TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




ΠΟΤΑΜΟΙ

ΠΟΤΑΜΟΙ στην ελληνικη μυθολογια


Εν Ολίγοις:

Οι Έλληνες θεωρούσαν τους ποταμούς θεούς ή παιδιά θεών, ότι από ποταμούς κατάγονταν σπουδαίοι άνθρωποι, Νύμφες κυκλοφορούσαν σε πηγές και κρήνες που θεωρούνταν τόποι εξαιρετικών γεγονότων· νερά από συγκεκριμένους υδάτινους πόρους θεωρούνταν γονιμοποιά, γι' αυτό και σχετίζονταν με το τελετουργικό λουτρό του γαμπρού και της νύφης πριν τον γάμο· νεογέννητα καθαίρονταν σε νερά ή από νερά συγκεκριμένης ιερής πηγής· στα νερά της Στύγας ορκίζονταν οι θεοί -ήταν ο πιο ιερός τους όρκος· νερά λίμνης διέσχιζαν οι νεκροί, για να μεταβούν στον κάτω των σκιών, με νερό καθαίρονταν όσοι είχαν έλθει σε επαφή με το μίασμα του θανάτου και το σπίτι του νεκρού· με νερό καθαίρονταν το ζώο της θυσίας και όσοι συμμετείχαν στο τελετουργικό της θυσίας, στην προσευχή, σε οποιοδήποτε τελετουργικό στο οποίο γινόταν επίκληση στους θεούς…

Αρκετοί από τους ποτάμιους θεούς εμπλέκονται οι ίδιοι σε ερωτικές ιστορίες ή γίνονται μάρτυρες ερώτων που συχνά εξελίσσονται κοντά τους ή μέσα. Σχετίζονται όμως και με τον θάνατο, μάλιστα πολλές φορές μετονομάζονται παίρνοντας το όνομα αυτού που έπεσε στα νερά τους και πνίγηκε.

Άλλο χαρακτηριστικό των υδάτινων θεοτήτων είναι οι μεταμορφώσεις. Ο Νηρέας, λ.χ., μεταμορφώθηκε και σε φωτιά για να ξεφύγει από τον Ηρακλή, οι δύο Νηρηίδες που τον συνόδευαν σε λιοντάρι και πάνθηρα, ο Πρωτέας έπαιρνε όποια μορφή ήθελε, η νηρηίδα Θέτιδα, προκειμένου να γλιτώσει από το ερωτικό σμίξιμο με τον Πηλέα, μεταμορφώθηκε σε αέρα, φωτιά, νερό, δέντρο, πτηνό, τίγρη, λιοντάρι, φίδι, σουπιά.

Οι μεταμορφώσεις αυτές ίσως να αντανακλούν εκείνους τους πανάρχαιους κοσμογονικούς μύθους που θέλουν τον Ωκεανό πατέρα θεών και ανθρώπων -ος περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται (Ιλ., Ξ 200, 246)- το ίδιο και την Τηθύ -Ωκεανόν τε, θεών γένεσιν και μητέρα Τηθύν (Ιλ., Ξ 201). Ωκεανός και Τηθύς γεννούν όλες τις άλλες μορφές του κόσμου, οι οποίες στη μυθική σκέψη εκλαμβάνονται ως μεταμορφώσεις του νερού.





Αναλυτικά:



«…... Αλλά κατόπιν (η γη) με τον Ουρανό επλάγιασε και γέννησε τον βαθυστρόβιλο ᾽Ωκεανόν και την γλυκόθωρη Τηθύα˙και η Τηθύς εγέννησε στον ᾽Ωκεανόν, τους Ποταμούς με τα νερά τα γοργοστρόβιλα…(Ησιόδου Θεογονία, μετάφρ. Π. Λεκατσά).



Κατά την ελληνική μυθολογία, η ένωση της Τηθύος ( κόρη του Ουρανού και της Γαίας), με τον αδελφό της Ωκεανό δημιούργησε τρεις χιλιάδες ποταμούς, ισάριθμες θεότητες, τις Ωκεανίδες, αλλά και τρεις χιλιάδες νύμφες, όπως αναφέρει ο ποιητής της Θεογονίας Ησίοδος (αρχαίος ποιητής από την’Ασκρη της Βοιωτίας που έζησε γύρω στο 700 ή 800 π.Χ. ). Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι κάθε ποταμός είναι αέναος, αλλά και είναι θείος. Είναι και θεός που λατρευόταν με ιερά και βωμούς. Επίσης, θεωρούνταν οι πρωταρχικοί βασιλιάδες των περιοχών που διαβρέχουν.

Αλλά, και πατέρες των ανθρώπινων φυλών που μεγάλωσαν κι απλωθήκανε στις όχθες τους. Μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια απέδιδαν τιμές στον Ίναχο στο Άργος, στον Ασωπό και στον Κηφισό στη ΑττικοΒοιωτία, στον Πηνειό στη Θεσσαλία και σε αλλού. Θεωρούσαν τους ποταμούς σαν τους ‘’τροφοδότες πατέρες της νιότης’’ και στα νερά τους βρίσκανε μια δύναμη κάθαρσης, ανάλογης με εκείνη που αναζητήσουν επισκεπτόμενοι τα ιερά του Απόλλωνα. Ο Ησίοδος αναφέρει χαρακτηριστικά:



‘’Μη διασχίζετε ποτέ τα νερά των ποταμών με το αιώνιό τους ρέμα, πριν να πείτε μια προσευχή, με τα μάτια προσηλωμένα στα εξαίσιά τους νάματα, πριν να βρέξετε τα χέρια σας στο ευχάριστό τους και καθάριο νερό’’.



Βλέπουμε συχνά στα μνημεία της ελληνική τέχνης, τους ποταμούς να εικονίζονται σαν όντα φανταστικά, όπου οι ζωικές μορφές ανακατεύονται με τις ανθρώπινες. Το κορμί τους μπορεί να είναι ένας ταύρος. Το πελώριό τους κεφάλι ενός εύρωστου και γενειοφόρου άνδρα, που το στόμα του βγάζει κύματα νερού, και στο μέτωπο του έχει δυο μεγάλα κέρατα. Είναι η εικόνα της πηγής ή του κεφαλιού του ποταμού, όπως λένε ακόμη και σήμερα, το κεφαλάρι. Τα κέρατα που στολίζουν το κεφάλι του, είναι οι ελιγμοί και οι διακλαδώσεις που σχηματίζει το ρεύμα του. Από την άλλη, οι Νύμφες σχετίζονται με τους ποταμούς, και έχουν στην ελληνική μυθολογία, την ίδια καταγωγή που έχουν και οι ποταμοί. Όπως και εκείνοι, ονομάζονται διοπετείς (που κατάγονται από το Δία ή έπεσαν από τον Ουρανό).

Οι Νύμφες χρωστάνε τη γέννηση τους στα νερά του ουρανού, που πέφτουν στη γη, εισρέουν μέσα τους, μαζεύονται εκεί και ανοίγουν μυστικούς δρόμους για να εξαφανιστούν πολλές φορές κάτω από την επιφάνειά της, και να εμφανιστούν μακρύτερα με τη μορφή πηγών που αναβλύζουν και να δημιουργήσουν τα ρυάκια, τα ρεύματα και τους ποταμούς.

Η επιρροή κάθε ποταμού στον άνθρωπο, πάντοτε περιγράφεται διττή, αλλά και αντιφατική. Γονιμοποιεί και καταστρέφει. Ενώνει και χωρίζει. Ευεργετεί και ζημιώνει. Ωστόσο, στην ελληνική μυθολογία, τονίζεται η λατρεία των ποταμών, αλλά και η πάλη του ανθρώπου με τα ποτάμια, ώστε να τα δαμάσει και να τα εκμεταλλευτεί. Μεταξύ άλλων τέτοιοι μύθοι είναι η πάλη του Ηρακλή με τον Αχελώο, και το κυνήγι του ‘’Καλυδώνιου κάπρου’’ με τον Μελέαγρο, στην Αιτωλία. Σύμφωνα με τον Όμηρο ο κάθε ποταμός είναι ‘’ ιερός, δίος, λάβρος, ωκύρροος, δινήεις, αργυροδίνης, βαθυδίνης και κελάδων’’. ...

Το νερό, πολύτιμη πηγή ζωής και αναπόσπαστο μέρος του φυσικού πλούτου. Το υγρό στοιχείο σε συνδυασμό με την πλούσια βλάστηση έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους για ηρεμία του πνεύματος και της ψυχής, καθώς και για περισυλλογή. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, τα ποτάμια και οι πηγές ήταν ιερά, και θεωρούσαν το νερό ύψιστο αγαθό και αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού τους, αλλά και της καθημερινότητάς τους γενικότερα. Ο Αρχαίος ποιητής Πίνδαρος (λυρικός ποιητής της Αρχαίας Ελλάδας, 522 π.Χ. - 443 π.Χ.), στο έργο του Πυθία αναφέρει, ότι οι αρχαίοι έκοβαν τις παιδικές τους μπούκλες και τις αφιέρωναν στους ποταμούς, επειδή πίστευαν ότι το νερό συμβάλλει στην αύξηση των πάντων. Στην Αρκαδία, τα νεαρά αγόρια και κορίτσια μαζεύονταν κάθε χρόνο, μια συγκεκριμένη μέρα, στις όχθες της Νέδας, για να κόψουν εκεί τα μαλλιά τους, που τα αφιέρωναν στον ποταμό.

Στην Ιλιάδα (23η ραψωδία), αναφέρεται ότι ο Αχιλλέας απευθυνόμενος στον Σπερχειό ποταμό, του λέει:



‘’ Τώρα που πίσω πια δεν έρχομαι στη γη την πατρική μου, ας πάρει τα μαλλιά μου ο Πάτροκλος ο αντρόκαρδος μαζί του (Μετάφραση Ν.Καζαντζάκης-Ι.Θ.Κακριδής ) (‘’Σπερχειέ, του κάκου αλήθεια σου’ταξεν ο κύρης μου ο Πηλέας στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα κει πέρα, τα μαλλιά μου στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας τρανή θυσία από πάνω : πενήντα κριάρια πλάι στους όχτους σου βαρβάτα να σου σφάξω, πα στις πηγές, όπου’ναι το άλσος σου κι ο ευωδιαστός βωμός σου. Τέτοιαν ευκή είχε κάμει ο γέροντας, μα εσύ το ναι δεν το’πες’’)



Αυτή η προσφορά δείχνει ότι οι ποταμοί ξυπνούσανε στις ψυχές των Ελλήνων κάποιες θρησκευτικές ιδέες, που έφταναν και ως τη θυσία των μαλλιών τους προς αυτούς, των μαλλιών τους που ήταν αναγκαίο στόλισμα εκείνης της φυσικής τους ομορφιάς, για την οποία ήταν τόσο περήφανοι. Επίσης πίστευαν ότι στα νερά των ποταμών βρίσκανε μια δύναμη κάθαρσης, ανάλογη με εκείνη που αναζητούσαν στα ιερά του Απόλλωνα.



‘’Ποτέ των αείρροων ποταμιών τ’ομορφοκύλιστο νερό να μήν περνάς με τα πόδια, προτού να προσευχηθείς κοιτάζοντας την όμορφη ροή, νίβοντας τα χέρια στο πολυαγάπητο νερό. Όποιος περάσει ποτάμι με το κακό μέσα του και μ’άνιφτα χέρια, μ’αυτόν οι θεοί οργίζονται και βάσανα του δίνουν μετά’’ (Ησίοδος: Έργα και Ημέραι,737-741).



Ο Πλούταρχος (συγγραφέας, βιογράφος και φιλόσοφος από τη Χαιρώνεια Βοιωτίας, 46-127 μ.Χ.) στο έργο του ‘’Περί ποταμών και ορών επωνυμίας και των εν αυτοίς ευρισκομένων’’ αναφέρεται σε 25 ποταμούς στην αρχαία Ελλάδα, με τα ονόματα, την ιστορία, αλλά και με άγνωστες μέχρι τότε γνώσεις.

Παρακάτω παραθέτουμε στοιχεία από τη μυθολογία και την παράδοση που αναφέρονται στα κυριότερα ελληνικά ποτάμια.





