απ' τη στρατιά του Μαρδονίου μόνο λίγες χιλιάδες πολεμιστών σώθηκαν.

Κοσμοϊστορική ήταν η σημασία της μάχης των Πλαταιών, γιατί η Ελλάδα ελευθερώθηκε για πάντα απ' την ξένη εισβολή. Από τότε η πόλη των Πλαταιών κηρύχτηκε ιερή και απαραβίαστη και, αφού ξαναχτίστηκε με τη βοήθεια των Αθηναίων, έζησε μέχρι τα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου ειρηνικά και ήσυχα. Οι Πλαταιείς, για την αντρεία που έδειξαν, τιμήθηκαν με βραβείο αντρείας και πήραν και χρηματική αμοιβή 80 τάλαντα.







Ο Μαρδόνιος, γαμβρός και εξάδελφος του Ξέρξη, ο καλύτερος στρατηγός των Περσών ,μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνος είχε μείνει με πολύ ισχυρές δυνάμεις στη Θεσσαλία και επιχείρησε να καταβάλει τους Έλληνες με τα όπλα και την διπλωματία. Ο χειμώνας του 479 π.Χ. επέβαλε μια διακοπή των επιχειρήσεων. Στο διάστημα αυτό η αντίθεση ανάμεσα στις πόλεις της Πελοποννήσου, που δεν βρίσκονταν κάτω από την άμεση περσική απειλή, και στις πόλεις της Στερεάς έγινε εντονότερη.

Αθηναίοι, Μεγαρείς και Αιγινήτες πίεζαν τους Σπαρτιάτες για άμεση στρατιωτική ενέργεια πέρα από τον Ισθμό, για την απελευθέρωση της Κεντρικής Ελλάδος .Οι Αθηναίοι έστειλαν στη Σπάρτη τον Θεμιστοκλή, για να επιτύχει υπόσχεση αμέσου δράσεως. Οι Σπαρτιάτες επεφύλαξαν στον νικητή της Σαλαμίνος εξαιρετικές τιμές, φαίνεται, όμως, ότι δεν έδωσαν θετική απάντηση στα αθηναϊκά αιτήματα. Πολλοί υποθέτουν ότι ο Θεμιστοκλής δεν πέτυχε στην αποστολή του και ότι αυτή η αποτυχία υπήρξε η κυριότερη αιτία του παραμερισμού του.

Πράγματι, δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο, αν ο Θεμιστοκλή εξελέγη στρατηγός για τον επόμενο χρόνο(479/8 π.Χ.).Γεγονός είναι, πάντως, πως οι Αθηναίοι ανέθεσαν την διοίκηση του στόλου στον Ξάνθιππο, τον πατέρα του Περικλέους, και του στρατού στον Αριστείδη. Ο Βeloch αποκλείει τον παραμερισμό του Θεμιστοκλέους και υποστηρίζει ότι διατήρησε την εύνοια του δήμου αρκετά χρόνια κι ότι ήταν στρατηγός το 479/8 π.Χ. Αλλά και στην σπαρτιατική ηγεσία σημειώθηκαν μεταβολές:

Ο Κλεόμβροτος, αντιβασιλεύς και επίτροπος του βασιλέως Πλειστάρχου, του ανήλικου γιου του Λεωνίδα, αρχιστράτηγος των Πελοποννησίων στον Ισθμό, πέθανε λίγο μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνος. Στην θέση του τοποθετήθηκε ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου, που διάλεξε για υπαρχηγό του τον εξάδελφό του Ευρυάνακτα, τον γιο του Δωριέως, άλλου αδελφού του Λεωνίδα. Στην αρχηγία του στόλου των Λακεδαιμονίων ο βασιλεύς Λεωτυχίδης διαδέχτηκε τον Ευρυβιάδη. Ο Μαρδόνιος επιχείρησε με την διπλωματία να διχάσει τους Έλληνες, πριν επιχειρήσει να επιτύχει τους σκοπούς του με τα όπλα.

Είτε επειδή γνώριζε τις διαφωνίες των Ελλήνων είτε διότι τις υποπτευόταν, απευθύνθηκε προς τους Αθηναίους, ασφαλώς γιατί έκρινε ότι η δύσκολη θέση, στην οποία βρίσκονταν(η πόλη τους κατεστραμμένη, οι ίδιοι διασκορπισμένοι και αυτοί που είχαν γυρίσει στην Αθήνα εκτεθειμένοι σε μια καινούργια περσική επίθεση),καθώς και τα παράπονα για την αδράνεια των Πελοποννησίων συμμάχων τους θα τους έκαναν πιο ενδοτικούς. Έστειλε, λοιπόν, ο Μαρδόνιος προς τους Αθηναίους τον σύμμαχό του και υποτελή βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο με δελεαστικές προτάσεις:

οι Πέρσες θα συγχωρούσαν τους Αθηναίους για τα παλιά τους «σφάλματα», θα τούς παραχωρούσαν μεγάλες εδαφικές εκτάσεις, θα τους αποζημίωναν για τις καταστροφές και θα ξανάχτιζαν τους ναούς που είχαν κάψει, αν δέχονταν να γίνουν σύμμαχοι του Πέρση μονάρχη. Οι Αθηναίοι απέρριψαν με αγανάκτηση τις προτάσεις. Την ίδια μέρα που ο Αλέξανδρος o A' παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου(μάς τα εξιστορεί ο Ηρόδοτος),ήλθαν και οι πρέσβεις των Σπαρτιατών. Έτσι οι Αθηναίοι άκουσαν διαδοχικά τις προτάσεις του Αλεξάνδρου και τα επιχειρήματα των Σπαρτιατών, που ανησυχούσαν, μήπως οι Αθηναίοι ενδώσουν. Οι Αθηναίοι, , έδωσαν δύο περήφανες απαντήσεις: Στον Αλέξανδρο είπαν:

«Γνωρίζουμε ότι οι Πέρσες έχουν στρατεύματα πολλαπλάσια από τα δικά μας… Αλλά, επειδή αγαπούμε υπερβολικά την ελευθερία, θα την υπερασπισθούμε, όσο μπορέσουμε… Να διαβιβάσεις, λοιπόν, στον Μαρδόνιο ότι οι Αθηναίοι λένε: όσο ο ήλιος ακολουθεί τον ίσιο δρόμο, που ακολουθεί και τώρα, ποτέ δεν θα κλείσουμε συμμαχία με τον Ξέρξη, αλλά με εμπιστοσύνη στους συμμάχους μας θεούς και τους ήρωες, των οποίων εκείνος χωρίς σεβασμό έκαψε τους ναούς και τα αγάλματα, θα εκστρατεύσουμε εναντίον του και θα τους αποκρούσουμε»

Και στους Σπαρτιάτες απάντησαν:

«Δεν υπάρχει στην γη πουθενά τόσο χρυσάφι ούτε χώρα τόσο ανώτερη στην ομορφιά και τον πλούτο, ώστε να τα δεχθούμε και να θελήσουμε μηδίζοντας να υποδουλώσουμε την Ελλάδα .Πολλά και μεγάλα είναι τα αίτια, τα οποία, και να θέλαμε, μάς εμποδίζουν να κάνουμε τέτοια πράξη. Πρώτα από όλα τα αγάλματα και οι πυρπολημένοι και γκρεμισμένοι ναοί των θεών, για τους οποίους ζητούμε εκδίκηση και όχι να συμμαχήσουμε με τον αίτιο αυτής της καταστροφής .Εξ άλλου οι Έλληνες έχουν όλοι το ίδιο αίμα και την ίδια γλώσσα ,κοινούς ναούς και θυσίες, κοινά έθιμα. Να γίνουν οι Αθηναίοι προδότες όλων αυτών δεν είναι σωστό».


Μετά την διπλωματική του αυτή αποτυχία ο Μαρδόνιος κινήθηκε προς την στρατιωτική αναμέτρηση. Έτσι, στο τέλος της άνοιξης του 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος με τα καλύτερα στρατεύματά του προχώρησε στην Βοιωτία. Εκεί συμπλήρωσε τις προετοιμασίες ανεφοδιασμού και στρατοπεδεύσεως και ίσως οργάνωσε μια γραμμή υποχωρήσεως, ενώ ένα τμήμα του στρατού, οι προφυλακές του, κατέλαβαν χωρίς μάχη την Αττική. Ο Μαρδόνιος με την κίνηση αυτή απέβλεπε, πιθανότατα, σε δύο αντικειμενικούς σκοπούς: να αναγκάσει με την πίεση αυτή ή τους Αθηναίους να έλθουν σε κάποια συμφωνία μαζί του ή τους Πελοποννησίους να εκστρατεύσουν στην Κεντρική Ελλάδα και να δώσουν μάχη έξω απ’ τον Ισθμό.

Οι Αθηναίοι ασφαλώς δεν ήταν σε θέση μόνοι να φράξουν τις διαβάσεις του Κιθαιρώνος ή να δώσουν μάχη. Έτσι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν για δεύτερη φορά την πόλη και να καταφύγουν και πάλι στη Σαλαμίνα .Η επιχείρηση, πιθανότατα, ήταν εύκολη αυτή τη φορά, γιατί λίγοι Αθηναίοι θα επέστρεψαν στην Αττική, μετά την αποχώρηση του Ξέρξη. Η πόλη ήταν κατεστραμμένη και οι κάτοικοί της δεν είχαν καταλύματα. Η απειλή δεύτερης περσικής εισβολής από την Βοιωτία δημιουργούσε συνθήκες ανασφάλειας. Τα γυναικόπαιδα θα έμεναν ακόμη στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και την Ελευσίνα. Ο Μαρδόνιος κατέλαβε την έρημη Αθήνα στις αρχές Ιουνίου.

Δεν επέτρεψε, όμως, στον στρατό του να επιδοθεί αμέσως στην καταστροφή των ελαχίστων κτηρίων που έμεναν ακόμη όρθια, αλλά επανέλαβε τις προτάσεις του προς τους Αθηναίους. Απεσταλμένος του ,ο Ελλησπόντιος Μουρυχίδης, ήλθε στην αθηναϊκή βουλή στη Σαλαμίνα, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε να τον παρουσιάσει στην Εκκλησία. Ο Ηρόδοτος προσθέτει ότι ένας βουλευτής, ο Λυκίδης, που εξέφρασε την αντίθετη γνώμη, λιθοβολήθηκε, καθώς και η γυναίκα του και τα παιδιά του. Κάτω από τις συνθήκες αυτές ήταν φυσικό να επείγονται οι Αθηναίοι να απελευθερωθεί η χώρα τους με άμεση πολεμική δράση. Αντίθετα, γενικά οι Σπαρτιάτες και γενικά οι Πελοποννήσιοι φαίνονταν προσεκτικοί.







Οι Έλληνες

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι συνολικές δυνάμεις των Ελλήνων ανέρχονταν στους 69.500 ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες - 35.000 είλωτες, και 34.500 στρατιώτες από την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο αριθμός των 34.500 ανδρών προτάθηκε για να εκπροσωπήσει τον ελληνικό στρατό χωρίς τους Σπαρτιάτες οπλίτες (38.700 άνδρες) και των 800 Αθηναίων τοξοτών. Επίσης, ο Ηρόδοτος λέει πώς στη μάχη ήταν επίσης και 1.800 Θεσπιείς (χωρίς εξοπλισμό), και με αυτούς οι συνολικές δυνάμεις ανέρχονταν στους 110.000 άνδρες.

Ο αριθμός των οπλιτών θεωρείται ως λογικός (και πιθανός) - οι Αθηναίοι είχαν 10.000 οπλίτες στη Μάχη του Μαραθώνα. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν πώς ο αριθμός των ελληνικών στρατευμάτων είναι λογικός και τον χρησιμοποίησαν ως απογραφή του τότε ελληνικού πληθυσμού. Σίγουρα, αυτοί οι αριθμοί μπορούν να θεωρηθούν λογικοί. Η Αθήνα, για παράδειγμα, είχε χρησιμοποιήσει 180 τριήρεις στη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, και 36.000 κωπηλάτες. Έτσι, ο αριθμός των 69.500 στρατιωτών μπορεί να θεωρηθεί πιθανός για τη μάχη των Πλαταιών.

Παρόλο αυτά, μπορεί να θεωρηθεί και λάθος, λόγω του ότι 1 Σπαρτιάτες ισοδυναμούσε με 7 είλωτες. Για παράδειγμα, ο Λαζένμπυ αποδέχεται πώς οι οπλίτες από τις άλλες ελληνικές πόλεις συνοδευόταν από ένα, ελαφρά οπλισμένο, υπηρέτη για τον καθένα, αλλά δεν αποδέχεται τον αριθμό των 7 ειλώτων για 1 Σπαρτιάτη. Επίσης θεωρεί, πώς κάθε Σπαρτιάτης συνοδευόταν από ένα οπλισμένο είλωτα, ενώ οι υπόλοιποι βοηθούσαν στη μεταφορά πολεμοφοδίων για τον στρατό. Και ο Λαζένμπυ και ο Χόλλαντ θεωρούν πώς οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, παρά τον αριθμό τους, είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στη μάχη.

Ένα μέρος του δυναμικού των Συμμάχων χρειαζόταν για την επάνδρωση του στόλου, ο οποίος αριθμούσε 110 τριήρεις, και συνεπώς 22.000 άνδρες. Το γεγονός ότι η μάχη στη Μυκάλη έγινε σχεδόν ταυτόχρονα με αυτή των Πλαταιών, μειώνει τις πιθανότητες συγκέντρωσης 110.000 Ελλήνων πολεμιστών στις Πλαταιές.

Τη διοίκηση του ελληνικού στρατού, μετά από απόφαση του Συμμαχικού συνεδρίου, ανέλαβε ο Παυσανίας. Ο Παυσανίας ήταν αντιβασιλέας για τον νεαρό γιο του Λεωνίδα, Πλείσταρχο, τον ξάδερφο του. Ο Διόδωρος μας λέει πώς αρχηγός των Αθηναίων ήταν ο Αριστείδης (είναι πιθανόν πώς κάθε πόλη-κράτος είχε τον ηγέτη της). Ο Ηρόδοτος καταγράφει πώς παρά το γεγονός ότι είχε την ηγεσία του ελληνικού στρατού, ο Παυσανίας δεν είχε το δικαίωμα να δίνει διαταγές σε όλα τα ελληνικά σώματα. Αυτό το σύστημα ηγεσίας συνέβαλε στην εξέλιξη των γεγονότων της μάχης στις Πλαταιές.





Οι Πέρσες

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες είχαν στη κατοχή τους 300.000 άνδρες (μόνο Πέρσες) και είχαν λάβει τη βοήθεια μερικών ελληνικών πόλεων-κρατών, όπως η Θήβα, οι οποίες πήραν το μέρος των Περσών και των οποίων ο Ηρόδοτος υπολογίζει το στράτευμα σε 50.000 άνδρες.

Ο Κτησίας, ο οποίος έγραψε την ιστορία της Περσίας βασισμένος σε περσικά αρχεία, καταγράφει πώς οι δυνάμεις των Περσών ανέρχονταν στους 120.000 Πέρσες και 7.000 Έλληνες συμμάχους τους, αλλά η θεωρία του ήταν αλλοιωμένη.

Ο αριθμός των 300.000 στρατιωτών του Ηρόδοτου αμφισβητήθηκε από αρκετούς σύγχρονους ιστορικούς, οι οποίοι θεωρούν πώς οι περσικές δυνάμεις ανέρχονταν στους 250.000 στρατιώτες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, ο αριθμός των 300.000 Περσών στις Πλαταιές θεωρείται απίθανος. Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν πώς οι περσικές δυνάμεις ανέρχονταν από τους 70.000 μέχρι τους 120.000 στρατιώτες. Ο ιστορικός Λάζενμπυ, για παράδειγμα, θεωρεί πώς οι Πέρσες είχαν 70.000 στρατιώτες και 10.000 ιππείς. Εν τω μεταξύ, ο Κόννολι (αγγ. Connolly) απορρίπτει τον αριθμό των 120.000 στρατιωτών. Πράγματι, οι περισσότερες εκτιμήσεις αποπίπτουν αυτό τον αριθμό. Ο Ντέλμπριουκ (γερ. Delbrück), θεωρεί πώς οι Πέρσες είχαν στη κατοχή τους 75.000 άνδρες.







Οι σύμμαχοι της Σπάρτης έγιναν πιεστικοί: απεσταλμένοι από την Αθήνα, τα Μέγαρα και τις Πλαταιές απαιτούσαν την άμεση εκστρατεία πέρα από τον Ισθμό για την απελευθέρωση της Αττικής και απειλούσαν ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα δέχονταν τις περσικές προτάσεις. Οι Σπαρτιάτες, με την πρόφαση της εορτής των Υακινθίων, ανέβαλαν την απάντησή τους για 10 ημέρες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες είχαν σχεδόν ολοκληρώσει την οχύρωση του Ισθμού, αισθάνονταν ασφάλεια και πίστευαν ότι δεν είχαν πια ανάγκη των Αθηναίων. Τέλος, με την επέμβαση του Χίλεου του Τεγεάτη, ο οποίος τόνισε τους κινδύνους που θα διέτρεχαν οι Πελοποννήσιοι, αν οι Αθηναίοι δέχονταν τις περσικές προτάσεις, οι Σπαρτιάτες διέταξαν τον Παυσανία να περάσει τον Ισθμό και να διώξει τους Πέρσες από την Κεντρική Ελλάδα.

Την επομένη, δεκάτη ημέρα, όταν η αθηναϊκή αντιπροσωπεία επανέλαβε τις επικρίσεις και τις προειδοποιήσεις για τις συνέπειες της αδράνειας της Σπάρτης, άκουσαν, κατά τον Ηρόδοτο, έκπληκτοι από τους εφόρους, ότι τα σπαρτιατικά στρατεύματα πρέπει να είχαν ήδη φτάσει στο Ορέστειον της Αρκαδίας. Ο Μαρδόνιος, όταν έμαθε τις κινήσεις του Παυσανία, εγκατέλειψε την Αττική και συμπτύχτηκε στη Θήβα. Πριν εκκενώσει την Αθήνα, συμπλήρωσε την καταστροφή της. Πυρπόλησε, αναφέρει ο Ηρόδοτος, γκρέμισε και σκέπασε με χώμα ό, τι είχε απομείνει όρθιο. Ύστερα έστειλε το ιππικό του κι ένα σώμα στρατού να επιτεθεί εναντίον 1.000 Σπαρτιατών, που είχαν σταθμεύσει στα Μέγαρα ως προφυλακή. Όταν, όμως, έμαθε ότι ολόκληρος ο σπαρτιατικός στρατός ήταν στον Ισθμό, εγκατέλειψε την επιχείρηση εναντίον των Μεγάρων.

Η επιχείρηση αυτή πρέπει να ήταν μάλλον κίνηση αναγνωρίσεως ή καλύψεως της υποχωρήσεως. Ο Ηρόδοτος εξηγεί τα αίτια της υποχωρήσεως των Περσών από την Αττική :η χώρα ήταν ακατάλληλη για το ιππικό και σε περίπτωση ήττας ο στρατός τους κινδύνευε να αποκοπεί. Αντίθετα, η Θήβα και φιλική ήταν και είχε πεδιάδα κατάλληλη για το ιππικό τους. Για την υποχώρησή του από την Αττική στη Βοιωτία ο Μαρδόνιος διάλεξε τον ανατολικότερο από τους τρεις δρόμους: εκείνον που περνά από την Δεκέλεια(Τατόι),από μια διάβαση της Πάρνηθος και από την Τανάγρα. Αλλά πιο κατάλληλος δρόμος για την υποχώρηση ήταν ο δρόμος του Κιθαιρώνος από τη διάβαση Δρυός Κεφαλαί (πιθανότατα το σημερινό πέρασμα του Γυφτόκαστρου).





Είναι βέβαιο ότι ο Μαρδόνιος δεν υπερασπίστηκε τον Κιθαιρώνα. Δεν περίμενε, δηλαδή, από την άλλη πλευρά του βουνού, την βόρεια, για να επιτεθεί εναντίον της ελληνικής φάλαγγας, όταν θα έβγαινε από τις διαβάσεις-όπως επιβάλλει η στρατιωτική τακτική. Ο αντικειμενικός σκοπός του δεν ήταν να εμποδίσει τους Έλληνες να κατεβούν στην βοιωτική πεδιάδα, αλλά αντίθετα να τους προσελκύσει εκεί.

Εν τω μεταξύ, ο στρατός του Παυσανία ενισχύθηκε στο πέρασμά του από την Μεγαρίδα με 3.000 Μεγαρείς οπλίτες και ενώθηκε στην Ελευσίνα με τον αθηναϊκό στρατό, που διαπεραιώθηκε από την Σαλαμίνα(8.000 Αθηναίοι και 600 Πλαταιείς οπλίτες).Ο ελληνικός στρατός δεν διέθετε ιππικό και η έλλειψη αυτή θα κάνει άνισο τον αγώνα του με τον στρατό του Μαρδονίου. Οι Έλληνες έφτασαν μετά τον περσικό στρατό στην Βοιωτία. Ο Ηρόδοτος δεν δίνει καμιά πληροφορία για την διάβαση του Κιθαιρώνος, περιορίζεται μόνο να αναφέρει ότι κατέληξαν στις Ερυθρές. Αλλά η θέση της πόλεως αυτής δεν είναι γνωστή. Φαίνεται ότι βρισκόταν στη βόρεια έξοδο του Γυφτόκαστρου(κοντά στο σημερινό Κριεκούκι).Από το στενό του Γυφτόκαστρου πρέπει να πέρασε ο Παυσανίας στην Βοιωτία κι από κει να ανέπτυξε τον στρατό του κατά μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνος, απέναντι από τις εχθρικές θέσεις.

Ο Ασωπός ποταμός διασχίζει τη βοιωτική πεδιάδα από τα δυτικά προς τα ανατολικά, σχεδόν παράλληλα προς τον Κιθαιρώνα, και την χωρίζει σε δύο τμήματα, ένα νότιο που περιλαμβάνει την ζώνη ως τον Κιθαιρώνα, η οποία διακόπτεται από λόφους και χαράδρες και δεν είναι κατάλληλη για το ιππικό, και ένα βόρειο τμήμα που εκτείνεται ως την Θήβα και αποτελεί εκτεταμένη πεδιάδα, κατάλληλη για το ιππικό. Αντικειμενικός σκοπός του Μαρδονίου ήταν να δοθεί η μάχη σ’αυτή την πεδιάδα. Ασφαλώς ο περσικός στρατός βρισκόταν στα βόρεια του Ασωπού, όταν οι Έλληνες κατέλαβαν την πρώτη τους θέση.





Το σύνολο των ελιγμών και των μετακινήσεων του ελληνικού στρατού, ως την στιγμή που δόθηκε η μάχη, πρέπει να είχε τον αντίθετο αντικειμενικό σκοπό: να αναγκάσει τον Μαρδόνιο να επιτεθεί στον χώρο νοτίως του Ασωπού ποταμού και ιδιαίτερα στο ορεινό έδαφος των υπωρειών του Κιθαιρώνος, σε έδαφος, δηλαδή, τελείως ακατάλληλο για το περσικό ιππικό. Όταν οι Έλληνες πέρασαν τον Κιθαιρώνα, οι Πέρσες είχαν ήδη οργανώσει τις θέσεις τους. Ο Μαρδόνιος είχε τοποθετήσει προφυλακές σε μια γραμμή που εκτεινόταν βορείως των Ερυθρών και των Πλαταιών, ενώ το κύριο σώμα του στρατού στρατοπέδευε στην βόρεια όχθη του Ασωπού, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από την Θήβα. Στην παράταξη αυτή οι Πέρσες κατείχαν την αριστερή πτέρυγα, οι «μηδίζοντες Έλληνες» την δεξιά και τα άλλα ασιατικά έθνη το κέντρο. Ο Μαρδόνιος κατασκεύασε πίσω από το μέτωπο αυτό ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο μήκους δέκα σταδίων-πιθανότατα τετράγωνο με ξύλινα τείχη και πύργους.

Το στρατόπεδο αυτό βρισκόταν στο Σκώλο, τοποθεσία που δεν έχει με ακρίβεια ταυτισθεί, αλλά που ανήκε στην εδαφική επικράτεια της Θήβας. Είναι γενικά δεκτό ότι το περιχαρακωμένο στρατόπεδο κατασκευάστηκε, για να καταφύγει εκεί ο περσικός στρατός σε περίπτωση ήττας. Και πράγματι, μετά την ήττα και τον θάνατο του Μαρδονίου ,εκεί συγκεντρώθηκαν οι Πέρσες. Αλλά ο Μαρδόνιος θα έπρεπε να γνωρίζει ότι ελάχιστη ασφάλεια μπορούσε να εξασφαλίσει ένα τέτοιο στρατόπεδο, αφού, σε περίπτωση πολιορκίας, θα ήταν αναγκασμένο στην καλύτερη περίπτωση να παραδοθεί μέσα σε λίγες μέρες από έλλειψη τροφίμων και νερού. Φαίνεται ότι μάλλον προοριζόταν να χρησιμεύσει ως χαράκωμα, από το οποίο οι τοξότες θα έριχναν στην πεδιάδα τα βέλη τους, απρόσβλητοι από την ελληνική φάλαγγα των οπλιτών .

Ο Μαρδόνιος, αφού κατέλαβε αυτές τις θέσεις, άφησε για λίγο ανενόχλητους τους Έλληνες, πιθανότατα με την ελπίδα ότι θα περνούσαν τον Ασωπό, για να του επιτεθούν στην ανοιχτή πεδιάδα, όπου πλεονεκτούσε χάρη στο ισχυρό ιππικό. Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν νοτίως του Ασωπού, στις κατώτερες υπώρειες του Κιθαιρώνος: οι Σπαρτιάτες τοποθετήθηκαν στην δεξιά πτέρυγα, οι άλλοι Έλληνες, που αποτελούσαν το κέντρο της παρατάξεως, στις Ερυθρές και οι Αθηναίοι, που αποτελούσαν την αριστερή πτέρυγα, στις Υσιές. Εμπρός στο ελληνικό μέτωπο εκτεινόταν μια πεδιάδα με λοφίσκους και χαράδρες ως τον Κιθαιρώνα. Πίσω από τον ελληνικό στρατό βρισκόταν το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, από όπου γινόταν ο ανεφοδιασμός τους. Καθώς οι Έλληνες δεν κινήθηκαν να κατεβούν στην πεδιάδα, ο Μαρδόνιος έστειλε εναντίον τους όλο το ιππικό του υπό την αρχηγία του Μασιστίου.

Το περσικό ιππικό δεν εφήρμοσε την συνηθισμένη τακτική, αλλά επιτέθηκε κατά μέτωπο εναντίον των Ελλήνων οπλιτών. Μένει άγνωστο σε τι απέβλεπε ο Μαρδόνιος με αυτή την επίθεση ,που ασφαλώς ,όπως την περιγράφει ο Ηρόδοτος, ξεπερνά τα πλαίσια μιας επιχειρήσεως ακροβολισμού ή ανιχνεύσεως. Ίσως ήταν μια απόπειρα εξακριβώσεως των δυνατοτήτων του ιππικού του στο έδαφος αυτό εναντίον της οπλιτικής φάλαγγας.





Ίσως πάλι σκόπευε να παρασύρει τους Έλληνες σε έδαφος πιο κατάλληλο γενικά για τον περσικό στρατό. Στο ελληνικό κέντρο οι Μεγαρείς ήταν, κατά τον Ηρόδοτο, τοποθετημένοι σε ακατάλληλο έδαφος για την άμυνα. Έτσι αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις απ’τον Παυσανία .Ο αρχιστράτηγος κάλεσε εθελοντές από τους άλλους Έλληνες, αλλά παρουσιάστηκαν μόνο Αθηναίοι(300 επίλεκτοι οπλίτες και τοξότες).Στην συμπλοκή που ακολούθησε οι Αθηναίοι εξόντωσαν τον αρχηγό του περσικού ιππικού Μασίστιο. Η συμπλοκή γενικεύτηκε και μόνο όταν έφτασε στο πεδίο το κύριο σώμα των Ελλήνων, αποσύρθηκε το περσικό ιππικό. Έτσι η συμπλοκή έληξε μάλλον με νίκη των Ελλήνων. Στην διήγηση του Ηροδότου παρουσιάζονται οι Αθηναίοι να σπεύδουν εθελοντικά στην συμπλοκή, ενώ οι άλλοι Έλληνες αρνήθηκαν. Φυσικό είναι να υποθέσει κανείς ότι οι Αθηναίοι έτρεξαν να βοηθήσουν τους Μεγαρείς, γιατί βρίσκονταν πιο κοντά τους και γιατί διέθεταν τοξότες. Η μάχη φαίνεται να κρίθηκε περισσότερο από την υπεροχή των Ελλήνων οπλιτών σε ορεινό έδαφος.

Ο Μαρδόνιος διδάχτηκε έτσι ότι δεν μπορούσε να επιτεθεί με το ιππικό στο σημείο αυτό, απέσυρε το ιππικό του και άφησε την πρωτοβουλία της κινήσεως στον Παυσανία, ελπίζοντας, ίσως, ότι οι Έλληνες θα προχωρούσαν στην πεδιάδα πέρα από τον Ασωπό .Μετά από αυτή την πρώτη επιτυχία ο Παυσανίας αποφάσισε να προχωρήσει και να φέρει την παράταξη του στρατού του πιο κοντά στις Πλαταιές. Δεν είναι βέβαια γνωστοί οι λόγοι που τού υπαγόρευσαν αυτή την απόφαση: ασφαλώς ενθαρρύνθηκε απ’ την πρώτη επιτυχία και αντιμετώπισε με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη τη δυνατότητα μάχης σε πεδινό έδαφος. Παράλληλα ήλπιζε ότι θα παρέσυρε ευκολότερα τους Πέρσες σε αναμέτρηση, τώρα που βρισκόταν σε λιγότερο ορεινό έδαφος. Τέλος, ίσως η έλλειψη νερού τον ανάγκασε να αλλάξει θέση.

Ο Ηρόδοτος λέγει ότι ο ελληνικός στρατός προχώρησε προς τα δυτικά κατά μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνος, μετά τις Υσιές, προς το έδαφος των Πλαταιών και στρατοπέδευσε κατά έθνη κοντά στην κρήνη Γαργαφία και στο ιερό του ήρωος Ανδροκράτη, που απέχει 6 στάδια από τις Πλαταιές, σε έδαφος ανώμαλο με χαμηλούς λόφους. Οι Σπαρτιάτες παρατάχτηκαν στο δεξιό μέρος ,κοντά στην κρήνη Γαργαφία, σε ένα λόφο απρόσιτο στο εχθρικό ιππικό, οι Αθηναίοι στο αριστερό μέρος, επίσης σε λόφο, τον Πύργο, ενώ το ελληνικό κέντρο έμενε τελείως απροφύλακτο στην πεδιάδα. Το μέτωπο σχηματίστηκε, κατά τον Ηρόδοτο, από δεξιά προς αριστερά, ως εξής: Σπαρτιάτες, Τεγεάτες, Κορίνθιοι, Ποτειδαιάτες, Ορχομένιοι από την Αρκαδία, Σικυώνιοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι, Λεπρεάτες, Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι, Φλειάσιοι, Ερμιονείς ,Ερετριείς και Στυρείς, Χαλκιδείς, Αμπρακιώτες, Λευκάδιοι και Ανακτόριοι, Παλείς από την Κεφαλληνία, Αιγινήτες, Μεγαρείς, Πλαταιείς και Αθηναίοι.

Σύνολο 110.000 άνδρες. Η πλάγια κίνηση, που πιθανότατα πραγματοποιήθηκε νύκτα, για την κατάληψη της δεύτερης θέσης, είναι σύμφωνα με τις σημερινές στρατηγικές αντιλήψεις, αρκετά ανορθόδοξη. Επί πλέον άφηνε ένα κενό εμπρός στην περσική παράταξη, με αποτέλεσμα να μένει εκτεθειμένη η διάβαση των Δρυός Κεφαλών, από όπου περνούσε ο δρόμος ανεφοδιασμού του ελληνικού στρατού. Η νέα θέση είχε επίσης το μειονέκτημα ότι άφηνε εκτεθειμένο το ελληνικό κέντρο. Ο Παυσανίας ίσως απέβλεπε να προκαλέσει σε εκείνο το σημείο επίθεση του ισχυρού περσικού κέντρου, ώστε τα δύο άκρα(Λακεδαιμόνιοι και Αθηναίοι)να επιχειρήσουν κυκλωτική κίνηση, όπως στον Μαραθώνα. Το γεγονός άλλωστε ότι ο Παυσανίας αναγκάστηκε αργότερα να αλλάξει πάλι θέση αποδεικνύει την αδυναμία της μετακινήσεως αυτής.









Οι Πέρσες, όταν διαπίστωσαν την νέα μετατόπιση των Ελλήνων, μετακινήθηκαν και αυτοί προς τα δυτικά, στην βόρεια όχθη του ποταμού, παράλληλα προς τους Έλληνες. Ο Μαρδόνιος παρέταξε ως εξής τον στρατό του από τα αριστερά προς τα δεξιά: τους Πέρσες απέναντι από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες, τους Μήδους απέναντι από τους Κορινθίους, τους Ποτειδαιάτες, τους Ορχομενίους και τους Σικυωνίους, τους Βακτρίους απέναντι από τους Επιδαυρίους, Τροιζηνίους, Λεπρεάτες, Τιρυνθίους, Μυκηναίους και Φλειασίους, τους Ινδούς απέναντι στους Ερμιονείς ,Ερετριείς, Στυρείς και Χαλκιδείς, τους Σάκες απέναντι στους Αμπρακιώτες, Ανακτορίους, Λευκαδίους, Παλείς και Αιγινήτες, τους «μηδίζοντες» Έλληνες Βοιωτούς, Λοκρούς, Μηλιείς, Θεσσαλούς και 1.000 Φωκείς, Μακεδόνες και τους γείτονες των Θεσσαλών απέναντι στους Μεγαρείς, τους Πλαταιείς και τους Αθηναίους. Αλλά, όπως προσθέτει ο Ηρόδοτος, υπήρχαν μαζί με αυτούς πολεμιστές και από άλλα έθνη: Φρύγες, Μυσοί, Θράκες, Παίονες, Αιθίοπες και Αιγύπτιοι μαχαιροφόροι.

Κατά τον Ηρόδοτο, οι δύο στρατοί παρέμειναν αδρανείς στις νέες θέσεις τους 8 ημέρες, γιατί οι μάντεις, ο Τισαμενός των Ελλήνων και ο Ηγησίστρατος ο Ηλείος που βρισκόταν στο στρατόπεδο των Περσών, δήλωσαν και στα δύο στρατόπεδα ότι οι οιωνοί ήταν καλοί για την άμυνα, όχι όμως και για επίθεση μετά από διάβαση του ποταμού. Είναι φανερό ότι τόσο ο Παυσανίας όσο και ο Μαρδόνιος έκριναν ότι στις νέες θέσεις η αμυντική τακτική ήταν περισσότερο συμφέρουσα(ο Ηρόδοτος παρουσιάζει την αναβολή αυτή αντίθετη προς τις επιθυμίες του Μαρδόνιου).Κατά την αφήγηση του Ηροδότου, την ογδόη μέρα ο Θηβαίος Τιμηγενίδης συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να αποκλείσει την διάβαση του Κιθαιρώνος, από όπου καθημερινά οι Έλληνες έπαιρναν ενισχύσεις και τρόφιμα. Έτσι ο Πέρσης στρατηγός, πριν νυχτώσει , έστειλε το ιππικό του στη διάβαση( πιθανότατα στην στενωπό των Δρυός Κεφαλών).





Η επιχείρηση πέτυχε. Το ιππικό κύκλωσε και εξόντωσε μια εφοδιοπομπή 500 ζώων. Τις δύο επόμενες μέρες το ιππικό του Μαρδόνιου ενήργησε συνεχείς επιθέσεις εναντίον των ελληνικών θέσεων. Έτσι εμπόδιζε τους Έλληνες να προμηθεύονται νερό από τον Ασωπό. Την ενδεκάτη ημέρα, κατά τον Ηρόδοτο, έγινε περσικό πολεμικό συμβούλιο, στο οποίο ο Μαρδόνιος και ο Αρτάβαζος αντέταξαν τα επιχειρήματά τους, που, όπως συμβαίνει πάντα στα συμβούλια αυτού του είδους που περιγράφει ο Ηρόδοτος, αντιπροσώπευαν δύο αντίθετες στρατηγικές αντιλήψεις. Ο Αρτάβαζος πρότεινε την υποχώρηση του περσικού στρατού στις Θήβες, όπου υπήρχαν συγκεντρωμένα άφθονα εφόδια και όπου θα μπορούσαν ευκολότερα να αμυνθούν. Η παράταση του αγώνος θα έδινε χρόνο στους Πέρσες, για να επιτύχουν να εξαγοράσουν τους ιθύνοντες σε μερικές ελληνικές πόλεις. Αντίθετα, ο Μαρδόνιος υποστήριζε την άμεση επίθεση, γιατί πίστευε στην μεγάλη υπεροχή του στρατού του.

Τελικά, κατά τον Ηρόδοτο, ο Μαρδόνιος δεν έλαβε υπ’όψιν τις συμβουλές του Αρτάβαζου και των Θηβαίων και διέταξε να προετοιμασθούν για μάχη την επομένη ημέρα. Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην απόφαση του Μαρδονίου και την μάχη τοποθετεί ο Ηρόδοτος δύο διηγήσεις. Στην πρώτη αναφέρει ότι ο βασιλεύς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α', που βρισκόταν στο στρατόπεδο του Μαρδονίου ως σύμμαχος των Περσών, πέρασε τον Ασωπό και παρουσιάστηκε στους Αθηναίους στρατηγούς(μόνο στον Αριστείδη, κατά τον Πλούταρχο),για να τους ειδοποιήσει σχετικά με την επικείμενη εχθρική επίθεση. Η αρχή των λόγων του, όπως την παραδίδει ο Ηρόδοτος, είναι η ακόλουθη:

«Αθηναίοι, σάς εμπιστεύομαι τα λόγια αυτά ως απόρρητα και σας απαγορεύω να τα ανακοινώσετε σε οποιονδήποτε εκτός από τον Παυσανία, για να μη με καταστρέψετε. Βέβαια δεν θα σάς τα έλεγα, αν δεν ενδιαφερόμουν πολύ για όλη τη Ελλάδα. Γιατί και ο ίδιος είμαι Έλληνας από παλαιά γενιά και δεν θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα δούλη και όχι ελεύθερη»*

Ο Αλέξανδρος τους ενημέρωσε κατόπιν ότι ο Μαρδόνιος αποφάσισε να επιτεθεί τα ξημερώματα, παρά τις δυσμενείς θυσίες, γιατί φοβόταν, κατά την γνώμη του ιδίου του Αλεξάνδρου, μήπως οι Έλληνες συγκέντρωναν μεγαλύτερες δυνάμεις. Ο βασιλεύς της Μακεδονίας τους παρακίνησε να ετοιμαστούν για τη μάχη και τους συμβούλευσε, αν τυχόν ο Μαρδόνιος ανέβαλε την επίθεσή του, να κάμουν υπομονή, γιατί τέλειωναν τα εφόδια του εχθρικού στρατού. Ζήτησε, τέλος, να τον απελευθερώσουν μετά την νίκη τους από τον περσικό ζυγό σε αντάλλαγμα αυτής της υπηρεσίας του και αποκάλυψε την ταυτότητά του: «Είμαι ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας», είπε και επέστρεψε στο περσικό στρατόπεδο. Η ρητή αυτή μαρτυρία του Ηροδότου για την ελληνικότητα του Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων αποτελεί σημαντική υπηρεσία στην ιστορία. Σύμφωνα με την δεύτερη αφήγηση του Ηροδότου, ο Παυσανίας, μετά την αναχώρηση του Αλεξάνδρου, πρότεινε στους Αθηναίους να αλλάξουν θέση με τους Σπαρτιάτες, ώστε να έχουν οι Αθηναίοι απέναντι τους Πέρσες, γιατί οι νικητές του Μαραθώνος γνώριζαν καλύτερα από αυτούς την περσική τακτική. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν με ευχαρίστηση την πρόταση: «Θα σάς το είχαμε ήδη προτείνει, είπαν στους Σπαρτιάτες, αν δεν είχαμε τον φόβο, μήπως σας προσβάλουμε».





Όταν, όμως, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες αρχίζουν την αμοιβαία αλλαγή θέσεων, ο Μαρδόνιος την αντιλαμβάνεται αμέσως και διατάσσει αντίστοιχη αλλαγή της παρατάξεώς του, για να εξουδετερώσει την κίνηση των Ελλήνων .Μόλις οι Αθηναίοι διαπίστωσαν το αντίμετρο του Μαρδονίου, επανήλθαν στην αρχική τους διάταξη και το ίδιο έκαναν και οι Πέρσες, ώστε τελικά δεν έγινε καμιά αλλαγή. Η διήγηση αυτή δεν είναι πειστική: λόγοι ασφαλείας δεν επέτρεπαν να γίνουν οι αλλαγές αυτές κάτω από τα μάτια του εχθρού, που αντί να μιμηθεί τον αντίπαλό του, θα έβρισκε ευκαιρία να πραγματοποιήσει την γενική επίθεση που είχε αποφασίσει. Από τις διηγήσεις αυτές του Ηροδότου συνάγεται η θετική πληροφορία ότι ο Μαρδόνιος ανυπομονούσε περισσότερο από τους Έλληνες να γίνει η μάχη, γιατί πιεζόταν από την έλλειψη τροφίμων και εφοδίων. Άλλος λόγος, που τον ωθούσε πιθανόν στη μάχη, ήταν ότι, ενώ δεν εξαρτούσε τον ανεφοδιασμό του από τον περσικό στόλο, αντιλαμβανόταν οπωσδήποτε τις συνέπειες που θα είχε για τον στρατό του μια ελληνική ναυτική νίκη στην Ιωνία και μια επανάσταση των Μικρασιατών Ελλήνων.

Γι’ αυτό ίσως βιαζόταν να υποτάξει τους Έλληνες, προτού μια νίκη του ελληνικού στόλου απομονώσει τον στρατό του στην Ελλάδα. Ασφαλώς ο Μαρδόνιος περίμενε για ένα διάστημα(12 ημέρες κατά τον Ηρόδοτο, ίσως και μεγαλύτερο, σύμφωνα με μερικούς νεώτερους ιστορικούς),με την ελπίδα ότι ο Παυσανίας θα έκανε το λάθος να επιτεθεί στην πεδιάδα βορείως του Ασωπού, όπου το περσικό ιππικό θα εξασφάλιζε την περσική υπεροχή. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι ο Μαρδόνιος ανέβαλε την επίθεση, επειδή περίμενε να εκδηλωθεί φιλοπερσική συνωμοσία στις τάξεις του αθηναϊκού στρατού.

Την 12η ημέρα ο Μαρδόνιος διέταξε το ιππικό του να επιχειρήσει γενική έφοδο στις ελληνικές γραμμές. Ήδη από την ενάτη ημέρα τους σφυροκοπούσε σε διάφορα σημεία, αλλά αυτή τη φορά η επίθεση ήταν γενική. Η επίθεση κατέληξε σε επιτυχία των Περσών. Οι Πέρσες ιππείς έφτασαν ως την κρήνη Γαργαφία, που βρισκόταν στη δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων ,κοντά στις θέσεις των Σπαρτιατών. Από αυτή υδρευόταν μεγάλο μέρος των Ελλήνων, γιατί το περσικό ιππικό εμπόδιζε τους Έλληνες να παίρνουν νερό από τον Ασωπό. Με τον αποκλεισμό τους από τον Ασωπό και την Γαργαφία και με την καταστροφή της εφοδιοπομπής στη διάβαση των Δρυός Κεφαλών οι Έλληνες κινδύνευαν να μείνουν χωρίς τρόφιμα και νερό. Έπρεπε λοιπόν ή να επιτεθούν αμέσως σε έδαφος ευνοϊκό για το περσικό ιππικό-οπότε ο Μαρδόνιος θα είχε επιτύχει τον σκοπό του-ή να υποχωρήσουν σε νέες θέσεις πιο προφυλαγμένες, κοντά σε πηγές, και παραλλήλως να επιχειρήσουν ανάκτηση του ελέγχου των διαβάσεων του Κιθαιρώνος. Ένα πολεμικό συμβούλιο, που συνεδρίασε αμέσως μετά την απώλεια της Γαργαφίας, απεφάσισε την υποχώρηση προς την κατεύθυνση των Πλαταιών μέσα στην επόμενη νύκτα, εφόσον οι Πέρσες δεν συνέχιζαν την γενική επίθεση του ιππικού τους και δεν προχωρούσαν σε επίθεση του πεζικού ως το βράδυ.





Η θέση που διάλεξαν οι Έλληνες ονομαζόταν Νήσος, γιατί περιλαμβανόταν ανάμεσα σε δυο παραποτάμους της Ωερόης, παραποτάμου του Ασωπού. Κατά τον Ηρόδοτο, η Νήσος απείχε 10 στάδια από τον Ασωπό και την Γαργαφία. Η τοποθεσία αυτή έχει ταυτισθεί σήμερα με πολύ μεγάλη πιθανότητα. Η ταύτισή της όμως έχει το μειονέκτημα ότι δύσκολα θα μπορούσε να περιλάβει ολόκληρο τον ελληνικό στρατό. Δεν αποκλείεται ότι τούτο οφείλεται και πάλι σε ασάφεια του Ηροδότου και ότι το σχέδιο προέβλεπε μια επέκταση του μετώπου έξω από τη Νήσο, που άλλωστε, σύμφωνα με όσα γράφει ο ιστορικός, θα χρησίμευε ως αφετηρία για την επιχείρηση αποκαταστάσεως του ελέγχου των διαβάσεων του Κιθαιρώνος. Αλλά δεν έχει πρακτική σημασία ποιο ήταν το αρχικό σχέδιο, αφού δεν εφαρμόστηκε, γιατί τελικά οι κινήσεις των διαφόρων ελληνικών τμημάτων εκτελέστηκαν με αταξία. Ο Ηρόδοτος αφήνει καθαρά να εννοηθεί ότι παρεξηγήσεις και καχυποψίες ανάμεσα στους Έλληνες οδήγησαν σε κάποια έλλειψη συνοχής και συγχρονισμού των κινήσεων των ελληνικών τμημάτων. Έχουν ισχυρισθεί μάλιστα ότι η μετακίνηση αυτή σήμαινε φυγή, αλλά καμιά απόδειξη ή ένδειξη δεν δικαιολογεί αυτή την άποψη.

Φαίνεται πιθανότερο ότι τα ελληνικά τμήματα ενήργησαν τελείως αυτόνομα την υποχώρηση και ότι κινήθηκαν μεμονωμένα κάπως, χωρίς να εκτελέσουν πιστά τις οδηγίες του αρχιστράτηγου. Μέσα σε αρκετή σύγχυση κάθε ελληνικό τμήμα κατέλαβε μια νέα θέση, που δεν ήταν εκείνη που είχε ορίσει η διαταγή του αρχηγού, είτε γιατί το τμήμα περιπλανήθηκε μέσα στην νύχτα, είτε γιατί δεν εκτέλεσε πιστά την διαταγή, είτε γιατί δεν συντονίστηκε με τις κινήσεις των πλαϊνών τμημάτων. Έτσι το μέτωπο έχασε την συνοχή του. Τα στρατεύματα του κέντρου της παρατάξεως, τα πιο καταπονημένα από τις επιθέσεις του περσικού ιππικού, άφησαν τις θέσεις τους την νύχτα και περιπλανήθηκαν ως τα τείχη των Πλαταιών ,κοντά στον ναό της Ήρας, όπου εγκαταστάθηκαν. Η υποχώρηση των Αθηναίων θέτει επίσης προβλήματα: την άρχισαν μόνο, αφού βεβαιώθηκαν ότι οι Σπαρτιάτες, τους οποίους κατηγορούσαν, όπως λέει ο Ηρόδοτος, «άλλα σκέπτονταν και άλλα έλεγαν» ,είχαν αφήσει τις θέσεις τους. Αλλά οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, σύμφωνα με την αθηναϊκή παράδοση, πράγμα που είχε ως συνέπεια μια μεγαλύτερη αθηναϊκή καθυστέρηση. Έτσι οι Αθηναίοι ξεκίνησαν αργά, περιπλανήθηκαν την νύχτα και δεν κατέλαβαν την προκαθορισμένη θέση τους στην Νήσο.







Ο ιστορικός Kirsten, ερμηνεύοντας κατά λέξη τον Ηρόδοτο, υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι κινήθηκαν προς τα εμπρός, προχώρησαν δηλαδή προς τα βόρεια, στην πεδιάδα του Ασωπού, αντίθετα προς την κατεύθυνση της υποχωρήσεως, είτε γιατί θεωρούσαν ταπεινωτική την υποχώρηση, είτε γιατί πίστευαν ότι οι νικητές του Μαραθώνα ήταν σε θέση να νικήσουν μόνοι τους ,τους Πέρσες. Ορθά όμως έχει παρατηρηθεί ότι η πείρα των τελευταίων ημερών θα είχε πείσει τους Αθηναίους ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Η πεδιάδα που διάλεξαν οι Αθηναίοι, για να μετακινηθούν, ήταν η πεδινή έκταση που μεσολαβούσε ανάμεσα στον λόφο του Πύργου και στην Νήσο. Η πορεία αυτή ήταν η συντομότερη και η πιο ασφαλής, εφόσον πραγματοποιήθηκε νύχτα. Ο Ηρόδοτος παραθέτει μια ιστορία, για να εξηγήσει την καθυστέρηση των Σπαρτιατών. Ένας ανώτερος Σπαρτιάτης αξιωματικός, διοικητής του Πιτανάτη λόχου ,ο Αμομφάρετος, αρνήθηκε να υποχωρήσει με το τμήμα του, γιατί θεώρησε αντίθετη προς την σπαρτιατική τιμή την υποχώρηση εμπρός στον εχθρό. Ο Παυσανίας και ο Ευρυάναξ δεν κατόρθωσαν να τον πείσουν να ξεκινήσει. Στο τέλος αποφάσισαν να προχωρήσουν αφήνοντάς τον πίσω, με την ελπίδα ότι μένοντας μόνος θα τους ακολουθούσε, πράγμα που έγινε τελικά. Αλλά έτσι καθυστέρησαν πολλές ώρες.

Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν αδιανόητη την ανυπακοή του Αμομφάρετου στις διαταγές των αρχηγών του. Άλλωστε, αν πραγματικά πίστευε ο Αμομφάρετος ότι η σπαρτιατική τιμή απαγόρευε την υποχώρηση, δεν θα υποχωρούσε τελικά, αλλά θα πολεμούσε μόνος σαν τον Λεωνίδα. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο Θουκυδίδης αρνείται την ύπαρξη του Πισανάτη λόχου. Δεν αποκλείεται, όμως, η καθυστέρηση των Αθηναίων και των Σπαρτιατών να οφειλόταν σε άλλη αιτία. Ίσως, δηλαδή, όταν διαπιστώθηκε ότι τμήματα του ελληνικού κέντρου δεν κατέλαβαν την θέση που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο, έγινε συμβούλιο Αθηναίων και Σπαρτιατών αρχηγών για νέες αποφάσεις. Ίσως μάλιστα αποφασίστηκε να παραταχθούν οι Αθηναίοι στα αριστερά των Σπαρτιατών, αγνοώντας το κέντρο. Στην περίπτωση αυτή η συνένωση των Αθηναίων και των Σπαρτιατών δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, όταν άρχισε η επίθεση. Αλλά υπάρχει και άλλη μία εξήγηση, περισσότερο πιθανή.

Η υποχώρηση των Σπαρτιατών δεν καθυστέρησε, αλλά εκτελέστηκε αργά, σύμφωνα με το σχέδιο. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί, γιατί ο λόχος του Αμομφάρετου δεν είχε συμπληρώσει την σύμπτυξή του το πρωί. Η αργοπορία αυτή λοιπόν απέβλεπε στο να παρασύρει τους Πέρσες σε επίθεση. Και αν αυτός ήταν ο σκοπός του Παυσανία, τότε η επιτυχία του ήταν μεγάλη, γιατί οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και άρχισαν την επίθεση. Όπως και αν έχει το πράγμα, το κύριο σπαρτιατικό σώμα κατέλαβε μέσα στο σκοτάδι τις υπώρειες του Κιθαιρώνος, ενώ ελαφρά τμήματα καθάρισαν τον δρόμο ανεφοδιασμού και πέτυχαν έτσι έναν από τους κύριους αντικειμενικούς σκοπούς της επιχειρήσεως. Αλλά το ελληνικό μέτωπο δεν φαίνεται να παρουσίαζε συνοχή.

Η μάχη των Πλαταιών έγινε στις 4 Βοηδρομιώνος του 479 π.Χ., 13 ημέρες μετά την κατάληψη της δεύτερης θέσης από τους Έλληνες. Με την ανατολή του ηλίου οι Πέρσες ιππείς, που πέρασαν ξανά τον Ασωπό, για να συνεχίσουν τις επιθέσεις της προηγουμένης ημέρας, διαπίστωσαν ότι οι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Μόνο ο καθυστερημένος λόχος του Αμομφάρετου διακρινόταν να υποχωρεί αργά μέσα στην πεδιάδα προς τις πλαγιές το Κιθαιρώνος. Ο Μαρδόνιος έμαθε από τους ιππείς του την ελληνική υποχώρηση. Καθώς ήταν ήδη αποφασισμένος να δώσει την αποφασιστική μάχη, θέλησε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε. Η απόφασή του φαίνεται συνετή: η ελληνική παράταξη είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα. Οι Σπαρτιάτες υποχωρούσαν ακόμη και θα είχαν ασφαλώς κάποια δυσκολία να περάσουν από την υποχώρηση στην άμυνα ή στην επίθεση. Δεν υποπτεύθηκε πάντως ο Μαρδόνιος την δυνατότητα παγίδας και οπωσδήποτε φαίνεται ότι παρασύρθηκε σε θέση όχι τόσο κατάλληλη για το ιππικό του.





Οι Πέρσες λοιπόν και οι «μηδίζοντες» Έλληνες εφόρμησαν εναντίον των τριών αυτών τμημάτων χωριστά. Τρεις συμπλοκές η μια αρκετά μακριά από την άλλη, αλλά με κάποια αλληλοεξάρτηση, αποτέλεσαν την μάχη των Πλαταιών. Στην πρώτη, στην μάχη δηλαδή που συνήψαν οι Σπαρτιάτες με τους Πέρσες κρίθηκε η τύχη της μάχης, αλλά και της αρχαίας Ελλάδας. Η κύρια συμπλοκή ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες άρχισε με την επίθεση του περσικού ιππικού εναντίον του λόχου του Αμομφάρετου που, πιθανότατα ως τμήμα προκαλύψεως, υποχωρούσε προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνος. Όταν εκδηλώθηκε η επίθεση του περσικού ιππικού, το κύριο σώμα των Σπαρτιατών είχε φτάσει κοντά στον Μολοέντα, παραπόταμο του Ασωπού, στην τοποθεσία Αργιόπιο, όπου υπήρχε ιερό της Ελευσινίας Δήμητρος, σε απόσταση 10 σταδίων(1800-1900 μ.) από την αφετηρία τους. Κατά τον Ηρόδοτο, μόλις το σώμα του Αμομφάρετου ενώθηκε με το κύριο σπαρτιατικό σώμα, άρχισε αμέσως η επίθεση ολοκλήρου του εχθρικού ιππικού.

Ο Παυσανίας, φαίνεται, βρέθηκε σε δύσκολη θέση(ίσως γιατί δεν είχε κατορθώσει ακόμη να καταλάβει τις ορεινές θέσεις που προέβλεπε το σχέδιό του) και ζήτησε βοήθεια από τους Αθηναίους. Αλλά οι Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να τον ενισχύσουν, γιατί, ενώ όδευαν προς την κατεύθυνση των Σπαρτιατών, δέχτηκαν επίθεση των Θηβαίων. Εδώ βρίσκεται ίσως ένα μικρό κενό στην διήγηση του Ηροδότου. Οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να υποχωρήσουν σε έδαφος προφυλαγμένο από τις επιθέσεις του ιππικού. Έτσι τις επιθέσεις του περσικού ιππικού διαδέχτηκαν τώρα οι επιθέσεις του περσικού πεζικού. Ο Μαρδόνιος, επικεφαλής του περσικού πεζικού της αριστερής πτέρυγας του, επιτέθηκε εναντίον των Σπαρτιατών. Πιθανότατα διέταξε και το κέντρο του να επιτεθεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Έπρεπε να εξαναγκάσει τους Σπαρτιάτες να δώσουν μάχη, πριν καταλάβουν στις υπώρειες του Κιθαιρώνος θέσεις ακατάλληλες για την επίθεση του περσικού πεζικού. Ασφαλώς οι ιππείς του δεν είχαν αντιληφθεί τους Αθηναίους, που προχωρούσαν σε πεδινό έδαφος, γιατί τους έκρυβε η Ράχη του Ασωπού. Γι’ αυτό δεν δόθηκε διαταγή για επίθεση εναντίον τους.

Είναι φανερό ότι ο Μαρδόνιος πίστευε ότι θα κέρδιζε τη μάχη, αν τα καλύτερά του στρατεύματα νικούσαν τα καλύτερα στρατεύματα των Ελλήνων, αν δηλαδή ο Πέρσες νικούσαν τους Σπαρτιάτες. Στην πραγματικότητα έγινε ακριβώς το αντίθετο: έχασε τη μάχη, γιατί το καλύτερο τμήμα του νικήθηκε από τον καλύτερο στρατό των Ελλήνων, τους Σπαρτιάτες. Όταν οι αρχηγοί των άλλων εχθρικών τμημάτων είδαν τους Πέρσες να καταδιώκουν τους Έλληνες, έδωσαν διαταγή επιθέσεως. Τα τμήματα αυτά όρμησαν τρέχοντας με μεγάλη βοή, νομίζοντας ότι θα καταβάλουν με έφοδο τους Έλληνες. Η κίνηση όμως προς τα εμπρός γινόταν με απερίγραπτη αταξία. Το περσικό πεζικό αποτελούσαν τοξότες, που είχαν ως μόνο αμυντικό όπλο μεγάλες ξύλινες ασπίδες από πλέγμα λυγαριάς, ήταν δηλαδή ουσιαστικά άοπλοι μπροστά στους σιδηρόφρακτους οπλίτες της Σπάρτης. Όταν πλησίασαν τους Σπαρτιάτες στην κοιλάδα του Μολόεντα, κοντά στο ναό της Δήμητρας, σταμάτησαν, στερέωσαν στο έδαφος τις ασπίδες τους, δημιουργώντας έτσι προστατευτικό τείχος, και κάλυψαν τους Σπαρτιάτες με νέφος από βέλη. Για ένα διάστημα οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες υπέμεναν με καρτερία τον καταιγισμό προφυλαγμένοι απ’ τις ασπίδες τους.

Ο Ηρόδοτος αποδίδει την αδράνειά τους στους κακούς οιωνούς των θυσιών. Μόνο όταν ο Παυσανίας πέτυχε ευνοϊκούς οιωνούς, αφού προσευχήθηκε στρεφόμενος προς την κατεύθυνση του Ηραίου των Πλαταιών, έδωσε, λέγει, την διαταγή της εξορμήσεως. Δεν αποκλείεται να προφασίστηκε τους κακούς οιωνούς και δεν διέταξε αμέσως επίθεση, για να αφήσει χρόνο στους Πέρσες να ρίξουν στη μάχη όλο το πεζικό τους, ώστε να δυσκολευτούν στην υποχώρηση και η σπαρτιατική νίκη να είναι ολοκληρωτική. Τότε πρώτοι οι Τεγεάτες, που είχαν θέση αριστερά των Σπαρτιατών, όρμησαν εναντίον των Περσών και των Μήδων και παρέσυραν στην επίθεση ολόκληρη την σπαρτιατική φάλαγγα. Η πρώτη μάχη έγινε στο τείχος των ασπίδων.

Όταν το διέσπασαν, η σύγκρουση συνεχίστηκε γύρω από το ιερό της Δήμητρας, κοντά στην θέση Αργιόπιον. Οι Πέρσες και οι Μήδοι αγωνίστηκαν με γενναιότητα. Αλλά, καθώς είχαν μείνει χωρίς ασπίδες, στάθηκαν ανίσχυροι να αντιταχθούν στο δωρικό δόρυ. Η συμπλοκή μεταβλήθηκε γρήγορα σε σφαγή και ,όταν ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος σκότωσε τον Μαρδόνιο, που μαχόταν στο μέσον 1000 εκλεκτών πολεμιστών του, οι Πέρσες και οι Μήδοι εγκατέλειψαν τον αγώνα, ξαναπέρασαν καταδιωκόμενοι τον Ασωπό και κατέφυγαν(τουλάχιστον ένα μέρος τους)στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο. Το μεγάλο πρόβλημα της σύγκρουσης Σπαρτιατών-Περσών είναι η απουσία του περσικού ιππικού. Σχετικά έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Η πιο πιθανή είναι ότι, όπως μαρτυρεί ο Βοιωτός Πλούταρχος στον Βίο του Αριστείδη, η κρίσιμη φάση της μάχης έγινε κοντά στον ναό της Ελευσινίας Δήμητρος, στις υπώρειες του Κιθαιρώνος ,σε έδαφος ακατάλληλο για το ιππικό. Οι Αθηναίοι, που έως την επίθεση κατά των Σπαρτιατών δεν αντιμετώπιζαν καμία επίθεση, καθώς βάδιζαν κρυμμένοι πίσω από τα υψώματα της Ράχης του Ασωπού, αναγκάστηκαν μετά την αίτηση βοηθείας από την Παυσανία να αλλάξουν πορεία και έτσι αποκάλυψαν την θέση τους στον εχθρό.





Οι «μηδίζοντες» Έλληνες βρέθηκαν έτσι απέναντι στους Αθηναίους. Ενώ, όμως, λέγει ο Ηρόδοτος, όλοι οι άλλοι έδειξαν θεληματικά δειλία και δεν πολέμησαν, οι Θηβαίοι επιτέθηκαν εναντίον των Αθηναίων και πολέμησαν γενναία. Στην συμπλοκή που ακολούθησε οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, που είχαν σ’ αυτή την συμπλοκή 300 νεκρούς.

Οι Θηβαίοι αποσύρθηκαν βιαστικά στην Θήβα. Κατά τον Έφορο, οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς καταδίωξαν τους Θηβαίους ως την πόλη τους, τους νίκησαν για δεύτερη φορά και τους ανάγκασαν να κλειστούν στα τείχη. Μέσα στην γενική φυγή μόνο το ιππικό, και ιδιαίτερα το βοιωτικό, που ήταν ανέπαφο, γιατί δεν είχε πολεμήσει ως εκείνη την στιγμή, προσπαθούσε να υποστηρίξει τους φυγάδες και να εμποδίσει, όσο μπορούσε, τις ελληνικές επιθέσεις. Οι Έλληνες, όμως, συνέχισαν την καταδίωξη και την σφαγή των ανδρών του Ξέρξη. Κατά τον Ηρόδοτο, τόσο οι ελληνικές δυνάμεις όσο και οι εχθρικές που καταλάμβαναν το κέντρο των δύο παρατάξεων, δεν πολέμησαν στην κρίσιμη φάση της μάχης. Η διήγησή του δεν είναι πειστική. Ήδη στην αρχαιότητα ο Πλούταρχος αμφισβήτησε αυτή την εκδοχή: «είναι άξιο απορίας, γράφει, πώς ο Ηρόδοτος λέει ότι μόνο οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες πολέμησαν με τους εχθρούς». Το αντίθετο μαρτυρεί το πλήθος των νεκρών και το γεγονός ότι όλοι μαζί οι Έλληνες ίδρυσαν τον βωμό στον Δία Ελευθέριο.

Αλλά όσες αμφιβολίες και αν δημιουργεί η εκδοχή του Ηροδότου είναι η μοναδική πηγή: Κατά τον Ηρόδοτο, λοιπόν, οι Έλληνες που είχαν παραταχθεί κοντά στο Ηραίον, εμπρός από την πόλη των Πλαταιών, δεν επιτέθηκαν εναντίον του εχθρού, αλλά ούτε δέχθηκαν επίθεση. Από την αφήγησή του μάλιστα δεν φαίνεται να υπήρχε εχθρικός στρατός-η δύναμη του Αρταβάζου-απέναντί τους. Ο στρατός αυτός, αν ήταν παρατεταγμένος απέναντι στο ελληνικό κέντρο, πρέπει να μην τόλμησε να επιτεθεί, γιατί οι ελληνικές θέσεις ήταν ιδιαίτερα ισχυρές(εκτός πια αν είχε χάσει ο Αρτάβαζος κάθε επαφή με τους Έλληνες του κέντρου).Η υπόθεση αυτή συμφωνεί με την μαρτυρία του Ηροδότου, που παρουσιάζει τον Αρτάβαζο να παρακολουθεί τον αγώνα ως θεατής και να διατάζει, μετά τον θάνατο του Μαρδονίου, γρήγορη υποχώρηση προς την Φωκίδα. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες του κέντρου, όταν διαπίστωσαν την νίκη των Σπαρτιατών, δεν καταδίωξαν τον εχθρό που υποχωρούσε, αλλά χωρίστηκαν σε δύο τμήματα. Οι Κορίνθιοι και άλλοι Έλληνες(το δεξιό τμήμα του κέντρου)προχώρησαν προς τον ναό της Δήμητρος, κοντά στις υπώρειες και τους λόφους-ασφαλώς για να βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες στην καταδίωξη του εχθρού. Δεν είναι γνωστό τι πέτυχαν με την κίνησή τους αυτή.

Οι Έλληνες του αριστερού τμήματος του κέντρου (δηλαδή από τους Μεγαρείς ως τους Φλειασίους) ακολούθησαν τον δρόμο της πεδιάδας. Ο Ηρόδοτος δεν προσδιορίζει την κατεύθυνση. Είναι πιθανό ότι βάδισαν προς την κατεύθυνση των Αθηναίων. Όταν το τμήμα αυτό πλησίασε ασύντακτο τους εχθρούς, έγινε αντιληπτό από το θηβαϊκό ιππικό, που με αρχηγό τον ίππαρχο Ασωπόδωρο εξόρμησε εναντίον τους, φόνευσε 600 και απώθησε τους υπολοίπους προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνος. Στην συμπλοκή αυτή οι Έλληνες είχαν, κατά τον Ηρόδοτο, τις μεγαλύτερες απώλειες. Η μάχη είχε κριθεί. Ο εχθρικός στρατός υποχωρούσε παντού. Ένα τμήμα του κατέφυγε στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο που είχε εγκαταστήσει ο Μαρδόνιος στον Σκώλο, κοντά στην Θήβα, ενώ ένα άλλο τμήμα του, με αρχηγό τον Αρτάβαζο, υποχωρούσε γρήγορα προς την Φωκίδα. Είναι πολύ πιθανό ότι ένα μεγάλο μέρος του στρατού του Μαρδονίου ενώθηκε με τον Αρτάβαζο και κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ασία με πολλές κακουχίες και απώλειες. Ασφαλώς οι Έλληνες δεν καταδίωξαν τον στρατό αυτό, γιατί δεν διέθεταν ιππικό και γιατί έπρεπε να τιμωρήσουν τους Θηβαίους.

Η τύχη των Περσών που κατέφυγαν στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο ήταν ο όλεθρος. Οι Σπαρτιάτες που τους καταδίωξαν ως εκεί δεν μπόρεσαν να τους καταβάλουν αμέσως, γιατί οι Πέρσες τους απέκρουσαν εύκολα απ’ τα τείχη και τους πύργους. Έτσι ζήτησαν την ενίσχυση των Αθηναίων που είχαν την φήμη των ειδικών στις τειχομαχίες. Ο αγώνας υπήρξε σκληρός και παρατεταμένος. Τέλος, οι Αθηναίοι με την ανδρεία και την επιμονή τους ανέβηκαν στο τείχος και γκρέμισαν ένα τμήμα του. Από το ρήγμα εισόρμησαν οι Έλληνες-πρώτοι οι Τεγεάτες. Ακολούθησε γενική σφαγή των Περσών, που δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση. Δεν είναι δυνατόν από την διήγηση του Ηροδότου να καθορίσουμε με βεβαιότητα την διάρκεια της πολιορκίας του περσικού στρατοπέδου. Το πιθανότερο είναι ότι η επιχείρηση τελείωσε την ίδια μέρα που έγινε η μάχη. Η άποψη μιας πολυήμερης πολιορκίας δεν στηρίζεται πουθενά.

Επί 10 περίπου ημέρες οι Έλληνες έθαβαν τους νεκρούς τους. Κατά τον Ηρόδοτο, στη μάχη έπεσαν 91 Σπαρτιάτες οπλίτες, 52 Αθηναίοι και 16 Τεγεάτες. Πρέπει ασφαλώς να προστεθούν και οι 600 του κέντρου της ελληνικής παρατάξεως. Αλλά ο Πλούταρχος υπολογίζει τους νεκρούς των Ελλήνων συνολικά σε 1360 .Η πληροφορία του Εφόρου ότι οι Έλληνες έθαψαν «τους πεσόντας όντας πλείους των μυρίων»(πάνω από 10.000) δεν φαίνεται πιθανή. Ο ίδιος αναφέρει ότι οι Έλληνες εξόντωσαν περισσότερους από 100.000 Πέρσες, ενώ ο Ηρόδοτος δίνει ακόμα υψηλότερους αριθμούς: από τους 300.000 άνδρες του Μαρδονίου σώθηκαν μόνο 43.000(40.000 του Αρταβάζου και άλλοι 3.000).Ασφαλώς οι απώλειες των βαρβάρων είναι πάρα πολύ εξογκωμένες και των Ελλήνων αρκετά μειωμένες. Στην αρχή του δρόμου των Πλαταιών προς τα Μέγαρα ανήγειραν οι ελληνικές πόλεις τάφους για τους ηρωικούς νεκρούς τους. Ο Ηρόδοτος δίνει αρκετές λεπτομέρειες: οι Σπαρτιάτες έθαψαν σε τρεις τάφους τους νεκρούς τους, πιθανότατα σε έναν τους «ιρένες» (τους Σπαρτιάτες που είχαν ήδη συμπληρώσει την ηλικία των 20 ετών),σε έναν δεύτερο τους περιοίκους(τους άλλους Σπαρτιάτες, γράφει ο Ηρόδοτος)και σε έναν τρίτο τους είλωτες.

Οι άλλες πόλεις (Αθήνα, Μέγαρα, Τεγέα και Φλειούς) έθαψαν η καθεμία όλους τους νεκρούς της μαζί σε έναν τάφο. Ο Ηρόδοτος προσθέτει ότι οι άλλοι Έλληνες που δεν πολέμησαν στις Πλαταιές ανύψωσαν τύμβους που δεν περιείχαν νεκρούς, για να πλαστογραφήσουν την ιστορία, αφού οι μελλοντικές γενιές των Ελλήνων θα έβλεπαν σε αυτούς τους τύμβους αποδείξεις συμμετοχής στην μάχη. Και προσπαθεί να το αποδείξει με την πληροφορία που άκουσε ότι ο τύμβος των Αιγινητών υψώθηκε 10 χρόνια μετά την μάχη. Ίσως να μην είναι ακριβής η πληροφορία και ο ισχυρισμός του Ηροδότου να αποτελεί προσπάθεια περιορισμού της δόξας για τη νίκη μόνο στους Σπαρτιάτες, στους Αθηναίους, στους Τεγεάτες, στους Μεγαρείς και στους Φλειασίους. Από τα λάφυρα της μάχης προσέφεραν οι Έλληνες, όπως και μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνος, το 1/10 στους θεούς.





Στον Απόλλωνα των Δελφών αφιέρωσαν έναν χρυσό τρίποδα τοποθετημένο στην κορυφή χάλκινου κίονος, ο οποίος παριστάνει 3 φίδια που αλληλοσυμπλέκονται. Επάνω στους έλικες των φιδιών χάραξαν τα ονόματα των πόλεων που πολέμησαν στις Πλαταιές. Πιθανώτατα επάνω στη βάση του κίονος ο Παυσανίας χάραξε το υπερήφανο δίστιχο: «Ελλήνων στρατηγός, επεί στρατόν ώλεσε Μήδων,Παυσανίας Φοίβω μνήμ’ανέθηκε τόδε».Κατά τον Θουκυδίδη, το επίγραμμα αυτό του Παυσανία υπήρξε η πρώτη αιτία της δυσμένειας, στην οποία υπέπεσε, γιατί οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες δεν συγχώρεσαν στον νικητή των Πλαταιών την αλαζονεία του. Κατά τον ιστορικό, οι Έλληνες έσβησαν το επίγραμμα και το αντικατέστησαν με τα ονόματα των λαών.’ Ίσως παράλληλα να έγραψαν στη βάση ένα άλλο επίγραμμα του Σιμωνίδη: «Ελλάδος ευρυχόρου σωτήρες τον δ’ανέθηκαν δουλοσύνης στυγεράς ρυσάμενοι πόλιας».