Αλιάκμονας

Στη μυθολογία ο Αλιάκμονας ήταν ποτάμια θεότητα προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού της Μακεδονίας και κατά τον Ησίοδο ήταν γιός του Ωκεανού και της Πύθιας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ήταν γιός του Παλαιστίνου και εγγονός του Ποσειδώνα. Όταν έμαθε ο Παλαιστίνος ότι ο Αλιάκμονας σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, έπεσε στον τότε ποταμό Καρμάνορα, ο οποίος από τότε ονομάστηκε Αλιάκμονας. Κατά μία άλλη παράδοση ο Πλούταρχος στο έργο του "περί ποταμών" αναφέρει ότι ένας βοσκός από την Τίρυνθα, ενώ έβοσκε το κοπάδι του στο Κοκκύγιο όρος είδε τυχαία το Δία. Τότε ο βοσκός κυριεύτηκε από μανία και έπεσε στο ποταμό Καρμάνορα, ο οποίος μετονομάστηκε σε Αλιάκμονα.


Αλφειός

Λατρευόταν κυρίως στην Ηλεία, Μεσσηνία και Αρκαδία. Το όνομά του προέρχεται από το αρχαίο ρήμα "αλφάνω", που σημαίνει, προσφέρω πλούτο. Κατά το Στράβωνα, το ποτάμι ονομάστηκε Αλφειός επειδή θεράπευε τη λέπρα (αλφός στην αρχαιότητα). Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Αλφειός ήταν κυνηγός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, και λατρευόταν από τους θνητούς ως θεός της γονιμότητας. Ερωτεύτηκε την Αρτέμιδα και στη συνέχεια τη νύφη Αρεθούσα, η οποία θέλοντας να τον αποφύγει έφυγε για την Ορτυγία (νησί κοντά στις Συρακούσες) και μεταμορφώθηκε σε πηγή.

Τότε, ο Αλφειός μεταμορφώθηκε σε υποθαλάσσιο ποταμό, πέρασε την Αδριατική θάλασσα και έτσι ενώθηκε με τα νερά του μεγάλου του έρωτα, της πηγής Αρεθούσας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, από τις όχθες του Αλφειού έκλεψε ο Ερμής τα βόδια του Απόλλωνα. Επίσης, ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι στις όχθες του Αλφειού γεννήθηκε ο θεός Διόνυσος από τη Σεμέλη και το Δία. Κάποτε σκότωσε τον αδελφό του Κέρκαφο και τον καταδίωκαν οι Ερινύες. Φτάνοντας στον ποταμό Νίκτυμο, έπεσε και πνίγηκε.

Ο Αλφειός προσωποποιήθηκε και η μορφή του έφτασε και σε ρωμαϊκά ψηφιδωτά, όπως εκείνο που βρίσκεται στο μουσείο της Αντιόχειας, καθώς και εκείνο που βρίσκεται στο Ελληνο-Ρωμαϊκό μουσείο της Αλεξάνδρειας, όπου απεικονίζεται ο Αλφειός μαζί με την Αρεθούσα. Σύμφωνα με την περιγραφή του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, το ποτάμι ήταν πλωτό, από την εκβολή του μέχρι την περιοχή της αρχαίας Ολυμπίας, όπου έφθαναν επισκέπτες κι αθλητές με μικρά σκάφη για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους το ποτάμι ονομαζόταν Αλφέας. Οι Φράγκοι, επηρεασμένοι από τα κάρβουνα που έβγαιναν στις όχθες του, τον ονόμαζαν Καρμπόν (Carbon), ενώ αργότερα και για πολλά χρόνια επικράτησε το όνομα Ρουφιάς.


Άναυρος (Θεσσαλία)

α) Λέγεται ότι δίπλα στον ποταμό Άναυρο κυνήγησε η Άρτεμη πέντε ελαφίνες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και αυτή που έπιασε ο Ηρακλής στον ποταμό Λάδωνα, πραγματοποιώντας τον τρίτο του άθλο.

β) Ο Ιάσονας, επιστρέφοντας από το Πήλιο στην Ιωλκό, έχασε στον ποταμό το σανδάλι του, την ώρα που μετέφερε την Ήρα στην πλάτη του, μεταμφιεσμένη σε γριά. Από το σημάδι αυτό τον αναγνώρισε ο παππούς του Πελίας, τον οποίο ο νέος συνάντησε την ώρα που εκείνος θυσίαζε στον Ποσειδώνα.

Από τον Αίσονα, γιο του Κρηθέα, και την Πολυμήδη, κόρη του Αυτόλυκου, γεννήθηκε ο Ιάσονας. Κατοικούσε στην Ιωλκό, και στην Ιωλκό βασιλιάς μετά τον Κρηθέα έγινε ο Πελίας· αυτός όταν ζήτησε χρησμό από τον θεό για την τύχη της βασιλικής του εξουσίας, ο θεός τον προειδοποίησε να προσέχει τον μονοσάνδαλο. Στην αρχή, λοιπόν, δεν κατάλαβε τον χρησμό, ύστερα όμως από λίγο κατάλαβε τη σημασία του. Γιατί, όταν κάποτε θέλησε να προσφέρει θυσία κοντά στη θάλασσα προς τιμή του Ποσειδώνα, κάλεσε πολλούς να συμμετάσχουν σε αυτήν, ανάμεσά τους και τον Ιάσονα. Αυτός, από το μεράκι του για τη γεωργία, έμενε στους αγρούς, έσπευσε όμως να ανταποκριθεί στην πρόσκληση για τη θυσία· καθώς όμως περνούσε τον ποταμό Άναυρο, βγήκε από αυτόν με ένα σανδάλι, γιατί το άλλο το έχασε στο ρεύμα του ποταμού. (Αππολόδωρος 1.107 κ.ε.)


Ανθεμούντας (Μακεδονία)

Στις όχθες του ποταμού Ανθεμούντα μονομάχησε ο Ηρακλής με τον τρισώματο ή τρικέφαλο βασιλιά Γηρυόνη, γιο του Χρυσάορα ή του Ποσειδώνα και της κόρης του Ωκεανού Καλλιρρόης, προκειμένου ο Γηρυόνης να φέρει πίσω στην απομονωμένη Ερύθεια, τις αγελάδες που είχε αρπάξει ο Ηρακλής εκτελώντας τον δέκατο άθλο του.





Άνιγρος (Πελ, ΝΔ της Ολυμπίας)

Οι μύθοι διατήρησαν στη μνήμη την άσχημη μυρωδιά που αναδυόταν από τα νερά του ποταμού. Μία εξήγηση θέλει τον Μελάμποδα να πετάει εκεί τα αντικείμενα που χρησιμοποίησε για τον εξαγνισμό των θυγατέρων του Προίτου. Μια άλλη αποδίδει τη μυρωδιά των νερών στον Κένταυρο Πυλήνορα που έπλυνε σε αυτά την πληγή του από τα βέλη του Ηρακλή, εμποτισμένα με το δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας.


Αξιός (ή Βαρδάρης)

Οι αναφορές για τον Αξιό ξεκινούν από τα αρχαία χρόνια, ενώ πολλά είναι τα ονόματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για τις περιγραφές του. Στα ομηρικά έπη, ο Όμηρος τον αποκαλεί ‘’βαθυδίνην και ευρυρρέοντα’’ και τον περιγράφει ως ‘’κάλλιστον ύδωρ έχοντα’’, ενώ ο Ευριπίδης στις Βάκχες τον αποκαλεί ‘’ωκυρόαν’’, που σημαίνει αυτός που ρέει ορμητικά. Ο ποταμός Αξιός αναφέρεται με αυτό το όνομα από τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο και πολλούς άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Η λέξη Αξιός έχει μακεδονική ρίζα από το ‘’Αξός’’(Λεξικό Ησύχιου του Αλεξανδρέα) που σημαίνει δάσος εξαιτίας των παραποτάμιων δασών του. Κατά καιρούς, ο Αξιός απαντάται και ως ‘’Άξιος’’, ‘’Νόξειος’’ ή ‘’Αξειός’’. Υπάρχει βέβαια και η εκδοχή ότι ο ποταμός που διαρρέει τη γη της αρχαίας Παιονίας πήρε το όνομά του από τον μυθικό Αξιό, γενάρχη των Παιόνων βασιλιάδων.

Οι κάτοικοι της περιοχής τον ξέρουν και ως ‘’Βαρδάρη’’, ονομασία που προέρχεται από το σλαβικό Vardar ή από το περσικό Βαρ Ντάρ που σημαίνει μεγάλο ποτάμι. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ηρόδοτο, στις εκβολές του Αξιού ή Βαρδάρη και του Λουδία, στρατοπέδευσαν πάνω από ένα εκατομμύριο Πέρσες στρατιώτες κατά τη δεύτερη εκστρατεία κατά των Ελλήνων, το 480 π.Χ. με αρχηγό τον Ξέρξη. Αναφορές στον ποταμό γίνονται επίσης και από τους Θουκυδίδη, Αισχύλο και Στράβωνα. Την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, ο ποταμός αναφέρεται ώς Αxius, ενώ στα Βυζαντινά χρόνια, αρχίζει να ονομάζεται και Βαρδάρης, από τη μογγολική φυλή των Βαρδάρων, οι οποίοι τον 7ο μ.Χ αιώνα, εμφανίσθηκαν στην περιοχή και μετά από επιδρομές, συνθηκολόγησαν με τον αυτοκράτορα και πήραν άδεια εγκατάστασης στην κοιλάδα του Αξιού. Το όνομα Βαρδάρης παρέμεινε μέχρι σήμερα, κυρίως στους σλαβικούς λαούς. Για άλλους, το όνομα Βαρδάρης, είναι παλαιότερο και προέρχεται από το ρήμα βαρβαρίζω (=προκαλώ θόρυβο), εξ΄αιτίας της θορυβώδους ροής του ποταμού.


Αροάνιος (Πελοπόννησος)

Σύμφωνα με μια παράδοση ο δίδυμος αδελφός του Ηρακλή, ο Ιφικλής, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Ηλείους μαζί με τον Ηρακλή και θάφτηκε έξω από τη Φενεό κοντά στον αρκαδικό ποταμό Αροάνιο. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης στους κατοίκους της πόλης, ο Ηρακλής ρύθμισε την κοίτη του ποταμού που πριν καιρό είχε πλημμυρίσει την πόλη.


Αραχθος

Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ίναχος. Το όνομα Άραχθος έχει τη ρίζα του στο ρήμα "αράττω", δηλαδή χτυπάω με δύναμη, συντρίβω. Ως ποτάμιος θεός, ήταν γεννημένος στην Πίνδο. Ξυπνώντας κάποια μέρα συνειδητοποίησε ότι τα αδέρφια του, ο Αχελώος, ο Αλιάκμονας και ο Αωός ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Αχελώος και ο Πηνειός, είχαν αρχίσει το ταξίδι τους χωρίς εκείνον. Πάνω στη βιασύνη του ο Άραχθος, για να προλάβει τα αδέρφια του, παράσερνε θυμωμένος ότι έβρισκε στο δρόμο του προς τον Αμβρακικό κόλπο, όπου και πνίγηκε. Σε κάποια άλλη εκδοχή, στην κορυφή του όρους Περιστέρι της Πίνδου, ζούσαν τρία αγαπημένα αδέλφια. Ο σοβαρός Άραχθος, η όμορφη Σαλαβρία (Πηνειός) και ο ατίθασος Άσπρος (Αχελώος). Ένα βράδυ η Σαλαβρία, κρυφά από τα αδέρφια της που κοιμόνταν, κατηφόρισε προς τον κάμπο για να συναντήσει κρυφά κάποιον από τους θεούς του Ολύμπου. Μάταια όμως.

Απογοητευμένη κατευθύνθηκε προς τη γειτονική θάλασσα όπου και πνίγηκε. Ο Άσπρος όταν κατάλαβε ότι έλειπε η Σαλαβρία, ανησύχησε και ορμητικός όπως ήταν κατρακύλησε χωρίς σκέψη τα βουνά, ψάχνοντας την αδελφή του. Ο Άραχθος στενοχωρημένος για τα αδέρφια του που χάθηκαν, άρχισε να τριγυρνά την Ήπειρο για να τα βρει. Όταν κατάλαβε ότι έχασε οριστικά τα αδέλφια του, έπεσε στο Ιόνιο πέλαγος και πνίγηκε.


Αστερίων (Πελοπόννησος)

α) Ποταμός, οι κόρες του οποίου, Ακραία, Εύβοια και Πρόσυμνα, υπήρξαν οι παραμάνες της Ήρας, που τη μεγάλωσαν στον τόπο όπου αργότερα θα κτιστεί το ιερό της θεάς στο Άργος. Η κοίτη του ποταμού είναι ακόμη ορατή κοντά στο ιερό, ενώ από τις κόρες του παίρνει το όνομά του όρος απέναντι από τον ναό (Ακραία), η περιοχή γύρω από τον ιερό χώρο (Εύβοια) και η περιοχή κάτω από αυτή την τοποθεσία (Πρόσυμνα).