Ο χρυσός τρίποδας λεηλατήθηκε από τους Φωκείς που κατέλαβαν το Μαντείο κατά τον Β’Ιερόπόλεμο, ενώ ο χάλκινος κίονας μεταφέρθηκε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης από τον Μέγα Κωνσταντίνο και σώζεται ως σήμερα. Στον Δία της Ολυμπίας και στον Ποσειδώνα του Ισθμού αφιέρωσαν οι Έλληνες κολοσσιαία ορειχάλκινα αγάλματα. Η Σπάρτη και ο Παυσανίας δέχτηκαν τα βραβεία της ανδρείας. Αξιωματικοί και οπλίτες μοιράστηκαν τα υπόλοιπα λάφυρα: χρυσό, αργυρό, πολύτιμα υφάσματα, δούλους. Οι Έλληνες ίδρυσαν επίσης στο πεδίο της μάχης βωμό του Ελευθερίου Διός, επάνω στον οποίο χάραξαν το επίγραμμα του Σιμωνίδη: «τονδε που Έλληνες νίκας κράτει έργω Άρηος Πέρσας εξελάσαντες ελευθέρα Ελλάδι κοινόν ιδρύσαντο Διός βωμόν ελευθερίου». Οι Πλαταιείς, που η χώρα τους ανακηρύχθηκε ιερή, απαραβίαστη και ουδέτερη, ανέλαβαν να εορτάζουν κάθε 4 χρόνια τα Ελευθέρια προς τιμήν των νεκρών που τάφηκαν στην γη τους. Την 11η ημέρα μετά την μάχη ο ελληνικός στρατός παρουσιάστηκε εμπρός στα τείχη της Θήβας και απαίτησε την παράδοση των Θηβαίων αρχηγών που οδήγησαν την πόλη στην περσική συμμαχία. Εκτελούσαν έτσι τον όρκο που είχαν δώσει στον Ισθμό, όταν έκλεισαν την συνθήκη της Πανελλήνιας συμμαχίας.








Μετά από πολιορκία 20 ημερών η πόλη δέχτηκε να παραδώσει τους αρχηγούς του μηδισμού. Ο Ατταγίνος κατόρθωσε να δραπετεύσει. Ο Τιμαγενίδας και οι άλλοι που παραδόθηκαν από τους Θηβαίους στον Παυσανία μεταφέρθηκαν στον Ισθμό και θανατώθηκαν. Αλλά η μεγαλύτερη τιμωρία της Θήβας ήταν η διάλυση της βοιωτικής Συμπολιτείας, στην οποία η πόλη αυτή είχε την πρώτη θέση. Η διάλυση της Συμπολιτείας ωφέλησε ιδιαίτερα την Αθήνα, η οποία μπορούσε πια ευκολότερα να ασκεί την πολιτική της επιρροή στην Βοιωτία.

Στις Πλαταιές απέτυχε και η τελευταία προσπάθεια των Περσών να κατακτήσουν την Ελλάδα. Τα ελληνικά όπλα εξασφάλισαν την ελευθερία. Έκτοτε δεν ακολούθησε καμία νέα περσική στρατιωτική επιχείρηση κατά της Ελλάδος. Οι Πέρσες περιορίστηκαν να αναμειγνύονται παρασκηνιακά στα ελληνικά πράγματα, δωροδοκώντας τις ελληνικές πόλεις με χρυσό, για να πετύχουν την βαθμιαία αποδυνάμωσή τους.

Τελικά, κάτι κατάφεραν. Τους πελοποννησιακούς πολέμους οι οποίοι αποδυνάμωσαν πλήρως την Ελλάδα...


Μερικά από τα πρόσωπα της μάχης.

Αμομφάρετος - Ηγέτης ενός σώματος των Σπαρτιατών, ο οποίος αρνήθηκε να υποχωρήσει τη νύχτα στις Πλαταιές, καθώς το θεωρούσε ντροπιαστικό για ένα Σπαρτιάτη. Ο Ηρόδοτος καταγράφει μια συζήτηση μεταξύ του Παυσανία και του Αμομφαρέτου μέχρι την αυγή, όποτε ο Παυσανίας και οι Σπαρτιάτες, εκτός το σώμα του Αμομφαρέτου, υποχώρησαν στις Πλαταίες. Παρόλο αυτά, ο Αμομφάρετος οδήγησε τους άνδρες του μετά την υποχώρηση των Σπαρτιατών. Σύμφωνα με άλλη εκδοψή, ο Αμομφάρετος απέκτησε μεγάλη φήμη στις Πλαταιές. Είχε επίσης προταθεί πώς ο Αμομφάρετος δεν ήταν ανυπότακτος, και φρουρούσε τις πίσω γραμμές του μετώπου.

Αριστόδημος της Σπάρτης - ο μοναδικός Σπαρτιάτης, ο οποίος γλίτωσε τη σφαγή των 300 στις Θερμοπύλες, αφού, όπως και ένας άλλος Σπαρτιάτης (άγνωστο όνομα), είχε απολυθεί από τον Λεωνίδα, λόγω του ότι είχε μόλυνση στα μάτια. Παρόλο αυτά, ο άλλος Σπαρτιάτης παρέμεινε στις Θερμοπύλες και διοικούσε τους είλωτες.[ Αφού διάλεξε να επιστρέψει στη Σπάρτη, ο Αριστόδημος θεωρήθηκε δειλός και υπέφερε για ένα χρόνο πριν τη μάχη των Πλαταιών. Στη μάχη των Πλαταιών είχε σκοτώσει με μανία πολλούς Πέρσες. Παρόλο αυτά, οι Σπαρτιάτες δεν τον τίμησαν, γιατί στη μάχη των Θερμοπυλών δεν τήρησε τη πειθαρχία των Σπαρτιατών.

Καλλικράτης - Θεωρείτο ο πιο όμορφος άνδρας, όχι μόνο των Σπαρτιατών, αλλά σε ολόκληρο το ελληνικό στρατόπεδο. Ο Καλλικράτης ήθελε να δείξει και το πολεμικό του ταλέντο, αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς ένα βέλος διαπέρασε το πλευρό του, καθώς ήταν σε σχηματισμό. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα τελευταία λόγια του Καλλικράτη ήταν: «Δεν είμαι λυπημένος επειδή θα πεθάνω για τη πατρίδα, είμαι λυπημένος που δεν σκότωσα κανένα εχθρό»


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Αγνωστα στοιχεια απο τη μαχη των Πλαταιων


Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) και τη νίκη των Ελλήνων, η συμμετοχή του περσικού ναυτικού στις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ουσιαστικά σταματά. Όταν αποχώρησαν τα φοινικικά καράβια, ο στόλος των Περσών αριθμούσε γύρω στα 300 πλοία. Αφού διαχείμασε στην Κύμη, την άνοιξη αγκυροβόλησε στη Σάμο για να επιτηρεί την Ιωνία, που θεωρούνταν "ύποπτη" για επανάσταση. Ο γαμπρός του Ξέρξη, Μαρδόνιος, που είχε μείνει με πολύ ισχυρές δυνάμεις στη Θεσσαλία, επιχείρησε να υποτάξει την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας τα όπλα αλλά και άκρως δελεαστικές προτάσεις…

Μετά τη διακοπή των επιχειρήσεων στη διάρκεια του χειμώνα του 479 π.Χ., έγινε ορατή η αντίθεση ανάμεσα στους Σπαρτιάτες, που δεν βρίσκονταν κάτω από άμεση περσική απειλή και τις πόλεις της Στερεάς Ελλάδας (Αθήνα, Μέγαρα, Αίγινα κ.ά.), που πίεζαν για ανάληψη άμεσης στρατιωτικής δράσης.

Οι Αθηναίοι έστειλαν στη Σπάρτη αντιπροσωπεία (υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή ή του Κίμωνα), για να πείσουν τους Λακεδαίμονες να αναλάβουν αμέσως δράση. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε αίσια έκβαση.

Το ίδιο χρονικό διάστημα όμως, στη Σπάρτη υπήρξαν αλλαγές στη στρατιωτική ηγεσία. Ο Κλεόμβροτος, αντιβασιλιάς και επίτροπος του ανήλικου βασιλιά Πλείσταρχου (γιου του Λεωνίδα), που ήταν αρχιστράτηγος των Πελοποννησίων στον Ισθμό της Κορίνθου, πέθανε. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Παυσανίας, που όρισε υπαρχηγό του, τον Ευρυάνακτα, εξάδελφό του, που ήταν γιος του άλλου αδελφού του Λεωνίδα, του Δωριέα.





Οι δελεαστικές προτάσεις του Μαρδόνιου προς τους Αθηναίους

Ο Μαρδόνιος, γνωρίζοντας τις αντιθέσεις στα εσωτερικά των Ελλήνων, επιχείρησε να προσεταιριστεί τους Αθηναίους με πολύ σημαντικά ανταλλάγματα. Έστειλε λοιπόν προς αυτούς τον υποτελή και σύμμαχό του βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο που μετέφερε τις εξής ελκυστικές προτάσεις:

i. να δοθεί αμνηστία για όσα δεινά είχαν προκαλέσει στους Πέρσες στο παρελθόν

ii. να δοθούν εγγυήσεις εσωτερικής αυτονομίας της κυβέρνησης

iii. να κατοχυρωθεί η Αθήνα ως ντε φάκτο ηγεμονεύουσα πόλη της Ελλάδας με δυνατότητα να επεκτείνει "εν λευκώ" τα σύνορά της

iv. να αποκατασταθούν όλοι οι ναοί και τα τείχη της πόλης που είχαν καταστραφεί από τον Ξέρξη

v. να δοθεί στην Αθήνα μεγάλη οικονομική βοήθεια

Ως αντάλλαγμα, οι Αθηναίοι θα πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών. Κυρίως, εναντίον των Σπαρτιατών…

Οι Αθηναίοι, σκόπιμα, καθυστέρησαν να δώσουν απάντηση. Με κάποιον τρόπο, τα νέα έφτασαν και στη Σπάρτη. Οι Λακεδαίμονες θορυβήθηκαν και έστειλαν στην Αθήνα αγγελιοφόρους. Οι Αθηναίοι, που είχαν πετύχει το σκοπό τους, να εμπλακούν για τα καλά οι Σπαρτιάτες στη διαφαινόμενη σύγκρουση με τους Πέρσες, φρόντισαν να μιλήσουν στην Εκκλησία του Δήμου, στην ίδια συνέλευση, ο Αλέξανδρος που μετέφερε τις προτάσεις του Μαρδόνιου και έπειτα, οι Σπαρτιάτες αγγελιοφόροι.

Μόλις άκουσαν και τις δύο πλευρές, οι Αθηναίοι έδωσαν περήφανες απαντήσεις. Στον Αλέξανδρο είπαν: "Γνωρίζουμε ότι οι Πέρσες έχουν στρατεύματα πολλαπλάσια από τα δικά μας. Αλλά επειδή αγαπούμε υπερβολικά την ελευθερία, θα την υπερασπισθούμε όσο μπορούμε… Να διαβιβάσεις λοιπόν στον Μαρδόνιο ότι οι Αθηναίοι λένε: όσο ο Ήλιος ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που ακολουθεί και τώρα, ποτέ δεν θα κλείσουμε συμμαχία με τον Ξέρξη…".

Οι Σπαρτιάτες αγγελιοφόροι, έχοντας καταλάβει πριν καν μιλήσουν, ότι οι Αθηναίοι θα απέρριπταν τις περσικές προτάσεις, δείγμα οξυδέρκειας και διορατικότητας, αρκέστηκαν να κατηγορήσουν τον Αλέξανδρο ως τύραννο, καθώς συνεργεί σε έργα τυράννου και να προειδοποιήσουν τους Αθηναίους ότι δεν πρέπει να πιστέψουν τα λόγια του Μαρδόνιου καθώς γνωρίζουν ότι για τους βαρβάρους δεν έχει καμία αξία ούτε η εμπιστοσύνη ούτε η αλήθεια.

Η απάντηση των Αθηναίων και προς αυτούς, ήταν μνημειώδεις: "… δεν υπάρχει στη Γη πουθενά πολύ χρυσάφι, ούτε χώρα τόσο ανώτερη στην ομορφιά και στον πλούτο, ώστε να δεχθούμε και να θελήσουμε μηδίζοντας, να υποδουλώσουμε την Ελλάδα…".

Οι απαντήσεις αυτές, που περιέχονται στο έργο του Ηρόδοτου, είναι ενδεικτικές για το πνεύμα και το φρόνημα των Αθηναίων σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας.





Ο Μαρδόνιος κατευθύνεται προς το Νότο - Η δεύτερη κατάληψη της Αττικής

Πρέπει να ήταν προχωρημένη άνοιξη όταν ο Αλέξανδρος μετέφερε στον Μαρδόνιο την αρνητική απάντηση των Αθηναίων. Τότε, ο τελευταίος προχώρησε στη στρατιωτική αναμέτρηση. Κατευθύνθηκε αρχικά στη Βοιωτία και στη συνέχεια στην, ήδη κατεστραμμένη, Αττική. Οι Αθηναίοι, για δεύτερη φορά (μετά το 480 π.Χ.), εγκατέλειψαν την πόλη τους και εγκαταστάθηκαν στη Σαλαμίνα. Αρχές Ιουνίου, ο Μαρδόνιος έφτασε στην Αθήνα. Πριν όμως κάνει οτιδήποτε, θέλησε να επαναλάβει τις προτάσεις του προς τους Αθηναίους. Απεσταλμένος του αυτή τη φορά, στην αθηναϊκή Βουλή στη Σαλαμίνα, ήταν ο Ελλησπόντιος Μουρυχίδης.

Εκεί, ένας βουλευτής, ο Λυκίδης, τάχθηκε υπέρ της αποδοχής των περσικών προτάσεων και την "εισαγωγή" τους στην Εκκλησία του Δήμου για επικύρωση. Οι άλλοι βουλευτές όμως, με μανία άρχισαν να χειροδικούν εναντίον του Λυκίδη. Το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο έξω από τη Βουλή, άρπαξε τον Λυκίδη και τον λιντσάρισε! Ένα πλήθος γυναικών, αλαλάζοντας, κατευθύνθηκαν στο κατάλυμα του Λυκίδη και λιθοβόλησαν τη σύζυγο και τα παιδιά του. Στον Μουρυχίδη, επιτράπηκε να φύγει. Αυτός συνέταξε μια αναφορά προς τον Μαρδόνιο, με όλα όσα είχαν συμβεί.

Το ίδιο χρονικό διάστημα, νέα αθηναϊκή αντιπροσωπεία, υπό τον Αριστείδη, κατευθύνθηκε στη Σπάρτη, ζητώντας βοήθεια. Οι Σπαρτιάτες, με πρόφαση τη γιορτή των Υακινθίων, ανέβαλαν για δέκα μέρες την απάντησή τους. Είχαν σχεδόν ολοκληρώσει την οχύρωση του Ισθμού και αισθάνονταν ασφαλείς. Καθοριστική ήταν η παρέμβαση του Τεγεάτη Χίλεου, που ήταν ιδιαίτερα σεβαστός στη Σπάρτη, και τόνισε ότι αν οι Αθηναίοι δεχτούν τις περσικές προτάσεις, η Σπάρτη θα κινδυνεύσει άμεσα. Έτσι, οι Έφοροι διέταξαν τον Παυσανία να περάσει τον Ισθμό και να ενωθεί με τους υπόλοιπους Έλληνες. Έκπληκτη η αθηναϊκή αντιπροσωπεία, άκουσε τη δέκατη μέρα, ότι τα στρατεύματα της Σπάρτης, 5.000 άνδρες και 35.000 είλωτες, βρίσκονταν ήδη στο Ορέστειον της Αρκαδίας!


Έλληνες και Πέρσες στη Βοιωτία

Ο Μαρδόνιος, όταν πληροφορήθηκε τις κινήσεις του Παυσανία, αφού κατέστρεψε εντελώς την Αθήνα, εγκατέλειψε την Αττική και συμπτύχθηκε στη Θήβα, οι ηγέτες της οποίας είχαν μηδίσει. Ύστερα, έστειλε το ιππικό του και τμήμα του στρατού του εναντίον 1.000 Σπαρτιατών που βρίσκονταν στα Μέγαρα. Όταν όμως έμαθε ότι ο υπόλοιπος σπαρτιατικός στρατός βρισκόταν στον Ισθμό, κατευθύνθηκε προς τη Βοιωτία από τη Δεκέλεια, μια διάβαση της Πάρνηθας και την Τανάγρα. Βασικός του στόχος ήταν να προσελκύσει τα ελληνικά στρατεύματα να κατεβούν στη βοιωτική πεδιάδα. Οι Σπαρτιάτες, αφού πέρασαν τον Ισθμό, ενισχύθηκαν με 3.000 Μεγαρείς και ενώθηκαν στην Ελευσίνα με τον αθηναϊκό στρατό (8.000 οπλίτες) και 600 Πλαταιείς. Φαίνεται ότι τελικά οι Έλληνες παρατάχθηκαν στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, απέναντι από τους Πέρσες, κοντά στο σημερινό Κριεκούκι.


Ο όρκος των Πλαταιών

Μια αρχαία παράδοση, που πιθανότατα δημιουργήθηκε τον 4ο αιώνα, αναφέρει ότι οι Έλληνες ορκίστηκαν πριν τη μάχη των Πλαταιών. Ο Ηρόδοτος, από τον οποίο αντλούμε το σύνολο των πληροφοριών για τη μάχη, δεν κάνει μνεία στον όρκο. Μια μαρμάρινη στήλη που βρέθηκε στις Αχαρνές το 1932, διασώζει τον όρκο αυτό σε άλλη μορφή. Πάντως, αν όντως δόθηκε αυτός ο όρκος, πιθανότατα δόθηκε στον Ισθμό, όταν οι Έλληνες αποφάσισαν να συμμαχήσουν εναντίον των βαρβάρων.


Ο όρκος των Ελλήνων πριν την μάχη των Πλαταιών

Οὐ ποιήσομαι περὶ πλείονος τὸ ζῆν τῆς ἐλευθερίας, οὐδ᾽ ἐγκαταλείψω τοὺς ἡγεμόνας οὔτε ζῶντας οὔτε ἀποθανόντας, ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας τῶν συμμάχων ἅπαντας θάψω. καὶ κρατήσας τῷ πολέμῳ τοὺς βαρβάρους, τῶν μὲν μαχεσαμένων ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος πόλεων οὐδεμίαν ἀνάστατον ποιήσω, τὰς δὲ τὰ τοῦ βαρβάρου προελομένας ἁπάσας δεκατεύσω. καὶ τῶν ἱερῶν τῶν ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων ὑπὸ τῶν βαρβάρων οὐδὲν ἀνοικοδομήσω παντάπασιν, ἀλλ᾽ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγιγνομένοις ἐάσω καταλείπεσθαι τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας.

Μετάφραση:

(Δε θα προτιμήσω τη ζωή από την ελευθέρια, ούτε τους αρχηγούς μου θα παρατήσω, είτε ζωντανούς είτε νεκρούς, αλλά όσους συμπολεμιστές μου σκοτωθούν στη μάχη θα τους θάψω. Και, νικητής στον πόλεμο κατά των βαρβάρων, δεν θα βλάψω καμία από τις πόλεις που πολέμησαν για την Ελλάδα, εκείνες όμως που πήραν το μέρος του βαρβάρου θα τις κάνω φόρου υποτελείς. Και κανένα απ’ τα ιερά, που οι βάρβαροι πυρπόλησαν ή γκρέμισαν, δεν θ’ ανοικοδομήσω αλλά θα τ’ αφήσω να μένουν στους μεταγενέστερους μνημεία της βαρβαρικής ασέβειας.)


Οι πρώτες αψιμαχίες

Ο Μαρδόνιος θέλησε, όπως είπαμε, να παρασύρει τους Έλληνες στην πεδιάδα ανάμεσα στον Ασωπό ποταμό και τη Θήβα, για να εκμεταλλευτεί το πανίσχυρο ιππικό του. Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν νότια του Ασωπού, στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, όπως είπαμε. Καθώς δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να κάνουν αυτό που περίμενε ο Μαρδόνιος, αυτός έστειλε εναντίον τους όλο το ιππικό του, υπό την αρχηγία του Μασίστιου.

Οι Μεγαρείς, που κατείχαν την πιο ευάλωτη θέση από τα ελληνικά στρατεύματα, δέχτηκαν μεγάλη πίεση και ζήτησαν εσπευσμένα βοήθεια από τον Παυσανία, ο οποίος κάλεσε εθελοντές. Παρουσιάστηκαν μόνο 300 επίλεκτοι Αθηναίοι οπλίτες και τοξότες. Ο Μασίστιος κάλπασε εναντίον τους, επικεφαλής της ίλης τους. Αποτελούσε όμως έτσι εύκολο στόχο για τους δεινούς Αθηναίους τοξότες. Ένα από τα βέλη που έριξαν χτύπησε το άλογό του, που σηκώθηκε στα πίσω πόδια του και τον έριξε κάτω. Γύρω από τον Μασίστιο δόθηκε ολόκληρη μάχη, καθώς το ντυμένο με μέταλλο σώμα του έδειχνε άτρωτο. Ωστόσο, ένας οπλίτης τον χτύπησε με την αιχμή του ακοντίου του στο μάτι, σκοτώνοντάς τον ακαριαία.

Οι Πέρσες, μαινόμενοι, προσπάθησαν να πάρουν το άψυχο σώμα του Μασίστιου. Τότε έφθασαν οι Σπαρτιάτες υπό τον Παυσανία και τους υποχρέωσαν σε άτακτη φυγή... Ο θρήνος για τον θάνατο του Μασίστιου στο περσικό στρατόπεδο ήταν μεγάλος. Μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, ο Παυσανίας αποφάσισε να φέρει τον στρατό πιο κοντά στις Πλαταιές. Έτσι, οι Σπαρτιάτες παρατάχθηκαν στο δεξιό μέρος, κοντά στην κρήνη Γαργαφία, σ' έναν απρόσιτο στο εχθρικό ιππικό λόφο, οι Αθηναίοι στο αριστερό μέρος, επίσης σε λόφο, τον Πύργο, ενώ το κέντρο των ελληνικών στρατευμάτων έμεινε εντελώς απροφύλαχτο στην πεδιάδα.

Όταν οι Πέρσες διαπίστωσαν τη μετακίνηση των Ελλήνων, μετακινήθηκαν κι αυτοί προς τα δυτικά, στη βόρεια όχθη του Ασωπού, παράλληλα προς τον Ασωπό.

Κατά τον Ηρόδοτο, οι στρατοί παρέμειναν αδρανείς για οχτώ ημέρες, καθώς οι μάντεις, ο Τισαμενός των Ελλήνων και ο Ηγισίστρατος ο Ηλείος, που βρισκόταν στο περσικό στρατόπεδο, ανέφεραν ότι οι οιωνοί και για τους δύο αντιπάλους ήταν καλοί για την άμυνα, όχι όμως και για επίθεση μετά από διάβαση του Ασωπού. Έτσι ο Παυσανίας και ο Μαρδόνιος προτίμησαν να παραμείνουν αδρανείς. Μόνο την όγδοη μέρα ο Θηβαίος ηγέτης Τιμηγενίδης συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να αποκλείσει τη διάβαση του Κιθαιρώνα, απ' όπου καθημερινά οι Έλληνες προμηθεύονταν νερό και τρόφιμα. Ο επικεφαλής των Περσών έστειλε το ιππικό του στη διάβαση (πιθανότατα στη στενωπό των Δρυός Κεφαλών) και εξόντωσε μια εφοδιοπομπή 500 ζώων, ενώ με συνεχείς επιδρομές εναντίον των ελληνικών θέσεων εμπόδιζε την προμήθεια νερού από τον Ασωπό.

Την ενδέκατη μέρα, κατά τον Ηρόδοτο πάντα, έγινε περσικό πολεμικό συμβούλιο, όπου ο Μαρδόνιος και ο ικανός στρατηγός Αρτάβαζος διαφώνησαν για το τι πρέπει να κάνουν. Ο Αρτάβαζος, όπως και οι Θηβαίοι, πρότειναν ο περσικός στρατός να κατευθυνθεί στη Θήβα, όπου υπήρχαν άφθονα τρόφιμα και θα μπορούσε εύκολα να αμυνθεί. Αντίθετα, ο Μαρδόνιος πιστεύοντας στη μεγάλη υπεροχή του στρατού του, υποστήριζε την άμεση επίθεση, κάτι που τελικά έγινε...


Λίγο πριν τη μάχη

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος, στον οποίο είχαμε αναφερθεί και παραπάνω, προσέγγισε μυστικά το ελληνικό στρατόπεδο και απευθύνθηκε στον Παυσανία και τον Αριστείδη ενημερώνοντάς τους ότι ο Μαρδόνιος ετοιμαζόταν να επιτεθεί τα ξημερώματα, γιατί φοβόταν ότι οι Έλληνες θα συγκέντρωναν μεγαλύτερες δυνάμεις. "Είμαι κι εγώ Έλληνας από παλαιά γενιά και δεν θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα δούλη και όχι ελεύθερη." Η ρητή αυτή αναφορά του Ηρόδοτου στο ότι ο Αλέξανδρος ήταν και αισθανόταν Έλληνας αποτελεί πολυσήμαντη ιστορική πληροφορία...

Τη δωδέκατη μέρα, ο Μαρδόνιος διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί. Οι Πέρσες απέκλεισαν την πρόσβαση των Ελλήνων στην κρήνη Γαργαφία, απ' όπου υδρεύονταν πλέον τα στρατεύματα μετά τον αποκλεισμό και του Ασωπού. Χωρίς νερό και τρόφιμα η κατάσταση στο ελληνικό στρατόπεδο έμοιαζε πάρα πολύ δύσκολη. Ένα πολεμικό συμβούλιο που έγινε αποφάσισε την οπισθοχώρηση προς τις Πλαταιές. Η θέση που διάλεξαν ονομαζόταν Νήσος, γιατί βρισκόταν ανάμεσα σε δύο παραποτάμους της Ωερόης (παραπόταμου του Ασωπού).

Σύμφωνα με όλους τους ιστορικούς, η "κατάληψη" των νέων θέσεων δεν έγινε συντεταγμένα. Υπήρξε μεγάλη σύγχυση για το ποιος θα πάει πού. Ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά (ο Θουκυδίδης απορρίπτει ωστόσο αυτή την εκδοχή) ότι ο Αμομφάρετος, ανώτερος Σπαρτιάτης διοικητής του Πιτανάτη λόχου, δεν δεχόταν να υποχωρήσει με τους άντρες του, γιατί θεωρούσε ατιμωτική πράξη κάτι τέτοιο. Τελικά, πείστηκε από τον Παυσανία και τον Ευρυάνακτα να υποχωρήσει. Ενδεχομένως η καθυστέρηση του Αμομφάρετου να αποτέλεσε μέρος ευρύτερης στρατηγικής κίνησης.





Η μεγάλη μάχη

Η μάχη των Πλαταιών έγινε πιθανότατα στις 27 Αυγούστου του 479 π.Χ. Ο Μαρδόνιος διέταξε το ιππικό του να περάσει ξανά τον Ασωπό ποταμό. Οι ιππείς του τον ενημέρωσαν για την υποχώρηση των Ελλήνων και τη διαίρεση των στρατευμάτων τους σε τρία τμήματα. Αποφάσισε να χωρίσει κι αυτός τον στρατό του σε τρία μέρη. Τρεις μάχες ουσιαστικά, η μία ανεξάρτητα από την άλλη, αποτελούν τη μάχη των Πλαταιών, στην οποία κρίθηκε οριστικά η τύχη της αρχαίας Ελλάδας, ίσως και του αρχαίου κόσμου. Από τις τρεις επιμέρους συγκρούσεις σπουδαιότερη και καθοριστικότερη ήταν αυτή μεταξύ Σπαρτιατών και Περσών.

Μετά την αρχική επίθεση των Περσών, οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων, οι οποίοι όμως δεν μπόρεσαν να τους συνδράμουν, γιατί δέχτηκαν επίθεση από τους Θηβαίους. Τελικά οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να υποχωρήσουν σε έδαφος προφυλαγμένο από τις επιθέσεις του ιππικού. Οι Πέρσες επιχείρησαν ασύντακτη έφοδο εναντίον τους. Όταν πλησίασαν τους Σπαρτιάτες κοντά στο ιερό της Δήμητρας, στερέωσαν τις ασπίδες τους στο έδαφος και δημιουργώντας ένα προστατευτικό τείχος με τις ασπίδες τους άρχισαν να ρίχνουν βέλη προς τους Έλληνες.

Οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες, που βρίσκονταν μαζί τους, καλύπτονταν με τις ασπίδες τους. Λίγο αργότερα, ο Παυσανίας έδωσε διαταγή εξόρμησης. Πρώτοι οι Τεγεάτες ρίχτηκαν στη μάχη που ήταν σκληρή. Όταν όμως ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος σκότωσε τον Μαρδόνιο, που μαχόταν περιστοιχιζόμενος από 1.000 εκλεκτούς πολεμιστές του, οι Πέρσες πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή.

Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν τους Θηβαίους και άλλους μηδίζοντες. Μόνο οι Θηβαίοι τόλμησαν να πολεμήσουν, αλλά έπαθαν πανωλεθρία, έχοντας 300 νεκρούς, και αποσύρθηκαν βιαστικά προς την πόλη τους. Οι Θεσπιείς και οι Πλαταιείς άρχισαν να τους καταδιώκουν, τους νίκησαν για δεύτερη φορά και τους υποχρέωσαν να κλειστούν στη Θήβα. Οι Έλληνες που βρίσκονταν στο κέντρο της παράταξης, φαίνεται ότι δεν πήραν ενεργό μέρος στη μάχη, καθώς οι Πέρσες που βρίσκονταν απέναντί τους, μετά τον θάνατο του Μαρδόνιου, εγκατέλειψαν τον αγώνα. Ο Αρτάβαζος, που μάλλον παρέμεινε απλός θεατής, έδωσε εντολή για οπισθοχώρηση προς τη Φωκίδα.

Μόνο το θηβαϊκό ιππικό, με επικεφαλής τον ίππαρχο Ασωπόδωρο, σκότωσε περίπου 600 συμπατριώτες τους ουσιαστικά Έλληνες (θυμίζουμε ότι η Θήβα είχε μηδίσει). Οι Πέρσες, μετά την ήττα στο πεδίο της μάχης, υποχώρησαν προς τη Φωκίδα με επικεφαλής τον Αρτάβαζο, όπως είπαμε, ενώ ένα μεγάλο μέρος τους κατέφυγε σ' ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο που είχε φτιάξει ο Μαρδόνιος στη θέση Σκώλος. Εκεί οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι που έσπευσαν να τους βοηθήσουν ως ειδικοί (και) στις τειχομαχίες και οι Τεγεάτες, που πρόσφεραν πολλά στη μάχη των Πλαταιών, κατάφεραν να εισχωρήσουν στο στρατόπεδο και να σφάξουν όλους τους Πέρσες...


Οι απώλειες

Οι ελληνικές δυνάμεις που ανέρχονταν περίπου σε 110.000 άντρες, είχαν κατά τον Πλούταρχο 1.360 νεκρούς. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε 91 νεκρούς Σπαρτιάτες, 52 Αθηναίους και 16 Τεγεάτες. Και φυσικά στους 600 που σκοτώθηκαν από το ιππικό του Θηβαίου Ασωπόδωρου. Ο Έφορος γράφει ότι οι Έλληνες σκότωσαν περισσότερους από 100.000 Πέρσες, ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι από τους 300.000 Πέρσες γλίτωσαν μόνο οι 40.000 του Αρτάβαζου και 3.000 ακόμα.





Μετά τη μάχη

Από τα λάφυρα της μάχης, οι Έλληνες πρόσφεραν το 1/10 στους Θεούς. Στον Απόλλωνα των Δελφών αφιέρωσαν έναν χρυσό τρίποδα τοποθετημένο στην κορυφή χάλκινου κίονα που παριστάνει τρία φίδια που συμπλέκονται μεταξύ τους. Πάνω στους έλικες των φιδιών χάραξαν τα ονόματα των πόλεων που πολέμησαν στις Πλαταιές.

Ο χρυσός τρίποδας λεηλατήθηκε από τους Φωκείς κατά των Β' Ιερό Πόλεμο, ενώ ο χάλκινος κίονας μεταφέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, όπου βρίσκεται ως σήμερα. Οι Πλαταιές ανακηρύχθηκαν ιερή πόλη, ενώ οι Θηβαίοι, μετά από εικοσαήμερη πολιορκία, παρέδωσαν τους αρχηγούς τους στον Παυσανία. Μεταφέρθηκαν στον Ισθμό και εκτελέστηκαν, ενώ η βοιωτική συμπολιτεία διαλύθηκε.


Μια τελική κρίση

Η νίκη των Ελλήνων στη μάχη των Πλαταιών και η νίκη τους στη Μυκάλη λίγο αργότερα είχαν ως αποτέλεσμα την οριστική απομάκρυνση των Περσών από την Ελλάδα. Σημαντικότερη ήταν αναμφίβολα η προσφορά των Σπαρτιατών. Ο Παυσανίας, παρόλο που αμφισβητήθηκε έντονα, έδειξε εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες.

Από το 479 π.Χ. και για 200 χρόνια, κανείς βάρβαρος δεν πάτησε τα ιερά ελληνικά χώματα. Το 279 π.Χ. έγινε η επιδρομή των Γαλατών, στην οποία θα αναφερθούμε κάποια άλλη φορά.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Τρικαρηνος Οφις


Ο Τρικάρηνος Όφις (πολυτονικό: Τρικάρηνος Ὄφις, τουρκικά: Yılanlı Sütun / Γιλάνλι Σουτούν) , επίσης γνωστός ως και η στήλη των όφεων, ο τρίποδας των Δελφών, τρικέφαλο φίδι, οφιόσχημη στήλη, ή ο τρίποδας των Πλαταιών, είναι αρχαία ορειχάλκινη στήλη στην περιοχή του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης. Αποτελούσε τη στήριξη ενός αρχαίου ελληνικού χρυσού τρίποδα των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. ο οποίος αρχικά βρισκόταν στους Δελφούς, και αργότερα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α´ το 324.

Ο τρίποδας κατασκευάστηκε προς ανάμνηση των Ελλήνων οι οποίοι σκοτώθηκαν πολεμώντας στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) εναντίον των Αχαιμενιδών Περσών κατά τους Περσικούς πολέμους, και σύμφωνα με τον Ηρόδοτο το μέταλλο που χρησιμοποιήθηκε προήλθε από το λιώσιμο των Περσικών όπλων και λαφύρων. Ο τρίποδας είχε ύψος 8 μέτρα και οι κεφαλές των φιδιών παρέμεναν ακέραιες επάνω στη στήλη ως και τα τέλη του 17ου αιώνα.

Τον Δεκέμβριο του 2015 τοποθετήθηκε αντίγραφο της στήλης στην αρχική τοποθεσία στους Δελφούς.


Κλασική αρχαιότητα

Κατασκευή

Το μνημείο κατασκευάστηκε την άνοιξη του 478 π.Χ., μερικούς μήνες μετά την ήττα των Περσών στη μάχη των Πλαταιών τον Αύγουστο του 479 π.Χ. από τον συνασπισμό των ελληνικών πόλεων κρατών και τοποθετήθηκε στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ήταν το ένα από τα δύο γνωστά αναθήματα, στα οποία χαράχτηκαν τα ονόματα των 31 πόλεων, που συμμετείχαν στον συνασπισμό εναντίον των Περσών, με το άλλο να είναι το άγαλμα του Ολυμπίου Διός (πριν το χρυσελεφάντινο) το οποίο δεν διασώζεται πλέον, και είναι πιθανό πως υπήρξε και ένα τρίτο ανάθημα με τις χαράξεις των πόλεων με το άγαλμα του Ποσειδώνα στην περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου το οποίο περιείχε μια παρόμοια αφιέρωση.

Υπήρχαν μικρές διαφορές με κάποιες πόλεις που κατονομάζονται στο μνημείο των Δελφών (Θεσπιείς, Ερετριείς, Λευκάς, Σίφνος) το οποίο θεωρείται και το αρχικό, οι οποίες, όμως, δεν αναφέρονται στο μνημείο της Ολυμπίας.

Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης κάνουν μνεία του τρίποδα ως σύμπλεγμα φιδιών που τυλίγονταν το ένα γύρω από το άλλο σχηματίζοντας το κύριο σώμα της στήλης καταλήγοντας σε τρία κεφάλια.


Αρχική επιγραφή και Παυσανίας

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η ορειχάλκινη στήλη χυτεύθηκε από το μέταλλο των Περσικών λαφύρων που συλλέχθηκαν από το πεδίο της μάχης. Το όλο μνημείο ήταν αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα και τοποθετήθηκε μπροστά στον ναό του Απόλλωνα (μετέπειτα βωμός των Χίων) στους Δελφούς. Ο Θουκυδίδης επίσης αναφέρει πως η αρχική επιγραφή, η οποία συντέθηκε από τον Σιμωνίδη τον Κείο, ανέφερε μόνο τον Σπαρτιάτη στρατηγό Παυσανία κατά την επιθυμία του ίδιου, εξιστορώντας πώς ως ο ηγέτης των Ελλήνων νίκησε τους Μήδες, με την παρακάτω επιγραφή:

Επιγραφή

Ἐλλήνων ἀρχηγὸς ἐπεὶ στρατὸν ὣλεσε Μήδων,
Παυσανίας Φοίβω μνῃμ’ ἀνέθηκε τόδε


Σύγχρονη απόδοση

Ο αρχηγός των Ελλήνων ο οποίος νίκησε τον στρατό των Μηδών,
o Παυσανίας στον Φοίβο (Απόλλωνα) αφιέρωσε τούτο


Το συγκεκριμένο κείμενο του αναθήματος εξόργισε τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις οι οποίες συμμετείχαν στον πόλεμο, και κατέφυγαν στο συμβούλιο της Αμφικτυονικής Συμμαχίας ζητώντας την αλλαγή της επιγραφής. Οι αρχές της Σπάρτης εισάκουσαν την απόφαση του συμβουλίου, και παρακάμπτοντας τον Παυσανία έσβησαν το επίγραμμα αυτό και τοποθέτησαν τα ονόματα των 31 ελληνικών πόλεων που συμμετείχαν στην κοινή προσπάθεια κατά των Περσών. Ο κατάλογος των ονομάτων φαίνεται να οριστικοποιήθηκε το 479 π.Χ., έτος κατά το οποίο έγινε το αφιέρωμα του μνημείου.

Ο συγγραφέας του 2ου αιώνα μ.Χ. Αθήναιος αναφέρει πως ο Παυσανίας, επιμένοντας στο να αποθανατιστεί για τη συμβολή του στη μάχη, κατά την απόκτηση της πόλης του Βυζαντίου, από την κατοχή των Περσών, οικειοποιήθηκε ένα ορειχάλκινο κρατήρα πάνω στον οποίο χάραξε το παρακάτω επίγραμμα:

Επιγραφή

μνᾳμ ἀρετᾳς ἀνέθηκε Ποσειδάωνι ἃνακτι
Παυσανίας, ἃρχων Ἐλλάδος ἐυρυχόρου,
πόντου ἐπ’ Εὐξείνου, Λακεδαιμόνιος γένος,
υἰός Κλεομβρότου, ἀρχαίας Ἡρακλέος γενεᾳς


Σύγχρονη απόδοση

ανεγέρθηκε προς τιμή του Ποσειδώνα
από τον Παυσανία, άρχοντα της ευρυχώρου Ελλάδος,
στον Εύξεινο Πόντο, Λακεδαιμόνιος το γένος,
γιος του Κλεόμβροτου, της αρχαίας γενιάς του Ηρακλή


Σύντομα, ωστόσο, μετά την παραμονή του στο Βυζάντιο, ο Παυσανίας φέρεται να άλλαξε στρατόπεδο και να προσέφερε τις υπηρεσίες του στην πλευρά των Περσών, πιθανώς λόγω της έλλειψης αναγνώρισης που θεωρούσε πως υπήρχε για τη συμβολή του στη μάχη των Πλαταιών.


Επιγραφές πόλεων

Οι επιγραφές διασώζονται σε μεγάλο βαθμό έως και σήμερα, και υπάρχουν συνολικά 31 πόλεις, οι οποίες αναφέρονται στη Σπαρτιατική διάλεκτο, και θεωρείται πως οι πόλεις είναι οργανωμένες σε 3 κύριες ομάδες επιρροής, της Σπάρτης, της Κορίνθου, και των Αθηνών.

Οι επιγραφές εμφανίζονται σε μια μόνο πλευρά της στήλης και δεν βρίσκονται περιμετρικά της. Η στήλη αποτελείται από 28 σπείρες, εκ των οποίων οι 15 μόνο περιέχουν εγχαράξεις, οι οποίες ξεκινούν από την 3η σπείρα από τη βάση και καταλήγουν στην 13η προς την κορυφή.

Πέρα από τις πόλεις, ο ίδιος ο χρυσός τρίποδας τον οποίον η στήλη στήριζε, αναφέρεται από τον Διώδορο τον Σικελιώτη πως είχε επιγραφή με το παρακάτω επίγραμμα, το οποίο αργότερα αποδόθηκε στον ποιητή Σιμωνίδη τον Κείο:

Επιγραφή

Ἑλλάδος εὐρυχόρου σωτῆρες τονδ’ ἀνέθηκαν,
δουλοσύνης στυγερᾳς ρυσάμενοι πόλιας


Σύγχρονη απόδοση

Οι σωτήρες της ευρυχώρου Ελλάδος ανέγειραν τούτο,
έχοντας απαλλάξει τις πόλεις τους από τη στυγερή δουλοσύνη



Καταστροφή του τρίποδα

Ο ιστορικός του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανίας αναφέρει πως ο χρυσός τρίποδας μαζί με άλλα πολύτιμα αναθήματα καταστράφηκε στη διάρκεια του Γ´ Ιερού Πολέμου το 358 π.Χ. όταν οι Φωκείς χρησιμοποίησαν τον χρυσό για έκδοση νομισμάτων ώστε να στηρίξουν τον αγώνα τους κατά της Αμφικτυονικής συμμαχίας.




Κάντε κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση: Η στήλη του Τρικάρηνου Όφεως σήμερα στην πλατεία Ατ-Μεϊντάν της Κωνσταντινούπολης (παλαιός Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης), στο βάθος διακρίνεται ο Οβελίσκος του Θεοδόσιου Α´




Κάντε κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση: Η βάση της στήλης διασώζεται έως και σήμερα στην περιοχή της αρχικής τοποθεσίας της στους Δελφούς




Κάντε κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση: Αναπαράσταση της στήλης με τις χαράξεις των ονομασιών, Imagines Inscriptorum, 19ος αιώνας




Κάντε κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση: Μετάφραση Ονομάτων Στήλης




Κάντε κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση: Τμήμα μιας από τις κεφαλές στο αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΔΩΡΟ ΤΟ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ






Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη


[11,28] διαβοηθείσης δὲ τῆς τῶν Ἀθηναίων πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀλλοτριότητος, ἧκον εἰς τὰς Ἀθήνας πρέσβεις παρὰ Περσῶν καὶ παρὰ τῶν Ἑλλήνων. οἱ μὲν οὖν ὑπὸ τῶν Περσῶν ἀποσταλέντες ἔφασαν τὸν στρατηγὸν Μαρδόνιον ἐπαγγέλλεσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ἐὰν τὰ Περσῶν προέλωνται, δώσειν χώραν ἣν ἂν βούλωνται τῆς Ἑλλάδος, καὶ τὰ τείχη καὶ τοὺς ναοὺς πάλιν ἀνοικοδομήσειν, καὶ τὴν πόλιν ἐάσειν αὐτόνομον· οἱ δὲ παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων πεμφθέντες ἠξίουν μὴ πεισθῆναι τοῖς βαρβάροις, ἀλλὰ τηρεῖν τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας καὶ συγγενεῖς καὶ ὁμοφώνους εὔνοιαν. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τοῖς βαρβάροις ἀπεκρίθησαν, ὡς οὔτε χώρα τοῖς Πέρσαις ἐστὶ τοιαύτη οὔτε χρυσὸς τοσοῦτος ὃν Ἀθηναῖοι δεξάμενοι τοὺς Ἕλληνας ἐγκαταλείψουσι· τοῖς δὲ Λακεδαιμονίοις εἶπον, ὡς αὐτοὶ μὲν ἣν πρότερον ἐποιοῦντο φροντίδα τῆς Ἑλλάδος καὶ μετὰ ταῦτα πειράσονται τὴν αὐτὴν διαφυλάττειν, ἐκείνους δ´ ἠξίουν τὴν ταχίστην ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἀττικὴν μετὰ πάντων τῶν συμμάχων· πρόδηλον γὰρ εἶναι, διότι Μαρδόνιος, ἠναντιωμένων τῶν Ἀθηναίων αὐτῷ, μετὰ δυνάμεως ἥξει ἐπὶ τὰς Ἀθήνας. ὃ καὶ συνέβη γενέσθαι· ὁ γὰρ Μαρδόνιος ἐν τῇ Βοιωτίᾳ διατρίβων μετὰ τῶν δυνάμεων τὸ μὲν πρῶτον τῶν ἐν Πελοποννήσῳ πόλεων ἐπειρᾶτό τινας ἀφιστάνειν, χρήματα διαπεμπόμενος τοῖς προεστηκόσι τῶν πόλεων, μετὰ δὲ ταῦτα πυνθανόμενος τὴν τῶν Ἀθηναίων ἀπόκρισιν καὶ παροξυνθείς, ἅπασαν ἦγεν ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν τὴν δύναμιν· χωρὶς γὰρ τῆς δεδομένης ὑπὸ Ξέρξου στρατιᾶς πολλοὺς ἄλλους αὐτὸς Μαρδόνιος ἐκ τῆς Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας καὶ τῶν ἄλλων τῶν συμμαχίδων πόλεων ἠθροίκει, πλείους τῶν εἴκοσι μυριάδων. τηλικαύτης δὲ δυνάμεως προαγούσης εἰς τὴν Ἀττικήν, οἱ μὲν Ἀθηναῖοι βιβλιαφόρους ἀπέστειλαν πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους δεόμενοι βοηθεῖν· βραδυνόντων δὲ αὐτῶν καὶ τῶν βαρβάρων ἐμβαλόντων εἰς τὴν Ἀττικήν, κατεπλάγησαν, καὶ πάλιν ἀναλαβόντες τέκνα καὶ γυναῖκας καὶ τῶν ἄλλων ὅσα δυνατὸν ἦν ταχέως ἀποκομίζειν, ἐξέλιπον τὴν πατρίδα καὶ συνέφυγον πάλιν εἰς τὴν Σαλαμῖνα. ὁ δὲ Μαρδόνιος χαλεπῶς ἔχων πρὸς αὐτούς, τὴν χώραν ἅπασαν κατέφθειρε καὶ τὴν πόλιν κατέσκαψε καὶ τὰ ἱερὰ τὰ καταλελειμμένα παντελῶς ἐλυμήνατο.








[11,29] Ἐπανελθόντος δὲ εἰς τὰς Θήβας τοῦ Μαρδονίου μετὰ τῆς δυνάμεως, ἔδοξε τοῖς συνέδροις τῶν Ἑλλήνων παραλαβεῖν τοὺς Ἀθηναίους, καὶ πανδημεὶ προελθόντας εἰς τὰς Πλαταιὰς διαγωνίσασθαι περὶ τῆς ἐλευθερίας, εὔξασθαι δὲ καὶ τοῖς θεοῖς, ἐὰν νικήσωσιν, ἄγειν κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν τοὺς Ἕλληνας ἐλευθέρια κοινῇ, καὶ τὸν ἐλευθέριον ἀγῶνα συντελεῖν ἐν ταῖς Πλαταιαῖς. συναχθέντων δὲ τῶν Ἑλλήνων εἰς τὸν Ἰσθμόν, ἐδόκει τοῖς πᾶσιν ὅρκον ὀμόσαι περὶ τοῦ πολέμου, τὸν στέξοντα μὲν τὴν ὁμόνοιαν αὐτῶν, ἀναγκάσοντα δὲ γενναίως τοὺς κινδύνους ὑπομένειν. ὁ δὲ ὅρκος ἦν τοιοῦτος· οὐ ποιήσομαι περὶ πλείονος τὸ ζῆν τῆς ἐλευθερίας, οὐδὲ καταλείψω τοὺς ἡγεμόνας οὔτε ζῶντας οὔτε ἀποθανόντας, ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας τῶν συμμάχων πάντας θάψω, καὶ κρατήσας τῷ πολέμῳ τῶν βαρβάρων οὐδεμίαν τῶν ἀγωνισαμένων πόλεων ἀνάστατον ποιήσω, καὶ τῶν ἱερῶν τῶν ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων οὐδὲν ἀνοικοδομήσω, ἀλλ´ ὑπόμνημα τοῖς ἐπιγινομένοις ἐάσω καὶ καταλείψω τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας. τὸν δὲ ὅρκον ὀμόσαντες ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὴν Βοιωτίαν διὰ τοῦ Κιθαιρῶνος, καὶ πρὸς τὰς ὑπωρείας καταντήσαντες πλησίον τῶν Ἐρυθρῶν, αὐτοῦ κατεστρατοπέδευσαν. ἡγεῖτο δὲ τῶν μὲν Ἀθηναίων Ἀριστείδης, τῶν δὲ συμπάντων Παυσανίας, ἐπίτροπος ὢν τοῦ Λεωνίδου παιδός.





[11,30] Μαρδόνιος δὲ πυθόμενος τὴν τῶν πολεμίων δύναμιν προάγειν ἐπὶ Βοιωτίας, προῆλθεν ἐκ τῶν Θηβῶν· καὶ παραγενόμενος ἐπὶ τὸν Ἀσωπὸν ποταμὸν ἔθετο παρεμβολήν, ἣν ὠχύρωσε τάφρῳ βαθείᾳ καὶ τείχει ξυλίνῳ περιέλαβεν. ἦν δὲ ὁ σύμπας ἀριθμὸς τῶν μὲν Ἑλλήνων εἰς δέκα μυριάδας, τῶν δὲ βαρβάρων εἰς πεντήκοντα. πρῶτοι δὲ κατήρξαντο μάχης οἱ βάρβαροι νυκτὸς ἐκχυθέντες ἐπ´ αὐτοὺς καὶ πᾶσι τοῖς ἱππεῦσι πρὸς τὴν στρατοπεδείαν ἐπελάσαντες. τῶν δὲ Ἀθηναίων προαισθομένων καὶ συντεταγμένῃ τῇ στρατιᾷ τεθαρρηκότως ἀπαντώντων, συνέβη καρτερὰν γενέσθαι μάχην. τέλος δὲ τῶν Ἑλλήνων οἱ μὲν ἄλλοι πάντες τοὺς καθ´ αὑτοὺς ταχθέντας τῶν βαρβάρων ἐτρέψαντο, μόνοι δὲ Μεγαρεῖς πρός τε τὸν ἵππαρχον καὶ τοὺς ἀρίστους τῶν Περσῶν ἱππεῖς ἀνθεστῶτες, καὶ πιεζόμενοι τῇ μάχῃ, τὴν μὲν τάξιν οὐ κατέλιπον, πρὸς δὲ τοὺς Ἀθηναίους καὶ Λακεδαιμονίους πέμψαντές τινας ἐξ αὐτῶν ᾔτουν κατὰ τάχος βοηθῆσαι. Ἀριστείδου δὲ τοὺς περὶ αὐτὸν τῶν Ἀθηναίων ταχέως ἀποστείλαντος τοὺς ἐπιλέκτους, συστραφέντες οὗτοι καὶ προσπεσόντες τοῖς βαρβάροις τοὺς μὲν Μεγαρεῖς ἐξείλοντο τῶν κινδύνων τῶν ἐπικειμένων, τῶν δὲ Περσῶν αὐτόν τε τὸν ἵππαρχον καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀποκτείναντες τοὺς λοιποὺς ἐτρέψαντο. οἱ μὲν οὖν Ἕλληνες, ὡσπερεί τινι προαγῶνι λαμπρῶς προτερήσαντες, εὐέλπιδες ἐγένοντο περὶ τῆς ὁλοσχεροῦς νίκης· μετὰ δὲ ταῦτα ἐκ τῆς ὑπωρείας μετεστρατοπέδευσαν εἰς ἕτερον τόπον εὐθετώτερον πρὸς τὴν ὁλοσχερῆ νίκην. ἦν γὰρ ἐκ μὲν τῶν δεξιῶν γεώλοφος ὑψηλός, ἐκ δὲ τῶν εὐωνύμων ὁ Ἀσωπὸς ποταμός· τὸν δ´ ἀνὰ μέσον τόπον ἐπεῖχεν ἡ στρατοπεδεία, πεφραγμένη τῇ φύσει καὶ ταῖς τῶν τόπων ἀσφαλείαις. τοῖς μὲν οὖν Ἕλλησιν ἐμφρόνως βουλευσαμένοις πολλὰ συνεβάλετο πρὸς τὴν νίκην ἡ τῶν τόπων στενοχωρία· οὐ γὰρ ἦν ἐπὶ πολὺ μῆκος παρεκτείνειν τὴν φάλαγγα τῶν Περσῶν, ὥστε ἀχρήστους εἶναι συνέβαινε τὰς πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρων. διόπερ οἱ περὶ τὸν Παυσανίαν καὶ Ἀριστείδην θαρρήσαντες τοῖς τόποις προῆγον τὴν δύναμιν εἰς τὴν μάχην, καὶ συντάξαντες ἑαυτοὺς οἰκείως τῆς περιστάσεως ἦγον ἐπὶ τοὺς πολεμίους.










[11,31] Μαρδόνιος δὲ συναναγκαζόμενος βαθεῖαν ποιῆσαι τὴν φάλαγγα, διέταξε τὴν δύναμιν ὅπως ποτ´ ἔδοξεν αὐτῷ συμφέρειν, καὶ μετὰ βοῆς ἀπήντησε τοῖς Ἕλλησιν. ἔχων δὲ περὶ αὐτὸν τοὺς ἀρίστους πρῶτος ἐνέβαλεν εἰς τοὺς ἀντιτεταγμένους Λακεδαιμονίους, καὶ γενναίως ἀγωνισάμενος πολλοὺς ἀνεῖλε τῶν Ἑλλήνων· ἀντιταχθέντων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων εὐρώστως, καὶ πάντα κίνδυνον ὑπομενόντων προθύμως, πολὺς ἐγίνετο φόνος τῶν βαρβάρων. ἕως μὲν οὖν συνέβαινε τὸν Μαρδόνιον μετὰ τῶν ἐπιλέκτων προκινδυνεύειν, εὐψύχως ὑπέμενον τὸ δεινὸν οἱ βάρβαροι· ἐπεὶ δ´ ὅ τε Μαρδόνιος ἀγωνιζόμενος ἐκθύμως ἔπεσε καὶ τῶν ἐπιλέκτων οἱ μὲν ἀπέθανον, οἱ δὲ κατετρώθησαν, ἀνατραπέντες ταῖς ψυχαῖς πρὸς φυγὴν ὥρμησαν. ἐπικειμένων δὲ τῶν Ἑλλήνων, οἱ μὲν πλείους τῶν βαρβάρων εἰς τὸ ξύλινον τεῖχος συνέφυγον, τῶν δ´ ἄλλων οἱ μὲν μετὰ Μαρδονίου ταχθέντες Ἕλληνες εἰς τὰς Θήβας ἀνεχώρησαν, τοὺς δὲ λοιποὺς ὄντας πλείους τῶν τετρακισμυρίων ἀναλαβὼν Ἀρτάβαζος, ἀνὴρ παρὰ Πέρσαις ἐπαινούμενος, εἰς θάτερον μέρος ἔφυγε, καὶ σύντονον τὴν ἀναχώρησιν ποιησάμενος προῆγεν ἐπὶ τῆς Φωκίδος.







[11,32] Τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἐν τῇ φυγῇ τῶν βαρβάρων σχισθέντων, ὁμοίως καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων πλῆθος διεμερίσθη· Ἀθηναῖοι μὲν γὰρ καὶ Πλαταιεῖς καὶ Θεσπιεῖς τοὺς ἐπὶ Θηβῶν ὁρμήσαντας ἐδίωξαν, Κορίνθιοι δὲ καὶ Σικυώνιοι καὶ Φλιάσιοι καί τινες ἕτεροι τοῖς μετὰ Ἀρταβάζου φεύγουσιν ἐπηκολούθησαν, Λακεδαιμόνιοι δὲ μετὰ τῶν λοιπῶν τοὺς εἰς τὸ ξύλινον τεῖχος καταφυγόντας διώξαντες ἐπόρθησαν προθύμως. οἱ δὲ Θηβαῖοι δεξάμενοι τοὺς φεύγοντας καὶ προσαναλαβόντες ἐπέθεντο τοῖς διώκουσιν Ἀθηναίοις· γενομένης δὲ πρὸ τῶν τειχῶν καρτερᾶς μάχης, καὶ τῶν Θηβαίων λαμπρῶς ἀγωνισαμένων, ἔπεσον μὲν οὐκ ὀλίγοι παρ´ ἀμφοτέροις, τὸ δὲ τελευταῖον βιασθέντες ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων, συνέφυγον πάλιν εἰς τὰς Θήβας. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ μὲν Ἀθηναῖοι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἀποχωρήσαντες, μετὰ τούτων ἐτειχομάχουν πρὸς τοὺς καταφυγόντας εἰς τὴν παρεμβολὴν τῶν Περσῶν· μεγάλου δὲ ἀγῶνος ἐξ ἀμφοτέρων γενομένου, καὶ τῶν μὲν βαρβάρων ἐκ τόπων ὠχυρωμένων καλῶς ἀγωνισαμένων, τῶν δ´ Ἑλλήνων βίαν προσαγόντων τοῖς ξυλίνοις τείχεσι, πολλοὶ μὲν παραβόλως ἀγωνιζόμενοι κατετιτρώσκοντο, οὐκ ὀλίγοι δὲ καὶ τῷ πλήθει τῶν βελῶν διαφθειρόμενοι τὸν θάνατον εὐψύχως ὑπέμενον. οὐ μήν γε τὴν ὁρμὴν καὶ βίαν τῶν Ἑλλήνων ἔστεγεν οὔτε τὸ κατεσκευασμένον τεῖχος οὔτε τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων, ἀλλ´ ἅπαν τὸ ἀντιτεταγμένον ὑπείκειν ἠναγκάζετο· ἡμιλλῶντο γὰρ πρὸς ἀλλήλους οἱ τῆς Ἑλλάδος ἡγούμενοι Λακεδαιμόνιοι καὶ Ἀθηναῖοι, μεμετεωρισμένοι μὲν ταῖς προγεγενημέναις νίκαις, πεποιθότες δὲ ταῖς ἑαυτῶν ἀρεταῖς. τέλος δὲ κατὰ κράτος ἁλόντες οἱ βάρβαροι, δεόμενοι ζωγρεῖν οὐδενὸς ἐτύγχανον ἐλέου. ὁ γὰρ στρατηγὸς τῶν Ἑλλήνων Παυσανίας ὁρῶν τοῖς πλήθεσιν ὑπερέχοντας τοὺς βαρβάρους, εὐλαβεῖτο μή τι παράλογον γένηται, πολλαπλασίων ὄντων τῶν βαρβάρων· διὸ καὶ παραγγείλαντος αὐτοῦ μηδένα ζωγρεῖν, ταχὺ πλῆθος ἄπιστον νεκρῶν ἐγένετο. τέλος δὲ οἱ Ἕλληνες ὑπὲρ τὰς δέκα μυριάδας τῶν βαρβάρων κατακόψαντες μόγις ἐπαύσαντο τοῦ κτείνειν τοὺς πολεμίους.









[11,33] Τοιοῦτον δὲ πέρας τῆς μάχης λαβούσης, οἱ μὲν Ἕλληνες τοὺς πεσόντας ἔθαψαν, ὄντας πλείους τῶν μυρίων. διελόμενοι δὲ τὰ λάφυρα κατὰ τὸν τῶν στρατιωτῶν ἀριθμὸν τὴν περὶ τῶν ἀριστείων κρίσιν ἐποιήσαντο, καὶ χάριτι δουλεύσαντες ἔκριναν ἀριστεῦσαι πόλιν μὲν Σπάρτην, ἄνδρα δὲ Παυσανίαν τὸν Λακεδαιμόνιον. Ἀρτάβαζος δ´ ἔχων τῶν φευγόντων Περσῶν εἰς τετρακισμυρίους, καὶ διὰ τῆς Φωκίδος εἰς Μακεδονίαν πορευθείς, ὀξυτάταις πορείαις ἐχρῆτο, καὶ ἐσώθη μετὰ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὴν Ἀσίαν. οἱ δ´ Ἕλληνες ἐκ τῶν λαφύρων δεκάτην ἐξελόμενοι κατεσκεύασαν χρυσοῦν τρίποδα, καὶ ἀνέθηκαν εἰς Δελφοὺς χαριστήριον τῷ θεῷ, ἐπιγράψαντες ἐλεγεῖον τόδε,


Ἑλλάδος εὐρυχόρου σωτῆρες τόνδ´ ἀνέθηκαν,
δουλοσύνης στυγερᾶς ῥυσάμενοι πόλιας.



ἐπέγραψαν δὲ καὶ τοῖς ἐν Θερμοπύλαις ἀποθανοῦσι Λακεδαιμονίοις κοινῇ μὲν ἅπασι τόδε,


μυριάσιν ποτὲ τῇδε διηκοσίαις ἐμάχοντο
ἐκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέτορες,



ἰδίᾳ δὲ αὐτοῖς τόδε,

ὦ ξεῖν´, ἄγγειλον Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα
τοῖς κείνων πειθόμενοι νομίμοις.


ὁμοίως δὲ καὶ ὁ τῶν Ἀθηναίων δῆμος ἐκόσμησε τοὺς τάφους τῶν ἐν τῷ Περσικῷ πολέμῳ τελευτησάντων, καὶ τὸν ἀγῶνα τὸν ἐπιτάφιον τότε πρῶτον ἐποίησε, καὶ νόμον ἔθηκε λέγειν ἐγκώμια τοῖς δημοσίᾳ θαπτομένοις τοὺς προαιρεθέντας τῶν ῥητόρων. μετὰ δὲ ταῦτα Παυσανίας μὲν ὁ στρατηγὸς ἀναλαβὼν τὴν δύναμιν ἐστράτευσεν ἐπὶ τὰς Θήβας, καὶ τοὺς αἰτίους τῆς πρὸς Πέρσας συμμαχίας ἐξῄτει πρὸς τὴν τιμωρίαν· τῶν δὲ Θηβαίων καταπεπληγμένων τό τε πλῆθος τῶν πολεμίων καὶ τὰς ἀρετάς, οἱ μὲν αἰτιώτατοι τῆς ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων ἀποστάσεως ἑκουσίως ὑπομείναντες τὴν παράδοσιν ἐκολάσθησαν ὑπὸ τοῦ Παυσανίου καὶ πάντες ἀνῃρέθησαν.


Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte






28. Όταν η αποξένωση που είχε επέλθει μεταξύ των Αθηναίων και των υπολοίπων Ελλήνων έγινε ευρέως γνωστή, έφτασαν στην Αθήνα πρέσβεις τόσο από τους Πέρσες όσο και από τους Έλληνες. Αυτοί λοιπόν που είχαν αποσταλεί από τους Πέρσες, είπαν πως ο στρατηγός Μαρδόνιος υποσχόταν στους Αθηναίους ότι, αν πήγαιναν με το μέρος των Περσών, θα τους έδινε όποια περιοχή της Ελλάδας ήθελαν, ότι θα ανοικοδομούσε τα τείχη και τους ναούς και ότι θα επέτρεπε στην πόλη να είναι αυτόνομη. Ενώ εκείνοι που είχαν σταλεί από τους Λακεδαιμονίους τους ζητούσαν να μη δώσουν πίστη στους βαρβάρους, αλλά να διατηρήσουν την εύνοια τους προς τους Έλληνες που ήταν συγγενείς τους και είχαν την ίδια με αυτούς γλώσσα. Οι Αθηναίοι αποκρίθηκαν στους βαρβάρους ότι οι Πέρσες δε διέθεταν ούτε χώρα τέτοια ούτε χρυσάφι τόσο που, αν τα δέχονταν οι Αθηναίοι, θα εγκατέλειπαν τους Έλληνες. Στους Λακεδαιμονίους είπαν ότι την ίδια φροντίδα που είχαν επιδείξει στο παρελθόν για την Ελλάδα, θα προσπαθούσαν να τη διατηρήσουν και στο εξής, και ότι από εκείνους ζητούσαν να έρθουν το συντομότερο στην Αττική μαζί με όλους τους συμμάχους, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι ο Μαρδόνιος, τώρα που οι Αθηναίοι του είχαν εναντιωθεί, θα ερχόταν με στρατό στην Αθήνα. Κι έτσι κι έγινε. Ο Μαρδόνιος, που παρέμενε στη Βοιωτία με τις δυνάμεις του, επιχείρησε αρχικά να κάνει μερικές από τις πόλεις της Πελοποννήσου να αποστατήσουν στέλνοντας χρήματα στους προεστούς των πόλεων, αλλά στη συνέχεια, μαθαίνοντας την απόκριση των Αθηναίων, εξοργισμένος οδήγησε όλο του τον στρατό εναντίον της Αττικής. Πέρα από την στρατιά που του είχε δώσει ο Ξέρξης, ο ίδιος ο Μαρδόνιος είχε συγκεντρώσει από τη Θράκη και τη Μακεδονία και από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, περισσότερους από διακόσιες χιλιάδες άνδρες. Με την προέλαση μιας τόσο μεγάλης δύναμης στην Αττική, οι Αθηναίοι έστειλαν γραμματοκομιστές προς τους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν. Καθώς όμως αυτοί καθυστερούσαν και οι βάρβαροι εισέβαλλαν στην Αττική, τρομοκρατήθηκαν. Για μια ακόμη φορά πήραν τα παιδιά και τις γυναίκες τους και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν να σηκώσουν στη βιασύνη τους, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατέφυγαν όλοι μαζί ξανά στη Σαλαμίνα. Ο Μαρδόνιος θυμωμένος πολύ μαζί τους αφάνισε όλη την περιοχή και ισοπέδωσε την πόλη, ενώ τα ιερά που είχαν απομείνει τα κατέστρεψε ολοκληρωτικά.


29. Όταν ο Μαρδόνιος ξαναγύρισε στις Θήβες με το στρατό του, οι Έλληνες σύνεδροι αποφάσισαν να παραλάβουν τους Αθηναίους και, βγαίνοντας όλοι μαζί στις Πλαταιές, να αγωνιστούν μέχρι τέλους για την ελευθερία. Αποφάσισαν επίσης να κάνουν όρκο στους θεούς ότι, αν νικήσουν, θα τελούν εκείνη την ημέρα οι Έλληνες από κοινού τη γιορτή της Ελευθερίας και θα οργανώσουν τους αγώνες της ελευθερίας στις Πλαταιές. Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό, αποφάσισαν να δώσουν όλοι όρκο σχετικά με τον πόλεμο, που θα προστάτευε την ομόνοια μεταξύ τους και θα τους ανάγκαζε να υπομείνουν γενναία τους κινδύνους. Ο όρκος ήταν ο εξής: «Δε θα θεωρήσω πιο σημαντική τη ζωή από την ελευθερία ούτε θα εγκαταλείψω τους αρχηγούς, είτε ζωντανούς είτε πεθαμένους, και θα θάψω όλους τους συμμάχους που θα έχουν πεθάνει στη μάχη. Αν επικρατήσω των βαρβάρων στον πόλεμο, δεν θα ερημώσω καμιά από τις πόλεις που συμμετείχαν στον αγώνα και δε θα ανοικοδομήσω κανένα από τα ιερά που πυρπολήθηκαν ή γκρεμίστηκαν, αλλά θα τα αφήσω και θα τα παραδώσω στους μεταγενέστερους ως υπενθύμιση της ασέβειας των βαρβάρων». Αφού έδωσαν τον όρκο, πορεύτηκαν προς τη Βοιωτία μέσω του Κιθαιρώνα και αφού κατέβηκαν προς τις υπώρειες κοντά στις Ερυθρές, έστησαν εκεί το στρατόπεδό τους. Αρχηγός των Αθηναίων ήταν ο Αριστείδης, ενώ γενικός αρχηγός όλων ήταν ο Παυσανίας, που ήταν επίτροπος του γιου του Λεωνίδα.


30. Όταν ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι η δύναμη των εχθρών βάδιζε κατά της Βοιωτίας, βγήκε από τις Θήβες. Φτάνοντας στον Ασωπό ποταμό, έστησε το στρατόπεδο του, το οποίο οχύρωσε με βαθιά τάφρο και το περιέβαλε με ξύλινο τείχος. Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων έφτανε τις εκατό χιλιάδες, ενώ των βαρβάρων τις πεντακόσιες χιλιάδες. Πρώτοι ξεκίνησαν τη μάχη οι βάρβαροι, οι οποίοι ξεχύθηκαν καταπάνω τους και επέλασαν με όλους τους ιππείς τους εναντίον του στρατοπέδου. Οι Αθηναίοι, που το αντιλήφθηκαν έγκαιρα και είχαν συντάξει τις δυνάμεις τους, τους αντιμετώπισαν θαρραλέα και επακολούθησε κρατερή μάχη. Τελικά, όλοι οι άλλοι Έλληνες έτρεψαν σε φυγή τους βαρβάρους που είχαν παραταχθεί εναντίον τους, και μόνο οι Μεγαρείς, που αντιμετώπιζαν τον ίππαρχο και τους άριστους ιππείς των Περσών και πιέζονταν ισχυρά κατά τη μάχη, δεν εγκατέλειψαν μεν τις γραμμές τους, αλλά έστειλαν μερικούς άντρες στους Αθηναίους και στους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ο Αριστείδης έστειλε γρήγορα τους επίλεκτους Αθηναίους του, κι αυτοί, πυκνώνοντας τις γραμμές τους και πέφτοντας με ορμή εναντίον των βαρβάρων, τους μεν Μεγαρείς τους έβγαλαν από τους επικείμενους κινδύνους, ενώ από τους Πέρσες σκότωσαν τον ίδιο τον ίππαρχο καθώς και πολλούς άλλους και τους υπόλοιπους τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Έλληνες, τώρα που είχαν υπερισχύσει λαμπρά σ' ένα είδος προκαταρκτικού αγώνα, ήταν πια γεμάτοι ελπίδες για την ολοκληρωτική νίκη. Μετά από αυτά, μετέφεραν το στρατόπεδο τους από τις υπώρειες σε άλλο τόπο που ήταν πιο πρόσφορος για την τελική νίκη. Γιατί δεξιά υπήρχε ένα ψηλός λόφος και από τα αριστερά ο Ασωπός ποταμός, ενώ η ανάμεσα περιοχή καταλαμβανόταν από το στρατόπεδο που ήταν οχυρωμένο από τη φύση και την ασφάλεια που παρείχαν οι τόποι. Ο περιορισμένος χώρος, λοιπόν, του τόπου συνέβαλε κατά πολύ στη νίκη των Ελλήνων που είχαν καταστρώσει τα σχέδια τους με σύνεση, γιατί η φάλαγγα των Περσών δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σ' όλο της το μήκος κι έτσι αχρηστεύονταν οι πολλές μυριάδες των βαρβάρων. Ως εκ τούτου, ο Παυσανίας και ο Αριστείδης, παίρνοντας θάρρος από το πλεονέκτημα που τους έδινε ο τόπος, οδήγησαν το στρατό τους στη μάχη και, αφού συντάχθηκαν με τρόπο που ήταν κατάλληλος για την περίσταση, βάδισαν εναντίον των εχθρών.


31. Ο Μαρδόνιος, αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αυξήσει το βάθος της φάλαγγας, παρέταξε τη δύναμη με τον τρόπο που θεώρησε πως θα ήταν προς το συμφέρον του, και με δυνατές ιαχές αντιμετώπισε τους Έλληνες. Έχοντας γύρω του τους καλύτερους στρατιώτες, ρίχτηκε πρώτος εναντίον των Λακεδαιμονίων, που ήταν παραταγμένοι απέναντι του, και μαχόμενος γενναία σκότωσε πολλούς Έλληνες. Οι Λακεδαιμόνιοι του αντιστάθηκαν ρωμαλέα και υπέμεναν κάθε κίνδυνο με προθυμία, με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλο φονικό στους βαρβάρους. Όση ώρα λοιπόν ο Μαρδόνιος με τους επίλεκτους άντρες του συνέχιζαν να αγωνίζονται μπροστά, οι βάρβαροι υπέμεναν με ευψυχία τη φοβερή μάχη, όταν όμως ο Μαρδόνιος έπεσε αγωνιζόμενος μανιασμένα και από τους επίλεκτους άλλοι πέθαναν και άλλοι κατατραυματίστηκαν, το θάρρος τους εξανεμίστηκε και τράπηκαν ορμητικά σε φυγή. Καθώς οι Έλληνες τους ακολουθούσαν, οι περισσότεροι από τους βαρβάρους κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος, ενώ, από τους άλλους, οι Έλληνες που είχαν ταχθεί με το μέρος του Μαρδόνιου αναχώρησαν για τις Θήβες, και τους υπόλοιπους, που ήταν περισσότεροι από τετρακόσιες χιλιάδες, τους πήρε μαζί του ο Αρτάβαζος, άντρας που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Πέρσες, ο οποίος στράφηκε προς την άλλη κατεύθυνση και υποχωρώντας κάτω από μεγάλη πίεση βάδισε προς τη Φωκίδα.