β) Όταν Αθηνά και Ποσειδώνας ανταγωνίζονταν για την προστασία του βασιλείου του Άργους προσέτρεξαν στους ποταμούς Ίναχο, Αστερίωνα και Κηφισό, για να διαιτητεύσουν στη διαμάχη. Όταν η ετυμηγορία ευνόησε τη θεά, ο Ποσειδώνας αποτράβηξε τα νερά από ολόκληρη την περιοχή, με αποτέλεσμα να ρέει νερό στους τρεις ποταμούς, μόνον όταν εκείνος αποφάσιζε να ρίξει βροχή.


Ασωπός

1. Θεωρείται γιος του Ποσειδώνα και της Πηρώς ή του Δία και της Ευρυνόμης ή του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τη Μετώπη, κόρη του ποταμού Λάδωνα, απέκτησε δύο γιους, τον Ισμηνό και τον Πελάγοντα, και είκοσι κόρες , ή δώδεκα σύμφωνα με τον Διόδωρο, καθεμία από τις οποίες ονομάζει μια περιοχή. Κόρκυρα, Σαλαμίνα, Αίγινα, Πειρήνη, Θήβη, Τανάγρα, Θέσπια, Σινώπη είναι μερικές από αυτές. Κάποιες, η Σαλαμίνα, η Αίγινα…, απάγονται από θεούς, τον Δία ή τον Ποσειδών, και αποκτούν σπουδαία παιδιά.

2. Το «πορτραίτο» του θεού-ποταμού Ασωπού διασώζει η αρχαία ζωγραφική. Σε ερυθρόμορφη στάμνο, 460-450 π.Χ., παριστάνεται η αρπαγή της κόρης του Αίγινας, από τον Δία (από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Αιακός). Η Αίγινα τρέχει, για να γλιτώσει από τον θεό, ενώ οι αδελφές της σπεύδουν να αναγγείλουν τα νέα στον πατέρα τους Ασωπό. Ο Απολλόδωρος παραδίδει ότι ο Ασωπός, στην προσπάθειά του να πιάσει τον απαγωγέα της κόρης του, εγκατέλειψε την κοίτη του, όμως ο Δίας έριξε κεραυνό και τον ανάγκασε να επιστρέψει γεμίζοντας με κάρβουνο τα νερά του.

Παραδίδει ακόμη ότι ο Σίσυφος φανέρωσε στον Ασωπό ότι την κόρη του την είχε αρπάξει ο Δίας. Γι'αυτό τιμωρήθηκε από τον Δία να κυλά με τα χέρια και το κεφάλι του ένα βράχο στον Άδη, με σκοπό να τον τοποθετήσει πάλι στην κορυφή. Όμως ο βράχος κυλούσε πάλι προς τα κάτω και ο Σίσυφος ήταν υποχρεωμένος να επαναλαμβάνει την προσπάθειά του. (Απολλόδ., 1.9.3)


Αχελώος (ή Ασπροπόταμος)

Το όνομα Αχελώος φαίνεται ότι προέρχεται από τη ρίζα ΄΄-άχ-΄΄ ή τη λέξη ΄΄-άχα-΄΄ που σημαίνει νερό και το συγκριτικό επίθετο ΄΄λώων΄΄ που σημαίνει καλύτερος ή ποσοτικά μεγαλύτερος. Ο Όμηρος τοποθετεί τον Αχελώο πριν τον Ωκεανό. Οι θάλασσες, οι πηγές και τα νερά που πηγάζουν από τη γη προέρχονται από αυτόν. Στην Ιλιάδα, θεωρούσαν, ανώτερο του Αχελώου, μόνο τον Δία. Αντίθετα, ο Ησίοδος τον συγκαταλέγει στα παιδιά της Τηθύος και του Ωκεανού. Κόρες του Αχελώου ήταν οι Σειρήνες, οι Νύμφες και πολλές άλλες πηγές (π.χ. Κασταλία, Καλλιρρόη). Ο Αχελώος είχε αρκετές μορφές.

Συνήθως, απεικονίζεται από τη μέση και κάτω σαν ψάρι, γενειοφόρος με κέρατα στο κεφάλι του. Άλλες μορφές του ποτάμιου θεού ήταν σαν φίδι, σαν ταύρος και σαν ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι ταύρου, που από τα γένια του έτρεχαν πολλά νερά. Στις περισσότερες μορφές του ήταν ένα άσχημο τέρας. Γνωστός είναι ο μύθος, σύμφωνα με τον οποίο ο Ηρακλής πάλεψε με τον Αχελώο για χάρη της Δηιάνειρας. Μετά από μεγάλη γιγαντομαχία ο Ηρακλής νίκησε τον Αχελώο, αφού του έσπασε το ένα κέρατο και τον έριξε στο χώμα. Από το αίμα που έπεφτε γεννήθηκαν οι Σειρήνες.

Ο Αχελώος για να πάρει πίσω το κέρατο έδωσε σαν αντάλλαγμα στον Ηρακλή το κέρας της Αμάλθειας, που ήταν πηγή αφθονίας και γονιμότητας. Υπάρχει κι ένας μύθος για τις Εχινάδες νησίδες που βρίσκονται απέναντι στις εκβολές του. Σύμφωνα με αυτόν, οι Εχινάδες ήταν κάποτε Νύμφες, που δυστυχώς ξέχασαν να τιμήσουν το θεό Αχελώο. Τότε, αυτός θύμωσε και τις μεταμόρφωσε σε νησιά. Κατά το Στράβωνα ο ποταμός ονομαζόταν παλαιότερα Θόας. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πήρε το όνομα Άσπρος ή Ασπροπόταμος, ίσως από τα άσπρα χαλίκια που γεμίζουν την κοίτη του ή την άσπρη λάσπη που κατεβάζει.


Αχέροντας

Ο Αχέροντας ήταν γνωστός και ως Μαυροπόταμος, Φαναριώτικος ή Καμαριώτικο ποτάμι. Η λέξη Αχέρων δεν είναι τυχαία αφού τα συνθετικά της ,΄΄αχέα ρέων΄΄, δηλώνουν αυτόν που φέρνει τις πίκρες και τα δάκρυα. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ήταν ο ποταμός, τον διάπλου του οποίου έκανε ο "ψυχοπομπός" Ερμής, παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στο Χάροντα, για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τα νερά του ποταμού ήταν πικρά, καθώς ένα στοιχειό που ζούσε στις πηγές του δηλητηρίαζε τα νερά. Ο Άγιος Δονάτος, πολιούχος της Μητρόπολης Παραμυθιάς Θεσπρωτίας, σκότωσε το στοιχειό και τα νερά του Αχέροντα έγιναν γλυκά.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από την ελληνική μυθολογία, που μαρτυρά τη συνέχει αυτής στη σύγχρονη λαϊκή παράδοση, είναι το εξής. Κατά την Τινανομαχία οι Τιτάνες έπιναν νερό από τον Αχέροντα για να ξεδιψάσουν, γεγονός που προκάλεσε την οργή του Δία, ο οποίος μαύρισε και πίκρανε τα νερά του. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο Αχέροντας κατέληγε στην Αχερουσία λίμνη που ήταν ιδιαιτέρως παγερή, χωρίς ίχνος ζωής γύρω της. Εκεί στις Πύλες του Άδη φρουρούσε ο άγριος και άσπλαχνος σκύλος Κέρβερος που είχε τρία κεφάλια, χαίτη από φίδια και αγκαθωτή ουρά. Ο βαρκάρης-χάροντας παραλάμβανε τις ψυχές των νεκρών και τις μετέφερε με τη βάρκα του στον Κάτω Κόσμο.

Το αντίτιμο για το ταξίδι στον Άδη ήταν ένας οβολός, γι' αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες ενταφίαζαν τους νεκρούς τους με το αντίστοιχο ποσό. Η ψυχή που δεν μπορούσε να πληρώσει ήταν καταδικασμένη να περιπλανιέται και να βασανίζεται αιώνια στις όχθες του ποταμού. Εκτός από τον Αχέροντα, στον Άδη οδηγούσαν ο Κωκυτός και ο Πυριφλεγέθοντας (παραπόταμοι του Αχέροντα), οι οποίοι συμβόλιζαν τα μαρτύρια που περνούσε μια ψυχή όταν κατέβαινε στον ‘’Άλλο Κόσμο’’.


Αώος

Στην αρχαιότητα λεγόταν Αίας ή Αράουα ή Αύος και οι εκεί κάτοικοι ονομάζονταν Παραυαίοι. Με την επωνυμία Αώοι, ονομνάζονταν κάποιες φυλές Δωριέων που λάτρευαν ηλιακές θεότητες. Στην ελληνική μυθολογία ο Αώος ήταν επίκληση του Άδωνη (ωραίος νέος, αγαπημένος της θεάς Αφροδίτης), αλλά και βασιλιάς της αρχαίας Κύπρου. Ο Αώος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της νήσου Κύπρου, γιος του Κέφαλου και της Ηούς από την Αττική. Κατά μία άλλη εκδοχή, αδελφός του ήταν ο Πάφος, επώνυμος και ιδρυτής της πόλης Πάφου στην Κύπρο.





Βαφύρας (περιοχή Δίου)

Στον Ελικώνα ποταμό προσπάθησαν οι Μαινάδες να καθαριστούν από το αίμα του Ορφέα, αφού τον σκότωσαν στο Δίον. Ο ποτάμιος θεός, αρνούμενος να τις εξαγνίσει, εξαφανίζεται κάτω από το έδαφος και βγαίνει στην επιφάνεια πιο μακριά με το όνομα Βαφύρας.

Το ρεύμα το ποταμού, αφού προχωρήσει μέχρι εβδομήντα πέντε στάδια, εξαφανίζεται μετά κάτω από τη γη. Έτσι, με μια διακοπή μήκους κάπου είκοσι δύο σταδίων, ανεβαίνει πάλι στην επιφάνεια το νερό, και τώρα το ποτάμι, αντί Ελικώνας, ονομάζεται Βαφύρας και κατεβαίνει στη θάλασσα ως πλωτός ποταμός. Οι κάτοικοι του Δίου λένε ότι στην αρχή το ποτάμι έτρεχε καθ' όλη τη διαδρομή του στην επιφάνεια της γης. Αλλά λένε ότι οι γυναίκες που σκότωσαν τον Ορφέα θέλησαν να πλύνουν στα νερά του τα χέρια τους από το αίμα, και γι' αυτό το ποτάμι βυθίστηκε στη γη, για να μην προσφέρει τα νερά του για καθαρμούς από φόνους (Παυσ. 9.30.8).

Το όνομα του ποταμού έχει ετυμολογική σχέση με το «βάφω» ή «χρωματίζω βυθίζοντας σε υγρό», έννοιες που παραπέμπουν στη μυθολογική αιτία εξαφάνισης του ποταμού κάτω από το έδαφος. Προσωποποιημένος ο ποταμός ως νέος άνδρας υπάρχει στο μουσείο του Δίου. Πάνω στο κεφάλι του σώζονται ίχνη στέμματος που είχε τη συμβολική σημασία των τειχών του Δίου. Σημειωτέον ότι στις εκβολές του Βαφύρα λατρευόταν η Άρτεμη ως θεά του τοκετού με την επωνυμία Άρτεμις Βαφυρία, όπως μαρτυρούν και νομίσματα κατά τα αυτοκρατορικά χρόνια. Τον 2ο αι. π.Χ. η λατρεία της Άρτεμης ως θεάς του τοκετού έδωσε τη θέση της στην Αιγύπτια Ίσιδα Λοχία.


Βέρης ή Βίρης

Πρόκειται για το σημερινό ποτάμι της Βέροιας. Την ποτάμια θεότητα τιμούσαν οι Μακεδόνες προσφέροντας θυσίες, γιατί είχε προφυλάξει τα τρία αδέλφια από τη γενιά του Τημένου, τον Γαυάνη, τον Αέροπο και τον Περδίκκα, ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας από την οργή του τοπικού βασιλιά (Ηρ. 8.138).

Ωστόσο, Βέρης ονομαζόταν, σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, ο μυθικός βασιλιάς της περιοχής, από τις δύο κόρες του οποίου ονομάστηκαν οι δύο σημαντικές πόλεις της Ημαθίας, Βέροια και Μίεζα, ενώ ο γιος του Όλγανος μεταμορφώθηκε σε ποτάμιο θεό.