32. Καθώς οι βάρβαροι χωρίστηκαν μ' αυτό τον τρόπο κατά τη φυγή τους, με τον ίδιο τρόπο μοιράστηκαν και οι Έλληνες. Γιατί οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς όρμησαν εναντίον αυτών που κατευθύνονταν στις Θήβες και τους καταδίωξαν, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Φλιάσιοι και μερικοί άλλοι, ακολούθησαν κατά πόδας εκείνους που είχαν τραπεί σε φυγή με τον Αρτάβαζο, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μαζί με τους υπόλοιπους, αφού καταδίωξαν όσους είχαν καταφύγει στο ξύλινο τείχος, τους εξολόθρευσαν με ζήλο. Οι Θηβαίοι δέχτηκαν τους φυγάδες και, αφού τους πρόσθεσαν στις δυνάμεις τους, επιτέθηκαν στους Αθηναίους που τους καταδίωκαν. Ακολούθησε κρατερή μάχη μπροστά στα τείχη και μετά από λαμπρό αγώνα των Θηβαίων, έπεσαν όχι και λίγοι και από τις δυο πλευρές, αλλά τελικά, μετά από ισχυρή πίεση των Αθηναίων, κατέφυγαν πάλι όλοι μαζί στις Θήβες. Μετά από αυτά, οι Αθηναίοι αποχώρησαν προς τους Λακεδαιμονίους και επιτέθηκαν μαζί τους στα τείχη εναντίον των Περσών που είχαν καταφύγει στο στρατόπεδο. Επακολούθησε μεγάλος αγώνας και από τις δυο πλευρές, και οι μεν βάρβαροι αγωνίστηκαν γενναία από οχυρωμένες θέσεις, ενώ από τους Έλληνες που επιτίθονταν στα ξύλινα τείχη, πολλοί, αγωνιζόμενοι ριψοκίνδυνα, δέχτηκαν πολλά τραύματα και, ουκ ολίγοι που σκοτώνονταν από το πλήθος των βελών υπέμεναν τον θάνατο με ευψυχία. Ωστόσο, την ορμή και τη βία των Ελλήνων δεν άντεξε ούτε το κατασκευασμένο τείχος ούτε το πλήθος των βαρβάρων, και κάθε είδους αντίσταση υποχρεώθηκε να ενδώσει, γιατί συναγωνίζονταν μεταξύ τους οι πρώτοι της Ελλάδας, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, που είχαν αποκτήσει έπαρση από τις προηγούμενες νίκες τους και είχαν εμπιστοσύνη στην ανδρεία τους. Τέλος, οι βάρβαροι νικήθηκαν κατά κράτος και, μολονότι παρακαλούσαν να πιαστούν αιχμάλωτοι, δεν βρήκαν έλεος. Γιατί ο στρατηγός των Ελλήνων, ο Παυσανίας, βλέποντας πόσο υπερείχαν σε πλήθος οι βάρβαροι, φυλαγόταν μήπως συμβεί κάτι απροσδόκητο, μια που οι βάρβαροι ήταν πολύ περισσότεροι αριθμητικά. Γι' αυτό, έχοντας δώσει εντολή να μην πιαστεί κανείς αιχμάλωτος, πολύ γρήγορα το πλήθος των νεκρών ήταν απίστευτο. Τελικά, οι Έλληνες, αφού κατέσφαξαν πάνω από εκατό χιλιάδες βαρβάρους, με κόπο κατάφεραν να πάψουν να σκοτώνουν τους εχθρούς.


33. Αφού με τέτοιο τρόπο τέλειωσε η μάχη, οι Έλληνες έθαψαν τους πεσόντες που ήταν περισσότεροι από δέκα χιλιάδες. Μοίρασαν τα λάφυρα ανάλογα με τον αριθμό των στρατιωτών και έβαλαν το θέμα για την απονομή των αριστείων. Κάνοντας πάλι εκδούλευση, από τις πόλεις έκριναν άξια του βραβείου τη Σπάρτη και από τους άντρες τον Παυσανία τον Λακεδαιμόνιο. Στο μεταξύ, ο Αρτάβαζος, έχοντας μαζί του περίπου σαράντα χιλιάδες Πέρσες, πέρασε μέσω της Φωκίδας στη Μακεδονία, βαδίζοντας με τη μεγαλύτερη ταχύτητα, και έφτασε σώος με τους στρατιώτες του στην Ασία. Οι Έλληνες, αφαιρώντας το ένα δέκατο από τα λάφυρα, κατασκεύασαν χρυσό τρίποδα και τον αφιέρωσαν στους Δελφούς χαράζοντας πάνω του την εξής ελεγεία:

Οι σωτήρες της πλατιάς Ελλάδας αφιέρωσαν τούτο τον τρίποδα,
αφού ελευθέρωσαν τις πόλεις από τη στυγερή σκλαβιά.


Αφιέρωσαν επίσης επιτύμβια επιγράμματα για τους Λακεδαιμονίους που έπεσαν στις Θερμοπύλες, για όλους μαζί το εξής:

Εδώ κάποτε διακόσιες μυριάδες εχθρών πολέμησαν
τέσσερις χιλιάδες άντρες από την Πελοπόννησο.


Και ιδιαίτερα για τους Λακεδαιμονίους:

Ξένε, ανάγγειλε στους Λακεδαιμονίους ότι εδώ είμαστε πεσμένοι,
πιστοί στους δικούς τους νόμους.


Με όμοιο τρόπο, ο δήμος των Αθηναίων, στόλισε τους τάφους εκείνων που πέθαναν στον Περσικό πόλεμο, τέλεσε για πρώτη φορά τους επιτάφιους αγώνες και ψήφισε νόμο να εκφωνούνται εγκώμια για εκείνους που θάβονταν με δημόσια δαπάνη, από προεπιλεγμένους ρήτορες. Μετά από αυτά, ο στρατηγός Παυσανίας πήρε το στράτευμα και εκστράτευσε εναντίον των Θηβών, όπου απαίτησε να εκδοθούν οι αίτιοι της συμμαχίας με τους Πέρσες για να τιμωρηθούν. Οι Θηβαίοι ήταν τόσο τρομαγμένοι από το πλήθος των αντιπάλων και από την ανδρεία τους στη μάχη, ώστε οι κύριοι αίτιοι για την αποστασία από τους Έλληνες, αφού δέχτηκαν εκούσια την παράδοση τους, τιμωρήθηκαν από τον Παυσανία και εκτελέστηκαν όλοι.


Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Η μαχη συμφωνα με τον Ηροδοτο






ΒΙΒΛΙΟ Η ΟΥΡΑΝΙΑ
Πρόταση του Μαρδόνιου στον Ξέρξη



[8,100] καὶ περὶ Πέρσας μὲν ἦν ταῦτα τὸν πάντα μεταξὺ χρόνον γενόμενον, μέχρι οὗ Ξέρξης αὐτός σφεας ἀπικόμενος ἔπαυσε. Μαρδόνιος δὲ ὁρῶν μὲν Ξέρξην συμφορὴν μεγάλην ἐκ τῆς ναυμαχίης ποιεύμενον, ὑποπτεύων δὲ αὐτὸν δρησμὸν βουλεύειν ἐκ τῶν Ἀθηνέων, φροντίσας πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει δίκην ἀναγνώσας βασιλέα στρατεύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, καί οἱ κρέσσον εἴη ἀνακινδυνεῦσαι ἢ κατεργάσασθαι τὴν Ἑλλάδα ἢ αὐτὸν καλῶς τελευτῆσαι τὸν βίον ὑπὲρ μεγάλων αἰωρηθέντα· πλέον μέντοι ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσασθαι τὴν Ἑλλάδα· λογισάμενος ὦν ταῦτα προσέφερε τὸν λόγον τόνδε. (2) “δέσποτα, μήτε λυπέο μήτε συμφορὴν μηδεμίαν μεγάλην ποιεῦ τοῦδε τοῦ γεγονότος εἵνεκα πρήγματος. οὐ γὰρ ξύλων ἀγὼν ὁ τὸ πᾶν φέρων ἐστὶ ἡμῖν, ἀλλ᾽ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων. σοὶ δὲ οὔτε τις τούτων τῶν τὸ πᾶν σφίσι ἤδη δοκεόντων κατεργάσθαι ἀποβὰς ἀπὸ τῶν νεῶν πειρήσεται ἀντιωθῆναι οὔτ᾽ ἐκ τῆς ἠπείρου τῆσδε· οἵ τε ἡμῖν ἠντιώθησαν, ἔδοσαν δίκας. (3) εἰ μέν νυν δοκέει, αὐτίκα πειρώμεθα τῆς Πελοποννήσου· εἰ δὲ καὶ δοκέει ἐπισχεῖν, παρέχει ποιέειν ταῦτα. μηδὲ δυσθύμεε· οὐ γὰρ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔκδυσις μὴ οὐ δόντας λόγον τῶν ἐποίησαν νῦν τε καὶ πρότερον εἶναι σοὺς δούλους. μάλιστα μέν νυν ταῦτα ποίεε· εἰ δ᾽ ἄρα τοι βεβούλευται αὐτὸν ἀπελαύνοντα ἀπάγειν τὴν στρατιήν, ἄλλην ἔχω καὶ ἐκ τῶνδε βουλήν. (4) σὺ Πέρσας, βασιλεῦ, μὴ ποιήσῃς καταγελάστους γενέσθαι Ἕλλησι· οὐδὲ γὰρ ἐν Πέρσῃσί τοί τι δεδήληται τῶν πρηγμάτων, οὐδ᾽ ἐρέεις ὅκου ἐγενόμεθα ἄνδρες κακοί. εἰ δὲ Φοίνικές τε καὶ Αἰγύπτιοι καὶ Κύπριοί τε καὶ Κίλικες κακοὶ ἐγένοντο, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο προσήκει τὸ πάθος. (5) ἤδη ὦν, ἐπειδὴ οὐ Πέρσαι τοι αἴτιοι ἐισί, ἐμοὶ πείθεο· εἴ τοι δέδοκται μὴ παραμένειν, σὺ μὲν ἐς ἤθεα τὰ σεωυτοῦ ἀπέλαυνε τῆς στρατιῆς ἀπάγων τὸ πολλόν, ἐμὲ δὲ σοὶ χρὴ τὴν Ἑλλάδα παρασχεῖν δεδουλωμένην, τριήκοντα μυριάδας τοῦ στρατοῦ ἀπολεξάμενον”.









[8,101] ταῦτα ἀκούσας Ξέρξης ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη τε καὶ ἥσθη, πρὸς Μαρδόνιόν τε βουλευσάμενος ἔφη ὑποκρινέεσθαι ὁκότερον ποιήσει τούτων.



[8,113] οἱ δ᾽ ἀμφὶ Ξέρξην ἐπισχόντες ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ναυμαχίην ἐξήλαυνον ἐς Βοιωτοὺς τὴν αὐτὴν ὁδόν. ἔδοξε γὰρ Μαρδονίῳ ἅμα μὲν προπέμψαι βασιλέα, ἅμα δὲ ἀνωρίη εἶναι τοῦ ἔτεος πολεμέειν, χειμερίσαι τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ, καὶ ἔπειτα ἅμα τῷ ἔαρι πειρᾶσθαι τῆς Πελοποννήσου. (2) ὡς δὲ ἀπίκατο ἐς τὴν Θεσσαλίην, ἐνθαῦτα Μαρδόνιος ἐξελέγετο πρώτους μὲν τοὺς Πέρσας πάντας τοὺς ἀθανάτους καλεομένους, πλὴν Ὑδάρνεος τοῦ στρατηγοῦ (οὗτος γὰρ οὐκ ἔφη λείψεσθαι βασιλέος), μετὰ δὲ τῶν ἄλλων Περσέων τοὺς θωρηκοφόρους καὶ τὴν ἵππον τὴν χιλίην, καὶ Μήδους τε καὶ Σάκας καὶ Βακτρίους τε καὶ Ἰνδούς, καὶ τὸν πεζὸν καὶ τὴν ἄλλην ἵππον. (3) ταῦτα μὲν ἔθνεα ὅλα εἵλετο, ἐκ δὲ τῶν ἄλλων συμμάχων ἐξελέγετο κατ᾽ ὀλίγους, τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων καὶ εἰ τεοῖσι τι χρηστὸν συνῄδεε πεποιημένον· ἓν δὲ πλεῖστον ἔθνος Πέρσας αἱρέετο, ἄνδρας στρεπτοφόρους τε καὶ ψελιοφόρους, ἐπὶ δὲ Μήδους· οὗτοι δὲ τὸ πλῆθος μὲν οὐκ ἐλάσσονες ἦσαν τῶν Περσέων, ῥώμῃ δὲ ἥσσονες. ὥστε σύμπαντας τριήκοντα μυριάδας γενέσθαι σὺν ἱππεῦσι.








[8,114] ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ, ἐν τῷ Μαρδόνιός τε τὴν στρατιὴν διέκρινε καὶ Ξέρξης ἦν περὶ Θεσσαλίην, χρηστήριον ἐληλύθεε ἐκ Δελφῶν Λακεδαιμονίοισι, Ξέρξην αἰτέειν δίκας τοῦ Λεωνίδεω φόνου καὶ τὸ διδόμενον ἐξ ἐκείνου δέκεσθαι. πέμπουσι δὴ κήρυκα τὴν ταχίστην Σπαρτιῆται, ὃς ἐπειδὴ κατέλαβε ἐοῦσαν ἔτι πᾶσαν τὴν στρατιὴν ἐν Θεσσαλίῃ, ἐλθὼν ἐς ὄψιν τὴν Ξέρξεω ἔλεγε τάδε. (2) “ὦ βασιλεῦ Μήδων, Λακεδαιμόνιοί τέ σε καὶ Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀπὸ Σπάρτης αἰτέουσι φόνου δίκας, ὅτι σφέων τὸν βασιλέα ἀπέκτεινας ῥυόμενον τὴν Ἑλλάδα”. ὁ δὲ γελάσας τε καὶ κατασχὼν πολλὸν χρόνον, ὥς οἱ ἐτύγχανε παρεστεὼς Μαρδόνιος, δεικνὺς ἐς τοῦτον εἶπε “τοιγὰρ σφι Μαρδόνιος ὅδε δίκας δώσει τοιαύτας οἵας ἐκείνοισι πρέπει”.



Ο Αλέξανδρος του Αμύντα φέρνει μήνυμα του Μαρδόνιου στους Αθηναίους


[8,140] [...] ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Ἀμύντεω· ὡς δὲ ἀπίκετο ἐς τὰς Ἀθήνας ἀποπεμφθεὶς ὑπὸ Μαρδονίου, ἔλεγε τάδε. “ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Μαρδόνιος τάδε λέγει. ἐμοὶ ἀγγελίη ἥκει παρὰ βασιλέος λέγουσα οὕτω”. Ἀθηναίοισι τὰς ἁμαρτάδας τὰς ἐς ἐμὲ ἐξ ἐκείνων γενομένας πάσας μετίημι. νῦν τε ὧδε Μαρδόνιε ποίεε· τοῦτο μὲν τὴν γῆν σφι ἀπόδος, τοῦτο δὲ ἄλλην πρὸς ταύτῃ ἑλέσθων αὐτοί, ἥντινα ἂν ἐθέλωσι, ἐόντες αὐτόνομοι· ἱρά τε πάντα σφι, ἢν δὴ βούλωνταί γε ἐμοὶ ὁμολογέειν, ἀνόρθωσον, ὅσα ἐγὼ ἐνέπρησα”. τούτων δὲ ἀπιγμένων ἀναγκαίως ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα, ἢν μὴ τὸ ὑμέτερον αἴτιον γένηται. λέγω δὲ ὑμῖν τάδε. νῦν τί μαίνεσθε πόλεμον βασιλέι ἀειρόμενοι; οὔτε γὰρ ἂν ὑπερβάλοισθε οὔτε οἷοί τε ἐστὲ ἀντέχειν τὸν πάντα χρόνον. εἴδετε μὲν γὰρ τῆς Ξέρξεω στρατηλασίης τὸ πλῆθος καὶ τὰ ἔργα, πυνθάνεσθε δὲ καὶ τὴν νῦν παρ᾽ ἐμοὶ ἐοῦσαν δύναμιν· ὥστε καὶ ἢν ἡμέας ὑπερβάλησθε καὶ νικήσητε, τοῦ περ ὑμῖν οὐδεμία ἐλπὶς εἴ περ εὖ φρονέετε, ἄλλη παρέσται πολλαπλησίη. μὴ ὦν βούλεσθε παρισούμενοι βασιλέι στέρεσθαι μὲν τῆς χώρης, θέειν δὲ αἰεὶ περὶ ὑμέων αὐτῶν, ἀλλὰ καταλύσασθε· παρέχει δὲ ὑμῖν κάλλιστα καταλύσασθαι, βασιλέος ταύτῃ ὁρμημένου. ἔστε ἐλεύθεροι, ἡμῖν ὁμαιχμίην συνθέμενοι ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης. (140B) Μαρδόνιος μὲν ταῦτα ὦ Ἀθηναῖοι ἐνετείλατό μοι εἰπεῖν πρὸς ὑμέας· ἐγὼ δὲ περὶ μὲν εὐνοίης τῆς πρὸς ὑμέας ἐούσης ἐξ ἐμεῦ οὐδὲν λέξω, οὐ γὰρ ἂν νῦν πρῶτον ἐκμάθοιτε, προσχρηίζω δὲ ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ. (2) ἐνορῶ γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι τὸν πάντα χρόνον πολεμέειν Ξέρξῃ· εἰ γὰρ ἐνώρων τοῦτο ἐν ὑμῖν, οὐκ ἄν κοτε ἐς ὑμέας ἦλθον ἔχων λόγους τούσδε· καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστὶ καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. (3) ἢν ὦν μὴ αὐτίκα ὁμολογήσητε, μεγάλα προτεινόντων ἐπ᾽ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι, δειμαίνω ὑπὲρ ὑμέων ἐν τρίβῳ τε μάλιστα οἰκημένων τῶν συμμάχων πάντων αἰεί τε φθειρομένων μούνων, ἐξαίρετον μεταίχμιόν τε τὴν γῆν ἐκτημένων. (4) ἀλλὰ πείθεσθε· πολλοῦ γὰρ ὑμῖν ἄξια ταῦτα, εἰ βασιλεύς γε ὁ μέγας μούνοισι ὑμῖν Ἑλλήνων τὰς ἁμαρτάδας ἀπιεὶς ἐθέλει φίλος γενέσθαι”.
















[8,141] Ἀλέξανδρος μὲν ταῦτα ἔλεξε. Λακεδαιμόνιοι δὲ πυθόμενοι ἥκειν Ἀλέξανδρον ἐς Ἀθήνας ἐς ὁμολογίην ἄξοντα τῷ βαρβάρῳ Ἀθηναίους, ἀναμνησθέντες τῶν λογίων ὥς σφεας χρεόν ἐστι ἅμα τοῖσι ἄλλοισι Δωριεῦσι ἐκπίπτειν ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων τε καὶ Ἀθηναίων, κάρτα τε ἔδεισαν μὴ ὁμολογήσωσι τῷ Πέρσῃ Ἀθηναῖοι, αὐτίκα τέ σφι ἔδοξε πέμπειν ἀγγέλους. (2) καὶ δὴ συνέπιπτε ὥστε ὁμοῦ σφεων γίνεσθαι τὴν κατάστασιν· ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι διατρίβοντες, εὖ ἐπιστάμενοι ὅτι ἔμελλον Λακεδαιμόνιοι πεύσεσθαι ἥκοντα παρὰ τοῦ βαρβάρου ἄγγελον ἐπ᾽ ὁμολογίῃ, πυθόμενοί τε πέμψειν κατὰ τάχος ἀγγέλους. ἐπίτηδες ὦν ἐποίευν, ἐνδεικνύμενοι τοῖσι Λακεδαιμονίοισι τὴν ἑωυτῶν γνώμην.







[8,142] ὡς δὲ ἐπαύσατο λέγων Ἀλέξανδρος, διαδεξάμενοι ἔλεγον οἱ ἀπὸ Σπάρτης ἄγγελοι “ἡμέας δὲ ἔπεμψαν Λακεδαιμόνιοι δεησομένους ὑμέων μήτε νεώτερον ποιέειν μηδὲν κατὰ τὴν Ἑλλάδα μήτε λόγους ἐνδέκεσθαι παρὰ τοῦ βαρβάρου. (2) οὔτε γὰρ δίκαιον οὐδαμῶς οὔτε κόσμον φέρον οὔτε γε ἄλλοισι Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι, ὑμῖν δὲ δὴ καὶ διὰ πάντων ἥκιστα πολλῶν εἵνεκα. ἠγείρατε γὰρ τόνδε τὸν πόλεμον ὑμεῖς οὐδὲν ἡμέων βουλομένων, καὶ περὶ τῆς ὑμετέρης ἀρχῆθεν ὁ ἀγὼν ἐγένετο, νῦν δὲ φέρει καὶ ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα· (3) ἄλλως τε τούτων ἁπάντων αἰτίους γενέσθαι δουλοσύνης τοῖσι Ἕλλησι Ἀθηναίους οὐδαμῶς ἀνασχετόν, οἵτινες αἰεὶ καὶ τὸ πάλαι φαίνεσθε πολλοὺς ἐλευθερώσαντες ἀνθρώπων. πιεζευμένοισι μέντοι ὑμῖν συναχθόμεθα, καὶ ὅτι καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν ἤδη καὶ ὅτι οἰκοφθόρησθε χρόνον ἤδη πολλόν. (4) ἀντὶ τούτων δὲ ὑμῖν Λακεδαιμόνιοί τε καὶ οἱ σύμμαχοι ἐπαγγέλλονται γυναῖκάς τε καὶ τὰ ἐς πόλεμον ἄχρηστα οἰκετέων ἐχόμενα πάντα ἐπιθρέψειν, ἔστ᾽ ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ. μηδὲ ὑμέας Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν ἀναγνώσῃ, λεήνας τὸν Μαρδονίου λόγον. (5) τούτῳ μὲν γὰρ ταῦτα ποιητέα ἐστί· τύραννος γὰρ ἐὼν τυράννῳ συγκατεργάζεται· ὑμῖν δὲ οὐ ποιητέα, εἴ περ εὖ τυγχάνετε φρονέοντες, ἐπισταμένοισι ὡς βαρβάροισι ἐστὶ οὔτε πιστὸν οὔτε ἀληθὲς οὐδέν”. ταῦτα ἔλεξαν οἱ ἄγγελοι.








[8,143] Ἀθηναῖοι δὲ πρὸς μὲν Ἀλέξανδρον ὑπεκρίναντο τάδε. “καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δέει τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα. ὁμολογῆσαι δὲ τῷ βαρβάρῳ μήτε σὺ ἡμέας πειρῶ ἀναπείθειν οὔτε ἡμεῖς πεισόμεθα. (2) νῦν τε ἀπάγγελλε Μαρδονίῳ ὡς Ἀθηναῖοι λέγουσι, ἔστ᾽ ἂν ὁ ἥλιος τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἴῃ τῇ περ καὶ νῦν ἔρχεται, μήκοτε ὁμολογήσειν ἡμέας Ξέρξῃ· ἀλλὰ θεοῖσί τε συμμάχοισι πίσυνοί μιν ἐπέξιμεν ἀμυνόμενοι καὶ τοῖσι ἥρωσι, τῶν ἐκεῖνος οὐδεμίαν ὄπιν ἔχων ἐνέπρησε τούς τε οἴκους καὶ τὰ ἀγάλματα. (3) σύ τε τοῦ λοιποῦ λόγους ἔχων τοιούσδε μὴ ἐπιφαίνεο Ἀθηναίοισι, μηδὲ δοκέων χρηστὰ ὑπουργέειν ἀθέμιστα ἔρδειν παραίνεε· οὐ γάρ σε βουλόμεθα οὐδὲν ἄχαρι πρὸς Ἀθηναίων παθεῖν ἐόντα πρόξεινόν τε καὶ φίλον”.








[8,144] πρὸς μὲν Ἀλέξανδρον ταῦτα ὑπεκρίναντο, πρὸς δὲ τοὺς ἀπὸ Σπάρτης ἀγγέλους τάδε. “τὸ μὲν δεῖσαι Λακεδαιμονίους μὴ ὁμολογήσωμεν τῷ βαρβάρῳ, κάρτα ἀνθρωπήιον ἦν· ἀτὰρ αἰσχρῶς γε οἴκατε ἐξεπιστάμενοι τὸ Ἀθηναίων φρόνημα ἀρρωδῆσαι, ὅτι οὔτε χρυσός ἐστι γῆς οὐδαμόθι τοσοῦτος οὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα, τὰ ἡμεῖς δεξάμενοι ἐθέλοιμεν ἂν μηδίσαντες καταδουλῶσαι τὴν Ἑλλάδα. (2) πολλά τε γὰρ καὶ μεγάλα ἐστι τὰ διακωλύοντα ταῦτα μὴ ποιέειν μηδ᾽ ἢν ἐθέλωμεν, πρῶτα μὲν καὶ μέγιστα τῶν θεῶν τὰ ἀγάλματα καὶ τὰ οἰκήματα ἐμπεπρησμένα τε καὶ συγκεχωσμένα, τοῖσι ἡμέας ἀναγκαίως ἔχει τιμωρέειν ἐς τὰ μέγιστα μᾶλλον ἤ περ ὁμολογέειν τῷ ταῦτα ἐργασαμένῳ, αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι. (3) ἐπίστασθέ τε οὕτω, εἰ μὴ πρότερον ἐτυγχάνετε ἐπιστάμενοι, ἔστ᾽ ἂν καὶ εἷς περιῇ Ἀθηναίων, μηδαμὰ ὁμολογήσοντας ἡμέας Ξέρξῃ. ὑμέων μέντοι ἀγάμεθα τὴν προνοίην τὴν πρὸς ἡμέας ἐοῦσαν, ὅτι προείδετε ἡμέων οἰκοφθορημένων οὕτω ὥστε ἐπιθρέψαι ἐθέλειν ἡμέων τοὺς οἰκέτας. (4) καὶ ὑμῖν μὲν ἡ χάρις ἐκπεπλήρωται, ἡμεῖς μέντοι λιπαρήσομεν οὕτω ὅκως ἂν ἔχωμεν, οὐδὲν λυπέοντες ὑμέας. νῦν δέ, ὡς οὕτω ἐχόντων, στρατιὴν ὡς τάχιστα ἐκπέμπετε. (5) ὡς γὰρ ἡμεῖς εἰκάζομεν, οὐκ ἑκὰς χρόνου παρέσται ὁ βάρβαρος ἐσβαλὼν ἐς τὴν ἡμετέρην, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν τάχιστα πύθηται τὴν ἀγγελίην ὅτι οὐδὲν ποιήσομεν τῶν ἐκεῖνος ἡμέων προσεδέετο. πρὶν ὦν παρεῖναι ἐκεῖνον ἐς τὴν Ἀττικήν, ἡμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην”. οἳ μὲν ταῦτα ὑποκριναμένων Ἀθηναίων ἀπαλλάσσοντο ἐς Σπάρτην.





ΒΙΒΛΙΟ Θ ΚΑΛΛΙΟΠΗ
Ετοιμασίες του Μαρδόνιου, 2η κατάληψη της Αθήνας



1. Μαρδόνιος δέ, ὥς οἱ ἀπονοστήσας Ἀλέξανδρος τὰ παρὰ Ἀθηναίων ἐσήμηνε, ὁρμηθεὶς ἐκ Θεσσαλίης ἦγε τὴν στρατιὴν σπουδῇ ἐπὶ τὰς Ἀθήνας. Ὅκου δὲ ἑκάστοτε γίνοιτο, τούτους παρελάμβανε. Τοῖσι δὲ Θεσσαλίης ἡγεομένοισι οὔτε τὰ πρὸ τοῦ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν πολλῷ τε μᾶλλον ἐπῆγον τὸν Πέρσην, καὶ συμπροέπεμψέ τε Θώρηξ ὁ Ληρισαῖος Ξέρξην φεύγοντα καὶ τότε ἐκ τοῦ φανεροῦ παρῆκε Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα.





2. Ἐπεὶ δὲ πορευόμενος γίνεται ὁ στρατὸς ἐν Βοιωτοῖσι, οἱ Θηβαῖοι κατελάμβανον τὸν Μαρδόνιον καὶ συνεβούλευον αὐτῷ λέγοντες ὡς οὐκ εἴη χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι ἐκείνου, οὐδὲ ἔων ἰέναι ἑκαστέρω, ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἱζόμενον ποιέειν ὅκως ἀμαχητὶ τὴν πᾶσαν Ἑλλάδα καταστρέψεται. [2] Κατὰ μὲν γὰρ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας, οἵ περ καὶ πάρος ταὐτὰ ἐγίνωσκον, χαλεπὰ εἶναι περιγίνεσθαι καὶ ἅπασι ἀνθρώποισι· « Εἰ δὲ ποιήσεις τὰ ἡμεῖς παραινέομεν », ἔφασαν λέγοντες, « Ἕξεις ἀπόνως πάντα τὰ ἐκείνων ἰσχυρὰ βουλεύματα· [3] Πέμπε χρήματα ἐς τοὺς δυναστεύοντας ἄνδρας ἐν τῇσι πόλισι, πέμπων δὲ τὴν Ἑλλάδα διαστήσεις· ἐνθεῦτεν δὲ τοὺς μὴ τὰ σὰ φρονέοντας ῥηιδίως μετὰ τῶν στασιωτέων καταστρέψεαι».


3. Οἳ μὲν ταῦτα συνεβούλευον, ὁ δὲ οὐκ ἐπείθετο, ἀλλά οἱ δεινὸς ἐνέστακτο ἵμερος τὰς Ἀθήνας δεύτερα ἑλεῖν, ἅμα μὲν ὑπ᾽ ἀγνωμοσύνης, ἅμα δὲ πυρσοῖσι διὰ νήσων ἐδόκεε βασιλέι δηλώσειν ἐόντι ἐν Σάρδισι ὅτι ἔχοι Ἀθήνας· [2] Ὃς οὐδὲ τότε ἀπικόμενος ἐς τὴν Ἀττικὴν εὗρε τοὺς Ἀθηναίους, ἀλλ᾽ ἔν τε Σαλαμῖνι τοὺς πλείστους ἐπυνθάνετο εἶναι ἔν τε τῇσι νηυσί, αἱρέει τε ἔρημον τὸ ἄστυ. Ἡ δὲ βασιλέος αἵρεσις ἐς τὴν ὑστέρην τὴν Μαρδονίου ἐπιστρατηίην δεκάμηνος ἐγένετο.




4. Ἐπεὶ δὲ ἐν Ἀθήνῃσι ἐγένετο ὁ Μαρδόνιος, πέμπει ἐς Σαλαμῖνα Μουρυχίδην ἄνδρα Ἑλλησπόντιον φέροντα τοὺς αὐτοὺς λόγους τοὺς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν τοῖσι Ἀθηναίοισι διεπόρθμευσε. [2] Ταῦτα δὲ τὸ δεύτερον ἀπέστελλε προέχων μὲν τῶν Ἀθηναίων οὐ φιλίας γνώμας, ἐλπίζων δὲ σφέας ὑπήσειν τῆς ἀγνωμοσύνης, ὡς δοριαλώτου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς χώρης καὶ ἐούσης ὑπ᾽ ἑωυτῷ.







5. Τούτων μὲν εἵνεκα ἀπέπεμψε Μουρυχίδην ἐς Σαλαμῖνα, ὁ δὲ ἀπικόμενος ἐπὶ τὴν βουλὴν ἔλεγε τὰ παρὰ Μαρδονίου. Τῶν δὲ βουλευτέων Λυκίδης εἶπε γνώμην ὡς ἐδόκεε ἄμεινον εἶναι δεξαμένους τὸν λόγον, τόν σφι Μουρυχίδης προφέρει, ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον. [2] Ὃ μὲν δὴ ταύτην τὴν γνώμην ἀπεφαίνετο, εἴτε δὴ δεδεγμένος χρήματα παρὰ Μαρδονίου, εἴτε καὶ ταῦτά οἱ ἑάνδανε· Ἀθηναῖοι δὲ αὐτίκα δεινὸν ποιησάμενοι οἵ τε ἐκ τῆς βουλῆς καὶ οἱ ἔξωθεν ὡς ἐπύθοντο, περιστάντες Λυκίδην κατέλευσαν βάλλοντες, τὸν δὲ Ἑλλησπόντιον Μουρυχίδην ἀπέπεμψαν ἀσινέα. [3] Γενομένου δὲ θορύβου ἐν τῇ Σαλαμῖνι περὶ τὸν Λυκίδην, πυνθάνονται τὸ γινόμενον αἱ γυναῖκες τῶν Ἀθηναίων, διακελευσαμένη δὲ γυνὴ γυναικὶ καὶ παραλαβοῦσα ἐπὶ τὴν Λυκίδεω οἰκίην ἤισαν αὐτοκελέες, καὶ κατὰ μὲν ἔλευσαν αὐτοῦ τὴν γυναῖκα κατὰ δὲ τὰ τέκνα.

6. Ἐς δὲ τὴν Σαλαμῖνα διέβησαν οἱ Ἀθηναῖοι ὧδε. Ἕως μὲν προσεδέκοντο ἐκ τῆς Πελοποννήσου στρατὸν ἥξειν τιμωρήσοντά σφι, οἳ δὲ ἔμενον ἐν τῇ Ἀττικῇ· ἐπεὶ δὲ οἳ μὲν μακρότερα καὶ σχολαίτερα ἐποίεον, ὁ δὲ ἐπιὼν καὶ δὴ ἐν τῇ Βοιωτίῃ ἐλέγετο εἶναι, οὕτω δὴ ὑπεξεκομίσαντό τε πάντα καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῖνα, ἐς Λακεδαίμονά τε ἔπεμπον ἀγγέλους ἅμα μὲν μεμψομένους τοῖσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῖδον ἐμβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικὴν ἀλλ᾽ οὐ μετὰ σφέων ἠντίασαν ἐς τὴν Βοιωτίην, ἅμα δὲ ὑπομνήσοντας ὅσα σφι ὑπέσχετο ὁ Πέρσης μεταβαλοῦσι δώσειν, προεῖπαί τε ὅτι εἰ μὴ ἀμυνεῦσι Ἀθηναίοισι, ὡς καὶ αὐτοί τινα ἀλεωρὴν εὑρήσονται.








7. Οἱ γὰρ δὴ Λακεδαιμόνιοι ὅρταζόν τε τοῦτον τὸν χρόνον καί σφι ἦν Ὑακίνθια, περὶ πλείστου δ᾽ ἦγον τὰ τοῦ θεοῦ πορσύνειν· ἅμα δὲ τὸ τεῖχός σφι, τὸ ἐν τῷ Ἰσθμῷ ἐτείχεον, καὶ ἤδη ἐπάλξις ἐλάμβανε. Ὡς δὲ ἀπίκοντο ἐς τὴν Λακεδαίμονα οἱ ἄγγελοι οἱ ἀπ᾽ Ἀθηνέων, ἅμα ἀγόμενοι ἔκ τε Μεγάρων ἀγγέλους καὶ ἐκ Πλαταιέων, ἔλεγον τάδε ἐπελθόντες ἐπὶ τοὺς ἐφόρους. 7A. « Ἔπεμψαν ἡμέας Ἀθηναῖοι λέγοντες ὅτι ἡμῖν βασιλεὺς ὁ Μήδων τοῦτο μὲν τὴν χώρην ἀποδιδοῖ, τοῦτο δὲ συμμάχους ἐθέλει ἐπ᾽ ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ ποιήσασθαι ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης, ἐθέλει δὲ καὶ ἄλλην χώρην πρὸς τῇ ἡμετέρῃ διδόναι, τὴν ἂν αὐτοὶ ἑλώμεθα. [2] Ἡμεῖς δὲ Δία τε Ἑλλήνιον αἰδεσθέντες καὶ τὴν Ἑλλάδα δεινὸν ποιεύμενοι προδοῦναι οὐ καταινέσαμεν ἀλλ᾽ ἀπειπάμεθα, καίπερ ἀδικεόμενοι ὑπ᾽ Ἑλλήνων καὶ καταπροδιδόμενοι, ἐπιστάμενοί τε ὅτι κερδαλεώτερον ἐστὶ ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ μᾶλλον ἤ περ πολεμέειν· οὐ μὲν οὐδὲ ὁμολογήσομεν ἑκόντες εἶναι. Καὶ τὸ μὲν ἀπ᾽ ἡμέων οὕτω ἀκίβδηλον νέμεται ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας· 7B. Ὑμεῖς δὲ ἐς πᾶσαν ἀρρωδίην τότε ἀπικόμενοι μὴ ὁμολογήσωμεν τῷ Πέρσῃ, ἐπείτε ἐξεμάθετε τὸ ἡμέτερον φρόνημα σαφέως, ὅτι οὐδαμὰ προδώσομεν τὴν Ἑλλάδα, καὶ διότι τεῖχος ὑμῖν διὰ τοῦ Ἰσθμοῦ ἐλαυνόμενον ἐν τέλεϊ ἐστί, καὶ δὴ λόγον οὐδένα τῶν Ἀθηναίων ποιέεσθε, συνθέμενοί τε ἡμῖν τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην προδεδώκατε, περιείδετέ τε προεσβαλόντα ἐς τὴν Ἀττικὴν τὸν βάρβαρον. [2] Ἔς μέν νυν τὸ παρεὸν Ἀθηναῖοι ὑμῖν μηνίουσι· οὐ γὰρ ἐποιήσατε ἐπιτηδέως. Νῦν δὲ ὅτι τάχος στρατιὴν ἅμα ἡμῖν ἐκέλευσαν ὑμέας ἐκπέμπειν, ὡς ἂν τὸν βάρβαρον δεκώμεθα ἐν τῇ Ἀττικῇ· ἐπειδὴ γὰρ ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης, τῆς γε ἡμετέρης ἐπιτηδεότατον ἐστὶ μαχέσασθαι τὸ Θριάσιον πεδίον».