Βουφάγος

Τον Αρκάδα Βουφάγο χτύπησε η Άρτεμη με τα βέλη της στο βουνό Φολόη, επειδή τόλμησε πράξεις ανόσιες για τη θεά, είτε με τον ενοχλητικό έρωτά του είτε γιατί δεν γιατί δεν τελούσε τη θυσία με τους κανόνες που είχαν κληροδοτηθεί ήδη από την εποχή του Λίθου. Από αυτόν ονομάστηκε μικρός ποταμός, παραπόταμος του Αλφειού, στα σύνορο ανάμεσα στη Μεγαλόπολη και την Ηραία.

γενέσθαι δὲ τῷ ποταμῷ [Βουφάγῳ] τὸ ὄνομα ἀπὸ Βουφάγου φασὶν ἥρωος, εἶναι δὲ Ἰαπετοῦ τε παῖδα αὐτὸν καὶ Θόρνακος. ταύτην καὶ ἐν τῇ Λακωνικῇ Θόρνακα ὀνομάζουσι. λέγουσι δὲ καὶ ὡς ἐν Φολόῃ τῷ ὄρει τοξεύσειεν Ἄρτεμις Βουφάγον ἔργα τολμήσαντα οὐχ ὅσια ἐς τὴν θεόν. (Παυσ. 8.27.17)


Γαλλικός

Το αρχαίο όνομά του ήταν Ηδωνός, πιθανότατα προερχόμενο από τους Ηδωνούς Μυγδόνες, Θρακικό φύλο που κατοικούσε στις όχθες του, τα προϊστορικά χρόνια. Κατά τα ιστορικά χρόνια μετονομάσθηκε σε Εχείδωρο και μετά σε Εχέδωρο, όταν βρέθηκε χρυσάφι (=δώρο) στην κοίτη του και άρχισε η εκμετάλλευσή του. Το όνομα Γαλλικός, προήλθε από τη ρωμαϊκή αποικία Callicum (=δερμάτινο κόσκινο από δέρμα κατσίκας, που χρησιμοποιούσαν οι άποικοι για τη συλλογή της χρυσόσκονης) που ιδρύθηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα στις όχθες του για την εκμετάλλευση του χρυσού που περιείχαν οι λάσπες του.

Με τον καιρό, το όνομα Callicum παραφράσθηκε σε Gallicum, απ’ όπου και το όνομα Γαλλικός. Κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, ονομαζόταν από τους κατοίκους της περιοχής και Γομαροπνίχτης, από τις ξαφνικές πλημύρες του, που έπνιγαν τα ζώα τους.





Έβρος (ή Ρόμβος ή Μαρίτσα)

Το ποτάμι ονομαζόταν στα αρχαία χρόνια Ρόμβος, ώσπου ο 'Εβρος ο γιος του βασιλιά Κασσάνδρου και της Κροτωνίκης, πνίγηκε για να αποφύγει τις συκοφαντίες, της μητριάς του Δαμασίππης, για βιασμό. Την ερμηνεία αυτή μας δίνει ο Πλούταρχος στο έργο τον "Περί ποταμών και όρων". Ο Βιργίλιος τον ονομάζει Οιάγριον 'Εβρο. Κατά τον Ησύχιο η θρακική σημασία τον ονόματος 'Εβρος σημαίνει τράγος, βατήρας (βάθρο). Ο Αλκαίος, τον αναφέρει ως "καλλίστου ποταμών". Επίσης, αναφέρεται από τους: Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Αριστοτέλη, Στράβωνα, Ευριπίδη, Πλίνιο, Οράτιο, Μελέτιο κ.ά.

Λέγεται ότι ο βασιλιάς της περιοχής Κάσσανδρος, αφού παντρεύτηκε την Κροτωνίκη, γέννησαν τον Έβρο. Ο Κάσσανδρος όμως απαρνήθηκε τη συμβίωση και έφερε μια μητρυιά στον Έβρο, την Δαμασίππη. Αυτή ερωτεύθηκε παθολογικά το γιό του συζύγου της, αλλά ο Έβρος απέφευγε τη μητρυιά του, και ασχολιόταν με το κυνήγι.

Αφού η Δαμασίππη απέτυχε στο σκοπό της, διέδωσε ψευδείς κατηγορίες εις βάρος του Έβρου, ότι δήθεν θέλησε να τη βιάσει. Τότε ο Κάσσανδρος, παρασυρθείς από το πάθος της ζηλοτυπίας, κατεδίωξε το γιό του και όταν τον πρόλαβε, έπεσε ο Έβρος στον ποταμό Ρόμβο και πνίγηκε, και από τότε το ποτάμι ονομάζεται Έβρος. Με τον ποταμό Έβρο συνδέεται και η ιστορία του Ορφέα, αφού στις όχθες του, κατά μια άποψη, τον κατασπάραξαν οι Μαινάδες και πέταξαν το κεφάλι του στο ποτάμι. Από την αρχαιότητα, αναφέρονται ακόμη και πολλοί παραπόταμοί του, όπως ο Αγριάνης, ο Άρισβος, ο Αρπησσός, ο Αρτίσκος ή Άρδας, ο Βάργος, ο Σύρμας, ο Τέαρος, κ.ά.

Στις εκβολές του ήταν κτισμένη η σπουδαία αρχαία πόλις της Θράκης, η Αίνος (ή Άψινθος). Το αρχαίο θρακικό φύλο Βέννοι (ή Βένοι), κατοικούσε από το μέσον του Έβρου έως τις εκβολές του, ενώ στα θρακικά παράλια (μεταξύ Βιστονίδος λίμνης και εκβολών Έβρου) κατοικούσαν οι Κίκονες. Στην περιοχή του Άνω Έβρου (μεταξύ Ροδόπης και Αίμου) κατοικούσαν οι Θράκες Βεσσοί (ή Βέσσοι ή Βησσοί). Είναι αυτοί που ίδρυσαν το μαντείο του Διονύσου (Καθέρσιου;), όμοιο με αυτό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Κοντά στην Αδριανούπολη κατοικούσαν οι Θράκες Βεττεγγέροι.

Από τον Έβρο έως την πόλη Κύψελα και την Οδησσό του Πόντου, κατοικούσαν οι Οδρύσες. Γύρω από τον παραπόταμο Άρισβο κατοικούσαν οι Θράκες Κεβρήνιοι. Στην κοιλάδα του ίδιου παραπόταμου, κατοικούσαν οι Θράκες Σέλλες (ή Σελλιώτες), ενώ στη λεκάνη του ίδιου παραπόταμου κατοικούσαν οι Θράκες Υπερπαίονες.


Ενιπέας

Στην ελληνική μυθολογία, ο Ενιπέας ( ποταμός της Πιερίας και διατρέχει το Λιτόχωρο), ήταν ο ωραιότερος απ' όλους τους ποτάμιους θεούς. Κατά τον Όμηρο, τον ερωτεύθηκε η Τυρώ, κόρη του Θεσσαλού Σαλμωνέοντα. Ο θεός Ποσειδώνας είδε την Τυρώ και την ερωτεύθηκε. Επειδή όμως καταλάβαινε ότι η Τυρώ δεν θα δεχόταν τον έρωτά του, πήρε τη μορφή του Ενιπέα. Η Τυρώ ξεγελάστηκε και δέχτηκε τον Ποσειδώνα. Ο θεός αποκάλυψε αργότερα την ταυτότητά του στην Τυρώ και της προείπε την γέννηση των δίδυμων παιδιών της, του Πελία και του Νηλέα.

Σύμφωνα με άλλο μύθο, στο φαράγγι του Ενιπέα κατασπαράχθηκε από τις Μαινάδες ο Ορφέας, ενώ στα νερά του λουζόταν η πανέμορφη Λητώ, μητέρα της θεάς Αρτέμιδος και του θεού Απόλλωνα.


Εύηνος (ή Φιδάρης)

Ο Εύηνος ήταν γιος του θεού Άρη και της Στερώπης, κατά τον Πλούταρχο, ή γιος του Άρη και της Δημονίκης, κατά τον Απολλόδωρο ή γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, κατά τον Ησίοδος. Παντρεύτηκε την Αλκίππη την κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ηλείας και απόκτησε την Μαρπήσσα, που ο Όμηρος ονομάζει «Καλλίσφυρο» (λιγναστράγαλη). Όταν πια η κόρη μεγάλωσε πολλοί μνηστήρες τη ζήτησαν σε γάμο, αλλά ο Εύηνος έβαζε τους υποψηφίους σε σκληρή δοκιμασία. Έπρεπε για να πάρει κάποιος για σύζυγό του την Μαρπήσσα να νικήσει σε αρματοδρομία το βασιλιά. Οι ηττημένοι που ήταν πολλοί, αποκεφαλίζονταν και τα κεφάλια τους γίνονταν θέα στους τοίχους των ανακτόρων.

Παρότι η φύλαξη της βασιλοπούλας ήταν αυστηρή, ο Ίδας ο γιος του Αφάρεου δασκαλεμένος από τον Ποσειδώνα που του έδωσε άρμα με φτεροπόδαρα άλογα έκλεψε την Μαρπήσσα, ενώ χόρευε στο ναό της Άρτεμης και τη μετέφερε στην Πλευρώνα. Ο Εύηνος κυνήγησε τον άρπαγα, αλλά δεν κατόρθωσε να το συλλάβει. Έτσι, απελπισμένος και οργισμένος από την ντροπή του έσφαξε τα άλογά του και έπεσε στα νερά του Λυκόρμα και πνίγηκε. Από τότε λοιπόν το ποτάμι πήρε το όνομα Εύηνος. Ο Εύηνος ποταμός είναι γνωστός και από το πέρασμα του Ηρακλή και της Δηιάνειρας.

Ο Ηρακλής μετά την επίθεση που δέχτηκε απ' τους κενταύρους στην Αρκαδία, τους απώθησε και τους εκτόξευσε σε διάφορα σημεία, ενώ ο Κένταυρος Νέσσος, γιος της Νεφέλης και του Ιξίωνα, εγκαταστάθηκε ως περατάρης στον Εύηνο ποταμό. Ο Ηρακλής, αφού πάλεψε σκληρά με τον Αχελώο για την όμορφη Δηιάνειρα και έσπασε το ένα κέρατο του αντιπάλου που αντάλλαξε με το κέρας της Αμάλθειας (αφθονίας), παντρεύτηκε τη Δηιάνειρα και έμεινε στην Καλυδώνα τρία χρόνια με τον πεθερό του, το βασιλιά Οινέα. Η Καλυδώνα βρισκόταν κοντά στον Εύηνο και στο χρονικό διάστημα που ο Ηρακλής έμεινε στην Καλυδώνα βοήθησε τους Καλυδώνιους στην εκστρατεία τους κατά των Θεσπρωτών.

Ο Ηρακλής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Καλυδώνα εξαιτίας ακούσιου φόνου. Ο Ευρύνομος, στενός συγγενής του Οινέα, έχυσε από απροσεξία νερό που προορίζονταν για το πλύσιμο των ποδιών πάνω στα χέρια του Ηρακλή και ο Ηρακλής εξοργίστηκε και το χτύπησε τόσο δυνατά με τη γροθιά του που εκείνος πέθανε. Ο Οινέας, βασιλιάς της Καλυδώνας και πεθερός του, το συγχώρεσε για τον ακούσιο φόνο, αλλά ο ήρωας δεν δέχτηκε τη συγχώρεση και αυτοεξορίστηκε στην Τραχίνα. Για να πάει όμως στον τόπο εξορίας του έπρεπε να περάσει το ποτάμι στο οποίο ήταν εγκαταστημένος ο Κένταυρος Νέσσος.

Ο Ηρακλής πέρασε μόνος του για να αποφύγει την πληρωμή και ο Νέσσος ανέλαβε να περάσει αντίπερα την Δηιάνειρας με αμοιβή. Την ώρα όμως που διέσχιζαν το ποτάμι, ο Νέσσος προσπάθησε να τη βιάσει, αυτή φώναξε και ο Ηρακλής μη αντέχοντας την προσβολή το σκότωσε χτυπώντας τον με τόξο. Ο Νέσσος, πριν ξεψυχήσει, της έδωσε φίλτρο από το αίμα του, που ήταν δηλητήριο για να το χρησιμοποιήσει η γυναίκα, αν ο Ηρακλής κάποτε την απατούσε. Αργότερα, όταν ο Ηρακλής αγάπησε την Ιόλη, η Δηιάνειρα θυμήθηκε το μαγικό φίλτρο του Νέσσου και θέλησε να το χρησιμοποιήσει.

Έτσι, κάποια μέρα που ο Ηρακλής ήθελε να θυσιάσει στο Δία και ζήτησε να του φέρουν την επίσημη φορεσιά του, η Δηιάνειρα βρήκε την ευκαιρία να την αλείψει με το μαγικό της φίλτρο, το δηλητήριο. Όταν τη φόρεσε ο Ηρακλής τον έπιασαν πόνοι σ' όλο του το κορμί και μέσα στους πόνους του παρακάλεσε το γιο του τον Ύλλο να παντρευτεί αυτός την αγαπημένη του Ιόλη και ν' ανάψει μια φωτιά να τον κάψει. Ο Ύλλος δεν δέχτηκε να τον κάψει και ανέλαβε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του ο Φιλοκτήτης. Ο Ηρακλής μετά το θάνατο του ανέβηκε στον Όλυμπο ανάμεσα στους θεούς και η Δηιάνειρα, επειδή με το φίλτρο της δεν ήθελε να σκοτώσει τον άντρα της, αλλά να εκδικηθεί την ερωμένη του Ιόλη, αυτοκτόνησε.


«Εύθυμος»

Ο αθλητής Εύθυμος από τους Επιζεφύριους Λοκρούς, ο οποίος είχε αναδειχθεί τρεις φορές Ολυμπιονίκης στην πυγμαχία στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., λατρεύτηκε μετά τον θάνατό του ως ποτάμια θεότητα Αυτό φαίνεται σε πλακίδιο από το ιερό στο σπήλαιο Καρούζο των Επιζεφυρίων Λοκρών: στο κάτω μέρος υπάρχει βωμός και ταύρος. Η βάση όπου ίσταται ο ταύρος φέρει την ελληνική επιγραφή ΕΥΘΥΜΟΥ ΙΕΡΑ (Αρχαιολογικό Μουσείο Ρηγίου, 4ος-3ος αι. π.Χ.).


Εχέδωρος - Γαλ[λ]ικός - Ηδωνός

Ἐχέδωρος: Ποταμὸς Μακεδονίας, ὁ πρότερον Ἡδωνὸς καλούμενος. Ο έχων δώρα. Χρυσού γαρ καταφέρων ψήγματα, οι εγχώριοι αρύονται δέρματα αιγών κείραντες και καθιέντες εις το ύδωρ ή από Δώρου τινός Αρκάδος, ός συμμαχών Αλεξάνδρω τω Φιλαδέλφω, εμπεσών ποταμώ, αίτιος γέγονε της ονομασίας. (Etymologicon Magnum Lexikon)

Η μαρτυρία αυτή για τον ποταμό που σήμερα λέγεται Γαλ(λ)ικός καταγράφει μιαν ιστορική εξέλιξη. Το όνομα Ηδωνός υποδηλώνει την παρουσία της θρακικής φυλής των Ηδωνών, από την περιοχή του Παγγαίου, οι οποίοι οφείλουν την ονομασία τους στον μυθικό γενάρχη τους Ηδωνό ή από το ομώνυμο βουνό, παρακλάδι του Αίμου όπου μαρτυρείται και η αρχική τους εγκατάσταση. Η δεύτερη ονομασία, Εχέδωρος, όχι μόνο αποκαλύπτει το πολύτιμο υλικό που μπορούσε να βρεθεί στα νερά του ποταμού, τον χρυσό, αλλά σηματοδοτεί και την εκμετάλλευσή του, που άρχισε πιθανότατα κατά τη μέση γεωμετρική εποχή, όπως συνάγεται από τις σημαντικές ποσότητες εισηγμένης γεωμετρικής κεραμικής από την Αττική και την Εύβοια κατά τον 9ο αι. π.Χ. Η επείσακτη αυτή κεραμική (στην Αγχίαλο, σε τάφους του νεκροταφείου της Σίνδου) οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι νότιοι Έλληνες αντάλλασσαν τα πολύτιμα αγγεία τους με τον χρυσό του Εχεδώρου.

Όσο για τη δεύτερη εκδοχή της ονομασίας του, «από Δώρου τινός Αρκάδος», θυμίζουμε ότι κατά μία εκδοχή ο επώνυμος ήρωας της Μακεδονίας, ο Μακεδόνας, ήταν γιος ενός Αρκάδα, γενεαλογία που συνδέει τον επάνω του Ολύμπου χώρο με τη Νότια Ελλάδα.

Στις όχθες του ποταμού Εχεδώρου μονομάχησε ο Ηρακλής με τον Κύκνο, τον γιο του Άρη και της Πυρήνης, που τον προκάλεσε σε μονομαχία. Αλλά επειδή ο Άρης συμπαραστεκόταν στον Κύκνο και η μονομαχία δεν λυνόταν, ο Δίας, πατέρας του Ηρακλή έρριξε κεραυνό ανάμεσά τους και διέλυσε τη μάχη. Η μονομαχία αυτή υπήρξε ένα από τα επεισόδια που περιβάλλουν τον ενδέκατο άθλο του Ηρακλή (μήλα των Εσπερίδων).

Η μετονομασία του ποταμού σε Γαλλικό (Γαλικό ή Γαλυκό) εικάζεται ότι σχετίζεται με τη διαδικασία συνέλεξης του χρυσού από τον ποταμό, καθώς το δεύτερο συνθετικό της λέξης Γαλ(λ)ι(υ) θεωρείται ότι προέρχεται από την ομηρική λέξη «κῶας» («κώεα» στον πληθυντικό αριθμό), που δηλώνει το δέρμα των προβάτων («κῶς» είναι ο μεταγενέστερος συνηρημένος τύπος) (Ιλ., Ι 661. Οδ., ψ 180). Οι ντόπιοι, δηλαδή, έριχναν κουρεμένες γιδοπροβιές στα νερά του ποταμού, στο κοντό τρίχωμα (κῶς ) των οποίων αγκιστρώνονταν τα ψήγματα του πολύτιμου μετάλλου. Αλλά και μετά τον Όμηρο η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το χρυσόμαλλο δέρας που ο Ιάσονας μετέφερε στην Κολχίδα ( (Πίνδ., Πυθ., 4.411. Ηρόδ. 7.193. Μίμνερμ. 11. Θεόκρ. 13.16), ενώ το υποκοριστικό «κώδιον» δηλώνει τη δορά του προβάτου μαζί με το έριο, το οποίο χρησιμεύει ως στρώμα (Αριστοφ., Ιππ. 400. Βάτρ. 1478. Πλάτ., Πρωτ. 315D).

Κατά άλλους, η μετονομασία του ποταμού οφείλεται στους Γαλάτες, οι οποίοι εποίκισαν την περιοχή κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, ή στην προσπάθεια των ντόπιων να τους εξευμενίσουν, όταν οι Γαλάτες επέδραμαν στη Μακεδονία το 279 π.Χ.


Δονακών (κοντά στη Θήβα)

Ο Παυσανίας παραδίδει ότι ο Νάρκισσος ερωτεύτηκε τη δίδυμη αδελφή του, που είχε πεθάνει πρόωρα. Ο νέος έβρισκε παρηγοριά στα ήσυχα νερά του Δονακώνα, όπου το είδωλό του του θύμιζε έντονα την αδελφή του. Ο τόπος που αναφέρει ο Παυσανίας ως Δονακών («με καλάμια») τοποθετείται νοτιοδυτικά των Θεσπιών, δίπλα στον χείμαρρο. Επιγραφή ενός αναθήματος που αφιέρωσε ο αυτοκράτορας Αδριανός στον Θέσπιο Έρωτα σημειώνει τον τόπο ως Ναρκίσσου κῆπον ἀνθόεντα (ως «λουλουδιασμένο κήπο του Νάρκισσου»).


Έβρος (Θράκη)

Ο μύθος που περιβάλλει τον ποταμό Έβρο θυμίζει την ιστορία της Φαίδρας που πραγματεύεται ο Ευριπίδης στην τραγωδία Ιππόλυτος. Η Φαίδρα ερωτεύτηκε τον γιο του συζύγου της, επειδή όμως εκείνος αρνήθηκε τον έρωτά της, τον συκοφάντησε στον πατέρα του Θησέα για άνομες προτάσεις. Ο πατέρας έδιωξε τον γιο που τελικά σκοτώθηκε, καθώς τα άλογα του άρματος που οδηγούσε, και το οποίο του είχε χαρίσει ο πατέρας του, αφήνιασαν στη θέα ενός ταύρου που βγήκε από τη θάλασσα.

Παρόμοια είναι η ιστορία του Έβρου, γιου του βασιλιά Κασάνδρου της Θράκης και της Κροτωνίκης. Ο βασιλιάς έδιωξε τη μητέρα του γιου του και παντρεύτηκε τη Δαμασίππη. Αυτή ερωτεύθηκε παθολογικά τον Έβρο αλλά εκείνος απέφευγε τη μητρυιά του και ασχολιόταν με το κυνήγι, όπως και ο Ιππόλυτος. Τότε η Δαμασίππη διέδωσε ψευδείς κατηγορίες, ότι δήθεν ο Έβρος θέλησε να τη βιάσει. Κυριευμένος από ζήλεια ο Κάσανδρος κατεδίωξε το γιο του, τον οποίο στον ποταμό Ρόμβο. Στα νερά του έπεσε ο νέος, για να μην πιαστεί από τον πατέρα του, και πνίγηκε. Από τότε το ποτάμι ονομάζεται Έβρος.

Στα νερά του ποταμού έρριξαν οι Μαινάδες το κεφάλι του Ορφέα . Ξεβράστηκε στη θάλασσα και έπλευσε μέχρι το νησί της Λέσβου φωνάζοντας το όνομα της Ευρυδίκης.


Ελικών

Ποταμός στον οποίο οι Μαινάδες προσπάθησαν να καθαριστούν από το αίμα του Ορφέα, αφού τον σκότωσαν στο Δίον. Ο ποτάμιος θεός, αρνούμενος να τις εξαγνίσει, εξαφανίστηκε κάτω από το έδαφος και βγαίνει στην επιφάνεια πιο μακριά με το όνομα Βαφύρας.


Ενιπέας (Θεσσαλία ή Πελοπόννησος, Ηλεία )

Σύμφωνα με τον μύθο, η Τυρώ, η κόρη του Σαλμωνέα και της Αλκιδίκης, ερωτεύτηκε βαθιά τον θεό ποταμό Ενιπέα. Συχνά κατέβαινε στις όχθες του και θρηνούσε πάνω απ' τα νερά του, γιατί ο έρωτάς της ήταν χωρίς ανταπόδοση. Όμως ο έρωτάς της ξύπνησε τον πόθο και τη ζήλια του Ποσειδώνα που πήρε τη μορφή του Ενιπέα και κοιμήθηκε μαζί της. Από την ένωση προέκυψαν δύο παιδιά, ο Νηλέας και ο Πελίας, που η άγαμη μητέρα εγκατέλειψε μετά τη γέννα μέσα στη σκάφη της μπουγάδας στις όχθες του ποταμού. Εκεί τα άκουσε ένας βοσκός που πήγε να ποτίσει τα ζώα του, τα πήρε και τα μεγάλωσε με τη γυναίκα του.

Παλαιότερη παράδοση ήθελε πατέρα των παιδιών τον Ενιπέα. Όταν όμως στην εξέλιξη του μύθου τη θέση του πήρε ο Ποσειδώνας, μετατράπηκε σε άνδρα που αγαπιέται αλλά δεν αγαπάει. Εξάλλου, συχνή είναι στη μυθολογία δύο πατεράδων, ενός αθάνατου και ενός θνητού. Ο Λουκιανός αξιοποίησε το θέμα των δύο αντιζήλων σε έναν από τους διαλόγους του.

Ασαφές, επίσης, παραμένει ποιος ποταμός Ενιπέας εννοείται: ο μεγάλος παραπόταμος του ποταμού Πηνειού στη Θεσσαλία (σημερινός Τσαναρλής) ή ο μικρός παραπόταμος του Αλφειού, δυτικά της Ολυμπίας; (Στρ. 8, 3, 32, σήμερα Λεστενίτσα) Η σύγχυση προέκυψε προφανώς και από το γεγονός ότι ο πατέρας της Τυρώς, ο Σαλμωνέας στην αρχή κατοικούσε στην περιοχή της Θεσσαλίας, αλλά αργότερα ήρθε στην Ήλιδα, όπου ίδρυσε την πόλη Σαλμώνη.