8. Ὡς δὲ ἄρα ἤκουσαν οἱ ἔφοροι ταῦτα, ἀνεβάλλοντο ἐς τὴν ὑστεραίην ὑποκρίνασθαι, τῇ δὲ ὑστεραίῃ ἐς τὴν ἑτέρην· τοῦτο καὶ ἐπὶ δέκα ἡμέρας ἐποίεον, ἐξ ἡμέρης ἐς ἡμέρην ἀναβαλλόμενοι. Ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ τὸν Ἰσθμὸν ἐτείχεον σπουδὴν ἔχοντες πολλὴν πάντες Πελοποννήσιοι, [2] Καί σφι ἦν πρὸς τέλεϊ. Οὐδ᾽ ἔχω εἰπεῖν τὸ αἴτιον διότι ἀπικομένου μὲν Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος ἐς Ἀθήνας σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο μὴ μηδίσαι Ἀθηναίους, τότε δὲ ὤρην ἐποιήσαντο οὐδεμίαν, ἄλλο γε ἢ ὅτι ὁ Ἰσθμός σφι ἐτετείχιστο καὶ ἐδόκεον Ἀθηναίων ἔτι δεῖσθαι οὐδέν· ὅτε δὲ Ἀλέξανδρος ἀπίκετο ἐς τὴν Ἀττικήν, οὔκω ἀπετετείχιστο, ἐργάζοντο δὲ μεγάλως καταρρωδηκότες τοὺς Πέρσας.







9. Τέλος δὲ τῆς τε ὑποκρίσιος καὶ ἐξόδου τῶν Σπαρτιητέων ἐγένετο τρόπος τοιόσδε. Τῇ προτεραίῃ τῆς ὑστάτης καταστάσιος μελλούσης ἔσεσθαι Χίλεος ἀνὴρ Τεγεήτης, δυνάμενος ἐν Λακεδαίμονι μέγιστον ξείνων, τῶν ἐφόρων ἐπύθετο πάντα λόγον τὸν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι ἔλεγον· ἀκούσας δὲ ὁ Χίλεος ἔλεγε ἄρα σφι τάδε. [2] « Οὕτω ἔχει, ἄνδρες ἔφοροι· Ἀθηναίων ἡμῖν ἐόντων μὴ ἀρθμίων τῷ δὲ βαρβάρῳ συμμάχων, καίπερ τείχεος διὰ τοῦ Ἰσθμοῦ ἐληλαμένου καρτεροῦ, μεγάλαι κλισιάδες ἀναπεπτέαται ἐς τὴν Πελοπόννησον τῷ Πέρσῃ. Ἀλλ᾽ ἐσακούσατε, πρίν τι ἄλλο Ἀθηναίοισι δόξαι σφάλμα φέρον τῇ Ἑλλάδι ».





10. Ὃ μέν σφι ταῦτα συνεβούλευε· οἳ δὲ φρενὶ λαβόντες τὸν λόγον αὐτίκα, φράσαντες οὐδὲν τοῖσι ἀγγέλοισι τοῖσι ἀπιγμένοισι ἀπὸ τῶν πολίων, νυκτὸς ἔτι ἐκπέμπουσι πεντακισχιλίους Σπαρτιητέων καὶ ἑπτὰ περὶ ἕκαστον τάξαντες τῶν εἱλώτων, Παυσανίῃ τῷ Κλεομβρότου ἐπιτάξαντες ἐξάγειν. [2] Ἔγίνετο μὲν ἡ ἡγεμονίη Πλειστάρχου τοῦ Λεωνίδεω· ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἦν ἔτι παῖς, ὁ δὲ τούτου ἐπίτροπός τε καὶ ἀνεψιός. [...]



Τα στρατεύματα


28. [...] Μετὰ δὲ ταῦτα ἐτάσσοντο ὧδε οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες Ἑλλήνων. Τὸ μὲν δεξιὸν κέρας εἶχον Λακεδαιμονίων μύριοι· τούτων δὲ τοὺς πεντακισχιλίους ἐόντας Σπαρτιήτας ἐφύλασσον ψιλοὶ τῶν εἱλώτων πεντακισχίλιοι καὶ τρισμύριοι, περὶ ἄνδρα ἕκαστον ἑπτὰ τεταγμένοι. [3] Προσεχέας δὲ σφίσι εἵλοντο ἑστάναι οἱ Σπαρτιῆται τοὺς Τεγεήτας καὶ τιμῆς εἵνεκα καὶ ἀρετῆς· τούτων δ᾽ ἦσαν ὁπλῖται χίλιοι καὶ πεντακόσιοι. Μετὰ δὲ τούτους ἵσταντο Κορινθίων πεντακισχίλιοι, παρὰ δὲ σφίσι εὕροντο παρὰ Παυσανίεω ἑστάναι Ποτιδαιητέων τῶν ἐκ Παλλήνης τοὺς παρεόντας τριηκοσίους. [4] Τούτων δὲ ἐχόμενοι ἵσταντο Ἀρκάδες Ὀρχομένιοι ἑξακόσιοι, τούτων δὲ Σικυώνιοι τρισχίλιοι. Τούτων δὲ εἴχοντο Ἐπιδαυρίων ὀκτακόσιοι. Παρὰ δὲ τούτους Τροιζηνίων ἐτάσσοντο χίλιοι, Τροιζηνίων δὲ ἐχόμενοι Λεπρεητέων διηκόσιοι, τούτων δὲ Μυκηναίων καὶ Τιρυνθίων τετρακόσιοι, τούτων δὲ ἐχόμενοι Φλειάσιοι χίλιοι. Παρὰ δὲ τούτους ἔστησαν Ἑρμιονέες τριηκόσιοι. [5] Ἑρμιονέων δὲ ἐχόμενοι ἵσταντο Ἐρετριέων τε καὶ Στυρέων ἑξακόσιοι, τούτων δὲ Χαλκιδέες τετρακόσιοι, τούτων δὲ Ἀμπρακιητέων πεντακόσιοι. Μετὰ δὲ τούτους Λευκαδίων καὶ Ἀνακτορίων ὀκτακόσιοι ἔστησαν, τούτων δὲ ἐχόμενοι Παλέες οἱ ἐκ Κεφαλληνίης διηκόσιοι. [6] Μετὰ δὲ τούτους Αἰγινητέων πεντακόσιοι ἐτάχθησαν. Παρὰ δὲ τούτους ἐτάσσοντο Μεγαρέων τρισχίλιοι. Εἴχοντο δὲ τούτων Πλαταιέες ἑξακόσιοι. Τελευταῖοι δὲ καὶ πρῶτοι Ἀθηναῖοι ἐτάσσοντο, κέρας ἔχοντες τὸ εὐώνυμον, ὀκτακισχίλιοι· ἐστρατήγεε δ᾽ αὐτῶν Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου.


29. Οὗτοι, πλὴν τῶν ἑπτὰ περὶ ἕκαστον τεταγμένων Σπαρτιήτῃσι, ἦσαν ὁπλῖται, σύμπαντες ἐόντες ἀριθμὸν τρεῖς τε μυριάδες καὶ ὀκτὼ χιλιάδες καὶ ἑκατοντάδες ἑπτά. Ὁπλῖται μὲν οἱ πάντες συλλεγέντες ἐπὶ τὸν βάρβαρον ἦσαν τοσοῦτοι, ψιλῶν δὲ πλῆθος ἦν τόδε, τῆς μὲν Σπαρτιητικῆς τάξιος πεντακισχίλιοι καὶ τρισμύριοι ἄνδρες, ὡς ἐόντων ἑπτὰ περὶ ἕκαστον ἄνδρα, καὶ τούτων πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον· [2] Οἱ δὲ τῶν λοιπῶν Λακεδαιμονίων καὶ Ἑλλήνων ψιλοί, ὡς εἷς περὶ ἕκαστον ἐὼν ἄνδρα, πεντακόσιοι καὶ τετρακισχίλιοι καὶ τρισμύριοι ἦσαν.


30. Ψιλῶν μὲν δὴ τῶν ἁπάντων τῶν μαχίμων ἦν τὸ πλῆθος ἕξ τε μυριάδες καὶ ἐννέα χιλιάδες καὶ ἑκατοντάδες πέντε, τοῦ δὲ σύμπαντος τοῦ Ἑλληνικοῦ τοῦ συνελθόντος ἐς Πλαταιὰς σύν τε ὁπλίτῃσι καὶ ψιλοῖσι τοῖσι μαχίμοισι ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν, μιῆς χιλιάδος, πρὸς δὲ ὀκτακοσίων ἀνδρῶν καταδέουσαι. Σὺν δὲ Θεσπιέων τοῖσι παρεοῦσι ἐξεπληροῦντο αἱ ἕνδεκα μυριάδες· παρῆσαν γὰρ καὶ Θεσπιέων ἐν τῷ στρατοπέδῳ οἱ περιεόντες, ἀριθμὸν ἐς ὀκτακοσίους καὶ χιλίους· ὅπλα δὲ οὐδ᾽ οὗτοι εἶχον. Οὗτοι μέν νυν ταχθέντες ἐπὶ τῷ Ἀσωπῷ ἐστρατοπεδεύοντο.


31. Οἱ δὲ ἀμφὶ Μαρδόνιον βάρβαροι [...], παρῆσαν, πυθόμενοι τοὺς Ἕλληνας εἶναι ἐν Πλαταιῇσι, καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τὸν Ἀσωπὸν τὸν ταύτῃ ῥέοντα. Ἀπικόμενοι δὲ ἀντετάσσοντο ὧδε ὑπὸ Μαρδονίου. Κατὰ μὲν Λακεδαιμονίους ἔστησε Πέρσας. [2] Καὶ δὴ πολλὸν γὰρ περιῆσαν πλήθεϊ οἱ Πέρσαι, ἐπί τε τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο καὶ ἐπεῖχον τοὺς Τεγεήτας. Ἔταξε δὲ οὕτω· ὅ τι μὲν ἦν αὐτῶν δυνατώτατον πᾶν ἀπολέξας ἔστησε ἀντίον Λακεδαιμονίων, τὸ δὲ ἀσθενέστερον παρέταξε κατὰ τοὺς Τεγεήτας. Ταῦτα δ᾽ ἐποίεε φραζόντων τε καὶ διδασκόντων Θηβαίων. [3] Περσέων δὲ ἐχομένους ἔταξε Μήδους· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Κορινθίους τε καὶ Ποτιδαιήτας καὶ Ὀρχομενίους τε καὶ Σικυωνίους. Μήδων δὲ ἐχομένους ἔταξε Βακτρίους· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἐπιδαυρίους τε καὶ Τροιζηνίους καὶ Λεπρεήτας τε καὶ Τιρυνθίους καὶ Μυκηναίους τε καὶ Φλειασίους. [4] Μετὰ δὲ Βακτρίους ἔστησε Ἰνδούς· οὗτοι δὲ ἐπέσχον Ἑρμιονέας τε καὶ Ἐρετριέας καὶ Στυρέας τε καὶ Χαλκιδέας. Ἰνδῶν δὲ ἐχομένους Σάκας ἔταξε, οἳ ἐπέσχον Ἀμπρακιήτας τε καὶ Ἀνακτορίους καὶ Λευκαδίους καὶ Παλέας καὶ Αἰγινήτας. [5] Σακέων δὲ ἐχομένους ἔταξε ἀντία Ἀθηναίων τε καὶ Πλαταιέων καὶ Μεγαρέων Βοιωτούς τε καὶ Λοκροὺς καὶ Μηλιέας τε καὶ Θεσσαλοὺς καὶ Φωκέων τοὺς χιλίους· οὐ γὰρ ὦν ἅπαντες οἱ Φωκέες ἐμήδισαν, ἀλλὰ τινὲς αὐτῶν καὶ τὰ Ἑλλήνων ηὖξον περὶ τὸν Παρνησσὸν κατειλημένοι, καὶ ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι ἔφερόν τε καὶ ἦγον τήν τε Μαρδονίου στρατιὴν καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ἐόντας Ἑλλήνων. Ἔταξε δὲ καὶ Μακεδόνας τε καὶ τοὺς περὶ Θεσσαλίην οἰκημένους κατὰ τοὺς Ἀθηναίους.


32. Ταῦτα μὲν τῶν ἐθνέων τὰ μέγιστα ὠνόμασται τῶν ὑπὸ Μαρδονίου ταχθέντων, τά περ ἐπιφανέστατά τε ἦν καὶ λόγου πλείστου· ἐνῆσαν δὲ καὶ ἄλλων ἐθνέων ἄνδρες ἀναμεμιγμένοι, Φρυγῶν τε καὶ Θρηίκων καὶ Μυσῶν τε καὶ Παιόνων καὶ τῶν ἄλλων, ἐν δὲ καὶ Αἰθιόπων τε καὶ Αἰγυπτίων οἵ τε Ἑρμοτύβιες καὶ οἱ Καλασίριες καλεόμενοι μαχαιροφόροι, οἵ περ εἰσὶ Αἰγυπτίων μοῦνοι μάχιμοι. [2] Τούτους δὲ ἔτι ἐν Φαλήρῳ ἐὼν ἀπὸ τῶν νεῶν ἀπεβιβάσατο ἐόντας ἐπιβάτας· οὐ γὰρ ἐτάχθησαν ἐς τὸν πεζὸν τὸν ἅμα Ξέρξῃ ἀπικόμενον ἐς Ἀθήνας Αἰγύπτιοι. Τῶν μὲν δὴ βαρβάρων ἦσαν τριήκοντα μυριάδες, ὡς καὶ πρότερον δεδήλωται· τῶν δὲ Ἑλλήνων τῶν Μαρδονίου συμμάχων οἶδε μὲν οὐδεὶς ἀριθμόν· οὐ γὰρ ὦν ἠριθμήθησαν· ὡς δὲ ἐπεικάσαι, ἐς πέντε μυριάδας συλλεγῆναι εἰκάζω. Οὗτοι οἱ παραταχθέντες πεζοὶ ἦσαν, ἡ δὲ ἵππος χωρὶς ἐτέτακτο.






33. Ὡς δὲ ἄρα πάντες οἱ ἐτετάχατο κατὰ ἔθνεα καὶ κατὰ τέλεα, ἐνθαῦτα τῇ δευτέρῃ ἐθύοντο καὶ ἀμφότεροι. [...]




40. Μετὰ δὲ τοῦτο τὸ ἔργον ἑτέρας δύο ἡμέρας διέτριψαν, οὐδέτεροι βουλόμενοι μάχης ἄρξαι· μέχρι μὲν γὰρ τοῦ Ἀσωποῦ ἐπήισαν οἱ βάρβαροι πειρώμενοι τῶν Ἑλλήνων, διέβαινον δὲ οὐδέτεροι. Ἡ μέντοι ἵππος ἡ Μαρδονίου αἰεὶ προσέκειτό τε καὶ ἐλύπεε τοὺς Ἕλληνας· οἱ γὰρ Θηβαῖοι, ἅτε μηδίζοντες μεγάλως, προθύμως ἔφερον τὸν πόλεμον καὶ αἰεὶ κατηγέοντο μέχρι μάχης, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου παραδεκόμενοι Πέρσαι τε καὶ Μῆδοι μάλα ἔσκον οἳ ἀπεδείκνυντο ἀρετάς.





Ο Αλέξανδρος ειδοποιεί τους Αθηναίους.
Μετακινήσεις στρατευμάτων



44. [...] νύξ τε ἐγίνετο καὶ ἐς φυλακὰς ἐτάσσοντο. Ὡς δὲ πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο καὶ ἡσυχίη ἐδόκεε εἶναι ἀνὰ τὰ στρατόπεδα καὶ μάλιστα οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐν ὕπνῳ, τηνικαῦτα προσελάσας ἵππῳ πρὸς τὰς φυλακὰς τὰς Ἀθηναίων Ἀλέξανδρος ὁ Ἀμύντεω, στρατηγός τε ἐὼν καὶ βασιλεὺς Μακεδόνων, ἐδίζητο τοῖσι στρατηγοῖσι ἐς λόγους ἐλθεῖν. [2] Τῶν δὲ φυλάκων οἱ μὲν πλεῦνες παρέμενον, οἳ δ᾽ ἔθεον ἐπὶ τοὺς στρατηγούς, ἐλθόντες δὲ ἔλεγον ὡς ἄνθρωπος ἥκοι ἐπ᾽ ἵππου ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Μήδων, ὃς ἄλλο μὲν οὐδὲν παραγυμνοῖ ἔπος, στρατηγοὺς δὲ ὀνομάζων ἐθέλειν φησὶ ἐς λόγους ἐλθεῖν.


45. Οἳ δὲ ἐπεὶ ταῦτα ἤκουσαν, αὐτίκα εἵποντο ἐς τὰς φυλακάς· ἀπικομένοισι δὲ ἔλεγε Ἀλέξανδρος τάδε. « Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παραθήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίθεμαι, ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας ἄλλον ἢ Παυσανίην, μή με καὶ διαφθείρητε· οὐ γὰρ ἂν ἔλεγον, εἰ μὴ μεγάλως ἐκηδόμην συναπάσης τῆς Ἑλλάδος. [2] αὐτός τε γὰρ Ἕλλην γένος εἰμὶ τὠρχαῖον καὶ ἀντ᾽ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἂν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τὴν Ἑλλάδα. Λέγω δὲ ὦν ὅτι Μαρδονίῳ τε καὶ τῇ στρατιῇ τὰ σφάγια οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι· πάλαι γὰρ ἂν ἐμάχεσθε. Νῦν δέ οἱ δέδοκται τὰ μὲν σφάγια ἐᾶν χαίρειν, ἅμ᾽ ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ συμβολὴν ποιέεσθαι· καταρρώδηκε γὰρ μὴ πλεῦνες συλλεχθῆτε, ὡς ἐγὼ εἰκάζω. Πρὸς ταῦτα ἑτοιμάζεσθε. ἢν δὲ ἄρα ὑπερβάληται τὴν συμβολὴν Μαρδόνιος καὶ μὴ ποιέηται, λιπαρέετε μένοντες· ὀλιγέων γάρ σφι ἡμερέων λείπεται σιτία. [3] Ἢν δὲ ὑμῖν ὁ πόλεμος ὅδε κατὰ νόον τελευτήσῃ, μνησθῆναι τινὰ χρὴ καὶ ἐμεῦ ἐλευθερώσιος πέρι, ὃς Ἑλλήνων εἵνεκα οὕτω ἔργον παράβολον ἔργασμαι ὑπὸ προθυμίης, ἐθέλων ὑμῖν δηλῶσαι τὴν διάνοιαν τὴν Μαρδονίου, ἵνα μὴ ἐπιπέσωσι ὑμῖν ἐξαίφνης οἱ βάρβαροι μὴ προσδεκομένοισί κω. Εἰμὶ δὲ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών ». Ὃ μὲν ταῦτα εἴπας ἀπήλαυνε ὀπίσω ἐς τὸ στρατόπεδον καὶ τὴν ἑωυτοῦ τάξιν.






46. Οἱ δὲ στρατηγοὶ τῶν Ἀθηναίων ἐλθόντες ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας ἔλεγον Παυσανίῃ τά περ ἤκουσαν Ἀλεξάνδρου. Ὁ δὲ τούτῳ τῷ λόγῳ καταρρωδήσας τοὺς Πέρσας ἔλεγε τάδε. [2] « Ἐπεὶ τοίνυν ἐς ἠῶ ἡ συμβολὴ γίνεται, ὑμέας μὲν χρεόν ἐστι τοὺς Ἀθηναίους στῆναι κατὰ τοὺς Πέρσας, ἡμέας δὲ κατὰ τοὺς Βοιωτούς τε καὶ τοὺς κατ᾽ ὑμέας τεταγμένους Ἑλλήνων, τῶνδε εἵνεκα· ὑμεῖς ἐπίστασθε τοὺς Μήδους καὶ τὴν μάχην αὐτῶν ἐν Μαραθῶνι μαχεσάμενοι, ἡμεῖς δὲ ἄπειροί τε εἰμὲν καὶ ἀδαέες τούτων τῶν ἀνδρῶν· Σπαρτιητέων γὰρ οὐδεὶς πεπείρηται Μήδων· ἡμεῖς δὲ Βοιωτῶν καὶ Θεσσαλῶν ἔμπειροι εἰμέν. [3] ἀλλ᾽ ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα χρεόν ἐστι ἰέναι ὑμέας ἐς τόδε τὸ κέρας, ἡμέας δὲ ἐς τὸ εὐώνυμον ». Πρὸς δὲ ταῦτα εἶπαν οἱ Ἀθηναῖοι τάδε. « Καὶ αὐτοῖσι ἡμῖν πάλαι ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἐπείτε εἴδομεν κατ᾽ ὑμέας τασσομένους τοὺς Πέρσας, ἐν νόῳ ἐγένετο εἰπεῖν ταῦτα τά περ ὑμεῖς φθάντες προφέρετε· ἀλλὰ ἀρρωδέομεν μὴ ὑμῖν οὐκ ἡδέες γένωνται οἱ λόγοι. Ἐπεὶ δ᾽ ὦν αὐτοὶ ἐμνήσθητε, καὶ ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι καὶ ἕτοιμοι εἰμὲν ποιέειν ταῦτα ».




47. Ὡς δ᾽ ἤρεσκε ἀμφοτέροισι ταῦτα, ἠώς τε διέφαινε καὶ διαλλάσσοντο τὰς τάξις. Γνόντες δὲ οἱ Βοιωτοὶ τὸ ποιεύμενον ἐξαγορεύουσι Μαρδονίῳ. Ὃ δ᾽ ἐπείτε ἤκουσε, αὐτίκα μετιστάναι καὶ αὐτὸς ἐπειρᾶτο, παράγων τοὺς Πέρσας κατὰ τοὺς Λακεδαιμονίους. Ὡς δὲ ἔμαθε τοῦτο τοιοῦτο γινόμενον ὁ Παυσανίης, γνοὺς ὅτι οὐ λανθάνει, ὀπίσω ἦγε τοὺς Σπαρτιήτας ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας· ὣς δὲ οὕτως καὶ ὁ Μαρδόνιος ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου.




48. Ἐπεὶ δὲ κατέστησαν ἐς τὰς ἀρχαίας τάξις, πέμψας ὁ Μαρδόνιος κήρυκα ἐς τοὺς Σπαρτιήτας ἔλεγε τάδε. « Ὦ Λακεδαιμόνιοι, ὑμεῖς δὴ λέγεσθε εἶναι ἄνδρες ἄριστοι ὑπὸ τῶν τῇδε ἀνθρώπων, ἐκπαγλεομένων ὡς οὔτε φεύγετε ἐκ πολέμου οὔτε τάξιν ἐκλείπετε, μένοντές τε ἢ ἀπόλλυτε τοὺς ἐναντίους ἢ αὐτοὶ ἀπόλλυσθε. [2] Τῶν δ᾽ ἄρ᾽ ἦν οὐδὲν ἀληθές· πρὶν γὰρ ἢ συμμῖξαι ἡμέας ἐς χειρῶν τε νόμον ἀπικέσθαι, καὶ δὴ φεύγοντας καὶ στάσιν ἐκλείποντας ὑμέας εἴδομεν, ἐν Ἀθηναίοισί τε τὴν πρόπειραν ποιευμένους αὐτούς τε ἀντία δούλων τῶν ἡμετέρων τασσομένους. [3] Ταῦτα οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργα, ἀλλὰ πλεῖστον δὴ ἐν ὑμῖν ἐψεύσθημεν. Προσδεκόμενοι γὰρ κατὰ κλέος ὡς δὴ πέμψετε ἐς ἡμέας κήρυκα προκαλεύμενοι καὶ βουλόμενοι μούνοισι Πέρσῃσι μάχεσθαι, ἄρτιοι ἐόντες ποιέειν ταῦτα οὐδὲν τοιοῦτο λέγοντας ὑμέας εὕρομεν ἀλλὰ πτώσσοντας μᾶλλον. Νῦν ὦν ἐπειδὴ οὐκ ὑμεῖς ἤρξατε τούτου τοῦ λόγου, ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἄρχομεν. [4] Τί δὴ οὐ πρὸ μὲν τῶν Ἑλλήνων ὑμεῖς, ἐπείτε δεδόξωσθε εἶναι ἄριστοι, πρὸ δὲ τῶν βαρβάρων ἡμεῖς ἴσοι πρὸς ἴσους ἀριθμὸν ἐμαχεσάμεθα; καὶ ἢν μὲν δοκέῃ καὶ τοὺς ἄλλους μάχεσθαι, οἱ δ᾽ ὦν μετέπειτα μαχέσθων ὕστεροι· εἰ δὲ καὶ μὴ δοκέοι ἀλλ᾽ ἡμέας μούνους ἀποχρᾶν, ἡμεῖς δὲ διαμαχεσώμεθα· ὁκότεροι δ᾽ ἂν ἡμέων νικήσωσι, τούτους τῷ ἅπαντι στρατοπέδῳ νικᾶν».








49. Ὃ μὲν ταῦτα εἴπας τε καὶ ἐπισχὼν χρόνον, ὥς οἱ οὐδεὶς οὐδὲν ὑπεκρίνατο, ἀπαλλάσσετο ὀπίσω, ἀπελθὼν δὲ ἐσήμαινε Μαρδονίῳ τὰ καταλαβόντα. Ὁ δὲ περιχαρὴς γενόμενος καὶ ἐπαερθεὶς ψυχρῇ νίκῃ ἐπῆκε τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας. [2] Ὡς δὲ ἐπήλασαν οἱ ἱππόται, ἐσίνοντο πᾶσαν τὴν στρατιὴν τὴν Ἑλληνικὴν ἐσακοντίζοντές τε καὶ τοξεύοντες ὥστε ἱπποτοξόται τε ἐόντες καὶ προσφέρεσθαι ἄποροι· τήν τε κρήνην τὴν Γαργαφίην, ἀπ᾽ ἧς ὑδρεύετο πᾶν τὸ στράτευμα τὸ Ἑλληνικόν, συνετάραξαν καὶ συνέχωσαν. [3] Ἦσαν μὲν ὦν κατὰ τὴν κρήνην Λακεδαιμόνιοι τεταγμένοι μοῦνοι, τοῖσι δὲ ἄλλοισι Ἕλλησι ἡ μὲν κρήνη πρόσω ἐγίνετο, ὡς ἕκαστοι ἔτυχον τεταγμένοι, ὁ δὲ Ἀσωπὸς ἀγχοῦ· ἐρυκόμενοι δὲ τοῦ Ἀσωποῦ οὕτω δὴ ἐπὶ τὴν κρήνην ἐφοίτων· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ γάρ σφι οὐκ ἐξῆν ὕδωρ φορέεσθαι ὑπό τε τῶν ἱππέων καὶ τοξευμάτων.





50. Τούτου δὲ τοιούτου γινομένου οἱ τῶν Ἑλλήνων στρατηγοί, ἅτε τοῦ τε ὕδατος στερηθείσης τῆς στρατιῆς καὶ ὑπὸ τῆς ἵππου ταρασσομένης, συνελέχθησαν περὶ αὐτῶν τε τούτων καὶ ἄλλων, ἐλθόντες παρὰ Παυσανίην ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας. ἄλλα γὰρ τούτων τοιούτων ἐόντων μᾶλλον σφέας ἐλύπεε· οὔτε γὰρ σιτία εἶχον ἔτι, οἵ τε σφέων ὀπέωνες ἀποπεμφθέντες ἐς Πελοπόννησον ὡς ἐπισιτιεύμενοι ἀπεκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου, οὐ δυνάμενοι ἀπικέσθαι ἐς τὸ στρατόπεδον.




51. Βουλευομένοισι δὲ τοῖσι στρατηγοῖσι ἔδοξε, ἣν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέρην οἱ Πέρσαι συμβολὴν ποιεύμενοι, ἐς τὴν νῆσον ἰέναι. Ἣ δὲ ἐστὶ ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ καὶ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης, ἐπ᾽ ᾗ ἐστρατοπεδεύοντο τότε, δέκα σταδίους ἀπέχουσα, πρὸ τῆς Πλαταιέων πόλιος. [2] Νῆσος δὲ οὕτω ἂν εἴη ἐν ἠπείρῳ· σχιζόμενος ὁ ποταμὸς ἄνωθεν ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος ῥέει κάτω ἐς τὸ πεδίον, διέχων ἀπ᾽ ἀλλήλων τὰ ῥέεθρα ὅσον περ τρία στάδια, καὶ ἔπειτα συμμίσγει ἐς τὠυτό. Οὔνομα δέ οἱ Ὠερόη· [3] Θυγατέρα δὲ ταύτην λέγουσι εἶναι Ἀσωποῦ οἱ ἐπιχώριοι. Ἐς τοῦτον δὴ τὸν χῶρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι, ἵνα καὶ ὕδατι ἔχωσι χρᾶσθαι ἀφθόνῳ καὶ οἱ ἱππέες σφέας μὴ σινοίατο ὥσπερ κατιθὺ ἐόντων· μετακινέεσθαί τε ἐδόκεε τότε ἐπεὰν τῆς νυκτὸς ᾖ δευτέρη φυλακή, ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους καί σφεας ἑπόμενοι ταράσσοιεν οἱ ἱππόται. [4] ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ ἡ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος, ὑπὸ τὴν νύκτα ταύτην ἐδόκεε τοὺς ἡμίσεας ἀποστέλλειν τοῦ στρατοπέδου πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα, ὡς ἀναλάβοιεν τοὺς ὀπέωνας τοὺς ἐπὶ τὰ σιτία οἰχομένους· ἦσαν γὰρ ἐν τῷ Κιθαιρῶνι ἀπολελαμμένοι.







52. Ταῦτα βουλευσάμενοι κείνην μὲν τὴν ἡμέρην πᾶσαν προσκειμένης τῆς ἵππου εἶχον πόνον ἄτρυτον· ὡς δὲ ἥ τε ἡμέρη ἔληγε καὶ οἱ ἱππέες ἐπέπαυντο, νυκτὸς δὴ γινομένης καὶ ἐούσης τῆς ὥρης ἐς τὴν συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι, ἐνθαῦτα ἀερθέντες οἱ πολλοὶ ἀπαλλάσσοντο, ἐς μὲν τὸν χῶρον ἐς τὸν συνέκειτο οὐκ ἐν νόῳ ἔχοντες, οἳ δὲ ὡς ἐκινήθησαν ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον πρὸς τὴν Πλαταιέων πόλιν, φεύγοντες δὲ ἀπικνέονται ἐπὶ τὸ Ἥραιον· τὸ δὲ πρὸ τῆς πόλιος ἐστὶ τῆς Πλαταιέων, εἴκοσι σταδίους ἀπὸ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης ἀπέχον· ἀπικόμενοι δὲ ἔθεντο πρὸ τοῦ ἱροῦ τὰ ὅπλα.





53. Καὶ οἳ μὲν περὶ τὸ Ἥραιον ἐστρατοπεδεύοντο, Παυσανίης δὲ ὁρῶν σφεας ἀπαλλασσομένους ἐκ τοῦ στρατοπέδου παρήγγελλε καὶ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα ἰέναι κατὰ τοὺς ἄλλους τοὺς προϊόντας, νομίσας αὐτοὺς ἐς τὸν χῶρον ἰέναι ἐς τὸν συνεθήκαντο. [...]






Η μάχη


59. Ταῦτα εἴπας ἦγε τοὺς Πέρσας δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπὸν κατὰ στίβον τῶν Ἑλλήνων ὡς δὴ ἀποδιδρησκόντων, ἐπεῖχέ τε ἐπὶ Λακεδαιμονίους τε καὶ Τεγεήτας μούνους· Ἀθηναίους γὰρ τραπομένους ἐς τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα. [2] Πέρσας δὲ ὁρῶντες ὁρμημένους διώκειν τοὺς Ἕλληνας οἱ λοιποὶ τῶν βαρβαρικῶν τελέων ἄρχοντες αὐτίκα πάντες ἤειραν τὰ σημήια, καὶ ἐδίωκον ὡς ποδῶν ἕκαστος εἶχον, οὔτε κόσμῳ οὐδενὶ κοσμηθέντες οὔτε τάξι.












60. Καὶ οὗτοι μὲν βοῇ τε καὶ ὁμίλῳ ἐπήισαν ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Ἕλληνας· Παυσανίης δέ, ὡς προσέκειτο ἡ ἵππος, πέμψας πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἱππέα λέγει τάδε. « Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀγῶνος μεγίστου προκειμένου ἐλευθέρην εἶναι ἢ δεδουλωμένην τὴν Ἑλλάδα, προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων ἡμεῖς τε οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ ὑμεῖς οἱ Ἀθηναῖοι ὑπὸ τὴν παροιχομένην νύκτα διαδράντων. [2] Νῦν ὦν δέδοκται τὸ ἐνθεῦτεν τὸ ποιητέον ἡμῖν· ἀμυνομένους γὰρ τῇ δυνάμεθα ἄριστα περιστέλλειν ἀλλήλους. Εἰ μέν νυν ἐς ὑμέας ὅρμησε ἀρχὴν ἡ ἵππος, χρῆν δὴ ἡμέας τε καὶ τοὺς μετ᾽ ἡμέων τὴν Ἑλλάδα οὐ προδιδόντας Τεγεήτας βοηθέειν ὑμῖν· νῦν δέ, ἐς ἡμέας γὰρ ἅπασα κεχώρηκε, δίκαιοι ἐστὲ ὑμεῖς πρὸς τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ἀμυνέοντες ἰέναι. [3] Εἰ δ᾽ ἄρα αὐτοὺς ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι βοηθέειν, ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν τοὺς τοξότας ἀποπέμψαντες χάριν θέσθε. Συνοίδαμεν δὲ ὑμῖν ὑπὸ τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον ἐοῦσι πολλὸν προθυμοτάτοισι, ὥστε καὶ ταῦτα ἐσακούειν ».







61. Ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐπύθοντο, ὁρμέατο βοηθέειν καὶ τὰ μάλιστα ἐπαμύνειν· καί σφι ἤδη στείχουσι ἐπιτίθενται οἱ ἀντιταχθέντες Ἑλλήνων τῶν μετὰ βασιλέος γενομένων, ὥστε μηκέτι δύνασθαι βοηθῆσαι· τὸ γὰρ προσκείμενον σφέας ἐλύπεε. [2] Οὕτω δὴ μουνωθέντες Λακεδαιμόνιοι καὶ Τεγεῆται, ἐόντες σὺν ψιλοῖσι ἀριθμὸν οἳ μὲν πεντακισμύριοι Τεγεῆται δὲ τρισχίλιοι (οὗτοι γὰρ οὐδαμὰ ἀπεσχίζοντο ἀπὸ Λακεδαιμονίων), ἐσφαγιάζοντο ὡς συμβαλέοντες Μαρδονίῳ καὶ τῇ στρατιῇ τῇ παρεούσῃ. [3] Καὶ οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστά, ἔπιπτον δὲ αὐτῶν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ πολλοὶ καὶ πολλῷ πλεῦνες ἐτρωματίζοντο· φράξαντες γὰρ τὰ γέρρα οἱ Πέρσαι ἀπίεσαν τῶν τοξευμάτων πολλὰ ἀφειδέως, οὕτω ὥστε πιεζομένων τῶν Σπαρτιητέων καὶ τῶν σφαγίων οὐ γινομένων ἀποβλέψαντα τὸν Παυσανίην πρὸς τὸ Ἥραιον τὸ Πλαταιέων ἐπικαλέσασθαι τὴν θεόν, χρηίζοντα μηδαμῶς σφέας ψευσθῆναι τῆς ἐλπίδος.