Ερασίνος, Φρίξος, Χείμαρρος (Πελοπόννησος, Αργολίδα)

Ποταμοί στην Αργολίδα. Ο πρώτος ενώνεται με τον δεύτερο προτού χυθούν στη θάλασσα ανάμεσα στο Τημένιο και τη Λέρνα. Κοντά στον τρίτο ποταμό «λένε ότι έγινε η κάθοδος του Πλούτωνα στο υποχθόνιο βασίλειό του μετά την αρπαγή της Κόρης της Δήμητρας» (Παυσ. 2.36.6-7).

Σημείωση: Εκτός από τον Ερασίνο της Αργολίδας υπάρχει και ο Ερασίνος της Βραυρώνας στα Αττικά Μεσόγεια. Εκεί υπήρχε στην αρχαιότητα ένα από τα λαμπρότερα ιερά της Αρτέμιδος Βραυρωνείας. Ο Ερασίνος της Βραυρώνας έρρεε στην αρχαιότητα πλάι στο ιερό, σε μια εύφορη κοιλάδα που σχημάτιζε έλος.





Εργίνης (Ακρωτήριο Σαρπηδόνιο, Θράκη, σημερινό Bagase Burun)

Τόπος γέννησης των Αργοναυτών Ζήτη και Κάλαη, των φτερωτών διδύμων γιων του Βορέα και της Ωρείθυιας.


Ερύμανθος (Πελοπόννησος)

Θεός ποταμός στην πόλη Ψωφίδα. Ο Ερύμανθος θεωρούνταν ο πρώτος οικιστής της πόλης, ο οποίος κατά τον Παυσανία (8,24.1 κ.ε.) ήταν γιός του Αρίστα, γιου του Πελασγού ή του Αρκάδα, οι οποίοι με τη σειρά τους θεωρούνται γενάρχες της Αρκαδικής χώρας.


Εύηνος (κοντά στην Καλυδώνα και το Μεσολόγγι)

Βασιλιάς της Αιτωλίας, γιος του Άρη και της Δημονίκης, πατέρας της Μάρπησσας. Η κόρη αυτή συνήθιζε να σκοτώνει τους μνηστήρες που τη ζητούσαν για γυναίκα τους και να στολίζει με τα κρανία τους τον ναό του Ποσειδώνα. Όταν ο Ίδας, ο γιος του Αφαρέα και της Αρήνης, απήγαγε την κόρη, ο Εύηνος τους καταδίωξε με το άρμα του μέχρι τον ποταμό που ονομαζόταν Λυκόρμας. Εκεί εγκατέλειψε την προσπάθειά του, γιατί ο Ίδας οδηγούσε φτερωτό άρμα που το είχε πάρει από τον Ποσειδώνα, έσφαξε τα άλογά του και αυτοκτόνησε πέφτοντας στα νερά του ποταμού. Από τότε μετονομάστηκε σε Εύηνο.

Ο ποταμός Εύηνος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ηρακλή. Ο Απολλόδωρος παραδίδει την ιστορία ως εξής:



[Ο Ηρακλής] Πήρε μαζί του τη Δηιάνειρα και έφτασε στον ποταμό Εύηνο. εγκαταστημένος εκεί ο Κένταυρος Νέσσος, περνούσε τους διαβάτες στην απέναντι όχθη έναντι αμοιβής, ισχυριζόμενος ότι είχε αναλάβει από τους θεούς την υπηρεσία αυτή, επειδή ήταν πολύ δίκαιος. Ο Ηρακλής, λοιπόν, πέρασε μόνος του το ποτάμι, ενώ εμπιστεύθηκε τη Δηιάνειρα στον Νέσσο να την περάσει απέναντι έναντι αμοιβής. Αλλά στη διαδρομή εκείνος επιχείρησε να τη βιάσει. Από τις φωνές ο Ηρακλής αντιλήφθηκε το γεγονός και, την ώρα που ο Νέσσος έβγαινε, τον χτύπησε μ' ένα βέλος στην καρδιά. Αυτός, λίγο πριν πεθάνει, ζήτησε τη Δηιάνειρα και της είπε αν ήθελε να έχει ένα φίλτρο που θα προκαλεί τον έρωτα του Ηρακλή, να ανακατέψει το σπέρμα του που έπεσε στη γη με το αίμα που έτρεξε από το τραύμα που του προκάλεσε η αιχμή του βέλους. Και αυτή το έφτιαξε και το φύλαγε επάνω της.
[…]
Όταν η Δηιάνειρα έμαθε από αυτόν [τον Ηρακλή] για την Ιόλη, επειδή φοβήθηκε μήπως αγαπήσει περισσότερο εκείνη και επειδή θεώρησε ότι το αίμα του Νέσσου που είχε τρέξει ήταν στ' αλήθεια φίλτρο ερωτικό, επάλειψε μ' αυτό τον χιτώνα. Τον φόρεσε ο Ηρακλής και άρχισε τη θυσία. Αλλά μόλις ο χιτώνας πήρε να θερμαίνεται, το δηλητήριο […] άρχισε να του σαπίζει το δέρμα […] και προσπαθούσε να βγάλει τον χιτώνα που είχε κολλήσει στο σώμα του· μαζί όμως ξεκολλούσαν και οι σάρκες του. (Απολλόδωρος2.151-152· 2.157-158)




Ευρώτας

Ετυμολογικά, το όνομα του Ευρώτα προέρχεται από τις λέξεις εύρως και ώτος και σημαίνει ευρύ, πλατύ, αλλά και μούχλα, υγρασία μετά σήψεως και φθορά. Ο Ευρώτας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορία της αρχαίας Σπάρτης . Σύμφωνα με τον Παυσανία, το όνομα του ποταμού προήλθε από τον μυθικό βασιλιά Ευρώτα, πατέρα της Σπάρτης. Έως τότε η Λακωνική πεδιάδα ήταν καλυμμένη από μια λίμνη. Ο βασιλιάς Ευρώτας διέταξε τη δημιουργία μιας διώρυγας στο βουνό κοντά στο Βρονταμά, ώστε το νερό να διοχετευτεί σε ένα κανάλι με κατεύθυνση το Λακωνικό κόλπο. Το τεχνητό ποτάμι λοιπόν που δημιουργήθηκε ονομάστηκε Ευρώ τας προς τιμή του βασιλιά. Ευρώτα. Η εικόνα του Ευρώτα κατά τους αρχαίους χρόνους σώζεται μέσα από τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Ο Ευριπίδης τον περιγράφει ως ‘’δονακόχλοα’’ και ο Θεόγνις ως ‘’δονακοτρόφο’’, γεγονός που μας πληροφορεί πως υπήρχε υγρότοπος με καλαμιώνες.

Ο ιστορικός Πολύβιος (203-120 π.Χ. ) τον χαρακτηρίζει ‘’πολύκαρπότατο και καλλιδενδρότατο’’. Ο Βιργίλιος αναφέρει πως στις όχθες του ποταμού φύτρωναν δάφνες, ενώ ο Αινείας πως φύτρωναν και μυρτιές. Κατά το ελληνικής καταγωγής Ρωμαίο ποιητή Στάτιο (45-96 μ.Χ.), ο ποταμός ήταν ‘’ololifer’’, δηλαδή κυκνοτρόφος ή κατά άλλες ερμηνείες ‘’oliferi’’, δηλαδή ελαιοφόρος. Ο Παυσανίας, όπως και άλλοι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς, μας πληροφορούν και για τις πηγές του Ευρώτα, στην Αλσέα της Μεγαλόπολης, από όπου πήγαζε και ο Αλφειός ποταμός. Αναγράφουν πως τα δύο ποτάμια, είχαν κοινό ρείθρο για είκοσι περίπου στάδια (ένα στάδιο ισούται με περίπου 185m) και πως αποχωρίζονταν αφού εισέρχονταν σε χάσμα γης. Ο Ευρώτας επανεμφανίζεται στην Βελεμινατίδα της Λακωνίας, μέσω δύο πηγών, την Πελλανίτιδα και τη Λαγκεία.

Τέλος, ο Παυσανίας αναφέρει πως στην περιοχή είχαν τελεστεί υδραυλικά έργα και η περιοχή της Βελεμίνας ήταν αρδευόμενη. Σκοπός των έργων, ήταν να αξιοποιηθεί μεγαλύτερο μέρος της εύφορης Λακωνικής γης για αγροτικές εργασίες και να προστατευτούν οι οικισμοί. Ο Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός Chateaubriand (1768-1848, )περιγράφει το ταξίδι του στην Σπαρτιατική γη, το 1806, κάνοντας μνεία στους δόνακες (καλάμια) και στις ροδοδάφνες που συνάντησε στις όχθες του αλλά και στην εγκατάλειψη της περιοχής, όπου δεν σώζονταν τα αρχαία μνημεία , όπως η αρχαία Γέφυρα της Βαβύκας. Αναφέρει ακόμα μια ξεχασμένη αρχαία ονομασία του Ευρώτα, Ίμερος, και την ονομασία Ίρης, που χρησιμοποιούταν τον 19ο αιώνα. Ο Γάλλος περιηγητής και διπλωμάτης Pouqueville (1779-1838 ) αναφέρει ότι το 1808, είδε στις όχθες του Ευρώτα μάρμαρα με κρίκους όπου έδεναν τις γαλέρες, γεγονός που μαρτυρά ότι κατά την αρχαιότητα, τουλάχιστον ορισμένες εποχές του έτους, ο ποταμός ήταν πλωτός μέχρι τη Σπάρτη.

Τον 19ο αιώνα μ.Χ., οι αναφορές Ελλήνων, αλλά και ξένων συγγραφέων είναι παρεμφερείς με αυτές των προηγούμενων περιόδων, μας πληροφορούν όμως και για την ανάπτυξη της περιοχής.. Από πληθώρα πηγών, ανάμεσα στις οποίες, και τα κείμενα του Pouquerville, πληροφορούμαστε για ένα ακόμα όνομα του ποταμού που δόθηκε σε αυτόν κατά τους βυζαντινούς χρόνους, από τους κατοίκους, προς τιμήν των δεσποτών και των πριγκίπων του Μυστρά, το όνομα Βασιλοπόταμος. Ο Γάλλος λογοτέχνης Gustave Flaubert (1821-1880), το 1851, μιλώντας για τον Ευρώτα αναφέρει τις γεμάτες ροδοδάφνες, αγριομυρτιές και μουριές όχθες του, ενώ ο λογοτέχνης Ραγκαβής 1809-1892) το 1853, γράφει για τη Λακωνική γη που ήταν καλυμμένη από ελιές και συκιές.


Ηριδανός

Δεν πρόκειται για τον μικροσκοπικό ποταμό Ηριδανό της Αττικής με τα, κατάλληλα για αγγεία, αργιλώδη εδάφη στην περιοχή του Κεραμεικού. Είναι ένας ακόμη μυθολογικός ποταμός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, μάλλον ποταμός της Δύσης. Τον συναντούμε στην πορεία του Ηρακλή προς τον κήπο των Εσπερίδων, αλλά και στην πορεία των Αργοναυτών από τη χώρα των Κελτών προς την Αδριατική. Ταυτιζόταν με τον Πάδο ή τον Ροδανό.

Στα νερά του ποταμού έπεσε ο Φαέθων με το άρμα του Ήλιου, κεραυνοβολημένος από τον Δία. Οι αδελφές του, Ηλιάδες νύμφες, τον έθαψαν στις όχθες του, και στη συνέχεια μεταμορφώθηκαν σε ιτιές που θρηνούσαν συνεχώς για τον θάνατο του αδελφού τους. Τα δάκρυά τους γέννησαν σταγόνες ήλεκτρου, από το οποίο ονομάστηκαν οι Ηλεκτρίδες νήσοι,.μυθικά νησιά της Αδριατικής θάλασσας, που πολλοί τα ταυτίζουν με τα νησάκια όπου χτίστηκε η Βενετία. Σε αυτά υπήρχαν, σύμφωνα με την παράδοση, ιερά του Απόλλωνα ιδρυμένα από τους Αργοναύτες, καθώς και ανδριάντες του Δαίδαλου και του Ίκαρου.


Θύαμης (ή Καλαμάς)

Θύαμις είναι το αρχαίο όνομά του, ενώ Καλαμάς αποκαλούνταν στο παρελθόν ο μεγαλύτερος παραπόταμός του, αλλά με το πέρασμα του χρόνου οι δύο ονομασίες ταυτίστηκαν. Το αρχαίο όνομα Θύαμις προέρχεται από τη λέξη Θύω η οποία σημαίνει, κινούμαι άγρια. Στην ελληνική μυθολογία ο Κάλαμος ήταν γιος του ποτάμιου θεού Μαιάνδρου. Ο Κάλαμος συνδεόταν με θερμό έρωτα με τον Κάρπο, γιο του Ζέφυρου και μιας από τις Ώρες. Ο Κάρπος όμως πνίγηκε μια φορά που λουζόταν στον ποταμό Μαίανδρο, και τότε ο Κάλαμος καταράστηκε τον πατέρα του και ικέτευσε τον Δία να πεθάνει μαζί με τον Κάρπο.

Ο Δίας μεταμόρφωσε τον Κάλαμο στο ομώνυμο φυτό, την καλαμιά, και τον Κάρπο στον καρπό της. Από την αρχαιότητα ο Καλαμάς, συγκέντρωσε δίπλα στις όχθες του σπουδαίες πόλεις όπως τη Λυγιά, τη Γιτάνη, τη Φανωτή, την Οσδίνα, τη Ραβενή. Τα μυκηναϊκά ευρύματα κατά μήκος της κοίτης του, μαρτυρούν τη σπουδαιότητα που είχε ο ποταμός για το εμπόριο των μακρινών εκείνων χρόνων, εμπόριο που συνέχισαν αργότερα στους αρχαϊκούς χρόνους οι έλληνες άποικοι από την Πελοπόννησο. Στην περιοχή των εκβολών του ποταμού Καλαμά υπάρχουν, στο λόφο της Μαστιλίτσας τμήματα του οχυρωμένου οικισμού της κλασικής και ελληνιστικής εποχής, το Καστρί Σαγιάδας-μικρό οχυρό και νεότερα λίθινα αλώνια, τον Πύργο Αγιολένης, βυζαντινό πύργο στο ομώνυμο νησάκι στην περιοχή των αλυκών, και πολλά άλλα.

Μεγάλοι ιστορικοί και γεωγράφοι της αρχαιότητας έγραψαν για τον Καλαμά, όπως ο Στράβωνας, ο Πολύβιος και ο Θουκυδίδης. Οι μεταφραστές του Στράβωνα και ιδιαίτερα ο Μελέτιος Γεωγράφος, έκανε ένα λάθος στην Γεωγραφία του, υποστηρίζοντας ότι στο σημείο που ο μεγάλος αρχαίος ιστορικός κάνει λόγο για τον Θύαμη, τον ταυτίζει με τον Αχέροντα. Θέλει δηλαδή τον Θύαμη ποταμό να είναι αυτός που καταλήγει στην Αχερουσία λίμνη, την είσοδο - κατά την μυθολογία - προς τον κάτω κόσμο, τον Άδη. Υπάρχει στο σημείο αυτό μεταφραστικό λάθος, αφού ο Αχέροντας και όχι ο Θύαμις απολήγει στο λιμάνι της Γλυκής.





Ιλισός


Ο Ιλισός (ή παλιότερα Ειλισσός) ο αρχαιότερος ποταμός στο λεκανοπέδιο Αττικής, ήταν, μαζί με τον Κηφισό, από τα σημαντικότερα ποτάμια. Πήγαζε από τις βορειοδυτικές πλαγιές του Υμηττού και κατέληγε στον Κηφισό, από τον οποίο είχε και λιγότερα νερά. Ο Πλάτωνας αποκαλεί τον Ιλισό «ὑδάτιον», γιατί στέρευε το καλοκαίρι, αν και κατά περιόδους ήταν πλωτός.

Πήρε το όνομά του από τον ημίθεο Ιλισό, γιο του Ποσειδώνα και της Δήμητρας, που λατρευόταν σε ιερό κοντά στο λόφο του Αρδηττού. Ο ποταμός, κατά πάσα πιθανότητα, και η νύμφη Καλλιρόη παριστάνονταν στις γωνιές του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα, ενώ την άλλη άκρη κρατά ο Κηφισός. Ιλισός και Κηφισός, καταλαμβάνοντας τα δύο άκρα στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, συνιστούν τα γεωγραφικά στίγματα της διαμάχης Ποσειδώνα και Αθηνάς για την κυριαρχία του ενός ή του άλλου στην Αθήνα.

Κατά τον μήνα Ανθεστηριώνα (τέλη Φεβρουαρίου) οι υποψήφιοι για τα Ελευσίνια Μυστήρια μύστες υποβάλλονταν σε καθαρμούς στα ιερά νερά του.

Στις όχθες του υπήρχαν ιερά και άλλα δημόσια οικοδομήματα, μεταξύ των οποίων το Ολυμπιείο (Δίας), το Πύθιο (Απόλλων), το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Ηρακλείο (Κυνόσαργες), ιερό αφιερωμένο στον Βορέα κ.ά.

Η ύπαρξη ιερού του Βορέα αιτιολογείται με έναν μύθο. Στον ποταμό Ιλισό ήρθε να ξαποστάσει ο άνεμος Βορέας, όταν αντιλήφθηκε την όμορφη κόρη του Ερεχθέα Ωρείθυια, την οποία άρπαξε και πάνω στις μεγάλες του φτερούγες την έφερε στο Σαρπηδόνιο ακρωτήριο της Θράκης, αν και ο Πλάτωνας θεωρεί τον μύθο μυθολόγημα, τον ερμηνεύει ως φυσική αλληγορία και θεωρεί ότι ο μύθος δεν ήταν καν άξιος συζήτησης. Τέλος, κάπου στις όχθες του Ιλισού λέγεται ότι φονεύθηκε ο βασιλιάς της Αθήνας Κόδρος από τους Δωριείς.


Ίμβρασος

Θεός ποταμός της Σάμου, γιος του Απόλλωνα και της Νύμφης Ωκυρρόης. Εκεί είδε για πρώτη φορά το φως η Ήρα, στη ρίζα μιας λυγαριάς, όπου αργότερα κατασκευάστηκε ο ναός της. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι κάτοικοι του νησιού θεωρούσαν ότι το ιερό της θεάς ιδρύθηκε από τους Αργοναύτες γύρω από ένα ξόανο που είχαν φέρει μαζί τους από το Άργος.

Αν και οι πρώτοι άποικοι του νησιού πρέπει πράγματι να είχαν έλθει από το Άργος, όπου είναι γνωστή η απήχηση της λατρείας της θεάς, αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή μαρτυρούν την ύπαρξη βωμών από τον 10ο και τον 9ο αι. π.Χ., γεγονός που υποδεικνύει ότι η λατρεία της αργείας Ήρας εξομοιώθηκε με μιαν αρχαιότερη τοπική θεότητα.


Ίναχος (Πελοπόννησος)

α) Θεός-ποταμός της Αργολίδας, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Οι Αργείοι έλεγαν ότι έζησε πριν το ανθρώπινο γένος, σύγχρονος του Εριχθόνιου και του Εύμολπου, που ζούσαν στην Αθήνα και την Ελευσίνα αντίστοιχα, και ότι ήταν γενάρχης των ανθρώπων, καθώς ο γιος του Φορωνέας, από την Ωκεανίδα Μελία, ήταν ο πρώτος άνθρωπος. Άλλοτε εμφανίζεται ως ευεργέτης των ανθρώπων, καθώς τους συγκεντρώνει μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και τους εγκαθιστά στην κοιλάδα του ποταμού που εκείνοι ονόμασαν Ίναχο σε ανάμνηση του ευεργετήματός του. Εξάλλου, και η ετυμολογία του ονόματός του αυτή καθαυτή τον συνδέει με το νερό.

β) Όταν Αθηνά και Ποσειδώνας ανταγωνίζονταν για την προστασία του βασιλείου του Άργους, προσέτρεξαν στους ποταμούς Ίναχο, Αστερίωνα και Κηφισό, για να διαιτητεύσουν στη διαμάχη. Η ετυμηγορία τους ευνόησε τη θεά και ο Ποσειδώνας, για να τους τιμωρήσει, αποτράβηξε τα νερά από ολόκληρη την περιοχή, με αποτέλεσμα να ρέει νερό στους τρεις ποταμούς, μόνον όταν εκείνος αποφάσιζε να ρίξει βροχή. Αυτός, ή ο γιος του Φορωνέας, έχτισε πρώτος ναό στην Ήρα την Αργεία.

γ) Στα παιδιά του συγκαταλέγονται η Μυκήνη, επώνυμο της πόλης των Μυκηνών, ο Άργος, ο Πελασγός, η Ιώ, με την οποία ενώθηκε ο Δίας. Λένε ότι προσπάθησε να καταδιώξει τον απαγωγέα της κόρης του, όπως ο Ασωπός, όταν του άρπαξε την κόρη του Αίγινα. Εκείνος όμως έστειλε εναντίον του μια Ερινύα, την Τεισιφόνη, η οποία τον βασάνισε τόσο πολύ που έπεσε στα νερά του ποταμού που ως τότε ονομαζόταν Αλιάκμων. Ή ακόμη ο Δίας τον χτύπησε με τον κεραυνό του προκαλώντας την ξηρασία του ποταμού, που ονομάστηκε πια Ίναχος.

δ) Διηγούνταν ακόμη πως Ίναχος ήταν το τρίτο όνομα του ποταμού. Στην αρχή ονομαζόταν Καρμάνωρ, μετά Αλιάκμονας από τον ομώνυμο κάτοικο της Τίρυνθας που σε μια κρίση τρέλας έπεσε στον ποταμό. Ύστερα, επιβλήθηκε στον ποταμό το όνομα Ίναχος από τον ομώνυμο ήρωα. Σε αυτόν τον Ίναχο οι τραγικοί αποδίδουν την πατρότητα της Ιούς, που έγινε ιέρεια της Ήρας στο Άργος. Στη λίμνη της Λέρνης την είδε ο Δίας και την ερωτεύτηκε. Όταν ο πατέρας της Ίναχος προσπάθησε να κυνηγήσει τον απαγωγέα Δία, ο θεός έστειλε μια Ερινύα που τον βασάνισε τόσο μέχρι που ρίχτηκε στον ποταμό που λεγόταν Αλιάκμονας μετονομάζοντάς τον.

ε) Στον ποταμό Ίναχο πρσέφερε μία πλεξούδα από τα μαλλιά του ο Ορέστης και ύστερα πήγε στον τάφο του πατέρα του, όπου εναπόθεσε ακόμη μία. Ήταν, βέβαια, συνηθισμένη πρακτική η αφιέρωση μαλλιών στους θεούς ή τους νεκρούς ως ένδειξη ευχαριστίας ή πένθους.


Ινωπός (Δήλος)

Δίπλα στον Ινωπό ποταμό η Λητώ αγκάλιασε τη φοινικιά και γέννησε τον Απόλλωνα. Το τι ακολούθησε τη γέννηση του θεού δίνεται από τον Καλλίμαχο (Ύμνοι 4, Εις Δήλον 260 κ.ε.):

«χρυσή έγινε όλη σου η γη [αναφέρεται στη Δήλο], χρυσάφι έτρεχε όλη τη μέρα στη λίμνη σου, χρυσά φύλλα έβγαλε η ελιά σου, από χρυσάφι πλημμύρισε ο Ιωνπός ποταμός, και ήσουν συ [Δήλος] που από το χρυσό σου σώμα σήκωσες το μωρό».

Προσωποποιημένος εμφανίζεται σε γλυπτό από τη Δήλο, c. 100 π.Χ.


Ισμηνός (Βοιωτία)

Ποταμός-θεός της Βοιωτίας, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή του Ασωπού και της Μετώπης.

Ένας άλλος Ισμηνός ή Ισμήνιος, Θηβαίος επίσης και γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Μελίας, είχε δυο κόρες, τη Δίρκη και τη Στροφίη, πηγές της θηβαϊκής χώρας.

Ισμηνός ήταν και το όνομα του μεγαλύτερου γιου της Νιόβης και του Αμφίονα. Σκοτώθηκε μαζί με τις Νιοβίδες από τα βέλη του Απόλλωνα. Καθώς πέθαινε, ρίχτηκε στο ποτάμι που ονομάστηκε από τον νέο.

Στις όχθες του ποταμού άνοιξε η γη από κεραυνό του Δία και κατάπιε τον Αμφιάραο μαζί με το άρμα και τον ηνίοχό του κατά την πολιορκία της Θήβας, τη στιγμή που θα τον έφτανε το ακόντιο του Περικλύμενου.