62. Ταῦτα δ᾽ ἔτι τούτου ἐπικαλεομένου προεξαναστάντες πρότεροι οἱ Τεγεῆται ἐχώρεον ἐς τοὺς βαρβάρους, καὶ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι αὐτίκα μετὰ τὴν εὐχὴν τὴν Παυσανίεω ἐγίνετο θυομένοισι τὰ σφάγια χρηστά· ὡς δὲ χρόνῳ κοτὲ ἐγένετο, ἐχώρεον καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς Πέρσας, καὶ οἱ Πέρσαι ἀντίοι τὰ τόξα μετέντες. [2] Ἔγίνετο δὲ πρῶτον περὶ τὰ γέρρα μάχη. Ὡς δὲ ταῦτα ἐπεπτώκεε, ἤδη ἐγίνετο ἡ μάχη ἰσχυρὴ παρ᾽ αὐτὸ τὸ Δημήτριον καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν, ἐς ὃ ἀπίκοντο ἐς ὠθισμόν· τὰ γὰρ δόρατα ἐπιλαμβανόμενοι κατέκλων οἱ βάρβαροι. [3] Λήματι μέν νυν καὶ ῥώμῃ οὐκ ἥσσονες ἦσαν οἱ Πέρσαι, ἄνοπλοι δὲ ἐόντες καὶ πρὸς ἀνεπιστήμονες ἦσαν καὶ οὐκ ὅμοιοι τοῖσι ἐναντίοισι σοφίην, προεξαΐσσοντες δὲ κατ᾽ ἕνα καὶ δέκα, καὶ πλεῦνές τε καὶ ἐλάσσονες συστρεφόμενοι, ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Σπαρτιήτας καὶ διεφθείροντο.



63. Τῇ δὲ ἐτύγχανε αὐτὸς ἐὼν Μαρδόνιος, ἀπ᾽ ἵππου τε μαχόμενος λευκοῦ ἔχων τε περὶ ἑωυτὸν λογάδας Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους, ταύτῃ δὲ καὶ μάλιστα τοὺς ἐναντίους ἐπίεσαν. Ὅσον μέν νυν χρόνον Μαρδόνιος περιῆν, οἳ δὲ ἀντεῖχον καὶ ἀμυνόμενοι κατέβαλλον πολλοὺς τῶν Λακεδαιμονίων· [2] Ὡς δὲ Μαρδόνιος ἀπέθανε καὶ τὸ περὶ ἐκεῖνον τεταγμένον ἐὸν ἰσχυρότατον ἔπεσε, οὕτω δὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἐτράποντο καὶ εἶξαν τοῖσι Λακεδαιμονίοισι. Πλεῖστον γὰρ σφέας ἐδηλέετο ἡ ἐσθὴς ἔρημος ἐοῦσα ὅπλων· πρὸς γὰρ ὁπλίτας ἐόντες γυμνῆτες ἀγῶνα ἐποιεῦντο.



64. Ἐνθαῦτα ἥ τε δίκη τοῦ Λεωνίδεω κατὰ τὸ χρηστήριον τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο, καὶ νίκην ἀναιρέεται καλλίστην ἁπασέων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν Παυσανίης ὁ Κλεομβρότου τοῦ Ἀναξανδρίδεω· [2] Τῶν δὲ κατύπερθέ οἱ προγόνων τὰ οὐνόματα εἴρηται ἐς Λεωνίδην· ὡυτοὶ γάρ σφι τυγχάνουσι ἐόντες. Ἀποθνήσκει δὲ Μαρδόνιος ὑπὸ Ἀειμνήστου ἀνδρὸς ἐν Σπάρτῃ λογίμου, ὃς χρόνῳ ὕστερον μετὰ τὰ Μηδικὰ ἔχων ἄνδρας τριηκοσίους συνέβαλε ἐν Στενυκλήρῳ πολέμου ἐόντος Μεσσηνίοισι πᾶσι, καὶ αὐτός τε ἀπέθανε καὶ οἱ τριηκόσιοι.





65. Ἐν δὲ Πλαταιῇσι οἱ Πέρσαι ὡς ἐτράποντο ὑπὸ τῶν Λακεδαιμονίων, ἔφευγον οὐδένα κόσμον ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ ἑωυτῶν καὶ ἐς τὸ τεῖχος τὸ ξύλινον τὸ ἐποιήσαντο ἐν μοίρῃ τῇ Θηβαΐδι. [2] Θῶμα δέ μοι ὅκως παρὰ τῆς Δήμητρος τὸ ἄλσος μαχομένων οὐδὲ εἷς ἐφάνη τῶν Περσέων οὔτε ἐσελθὼν ἐς τὸ τέμενος οὔτε ἐναποθανών, περί τε τὸ ἱρὸν οἱ πλεῖστοι ἐν τῷ βεβήλῳ ἔπεσον. Δοκέω δέ, εἴ τι περὶ τῶν θείων πρηγμάτων δοκέειν δεῖ, ἡ θεὸς αὐτή σφεας οὐκ ἐδέκετο ἐμπρήσαντας τὸ ἱρὸν τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον.



Το ήθος του Παυσανία


78. Ἐν δὲ Πλαταιῇσι ἐν τῷ στρατοπέδῳ τῶν Αἰγινητέων ἦν Λάμπων Πυθέω, Αἰγινητέων ἐὼν τὰ πρῶτα· ὃς ἀνοσιώτατον ἔχων λόγον ἵετο πρὸς Παυσανίην, ἀπικόμενος δὲ σπουδῇ ἔλεγε τάδε. [2] « Ὦ παῖ Κλεομβρότου, ἔργον ἔργασταί τοι ὑπερφυὲς μέγαθός τε καὶ κάλλος, καί τοι θεὸς παρέδωκε ῥυσάμενον τὴν Ἑλλάδα κλέος καταθέσθαι μέγιστον Ἑλλήνων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν. Σὺ δὲ καὶ τὰ λοιπὰ τὰ ἐπὶ τούτοισι ποίησον, ὅκως λόγος τε σὲ ἔχῃ ἔτι μέζων καί τις ὕστερον φυλάσσηται τῶν βαρβάρων μὴ ὑπάρχειν ἔργα ἀτάσθαλα ποιέων ἐς τοὺς Ἕλληνας. [3] Λεωνίδεω γὰρ ἀποθανόντος ἐν Θερμοπύλῃσι Μαρδόνιός τε καὶ Ξέρξης ἀποταμόντες τὴν κεφαλὴν ἀνεσταύρωσαν· τῷ σὺ τὴν ὁμοίην ἀποδιδοὺς ἔπαινον ἕξεις πρῶτα μὲν ὑπὸ πάντων Σπαρτιητέων, αὖτις δὲ καὶ πρὸς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων· Μαρδόνιον γὰρ ἀνασκολοπίσας τετιμωρήσεαι ἐς πάτρων τὸν σὸν Λεωνίδην ».











79. Ὃ μὲν δοκέων χαρίζεσθαι ἔλεγε τάδε, ὃ δ᾽ ἀνταμείβετο τοῖσιδε. « Ὦ ξεῖνε Αἰγινῆτα, τὸ μὲν εὐνοέειν τε καὶ προορᾶν ἄγαμαί σευ, γνώμης μέντοι ἡμάρτηκας χρηστῆς· ἐξαείρας γάρ με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον, ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες παραινέων νεκρῷ λυμαίνεσθαι, καὶ ἢν ταῦτα ποιέω, φὰς ἄμεινόν με ἀκούσεσθαι· τὰ πρέπει μᾶλλον βαρβάροισι ποιέειν ἤ περ Ἕλλησι· [2] Καὶ ἐκείνοισι δὲ ἐπιφθονέομεν. Ἐγὼ δ᾽ ὦν τούτου εἵνεκα μήτε Αἰγινήτῃσι ἅδοιμι μήτε τοῖσι ταῦτα ἀρέσκεται, ἀποχρᾷ δέ μοι Σπαρτιήτῃσι ἀρεσκόμενον ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσια δὲ καὶ λέγειν. Λεωνίδῃ δέ, τῷ με κελεύεις τιμωρῆσαι, φημὶ μεγάλως τετιμωρῆσθαι, ψυχῇσί τε τῇσι τῶνδε ἀναριθμήτοισι τετίμηται αὐτός τε καὶ οἱ ἄλλοι οἱ ἐν Θερμοπύλῃσι τελευτήσαντες. Σὺ μέντοι ἔτι ἔχων λόγον τοιόνδε μήτε προσέλθῃς ἔμοιγε μήτε συμβουλεύσῃς, χάριν τε ἴσθι ἐὼν ἀπαθής ».


Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte






100. […] Ο Μαρδόνιος κατάλαβε ότι ο Ξέρξης είχε λυπηθεί υπερβολικά για την ήττα στη Σαλαμίνα και μάντεψε ότι ήταν αποφασισμένος να φύγει από την Αθήνα. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, σίγουρος ότι ο βασιλιάς θα τον τιμωρούσε επειδή τον πίεσε να ξεκινήσει αυτή την εκστρατεία, σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να αναζωπυρώσει τον αγώνα, με σκοπό ή να κατακτήσει τελικά την Ελλάδα ή, αν αποτύγχανε, να πέθαινε πολεμώντας ηρωικά για ένα σπουδαίο στόχο, αν και προτιμούσε την πρώτη περίπτωση. Έτσι πλησίασε τον Ξέρξη με μια νέα πρόταση: «Κύριε μου, σε ικετεύω να μη λυπάσαι ούτε να θεωρήσεις μεγάλη συμφορά τα πρόσφατα γεγονότα. Τι σημασία έχουν μερικές σανίδες και ξυλεία; Η αποφασιστική μάχη δεν βασιζόταν σ' αυτά αλλά στους άνδρες και στα άλογα. Ούτε ένας από τους άνδρες, που φαντάζονται ότι πέτυχαν απολύτως σ' αυτή την εκστρατεία, δεν θα τολμήσει ν' αφήσει το πλοίο του, για να σε αντιμετωπίσει, και ούτε οι Έλληνες που ζουν στα ηπειρωτικά θα το επιχειρήσουν. Αυτοί που το έκαναν, το πλήρωσαν ήδη. Γι' αυτό προτείνω άμεση επίθεση στην Πελοπόννησο. Αν, πάλι, το προτιμάς, μπορούμε να περιμένουμε λίγο. Όμως, μην απογοητεύεσαι, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αποφύγουν οι Έλληνες την υποταγή. Θα λογοδοτήσουν επιτέλους για τις προσβολές που σου έκαναν τώρα και στο παρελθόν. Αυτή είναι η καλύτερη τακτική· ωστόσο, έχω άλλο ένα σχέδιο να σου προτείνω, στην περίπτωση που είσαι αποφασισμένος να αποσύρεις τον στρατό σου. Βασιλιά μου, μη δώσεις στους Έλληνες το δικαίωμα να γελούν σε βάρος μας. Καμιά από τις ατυχίες που αντιμετωπίσαμε δεν οφειλόταν σε δικό μας λάθος· δεν μπορείς να πεις ότι εμείς οι Πέρσες πολεμήσαμε ποτέ ως δειλοί. Αν οι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες και οι Κύπριοι και οι Κίλικες φάνηκαν δειλοί, αυτό το δυστύχημα δεν έχει καμία σχέση με τους Πέρσες. Άκουσε, λοιπόν, την πρόταση μου επειδή οι Πέρσες δεν είναι υπεύθυνοι· αν έχεις πάρει οριστικά την απόφαση να μη μείνεις άλλο εδώ, τότε γύρνα στην πατρίδα με το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού κι εγώ θα επωμιστώ, μαζί με τριακόσιες χιλιάδες επίλεκτους άνδρες, το καθήκον να σου παραδώσω την Ελλάδα αλυσοδεμένη».


101. Μέσα στην απογοήτευση του, ο Ξέρξης δέχτηκε την πρόταση αυτή· για την ακρίβεια, χάρηκε και είπε στο Μαρδόνιο ότι θα σκεφτόταν τα δύο σχέδιά του και θα τον ειδοποιούσε ποιο προτιμούσε.



113. Λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο στρατός του Ξέρξη άρχισε να υποχωρεί, διασχίζοντας τη Βοιωτία από τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει και στην εισβολή του. Ο Μαρδόνιος ήθελε να συνοδεύσει τον βασιλιά μέχρι ένα σημείο της πορείας του και, επειδή δεν ήταν εποχή κατάλληλη για προέλαση, αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στη Θεσσαλία και να χτυπήσει την Πελοπόννησο την ερχόμενη άνοιξη. Φτάνοντας εκεί, διάλεξε τα στρατεύματα που θα υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του. Αυτοί ήταν, κατ' αρχάς, το περσικό σώμα των Αθανάτων, όλοι εκτός από τον διοικητή τους, τον Υδάρνη, που δεν ήθελε ν' αφήσει τον βασιλιά· μετά, τους Πέρσες θωρακοφόρους και το τμήμα των επίλεκτων ιππέων, με χίλιους άνδρες και τέλος, τους Μήδους, τους Σάκες, τους Βακτρίους και τους Ινδούς, τόσο το ιππικό όσο και το πεζικό. Αυτά τα τμήματα τα πήρε ολόκληρα, όπως ήταν από τις άλλες εθνικότητες διάλεξε λίγους άνδρες από την καθεμιά, έχοντας ως κριτήριο άλλοτε την εμφάνισή τους κι άλλοτε πληροφορίες ότι είχαν διακριθεί στη μάχη, ώσπου συγκέντρωσε τον συνολικό αριθμό, πεζικού και ιππικού, τριακοσίων χιλιάδων ανδρών. Οι Πέρσες, με τα περιδέραια και τα βραχιόλια τους, αποτελούσαν το μεγαλύτερο τμήμα· ακολουθούσαν οι Μήδοι, μολονότι δεν ήταν κατώτεροι σε αριθμό αλλά σε δύναμη.



114. Όσο ο Ξέρξης βρισκόταν στη Θεσσαλία κι ο Μαρδόνιος συγκέντρωνε άνδρες για τον στρατό του, οι Λακεδαιμόνιοι έλαβαν ένα μήνυμα από το μαντείο των Δελφών, που τους παρότρυνε να απαιτήσουν επανόρθωση από τον Ξέρξη για τον φόνο του Λεωνίδα και να δεχτούν ό,τι τους πρόσφερε. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν αμέσως έναν αντιπρόσωπο, που πρόλαβε τον στρατό πριν φύγει από τη Θεσσαλία. Ζήτησε να δει τον Ξέρξη και είπε: «Βασιλιά των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι και ο οίκος του Ηρακλή στη Σπάρτη απαιτεί ικανοποίηση για το αίμα, επειδή σκότωσες τον βασιλιά τους που πολεμούσε υπερασπιζόμενος την Ελλάδα». Ο Ξέρξης γέλασε και δεν απάντησε για λίγο· έπειτα, δείχνοντας τον Μαρδόνιο που έτυχε να στέκεται πλάι του, είπε: «Θα έχουν όση ικανοποίηση τους αξίζει από τον Μαρδόνιο». Ο αγγελιαφόρος δέχτηκε αυτή την απάντηση και γύρισε στην πατρίδα του.




140. […] Φτάνοντας στην Αθήνα (ο Αλέξανδρος του Αμύντα) ως απεσταλμένος του Μαρδόνιου είπε τα εξής: «Άνδρες της Αθήνας, μεταφέρω τα λόγια του Μαρδόνιου. Έλαβα ένα μήνυμα του βασιλιά, που λέει: Αποφάσισα να ξεχάσω τις προσβολές που μου έκαναν οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό, Μαρδόνιε, κατ' αρχάς δώσε τους πίσω τη γη τους και, δεύτερον, παραχώρησε τους όποια άλλη περιοχή θέλουν, καθώς κι ανεξάρτητη κυβέρνηση. Αν είναι πρόθυμοι να συμφιλιωθούν μαζί μου, σε διατάζω επίσης να ανοικοδομήσεις τους ναούς που έκαψα. Αυτές είναι οι διαταγές του βασιλιά που πρέπει να εκτελέσω, εκτός αν μ' εμποδίσετε εσείς οι ίδιοι. Γιατί λοιπόν —σας ρωτώ— είστε τόσο τρελοί ώστε να πάρετε τα όπλα σας ενάντια στον βασιλιά; Δεν θα μπορέσετε ποτέ να τον νικήσετε κι είναι αδύνατο να του αντιστέκεστε για πάντα. Είδατε τον στρατό του, πόσο μεγάλος είναι και τι μπορεί να κάνει· γνωρίζετε καλά πόσο πανίσχυρη δύναμη έχω μαζί μου αυτή τη στιγμή. Ακόμα κι αν μας νικήσετε — πράγμα που, λίγο μυαλό αν έχετε, δεν πρέπει να το ελπίζετε— θα έρθει εναντίον σας άλλη δύναμη, πολλαπλάσια απ' αυτήν. Σταματήστε, λοιπόν, να προσπαθείτε να ανταγωνιστείτε τον βασιλιά, με κίνδυνο να χάσετε την πατρίδα και τη ζωή σας. Αντί γι' αυτό, συμφιλιωθείτε μαζί του, γιατί έχετε την καλύτερη δυνατή ευκαιρία, τώρα που ο Ξέρξης είναι έτσι προδιατεθειμένος απέναντί σας. Συμμαχήστε μαζί μας, χωρίς δόλο και απάτη, και διατηρήστε την ελευθερία σας. Αυτά με διέταξε να σας πω ο Μαρδόνιος. Τώρα, επιτρέψτε μου να μιλήσω για λογαριασμό μου. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρω τις καλές μου διαθέσεις απέναντι σας, γιατί τις γνωρίζετε ήδη πολύ καλά· θα περιοριστώ να προσθέσω τη θερμή μου παράκληση να κάνετε αυτό που σας ζητά ο Μαρδόνιος. Για μένα είναι ολοφάνερο ότι δεν θα μπορέσετε να συνεχίσετε για πάντα τη διαμάχη σας με τον Ξέρξη· αν το θεωρούσα δυνατό, δε θα αναλάμβανα ποτέ αυτή την αποστολή. Γεγονός είναι, όμως, ότι η δύναμη του Ξέρξη είναι υπεράνθρωπη και το χέρι του φτάνει παντού. Αν, λοιπόν, δεν συνάψετε αμέσως τώρα ειρήνη, που σας παραχωρούνται αυτοί οι γενναιόδωροι όροι, τρέμω για το μέλλον σας όταν σκέφτομαι ότι απ' όλα τα συμμαχικά κράτη εσείς βαδίζετε πιο σίγουρα προς τον κίνδυνο. Μόνο εσείς θα συνεχίσετε να υποφέρετε, αφού η χώρα σας θα μετατραπεί σε μεταίχμιο των εχθροπραξιών. Σας ικετεύω, λοιπόν, να δεχτείτε· σίγουρα δεν είναι και μικρό πράγμα που ο μέγας βασιλιάς σας ξεχώρισε απ' όλους τους λαούς της Ελλάδας κι είναι πρόθυμος να συγχωρέσει το παρελθόν και να γίνει φίλος σας».





141. Ο Αλέξανδρος αυτά είπε. Στη Σπάρτη, η είδηση της επίσκεψης του Αλέξανδρου, με την αποστολή να πείσει τους Αθηναίους να συμμαχήσουν με τους Πέρσες, προκάλεσε ανησυχία. Οι Σπαρτιάτες, αναλογιζόμενοι χρησμούς, που έλεγαν ότι οι Δωριείς θα διώχνονταν κάποτε από την Πελοπόννησο από τους Πέρσες και τους Αθηναίους, κι έντρομοι μήπως υπο­γραφόταν η συμφωνία, αποφάσισαν αμέσως να στείλουν πρεσβευτές στην Αθήνα. Ο Αλέξανδρος και οι Σπαρτιάτες απεσταλμένοι έτυχε να βρεθούν μαζί μπροστά στη συνέλευση των Αθηναίων· δεν ήταν τυχαίο, αφού οι Αθηναίοι καθυστερούσαν τις διαπραγματεύσεις με τον Αλέξανδρο, ξέροντας ότι, μόλις οι Σπαρτιάτες πληροφορούνταν την παρουσία του στην Αθήνα, θα έστελναν πρέσβεις τους. Η αλήθεια είναι ότι ήθελαν να είναι παρόντες και οι Σπαρτιάτες, για να τους δείξουν τις απόψεις τους.




142. Μόλις τελείωσε ο Αλέξανδρος, πήρε τον λόγο ένας από τους Σπαρτιάτες απεσταλμένους: «Οι Σπαρτιάτες μάς έστειλαν εδώ να σας παρακαλέσουμε να μη βάλετε σε κίνδυνο την Ελλάδα εγκαταλείποντας την προηγούμενη πολιτική σας και να μην ακούτε τις προτάσεις των Περσών. Όποιος Έλληνας κάνει κάτι τέτοιο, χάνει την τιμή του και το αίσθημα της δικαιοσύνης του· αν όμως το κάνετε εσείς, θα είναι χειρότερο από πολλές απόψεις. Γιατί από την αρχή εσείς ξεκινήσατε αυτό τον πόλεμο και τη δική μας γνώμη δεν τη λάβατε καθόλου υπόψη. Η εκστρατεία βάδιζε ενάντια στα δικά σας εδάφη και τώρα έχει εμπλακεί ολόκληρη η Ελλάδα. Επιπλέον, θα είναι αισχρό αν οι Αθηναίοι, που στο παρελθόν κέρδισαν τόσες φορές τον τίτλο του απελευθερωτή, γίνονταν τώρα αιτία να υποδουλωθεί όλη η Ελλάδα. Οπωσδήποτε, σας συμπονούμε για τις συμφορές σας· την απώλεια της σοδειάς για δύο διαδοχικές χρονιές και την καταστροφή των σπιτιών και των περιουσιών σας για τόσο καιρό· ως ένδειξη της αναγνώρισης μας, είμαστε πρόθυμοι, εμείς και όλοι οι σύμμαχοι μας, να συντηρήσουμε τις γυναίκες και τα άλλα μη μάχιμα μέλη των οικογενειών σας, όσο κρατήσει ο πόλεμος. Μην αφήσετε να μεταβάλει τη γνώμη σας ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας που παρουσίασε με ωραία λόγια τις προτάσεις του Μαρδόνιου. Κάνει μόνο ό,τι θα περίμενε κανείς απ' αυτόν· τύραννος κι ο ίδιος, είναι φυσικό να συμμαχεί μ' έναν όμοιό του. Όμως αυτή η στάση δεν σας ταιριάζει —τουλάχιστον, όχι αν είστε λογικοί· ασφαλώς ξέρετε ότι οι βάρβαροι δε σέβονται ούτε την αλήθεια ούτε την τιμή». Αυτά είπαν οι αγγελιαφόροι.


143. Τότε οι Αθηναίοι έδωσαν στον Αλέξανδρο την εξής απάντηση: «Γνωρίζουμε», είπαν, «το ίδιο καλά όσο κι εσύ ότι η δύναμη των Μήδων είναι πολύ ανώτερη από τη δική μας· ώστε καθόλου δεν πρέπει να μας κατηγορείς γι' αυτό. Ωστόσο, τρέφουμε τόση αγάπη για την ελευθερία, ώστε θα την υπερασπιστούμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Όσο για το να συνάψουμε συμφωνία με τους βαρβάρους μην προσπαθείς να μας πείσεις· δε θα δεχόμαστε ποτέ. Πες, λοιπόν, στο Μαρδόνιο, ότι όσο ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία στον ουρανό, εμείς οι Αθηναίοι δε θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον Ξέρξη. Αντίθετα, θα του αντιστεκόμαστε χωρίς ανάπαυλα, ακουμπώντας τις ελπίδες μας στους θεούς και τους ήρωές μας, τους οποίους εκείνος περιφρονεί και πυρπολεί τους ναούς και τα αγάλματα. Μην ξανάρθεις ποτέ εδώ με παρόμοια πρόταση και μη σκεφτείς ούτε μία φορά ότι μας ευνοείς ενώ μας παροτρύνεις ν' ακολουθήσουμε έναν τόσο ατιμωτικό δρόμο, γιατί θα ήταν κρίμα να πέσεις θύμα κάποιου ατυχήματος, ενώ βρίσκεσαι στην Αθήνα εσύ που είσαι φίλος κι ευεργέτης μας».



144. Αυτή ήταν η απάντηση των Αθηναίων στον Αλέξανδρο. Στους Σπαρτιάτες πρέσβεις είπαν: «Ήταν ανθρώπινο να τρομοκρατηθούν οι Λακεδαιμόνιοι στην ιδέα να υπογράψουμε συνθήκη με την Περσία· παρόλα αυτά, δείξατε μεγάλη μικροπρέπεια αφού φοβηθήκατε τόσο, ενώ γνωρίζετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων. Δεν υπάρχει τόσο χρυσάφι στον κόσμο ούτε τόσο πανέμορφη γη που θα δεχόμαστε ποτέ σε αντάλλαγμα, για να ενωθούμε με τον κοινό μας εχθρό και να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους δε θα το κάναμε, ακόμα κι αν το θέλαμε: ο πρώτος και κυριότερος είναι η πυρπόληση και το γκρέμισμα των ναών και των αγαλμάτων των θεών μας. Θεωρούμε επιτακτικό καθήκον μας να εκδικηθούμε γι' αυτή τη βεβήλωση με όλη μας τη μανία, όχι να συμμαχήσουμε με αυτούς που την διέπραξαν. Επιπλέον, υπάρχει το ελληνικό έθνος, η ταυτότητα του αίματος και της γλώσσας, των ναών και της θρησκείας· ο κοινός μας τρόπος ζωής· η Αθήνα δεν θα μπορούσε ποτέ να τα προδώσει όλα αυτά. Σας πληροφορούμε, λοιπόν, αν δεν το ξέρετε ήδη, ότι όσο παραμένει ζωντανός έστω και ένας Αθηναίος, δε θα υπογραφεί καμιά ειρήνη με τον Ξέρξη. Ωστόσο, είμαστε βαθιά συγκινημένοι από την καλοσύνη και το ενδιαφέρον σας να υποστηρίξετε τις οικογένειες μας αυτή τη δύσκολη ώρα. Η δική σας υποχρέωση έχει εκπληρωθεί. Παρόλα αυτά, προτιμάμε να συνεχίσουμε όπως μπορούμε, χωρίς να σας γίνουμε βάρος. Αφού μάθατε την απόφαση μας, οδηγήστε το στρατό σας στο πεδίο της μάχης με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση· γιατί, αν δεν πέφτουμε έξω, δε θα περάσει πολύς καιρός πριν εισβάλει ο εχθρός στην Αττική αλλά αμέσως μόλις πάρει την αρνητική μας απάντηση. Γι' αυτό, λοιπόν, προτού εμφανιστεί πάλι στα εδάφη μας, πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε στη Βοιωτία». Αφού πήραν την απάντηση των Αθηναίων, οι Σπαρτιάτες πρεσβευτές έφυγαν για την πατρίδα τους.





1. Όταν γύρισε ο Αλέξανδρος με την απάντηση των Αθηναίων, ο Μαρδόνιος ξεκίνησε από τη Θεσσαλία προς την Αθήνα με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, επιστρατεύοντας άνδρες απ' όλες τις περιοχές που διέσχιζε. Οι βασιλικοί οίκοι της Θεσσαλίας διατήρησαν την προηγούμενη ευνοϊκή στάση τους και μάλιστα ενθάρρυναν τους Πέρσες να εξαπολύσουν πολύ σκληρή επίθεση. Ο Θώρακας από τη Λάρισα, μάλιστα, είχε φτάσει σε σημείο να συνοδεύσει τον Ξέρξη κατά την υποχώρηση του και τώρα ενθάρρυνε ανοιχτά τον Μαρδόνιο στη νέα του επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα.


2. Όταν ο στρατός έφτασε στη Βοιωτία, οι Θηβαίοι προσπάθησαν να πείσουν τον Μαρδόνιο να σταματήσει. Ήταν, όπως έλεγαν, η καλύτερη περιοχή, για να στρατοπεδεύσει και τον συμβούλευσαν να κάνει βάση του τη Βοιωτία και να πάρει μέτρα για την υποδούλωση της Ελλάδας χωρίς να γίνει ούτε μία μάχη. Αν οι Έλληνες έμεναν ενωμένοι, όπως ήταν και πρωτύτερα, όλος ο κόσμος μαζί θα δυσκολευόταν να τους νικήσει· οι Θηβαίοι συμπλήρωσαν: «Αν κάνεις αυτό που σου προτείνουμε, θα βάλεις ένα τέλος σε όλα τους τα σχέδια χωρίς να κινδυνεύσεις. Στείλε χρήματα στους ηγέτες των διάφορων πόλεων· έτσι, θα διαλύσεις την ενότητα της Ελλάδας και θα μπορείς πλέον, με τη βοήθεια όσων έρθουν με το πλευρό σου, να διαλύσεις αυτούς που θα σου αντιστέκονται ακόμα».

3. Εκείνοι αυτά τον συμβούλευαν, αλλά ο Μαρδόνιος δε δέχτηκε να ακολουθήσει το σχέδιο. Ήταν ολόψυχα δοσμένος στην επικείμενη επίθεση του στην Αθήνα, αναμφίβολα εξαιτίας της ανοησίας του, αλλά και επειδή ήθελε να αναγγείλει τη δεύτερη άλωση της Αθήνας στο βασιλιά στις Σάρδεις με μια αλυσίδα πυρσών ανάμεσα στα νησιά. Φτάνοντας στην Αττική, πάντως, δε βρήκε κανέναν Αθηναίο· όπως έμαθε, οι περισσότεροι ήταν μαζί με το στόλο ή στη Σαλαμίνα. Έτσι, κατέλαβε μια έρημη πόλη. Η άλωση της πόλης από τον βασιλιά έγινε δέκα μήνες πριν από την άλωσή της από τον Μαρδόνιο.

4. Όταν ο Μαρδόνιος έφτασε στην Αθήνα, έστειλε το Μουρυχίδη, έναν άνδρα από τον Ελλήσποντο, στη Σαλαμίνα με τη διαταγή να επαναλάβει στους Αθηναίους την πρόταση που τους είχε κάνει ήδη ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας. Αυτό δε σημαίνει ότι αγνοούσε τα αισθήματά τους απέναντι του, απλώς επανέλαβε την απόπειρα με την ελπίδα ότι ίσως σταματούσαν τις ανοησίες, όταν ήξεραν ότι είχε ξανά στην κατοχή του ολόκληρη την Αττική. Γι' αυτό το σκοπό έστειλε τον Μουρυχίδη στη Σαλαμίνα. Έτσι, ξεκίνησε για την αποστολή του και μετέφερε το μήνυμα του Μαρδόνιου στο συμβούλιο.



5. Ένα από τα μέλη του συμβουλίου, κάποιος Λυκίδης, υποστήριξε ότι η καλύτερη οδός θα ήταν να δεχτούν τις προτάσεις που τους έφερνε ο αγγελιαφόρος και να τις υποβάλουν για έγκριση στη συνέλευση του δήμου. Αυτή ήταν η άποψή του· είτε είχε εξαγοραστεί από τον Μαρδόνιο, για να την εκφράσει, είτε την πίστευε πραγματικά. Οι Αθηναίοι, όμως, όσοι ήταν μέσα στην αίθουσα συσκέψεων κι όσοι βρίσκονταν έξω, οργίστηκαν τόσο, όταν την άκουσαν, ώστε περικύκλωσαν τον Λυκίδη και τον λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου. Τον Μουρυχίδη τον Ελλησπόντιο τον άφησαν να φύγει χωρίς να τον πειράξουν. Με την οχλοβοή που ξέσπασε στη Σαλαμίνα εναντίον του Λυκίδη οι Αθηναίες έμαθαν τι είχε συμβεί· τότε, συγκεντρώθηκαν και, παρασύροντας η μία την άλλη, μαζεύτηκαν ένα πλήθος στο σπίτι του Λυκίδη και λιθοβόλησαν τη γυναίκα και τα παιδιά του.

6. Και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πέρασαν οι Αθηναίοι στη Σαλαμίνα ήταν οι εξής. Όσο περίμεναν βοήθεια από το στρατό της Πελοποννήσου, έμεναν στην Αττική· όταν, όμως, κατάλαβαν ότι οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους καθυστερούσαν κι ήταν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους κι έφτασε η είδηση ότι οι Πέρσες είχαν φτάσει στη Βοιωτία, έσπευσαν να περάσουν στη Σαλαμίνα μαζί με όλη την κινητή τους περιουσία. Έστειλαν ένα μήνυμα που κατέκρινε τους Σπαρτιάτες, γιατί επέτρεψαν στον εχθρό να εισβάλει στην Αττική, αντί να τον αναχαιτίσουν στη Βοιωτία μαζί με τους Αθηναίους και, παράλληλα, υπενθύμιζε τις προτάσεις που τους είχε κάνει η Περσία, για να αποσχιστούν από τους Έλληνες, καθώς και το αυτονόητο γεγονός ότι, αν δεν προασπίζονταν τους Αθηναίους, θα έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να σωθούν από μόνοι τους.



7. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή γιόρταζαν στη Σπάρτη τα Υακίνθια . Ο λαός θεωρούσε σημαντικό καθήκον του να τιμήσει όσο μπορούσε περισσότερο το θεό. Κόντευε σχεδόν να τελειώσει το τείχος που έχτιζαν στον Ισθμό, στο οποίο έμενε να προσθέσουν τις επάλξεις. Οι Αθηναίοι πρέσβεις, που συνοδεύονταν από αντιπροσώπους από τα Μέγαρα και τις Πλαταιές, έφτασαν στη Σπάρτη και ζήτησαν να δουν τους εφόρους. Και τους είπαν τα εξής: «Οι Αθηναίοι μας στέλνουν να σας πούμε ότι ο βασιλιάς των Μήδων προσφέρθηκε να μας επιστρέψει την πατρίδα μας και, ταυτόχρονα, όχι μόνο να γίνει σύμμαχος μας με δίκαιους και ίσους όρους, χωρίς δόλο και απάτη, αλλά και να μας παραχωρήσει όποια άλλη περιοχή θα θέλαμε να προσαρτήσουμε. Εμείς, από σεβασμό στο Δία, που λατρεύει ολόκληρη η Ελλάδα, και από απέχθεια στη σκέψη και μόνο της προδοσίας, αρνηθήκαμε κατηγορηματικά την πρόταση, παρά το γεγονός ότι πέσαμε θύματα προδοσίας των ίδιων των συμμάχων μας και γνωρίζουμε ότι θα έχουμε πολύ μεγαλύτερο κέρδος συμμαχώντας με την Περσία παρά κάνοντας αυτόν τον πόλεμο. Όμως, δε θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον εχθρό με τη θέλησή μας. Εμείς τουλάχιστον, πληρώνουμε τα χρέη μας στην Ελλάδα με αληθινά νομίσματα· εσείς όμως, που τρομοκρατηθήκατε μήπως συμμαχούσαμε με την Περσία, τώρα που γνωρίσατε το πνεύμα μας με σαφήνεια και καταλάβατε ότι δεν πρόκειται να προδώσουμε την Ελλάδα —κι ενώ παράλληλα το οχυρό σας στον Ισθμό έχει ολοκληρωθεί σχεδόν, δεν νοιάζεστε πια για την Αθήνα. Συμφωνήσατε μαζί μας να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό στη Βοιωτία, αλλά καταπατήσατε τον λόγο σας αφήνοντάς τον να εισβάλει ξανά στην Αττική. Αυτή η στάση σας προκάλεσε την οργή των Αθηναίων γιατί ήταν αταίριαστη με την περίσταση. Το άμεσο καθήκον σας είναι να δεχτείτε το τωρινό τους αίτημα· ετοιμάστε το στρατό σας να αντιμετωπίσουμε μαζί τον βάρβαρο στην Αττική. Τώρα που χάσαμε πλέον τη Βοιωτία, η καλύτερη τοποθεσία, για να τον αντιμετωπίσουμε μέσα σε δικό μας έδαφος είναι το Θριάσιο πεδίο».





8. Οι έφοροι, όταν άκουσαν αυτά, δεσμεύτηκαν να δώσουν την απάντηση τους την επόμενη μέρα· την επόμενη μέρα, το ανέβαλαν ξανά και συνέχισαν να το αναβάλλουν, ώσπου πέρασαν με τις συνεχείς αναβολές δέκα μέρες. Στο μεταξύ, όλοι οι Πελοποννήσιοι δούλευαν με γρήγορο ρυθμό το τείχος κατά μήκος του Ισθμού, και πλησίαζε το τέλος. Δεν μπορώ να πω γιατί, όταν ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας επισκέφτηκε την Αθήνα, οι Σπαρτιάτες αγωνιούσαν τότε μήπως οι Αθηναίοι συμμαχήσουν με τους Πέρσες, ενώ τώρα δε φαίνονταν να νοιάζονται ιδιαίτερα. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να βρω είναι ότι, αφού ολοκλήρωσαν την οχύρωση του Ισθμού, ένιωθαν ότι η υποστήριξη των Αθηναίων δεν τους ήταν πια απαραίτητη. Όταν έφτασε ο Αλέξανδρος στην Αττική, το τείχος δεν είχε τελειώσει ακόμα, και δούλευαν με ένταση από φόβο μήπως καταφτάσουν οι Πέρσες, πριν προλάβουν να το ολοκληρώσουν.

9. Τέλος, όμως, οι Σπαρτιάτες έδωσαν την απάντησή τους κι έστειλαν στρατό στο πεδίο της μάχης. Την παραμονή της μέρας που είχε οριστεί για την τελική ακρόαση των απεσταλμένων, ένας Τεγεάτης που λεγόταν Χίλεος κι είχε το μεγαλύτερο κύρος στη Σπάρτη απ' οποιονδήποτε άλλο ξένο, ρώτησε τους εφόρους τι ακριβώς είχαν πει οι Αθηναίοι. Αφού άκουσε αυτά ο Χίλεος είπε τα εξής: «Έτσι έχουν τα πράγματα, άνδρες έφοροι. Αν οι Αθηναίοι μάς εγκαταλείψουν και γίνουν σύμμαχοι με τους Πέρσες, τότε, όσο ισχυρή κι αν είναι η οχύρωση του Ισθμού, όλες οι πύλες θα είναι ανοιχτές για τους Πέρσες προς την Πελοπόννησο. Γι' αυτό, είναι καλύτερα να τους βοηθήσετε προτού αλλάξουν γνώμη και υιοθετήσουν μια πολιτική που θα καταστρέψει την Ελλάδα».


10. Αυτός έδωσε τις παραπάνω συμβουλές. Οι έφοροι έλαβαν υπόψη τους αυτή την προειδοποίηση και, χωρίς να πουν τίποτα στους αντιπροσώπους που είχαν έρθει από τις πόλεις, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, έστειλαν πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες, που ο καθένας τους συνοδευόταν από επτά είλωτες, με στρατηγό τον Παυσανία, γιο του Κλεόμβροτου. Η ανώτατη εξουσία της Σπάρτης ανήκε εκείνη την εποχή στον γιο του Λεωνίδα, Πλείσταρχο· επειδή ήταν ακόμα ανήλικος, ο Παυσανίας ο ξάδελφος του ήταν και επίτροπός του [κηδεμόνας]. [….]



28. […] Στα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν ήδη στην περιοχή των Πλαταιών προστέθηκαν αργότερα ενισχύσεις τα τμήματα του στρατού κατέλαβαν τις θέσεις τους. Στο δεξιό άκρο ήταν δέκα χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι, εκ των οποίων πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες που συνοδεύονταν από τριάντα πέντε χιλιάδες ψιλούς είλωτες — μια αντιστοιχία επτά προς ένα. Δίπλα στους Σπαρτιάτες, ως αναγνώριση της αξίας τους, παρατάχτηκαν οι Τεγεάτες με χίλιους πεντακόσιους οπλίτες. Μετά πήραν θέση οι πέντε χιλιάδες Κορίνθιοι, που είχαν πάρει άδεια από τον Παυσανία να έχουν τους τριακόσιους άνδρες από την Ποτείδαια της Παλλήνης στο πλευρό τους. Δίπλα τους ήταν εξακόσιοι άνδρες από τον Ορχομενό της Αρκαδίας, τρεις χιλιάδες από τη Σικυώνα και οχτακόσιοι από την Επίδαυρο· έπειτα, χίλιοι από την Τροιζήνα, διακόσιοι από το Λέπρεο, τετρακόσιοι από τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, χίλιοι από τον Φλειούντα και τριακόσιοι από την Ερμιόνη· μετά, εξακόσιοι από την Ερέτρια και τα Στύρα, τετρακόσιοι από τη Χαλκίδα, πεντακόσιοι από την Αμπρακία, οχτακόσιοι από τη Λευκάδα και το Ανακτόριο και διακόσιοι Πάλεις από την Κεφαλληνία· έπειτα, πεντακόσιοι από την Αίγινα, τρεις χιλιάδες από τα Μέγαρα και εξακόσιοι από τις Πλαταιές. Τελευταίοι, στο αριστερό άκρο της παράταξης, ήταν οι οχτώ χιλιάδες Αθηναίοι, με διοικητή τον Αριστείδη, γιο του Λυσίμαχου.







29. Όλοι αυτοί, εκτός από τους επτά είλωτες που αντιστοιχούσαν σε κάθε Σπαρτιάτη, αποτελούνταν από οπλίτες και η συνολική τους δύναμη έφτανε τους τριάντα οχτώ χιλιάδες επτακόσιους άνδρες. Ο αριθμός των οπλιτών, που συγκεντρώθηκαν κατά των βαρβάρων ήταν αυτός. Οι τριάντα πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες είλωτες που ανέφερα, όλοι τους μάχιμοι, και τριάντα τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιοι ακόμα, που ανήκαν σε άλλες πόλεις της Λακεδαίμονας και άλλων περιοχών, σε αναλογία ένας βοηθητικός για κάθε πολεμιστή, αποτελούσαν το πλήθος των «ψιλών».


30. Ο συνολικός αριθμός των βοηθητικών έφτανε, λοιπόν, τους εξήντα εννιά χιλιάδες πεντακόσιους ανεβάζοντας το σύνολο του ελληνικού στρατού, μαζί με τους οπλίτες και τους ψιλούς, στις Πλαταιές, στους εκατόν δέκα χιλιάδες άνδρες, εκτός από χίλιους οχτακόσιους Θεσπιείς, των οποίων οι άνδρες που επέζησαν είχαν ενωθεί με τον ελληνικό στρατό. Ωστόσο, αυτοί δεν ήταν πλήρως εξοπλισμένοι. Αυτά για τη δύναμη και την οργάνωση του ελληνικού στρατού που παρατάχτηκε κοντά στον Ασωπό.




31. Οι άνδρες του Μαρδόνιου, […] απλώθηκαν κι αυτοί προς το ρεύμα του ποταμού μόλις έμαθαν ότι οι Έλληνες ήταν στις Πλαταιές και παρατάχτηκαν ως εξής με τις διαταγές του Μαρδόνιου. Απέναντι από τους Λακεδαιμονίους, ο Μαρδόνιος τοποθέτησε τους Πέρσες, που υπερίσχυαν τόσο σε πλήθος ώστε οι γραμμές τους είχαν μεγαλύτερο βάθος από το συνηθισμένο κι αρκετό άνοιγμα, για να καλύπτουν και τους Τεγεάτες. Αυτή η προφύλαξη οφειλόταν σε συμβουλή των Θηβαίων. Δίπλα στους Πέρσες ήταν οι Μήδοι, που κάλυπταν τα στρατεύματα από την Κόρινθο, την Ποτείδαια, τον Ορχομενό και τη Σικυώνα· μετά οι Βάκτριοι που κάλυπταν τους Έλληνες από την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, το Λέπρεο, την Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τον Φλειούντα. Δίπλα παρατάχτηκαν οι Ινδοί, απέναντι από τους Ερμιονείς, τους Ερετριείς, τους Στυρείς, και τους Χαλκιδιώτες· μετά οι Σάκες, που κάλυπταν τους Αμπρακιώτες, τους Ανακτορίους, τους Λευκαδίτες, τους Παλείς και τους Αιγινήτες· τέλος, μετά τους Σάκες και απέναντι από τους Αθηναίους, τους Πλαταιείς και τους Μεγαρίτες, παρατάχτηκαν οι Βοιωτείς, οι Λοκροί, οι Μηλιείς και οι Θεσσαλοί, μαζί με τους χίλιους Φωκείς. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαν συμπαραταχτεί με τους Πέρσες όλοι οι Φωκείς· αρκετοί απ' αυτούς υπηρετούσαν το σκοπό των Ελλήνων από τη βάση τους στις παρυφές του Παρνασσού, κάνοντας επιδρομές και παρενοχλώντας τον στρατό του Μαρδόνιου και των Ελλήνων που υπηρετούσαν μαζί του. Ο Μαρδόνιος έβαλε επίσης στη δεξιά πτέρυγα, απέναντι από τους Αθηναίους, τους Μακεδόνες και μερικές μονάδες Θεσσαλών.


32. Ανέφερα τα σπουδαιότερα και πιο αξιόλογα στρατεύματα από διάφορες εθνικότητες που παρέταξε ο Μαρδόνιος σ' αυτή τη μάχη. Ο στρατός του περιλάμβανε επίσης λίγους άνδρες από άλλες εθνικότητες· Φρύγες, Μυσούς, Θράκες, Παίονες και άλλους, όπως Αιθίοπες και Αιγυπτίους. Αυτοί οι τελευταίοι ανήκαν στους Ερμοτύβιες και Καλασίριες — τις τάξεις των πολεμιστών της Αιγύπτου που πολεμάνε με όπλο το μαχαίρι. Νωρίτερα, είχαν υπηρετήσει με το στόλο, αλλά ο Μαρδόνιος τους αποβίβασε πριν αποπλεύσουν τα πλοία από το Φάληρο, αφού δεν υπήρχε στρατός ξηράς από την Αίγυπτο στη δύναμη που οδήγησε ο Ξέρξης ενάντια στην Αθήνα. Οι δυνάμεις των βαρβάρων έφταναν, όπως είπα ήδη, τις τριακόσιες χιλιάδες. Ο αριθμός των Ελλήνων που ήταν σύμμαχοι με τον Μαρδόνιο είναι άγνωστος (κανείς δεν τους μέτρησε). Εγώ τους υπολογίζω γύρω στους πενήντα χιλιάδες άνδρες. Όλοι αυτοί που ανέφερα ως τώρα είχαν παραταχτεί στο πεζικό. Το ιππικό σχημάτιζε χωριστή ενότητα.


33. Αφού ο Μαρδόνιος ολοκλήρωσε την παράταξη των ανδρών του, καθορίζοντας τη θέση κάθε έθνους, τα δύο στρατεύματα άρχισαν την επόμενη μέρα να προσφέρουν θυσίες [...]


40. Στις δυο μέρες που ακολούθησαν δεν συνέβη τίποτα. Καμιά πλευρά δεν είχε πρόθεση να ξεκινήσει τη συμπλοκή. Οι Πέρσες προκαλούσαν τους Έλληνες να επιτεθούν μπαίνοντας στα νερά του Ασωπού, αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να το διασχίσει πραγματικά. Ωστόσο, το ιππικό του Μαρδόνιου παρενοχλούσε ασταμάτητα τις ελληνικές δυνάμεις και, κυρίως οι Θηβαίοι, οι ακλόνητοι φίλοι της Περσίας ήταν δοσμένοι ολόψυχα σ' αυτό τον πόλεμο και οδηγούσαν κατ' επανάληψη το ιππικό σε απόσταση βολής, οπότε οι Πέρσες και οι Μήδοι έμπαιναν στη δράση, για να αποδείξουν ότι ήταν αυτοί οι οποίοι έκαναν τα κατορθώματα.




44. […] έπεσε το σκοτάδι και τοποθετήθηκαν σκοποί. Κύλησαν λίγες ώρες· όταν στα δύο στρατόπεδα επικράτησε ησυχία, και όλοι έπεσαν σε βαθύ ύπνο, ο Αλέξανδρος, γιος του Αμύντα, βασιλιάς και στρατηγός των Μακεδόνων, κάλπασε με το άλογό του στο φυλάκιο των Αθηναίων και ζήτησε να δει και να μιλήσει με τους στρατηγούς τους. Οι περισσότεροι φρουροί έμειναν στη θέση τους, αλλά μερικοί έτρεξαν να ειδοποιήσουν τους ανωτέρους τους ότι ένας ιππέας είχε φτάσει από το εχθρικό στρατόπεδο και, το μόνο που έλεγε ήταν ότι ήθελε να μιλήσει στους διοικητές του στρατού, των οποίων γνώριζε και τα ονόματα.


45. Οι Αθηναίοι ακολούθησαν αμέσως τους σκοπούς στο φυλάκιο τους και συνάντησαν τον Αλέξανδρο. Και αυτός τους είπε: «Άνδρες της Αθήνας, εμπιστεύομαι την τιμή σας γι' αυτό που έχω να σας πω· κρατήστε το μυστικό απ' όλους, εκτός από τον Παυσανία, αλλιώς θα με καταστρέψετε. Δε θα βρισκόμουν εδώ, αν δε φρόντιζα για όλη την Ελλάδα. Είμαι κι εγώ Έλληνας στην καταγωγή και δε θέλω να δω την πατρίδα να ανταλλάσσει την ελευθερία της με σκλαβιά. Λέω, λοιπόν, ότι ο Μαρδόνιος κι ο στρατός του δεν έχουν ευνοϊκούς οιωνούς από τις θυσίες τους, αλλιώς η μάχη θα είχε ξεκινήσει πριν καιρό. Ο Μαρδόνιος, πάντως, αποφάσισε να αγνοήσει τους οιωνούς και να σας επιτεθεί με την αυγή, επειδή, φαντάζομαι, ανησυχεί μήπως συγκεντρωθείτε πολλοί στις γραμμές σας. Να είστε έτοιμοι. Αν, πάλι, αναβάλει την επίθεση του ο Μαρδόνιος, σας συμβουλεύω να μείνετε στις θέσεις σας, γιατί δεν έχει προμήθειες παρά για λίγες μόνο μέρες. Στη περίπτωση που δώσετε σ' αυτό τον πόλεμο αίσιο τέλος, πρέπει να με θυμηθείτε πως συνέβαλα κι εγώ στην ελευθερία σας· διατρέχω μεγάλο κίνδυνο για το καλό της Ελλάδας, θέλοντας να σας ειδοποιήσω για τις προθέσεις του Μαρδόνιου και να σας σώσω από μια αιφνιδιαστική επίθεση των βαρβάρων. Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας». Αφού είπε αυτά, ο Αλέξανδρος κάλπασε πίσω στο στρατόπεδο του και γύρισε στη θέση του.


46. Οι Αθηναίοι στρατηγοί έτρεξαν στον Παυσανία, στη δεξιά πτέρυγα της ελληνικής παράταξης, και του είπαν τι είχαν ακούσει από τον Αλέξανδρο. Ο Παυσανίας φοβήθηκε τους Πέρσες και είπε τα εξής: «Αν πρόκειται να ξεσπάσει η μάχη την αυγή», είπε, «είναι καλύτερα εσείς οι Αθηναίοι να παραταχτείτε απέναντι από τους Πέρσες, και ν' αναλάβουμε εμείς την πτέρυγα απέναντι από τους Βοιωτούς και τους άλλους Έλληνες, που βρίσκονται τώρα απέναντι σας. Στο Μαραθώνα γνωρίσατε τους Μήδους και την τακτική τους στη μάχη, αντίθετα από μας, που δεν τους έχουμε συναντήσει ποτέ στο πεδίο της μάχης. Κανένας Σπαρτιάτης δεν έχει πολεμήσει ενάντια σε Μήδο, ενώ έχουμε εξοικειωθεί αρκετά με τους στρατιώτες της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Γι' αυτό, πάρτε τα όπλα σας κι ελάτε στη δεξιά πτέρυγα. Εμείς θα πάρουμε τη θέση σας στην αριστερή». Σ' αυτά οι Αθηναίοι απάντησαν τα εξής: «Σκεφτήκαμε κι εμείς πριν αρκετό καιρό —από τότε, δηλαδή, που είδαμε ότι οι Πέρσες παρατάχθηκαν απέναντι σας—να κάνουμε την ίδια πρόταση, αλλά φοβηθήκαμε μη σας προσβάλουμε. Αφού, όμως, το θίξατε εσείς οι ίδιοι, δεχόμαστε πρόθυμα και θα συμμορφωθούμε αμέσως».


47. Το ζήτημα τακτοποιήθηκε ικανοποιητικά και για τα δύο σώματα και, στα πρώτα σημάδια της αυγής οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες άλλαξαν θέση στην παράταξη. Οι Βοιωτοί, όμως, παρατήρησαν την κίνηση και την ανέφεραν στον Μαρδόνιο, ο οποίος μετακίνησε αμέσως τα περσικά στρατεύματα στο άλλο άκρο της παράταξης, φέρνοντας τα πάλι αντιμέτωπα με τους Σπαρτιάτες. Όταν το είδε ο Παυσανίας, γύρισε πάλι στο δεξιό άκρο τους Σπαρτιάτες και, όπως και πριν, ο Μαρδόνιος στο αριστερό.



48. Αφού γύρισαν πάλι στις αρχικές τους θέσεις, ο Μαρδόνιος έστειλε έναν αγγελιαφόρο στις γραμμές των Σπαρτιατών και είπε τα εξής: «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, όλοι εδώ γύρω σας θεωρούν γενναίους άνδρες και σας θαυμάζουν, γιατί δεν υποχωρείτε ποτέ στη μάχη και δεν εγκαταλείπετε ποτέ τη θέση σας· μένετε ακλόνητοι, λένε, μέχρι να πέσει κι ο τελευταίος είτε από τον εχθρικό στρατό είτε από σας. Από αυτά όμως τίποτα δεν είναι αλήθεια. Σας είδαμε να τρέχετε εδώ κι εκεί και να εγκαταλείπετε τη θέση σας πριν αρχίσει η μάχη ή ανταλλάξουμε έστω ένα χτύπημα· αφήνετε την πιο επικίνδυνη θέση στους Αθηναίους, ενώ εσείς προσπαθείτε να χτυπηθείτε με τους σκλάβους μας. Αυτή η συμπεριφορά δεν ταιριάζει καθόλου σε γενναίους άνδρες· πράγματι, φαίνεται ότι κάναμε λάθος σχετικά με σας. Με βάση τη φήμη σας, μάλιστα, περιμέναμε ότι θα μας στέλνατε και μια πρόκληση, για να είστε σίγουροι ότι θα αναμετρηθείτε με τους Πέρσες πολεμιστές και κανέναν άλλο. Θα την είχαμε αποδεχτεί πρόθυμα, αν την είχατε στείλει· αλλά δεν το κάνατε. Αντίθετα, σας βλέπουμε να πασχίζετε να μας αποφύγετε. Τέλος πάντων, αφού εσείς δεν έχετε το θάρρος, σας προκαλούμε εμείς. Γιατί να μην χτυπηθεί ίσος αριθμός ανδρών από τις δύο πλευρές, εσείς ως οι πιο γενναίοι της Ελλάδας κι εμείς ως οι πιο γενναίοι της Ασίας; Αν, πάλι, θέλουν να πολεμήσουν και οι υπόλοιποι, ας το κάνουν αφού έχουμε τελειώσει εμείς μεταξύ μας· αλλιώς, ας λύσουμε το θέμα μεταξύ μας κι ας θεωρήσουμε ότι οι νικητές αντιπροσώπευαν όλο το στράτευμά τους».



49. Όταν παρέδωσε την πρόκληση, ο αγγελιαφόρος περίμενε λίγο· αφού, όμως, δεν έπαιρνε απάντηση, γύρισε στον Μαρδόνιο και του είπε τι είχε συμβεί. Ο Μαρδόνιος ενθουσιάστηκε και υπερήφανος γι' αυτή τη νίκη διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί. Οι Πέρσες ιππείς, οπλισμένοι με τόξα —δεν ήταν εύκολος αντίπαλος— προκάλεσαν σοβαρές απώλειες, χτυπώντας παράλληλα ολόκληρη την ελληνική παράταξη και με τα βέλη και τα ακόντιά τους· αυτή τη φορά έφραξαν τη Γαργαφία πηγή με χώμα, απ' όπου έπαιρναν νερό όλοι οι Έλληνες στρατιώτες. Για την ακρίβεια, μόνο οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν κοντά στην πηγή, ενώ ο υπόλοιπος στρατός ήταν παραταγμένος σε μεγαλύτερη απόσταση, παράλληλα με τις όχθες του Ασωπού· ωστόσο, ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν κι αυτοί νερό από την πηγή, γιατί το εχθρικό ιππικό, με τα τοξεύματά του, τους εμπόδιζε να πλησιάσουν στο ποτάμι.



50. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, με τους άνδρες τους να παρενοχλούνται διαρκώς από το εχθρικό ιππικό και στερημένοι από νερό, οι στρατηγοί των διαφόρων ελληνικών σωμάτων πήγαν όλοι μαζί στον Παυσανία στη δεξιά πτέρυγα της παράταξης. Η έλλειψη νερού, μολονότι αρκετά σοβαρό θέμα, δεν ήταν το μόνο που έπρεπε να συζητηθεί, αφού, στο μεταξύ, είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα κι οι υπηρέτες που είχαν σταλεί να φέρουν προμήθειες από την Πελοπόννησο είχαν αποκλειστεί από ίλες του περσικού ιππικού και δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο στρατόπεδο.


51. Στη διάρκεια της συζήτησης οι στρατηγοί αποφάσισαν ότι, αν οι Πέρσες άφηναν τη μέρα να περάσει χωρίς να επιτεθούν, ο στρατός θα αποσυρόταν στο νησί. Η περιοχή αυτή βρίσκεται μπροστά στις Πλαταιές και απέχει δέκα στάδια από τον Ασωπό και την πηγή Γαργαφία, όπου και είχαν στρατοπεδεύσει. Η περιοχή αυτή είναι ένα νησί στην ξηρά· υπάρχει ένα ποτάμι που χωρίζεται σε δύο ρείθρα κοντά στην πηγή του, στον Κιθαιρώνα· στην πεδιάδα, τα δυο ρείθρα έχουν άνοιγμα περίπου τρία στάδια πριν ενωθούν ξανά πιο χαμηλά. Το όνομα της περιοχής είναι Ωερόη και είναι γνωστή στην περιοχή ως κόρη του Ασωπού. Δύο ήταν οι λόγοι που τους οδήγησαν να επιλέξουν το νησί για να παραταχτούν. Κατ' αρχάς, θα είχαν άφθονο νερό και, δεύτερον, το εχθρικό ιππικό δεν θα ήταν πια σε θέση να τους παρενοχλεί μια και δεν θα ήταν αντιμέτωποι. Το σχέδιο ήταν να μετακινηθούν στη διάρκεια της νύχτας, στη δεύτερη φυλακή μετά τα μεσάνυχτα, για να μην τους αντιληφθεί ο εχθρός, και ν' αποφύγουν έτσι αψιμαχίες με το ιππικό του στην πορεία τους. Συμφώνησαν, επίσης, ότι, μόλις έφταναν στο νησί, στο σημείο όπου η Ασωπίδα Ωερόη χωρίζεται καθώς πηγάζει από τον Κιθαιρώνα, θα έστελναν, πάντα στη διάρκεια της νύχτας, το μισό στράτευμα στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, για να βοηθήσει τις φάλαγγες με τα εφόδια που είχαν αποκλειστεί εκεί.


52. Αφού πήραν αυτές τις αποφάσεις, εξακολούθησαν όλη την υπόλοιπη μέρα, χωρίς διακοπή, να υπομένουν παρενοχλήσεις από το ιππικό· γύρω στο απόγευμα, οι επιθέσεις αραίωσαν κι όταν σκοτείνιασε, την ώρα που είχε συμφωνηθεί να γίνει η μετακίνηση, οι περισσότεροι έφυγαν. Όπως αποδείχτηκε, όμως, δεν σκόπευαν ν' ακολουθήσουν το σχέδιο και να πάνε στο νησί· αντίθετα, μόλις ξεκίνησε η πορεία, έφυγαν με ανακούφιση από το ιππικό και κατευθύνονταν στις Πλαταιές. Εκεί, σταμάτησαν μπροστά στο Ηραίο, που είναι χτισμένο έξω από την πόλη, σε μια απόσταση είκοσι στάδια από τη Γαργαφία. Όταν έφτασαν εκεί, στρατοπέδευσαν μπροστά από τον ναό.


53. Αυτοί λοιπόν στρατοπέδευσαν στο Ηραίο. Όταν ο Παυσανίας είδε τα άλλα στρατεύματα να ξεκινούν, διέταξε τους Λακεδαιμονίους να αδειάσουν το στρατόπεδο και να τους ακολουθήσουν, υποθέτοντας ότι αυτοί που είχαν φύγει ήδη κατευθύνονταν για τη θέση που είχαν συμφωνήσει. […]










59. Μετά απ' αυτά, ο Μαρδόνιος έδωσε τη διαταγή να ξεκινήσουν. Οι άνδρες του διέσχισαν τον Ασωπό κι ακολούθησαν με ταχύτητα τα ίχνη των ελληνικών δυνάμεων, υποθέτοντας πως είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή. Στην πραγματικότητα, μόνο τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες καταδίωκε ο Μαρδόνιος, γιατί τους Αθηναίους, που είχαν ακολουθήσει το δρόμο μέσα από τα χαμηλότερα εδάφη, τους κάλυπταν οι ενδιάμεσοι λόφοι και τα βουνά. Όταν οι άλλες βαρβαρικές μονάδες είδαν ότι οι Πέρσες άρχισαν την καταδίωξη των Ελλήνων, διέταξαν αμέσως να υψώσουν τις σημαίες κι όλοι οι άνδρες μπήκαν στο κυνήγι με όση ταχύτητα μπορούσαν να τρέξουν, κάτω από τις διαταγές των στρατηγών τους. Όρμησαν μπροστά χωρίς την παραμικρή μέριμνα να διατηρήσουν τις γραμμές τους, φωνάζοντας κι αλαλάζοντας, σίγουροι ότι θα κατατρόπωναν τους φυγάδες.


60. Ο Παυσανίας, όταν δέχτηκε επίθεση από το εχθρικό ιππικό, έστειλε έναν ιππέα στους Αθηναίους καλώντας τους σε βοήθεια: «Άνδρες της Αθήνας», έλεγε το μήνυμα, «η επίθεση έχει εξαπολυθεί τώρα εναντίον μας —σε μια μάχη που θα κρίνει την ελευθερία ή την υποδούλωση της Ελλάδας· οι φίλοι μας όμως, έφυγαν χτες βράδυ από το πεδίο της μάχης, προδίδοντας και τους δυο μας. Τώρα, το καθήκον μας είναι ολοφάνερο. Πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας και να προστατευτούμε μεταξύ μας όσο καλύτερα μπορούμε. Αν είχατε δεχτεί εσείς πρώτοι την επίθεση του ιππικού, θα είμαστε υποχρεωμένοι να έρθουμε να σας βοηθήσουμε, μαζί με τους Τεγεάτες, που είναι, όπως εμείς, αφοσιωμένοι στον ελληνικό σκοπό· αφού όμως, όλο το ιππικό έχει έρθει εναντίον μας, είναι καθήκον σας να βοηθήσετε αυτούς που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Αν αντιμετωπίζετε οποιοδήποτε πρόβλημα που σας εμποδίζει να ανταποκριθείτε στην έκκληση μας, στείλτε μας τουλάχιστον τους τοξότες σας και θα σας είμαστε ευγνώμονες. Αναγνωρίζουμε ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του πολέμου κανείς δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί την ανδρεία σας· δε θα αρνηθείτε, λοιπόν, να μας βοηθήσετε».


61. Μόλις έλαβαν αυτό το μήνυμα, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν αμέσως να ενισχύσουν τους Σπαρτιάτες, ανυπομονώντας να τους βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν λίγο μετά, όμως, δέχτηκαν επίθεση από τους Έλληνες, που υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του Μαρδόνιου, που παρατάχτηκαν απέναντι τους. Η επίθεση ήταν σκληρή και δεν τους άφησε τα περιθώρια να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους· έτσι, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες, οι πρώτοι μαζί με τους ψιλούς ήταν πενήντα χιλιάδες και οι Τεγεάτες ήταν τρεις χιλιάδες (αυτοί ποτέ δεν εγκατέλειπαν τους Λακεδαιμόνιους), έκαναν τις θυσίες σαν να επρόκειτο να συμπλακούν με το Μαρδόνιο και το στράτευμά του. Οι οιωνοί δεν ήταν ευνοϊκοί· στο μεταξύ, αρκετοί από τους άνδρες τους είχαν σκοτωθεί κι είχαν πολλούς τραυματίες, γιατί οι Πέρσες είχαν κάνει φράκτη με τις πλεκτές ασπίδες τους και, προστατευμένοι πίσω απ' αυτό, πετούσαν τόσα βέλη ώστε τα τμήματα των Σπαρτιατών ήταν σε πολύ δύσκολη θέση· αυτό, μαζί με τους αρνητικούς οιωνούς, έκανε τον Παυσανία να στρέψει το βλέμμα στο Ηραίο στις Πλαταιές, και να καλέσει τη θεά σε βοήθεια, παρακαλώντας τη να μην επιτρέψει να στερηθούν οι Έλληνες την ελπίδα της νίκης.


62. Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, οι Τεγεάτες όρμησαν μπροστά περνώντας στην επίθεση και, την αμέσως επόμενη στιγμή, οι οιωνοί υποσχέθηκαν επιτυχία. Τότε, οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν κι αυτοί ενάντια στους Πέρσες, και οι Πέρσες εναντίον τους... και έριχναν τα τόξα. Η πρώτη συμπλοκή έγινε μπροστά στο φράγμα με τις ασπίδες· έπειτα, όταν έπεσε αυτό, ακολούθησε μια σκληρή και παρατεταμένη μάχη, κυριολεκτικά σώμα με σώμα, κοντά στο Δημήτριο [ναό της Δήμητρας], αφού οι βάρβαροι μπορούσαν κι έπιαναν τα δόρατα και τα έσπαγαν σε ανδρεία και θάρρος ήταν ίσοι με τους αντιπάλους τους, αλλά μειονεκτούσαν σε όπλα, ήταν ανεκπαίδευτοι και πολύ κατώτεροι σε ικανότητες. Άλλοτε ένας ένας κι άλλοτε σε ομάδες δέκα ανδρών —και άλλοτε περισσότεροι άλλοτε λιγότεροι— έπεφταν πάνω στις γραμμές των Σπαρτιατών κι αποδεκατίζονταν.


63. Ο Μαρδόνιος μπήκε προσωπικά στη μάχη, ιππεύοντας το άσπρο του άλογο και περικυκλωμένος από τους χίλιους επίλεκτους Πέρσες. Όσο ζούσε ο Μαρδόνιος, οι άνδρες συνέχισαν να αντιστέκονται και να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους, σκοτώνοντας πολλούς Λακεδαιμονίους· μόλις όμως σκοτώθηκε ο διοικητής τους, μαζί με την προσωπική του φρουρά, που ήταν πολύ γενναία, οι υπόλοιποι υποχώρησαν μπροστά στους Λακεδαιμονίους και τράπηκαν σε φυγή. Ο κυριότερος λόγος των απωλειών τους ήταν η έλλειψη πανοπλίας, όταν βρέθηκαν να πολεμούν χωρίς αυτήν ενάντια σε οπλίτες.


64. Έτσι εκπληρώθηκε ο χρησμός κι ο Μαρδόνιος έδωσε ικανοποίηση στους Σπαρτιάτες για τον θάνατο του Λεωνίδα· μ' αυτό τον τρόπο, ο Παυσανίας, γιος του Κλεόμβροτου και εγγονός του Αναξανδρίδη, κέρδισε την πιο λαμπρή νίκη που έχει γραφτεί στην ιστορία. Τα ονόματα των απωτέρων προγόνων του είναι τα ίδια με των προγόνων του Λεωνίδα, που ανέφερα σε προηγούμενο σημείο του έργου μου. Ο Μαρδόνιος φονεύτηκε από τον Αρίμνηστο , άνδρα φημισμένο στη Σπάρτη, ο οποίος, λίγο μετά τα Μηδικά, βρήκε τον θάνατο, στη Στενύκλαρο, μαζί με τους τριακόσιους άνδρες που είχε στις διαταγές του, πολεμώντας ενάντια στους Μεσσηνίους.


65. Στις Πλαταιές, μόλις έσπασε η άμυνα των Περσών από τους Λακεδαιμονίους, οι στρατιώτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή και κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος που είχαν χτίσει σε Θηβαϊκό έδαφος. Θεωρώ πραγματικό θαύμα το γεγονός ότι, μολονότι η μάχη δόθηκε πολύ κοντά στο άλσος της Δήμητρας, ούτε ένας Πέρσης στρατιώτης δεν βρέθηκε νεκρός πάνω σε ιερό έδαφος κι ούτε πάτησε μέσα, απ' ό,τι φαίνεται, ενώ έξω από τον ναό και το ιερό έδαφος βρίσκονταν τόσοι νεκροί. Η γνώμη μου είναι —αν μπορεί κανείς να έχει γνώμη σχετικά με τέτοια μυστήρια— ότι η ίδια η θεά τους εμπόδισε να μπουν, επειδή είχαν κάψει το ιερό ανάκτορο στην Ελευσίνα.


78. Μαζί με τους Αιγινήτες στις Πλαταιές υπηρετούσε κι ένας άνδρας που λεγόταν Λάμπωνας. Πατέρας του ήταν ο Πυθέας, κι είχε πολύ καλή φήμη ανάμεσα στους Αιγινήτες. Ο άνδρας αυτός, λοιπόν, πήγε να δει τον Παυσανία και του έλεγε αυτή την πρόταση. «Γιε του Κλεόμβροτου, οι υπηρεσίες που πρόσφερες είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Ο θεός σου έδωσε το προνόμιο να γίνεις σωτήρας της Ελλάδας και να γράψεις το όνομά σου στην ιστορία. Τώρα, ως επισφράγιση όλων αυτών, υπάρχει ένα ακόμα πράγμα που απομένει να κάνεις, για να αυξήσεις τη φήμη σου και, ταυτόχρονα, να κάνεις τους ξένους να σκεφτούν καλύτερα την επόμενη φορά που θα προσβάλουν ή θα πειράξουν τους Έλληνες. Όταν ο Λεωνίδας σκοτώθηκε στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης κι ο Μαρδόνιος του έκοψαν το κεφάλι και το κάρφωσαν σ' έναν πάσσαλο. Ανταποδίδοντας τα ίδια θα κερδίσεις τον θαυμασμό όχι μόνο όλων των Σπαρτιατών αλλά κι όλων των Ελλήνων. Κάρφωσε το σώμα του Μαρδόνιου σ' έναν πάσσαλο... κι ο Λεωνίδας, ο αδελφός του πατέρα σου, θα έχει πάρει εκδίκηση». Ο Λάμπωνας πίστευε πραγματικά ότι η πρόταση του θα γινόταν δεκτή. Ο Παυσανίας, ωστόσο, απάντησε.


79. «Σ' ευχαριστώ, Αιγινήτη φίλε μου, για την καλή σου πρόθεση και το ενδιαφέρον σου για μένα· όμως, όσον αφορά στην κρίση σου, έκανες λάθος. Πρώτα εκθειάζεις κι εμένα και την πατρίδα μου, με επαίνους για τη νίκη μου, κι έπειτα τα εκμηδενίζεις όλα, συμβουλεύοντάς με να βεβηλώσω το σώμα ενός νεκρού και λέγοντας ότι η φήμη μου θα απλωθεί περισσότερο, αν διαπράξω μια βάρβαρη πράξη που ταιριάζει περισσότερο στους βαρβάρους και που εμείς οι Έλληνες θεωρούμε αποτρόπαια. Η απάντηση μου είναι όχι· σ' αυτό το θέμα δε θα ικανοποιήσω τους Αιγινήτες ούτε κανέναν άλλο που προτείνει τέτοια. Μου είναι αρκετό να ικανοποιήσω τους Σπαρτιάτες, που εκτιμούν την αξιοπρέπεια και την ευσέβεια στα λόγια και στα έργα. Όσο για τον Λεωνίδα, που για χάρη του μου ζητάς να εκδικηθώ, υποστηρίζω πως έχει πάρει ήδη άφθονη εκδίκηση· ασφαλώς οι αμέτρητες ζωές που χάθηκαν είναι αρκετή αποζημίωση, όχι μόνο για τον Λεωνίδα αλλά και για όλους τους άλλους που έπεσαν στις Θερμοπύλες. Μην ξανάρθεις ποτέ να μου κάνεις παρόμοια πρόταση και να ευγνωμονείς την τύχη σου που φεύγεις ατιμώρητος».


Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Πηγες

[1] "Ελλήνων Δίκτυο"

[2] "Ελληνικός Πολιτισμός"

[3] "Πρώτο Θέμα"

[4] "Wikipedia"





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"