Κάλαμος

Γιος του ποτάμιου θεού Μαιάνδρου. Ο Κάλαμος συνδεόταν με θερμό έρωτα με τον Κάρπο, γιο του Ζέφυρου και μιας από τις Ώρες. Ο Κάρπος όμως πνίγηκε μια φορά που λουζόταν στον ποταμό Μαίανδρο και συναγωνιζόταν με τον Κάλαμο στο κολύμπι. Ο Κάλαμος στέγνωσε από την πίκρα του και μεταμορφώθηκε σε καλάμι της ακροποταμιάς, ενώ ο Κάρπος σε καρπό των αγρών που πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο.


Κεβρήνας

Ο Κεβρήνας (Κεβρήν) ή Κεβρηνός ήταν ποτάμιος θεός, παραπόταμος του Σκάμανδρου. Είχε δύο κόρες, την Οινώνη, Νύμφη της Ίδης η οποία παντρεύτηκε τον Πάρι, πριν αυτός απαγάγει την Ωραία Ελένη, και την Αστερόπη, η οποία παντρεύτηκε τον Αιακό.


Κηφισός

Ο Κηφισός, ήταν γιος του Ωκεανού και της Τιθύος. Στα αρχαία χρόνια ο ποταμός είχε πολλά νερά και η ροή του ήταν συνεχής, και έτσι τον τιμούσαν σαν θεό. Η λατρεία του Κηφισού υπήρχε στο Φάληρο και στον Ωρωπό. Ο αττικός Κηφισός ήταν πατέρας της Διογένειας και παππούς της Πραξιθέας, συζύγου του Ερεχθέως, και του Ελιέως. Στό Αμφιάρειο, κοντά στον Ωρωπό, μοιραζόταν ένα βωμό με τις νύμφες, τον Πάνα και τον Αχελώο.

Ο Κηφισός εγκλώβισε με τη βία τη νύφη Λειριόπη στα νερά του και από το βιασμό αυτό γεννήθηκε ο Νάρκισσος. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ο τόπος του Κηφισού ήταν ο τόπος απαγωγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Στις όχθες του Κηφισού άντρες της φυλής των Φυταλιδών υποδέχτηκαν το Θησέα και συμφώνησαν να τον εξαγνίσουν από τους φόνους κακοποιών που είχε διαπράξει. Έτσι, εξαγνισμένος ο Θησέας μπήκε στην Αθήνα.

Στις όχθες του Κηφισού υπήρχε άγαλμα του γιου της Μνησιμάχης, που σύμφωνα με τη μυθολογία αφιέρωσε τα μαλλιά του στον ποταμό, έθιμο που υπήρχε σε όλους τους Έλληνες από τους παλαιούς χρόνους. Η Ακαδημία του Πλάτωνα στην κοιλάδα του Κηφισού μετατράπηκε από τον Κίμωνα σε δενδρόκηπο με φροντισμένες δενδροστοιχίες και σκιερούς τόπους περιπάτου. Το τοπίο αυτό δημιουργούσε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πνευματική περισυλλογή που είχαν ανάγκη όσοι σύχναζαν στις τότε σχολές.

Ο Πλάτωνας, ζούσε σε ένα κήπο κοντά όπου δίδασκε. Ο Στράβωνας, στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., αναφέρει ότι : «Υπάρχουν ποτάμια και το ένα είναι ο Κηφισός που ξεκινάει από την περιοχή των Τριμενιών, κυλάει στην πεδιάδα, γι’αυτό υπάρχουν γεφύρια και γεφυρισμοί, χωρίζεται σε σκέλη, φτάνει μέχρι τον Πειραιά, χύνεται στο Φαληρικό, είναι χειμαρρώδης και το θέρος μειώνεται τελείως».

Ο Κηφισός είχε τις εκβολές του μέσα στο αρχαίο λιμάνι του Κάνθαρου, το σημερινό εμπορικό λιμάνι του Πειραιά. Για να αποφευχθεί, όμως, η επίχωση του λιμανιού, οι Αθηναίοι οδήγησαν τις εκβολές του ποταμού στην παραλία του σημερινού Μοσχάτου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτερη πρόσχωση του φαληρικού όρμου. Επίσης, ο ποταμός Κηφισός αναπαριστάται στο αριστερό άκρο του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα.


Κλάδεος (Πελοπόννησος)

Προσωποποιημένοι σε άνδρες οι ποταμοί Αλφειός και Κλάδεος καταλαμβάνουν ξαπλωμένοι τα δύο άκρα στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία (470-456 π.Χ.). Ο Κλάδεος ήταν μικρός ποταμός με λίγο νερό που περνούσε από την Ολυμπία ρέοντας από βορρά προς νότο κατά μήκος του ιερού άλσους. Χυνόταν στη δεξιά όχθη του Αλφειού αποτελώντας τα φυσικά δυτικά όρια της μικρής κοιλάδας της Ολυμπίας.

Έτσι, Κλάδεος και Αλφειός οριοθετούσαν τον ιερό χώρο της Ολυμπίας, και του αετώματος, και τον υποδεικνύουν με την παρουσία τους. Όμως, η παρουσία του πορσωποποιημένου ποταμού δικαιολογείται και από το γεγονός ότι στο ανατολικό αέτωμα παριστάνεται η προετοιμασία του αγώνα αρματοδρομίας ανάμεσα στον Οινόμαο και τον Πέλοπα με έπαθλο την κόρη του πρώτου Ιπποδάμεια. Η αρματοδρομία άρχιζε από τον ποταμό Κλάδεο.





Κωκυτός

1. Βλ. Αχέρων (ή Αχέροντα)

2. Μία από τις κόρες του Κωκυτού ήταν η Νύμφη Μίνθη, την οποία σκότωσε η Περσεφόνη, γιατί την έπιασε στο κρεβάτι του Πλούτωνα. Η βασίλισσα του κάτω κόσμου ποδοπάτησε τη νύμφη μέχρι που το σώμα της διαλύθηκε, και το οποίο όμως ανέδιδε μια δυνατή ευωδιά, την ευωδιά της κηπαίας μίνθης (=μέντας), που από μερικούς ταυτίζεται με τον δυόσμο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Περσεφόνη παραπονέθηκε στη μητέρα της Δήμητρα, και αυτή μεταμόρφωσε τη Μίνθη στο ομώνυμο φυτό που φύεται στο ομώνυμο βουνό στην περιοχή της Ολυμπίας. Ο Στράβων[16] αναφέρει ότι στο βουνό αυτό υπήρχε ναός του Αδη και άλσος αφιερωμένο στη Δήμητρα:

πρὸς ἕω δ᾽ ἐστὶν ὄρος τοῦ Πύλου πλησίον ἐπώνυμον Μίνθης, ἣν μυθεύουσι παλλακὴν τοῦ Ἅιδου γενομένην πατηθεῖσαν ὑπὸ τῆς κόρης εἰς τὴν κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῦσι. καὶ δὴ καὶ τέμενός ἐστιν Ἅιδου πρὸς τῷ ὄρει τιμώμενον καὶ ὑπὸ Μακιστίων, καὶ Δήμητρος ἄλσος ὑπερκείμενον τοῦ Πυλιακοῦ πεδίου. (Στρ. 8.3.14)


Λάδων (ή Λάδωνας) - (Πελοπόννησος)

Ο θεός του ομώνυμου ποταμού στην Αρκαδία. Γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, πατέρας, από τη Στυμφαλίδα, της Δάφνης και της Μετώπης, συζύγου του θεού-ποταμού Ασωπού.

α) Στις όχθες του Λάδωνα ο Ηρακλής πραγματοποίησε τον τρίτο του άθλο. Αφού κυνήγησε την ιερή ελαφίνα της Άρτεμης από την Οινόη για ένα χρόνο, την ανάγκασε να κατεβεί από το όρος Αρτεμίσιο και να την αιχμαλωτίσει ζωντανή στις όχθες του Λάδωνα. Άλλες παραλλαγές τοποθετούν το επεισόδιο αυτό στον ποταμό Άναυρο της Θεσσαλίας.

β) Τόπος όπου δολοφονήθηκε ο Λεύκιππος, γιος του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου, από τη Δάφνη και τη συνοδεία της, επειδή ανακάλυψαν, την ώρα του λουτρού τους, ότι ήταν άνδρας και όχι γυναίκα. Ο Λεύκιππος, ερωτευμένος με τη Δάφνη που απέφευγε συστηματικά τη συναναστροφή των ανδρών, παραιτήθηκε από την προσπάθεια να την κάνει γυναίκα του. Επινόησε όμως ένα τέχνασμα για να βρίσκεται κοντά της: Έπλεξε κοτσίδα τα μαλλιά του, που τα άφησε να μακρύνουν για να τα προσφέρει στον ποταμό Αλφειό, ντύθηκε σαν κόρη, παρουσιάστηκε στη Δάφνη ως κόρη του Οινόμαου και την παρακάλεσε να τον αφήνει να κυνηγά μαζί της. Η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ξύπνησε τη ζήλια του Απόλλωνα που, θέλοντας να εκδικηθεί, εμφύσησε στις κοπέλες την επιθυμία να κάνουν μπάνιο στα νερά του ποταμού. Εκείνες υποχρέωσαν τον διστακτικό Λεύκιππο να ξεντυθεί, ανακάλυψαν το πραγματικό του φύλο και τον σκότωσαν με τα ακόντια και τα μαχαίρια τους.

γ) Στα νερά του ποταμού πλύθηκε η Δήμητρα μετά από την ένωσή της με τον Ποσειδώνα στο Όγκειο της Αρκαδίας. Από το καθαρτικό αυτό λουτρό επονομάστηκε Λουσία από 'Ερινύς, δηλαδή θυμωμένη, λόγω του θυμού που της είχε προκαλέσει η ακούσια ένωσή της με τον Ποσειδώνα.

δ) Τόπος όπου ο Πάνας φθάνει τη Ναϊάδα Σύριγγα, αφού την καταδίωξε από τις πλαγιές του όρους Λύκαιου. Εκείνη, βλέποντας ότι είχε στριμωχτεί στον καλαμιώνα που ήταν γνωστός ως Σύριγξ, μεταμορφώθηκε σε καλάμι. Ο θεός, ανίκανος να την ξεχωρίσει, ξερίζωσε μερικά από αυτά τα καλάμια. Φυσώντας στο εσωτερικό τους πραγματοποίησε την ανακάλυψη της φλογέρας (οι Ομηρικοί Ύμνοι την αποδίδουν στον Ερμή).

ε) Ο Αινείας εγκαταστάθηκε σε μια μικροπολιτεία με το όνομα «Νήσος», κτισμένη πάνω σ' ένα νησάκι στη συμβολή των ποταμών Λάδωνα και Τράγου. στ) Ο δράκος που φυλούσε τα μήλα των Εσπερίδων είχε το όνομα του αρκαδικού ποταμού Λάδωνα.

ζ) Λίγο μετά τον Ασωπό, στην αριστερή πλευρά, «υπάρχει ένα άλσος με αειθαλείς βελανιδιές κι ένας ναός αφιερωμένος στις θεές που οι Αθηναίοι τις ονομάζουν Σεμνές, οι δε Σικυώνιοι Ευμενίδες» (Παυσ. 2.11.4).

Τόπος όπου ο Ορέστης θα βρει καταφύγιο στην καλύβα βοσκού, με πρωτοβουλία της Ηλέκτρας, που ήθελε να αποτρέψει τη δολοφονία του από τον Αίγισθο και να τον προετοιμάσει κρυφά για τη μελλοντική εκδίκηση. Από εδώ ο Ορέστης και ο ηλικιωμένος παιδαγωγός του θα κατευθυνθούν αργότερα στην Κρίσα, κοντά στους Δελφούς (Ευρ., Ηλ. 408 κ.ε. Απολλόδ., Επιτομή 6.24).


Ληθαίος

Δύο ποταμοί παραδίδονται με το όνομα αυτό. Ο ένας στην πεδιάδα της Μεσσαράς, στα Ν του Ψηλορείτη, κοντά στο Λιβυκό πέλαγος, αριστερά της Γόρτυνας, ο σημερινός Μητροπολιανός. Ο ποταμός αναφέρεται στον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από τον Δία. Ανεβαίνοντας την κοίτη του ποταμού Ληθαίου, ο Δίας έφτασε με το αρπαγμένο κορίτσι στη Γόρτυνα. Εκεί, δίπλα σε μια πηγή σκεπασμένη από πλατάνια, ενώθηκε μαζί της. Από τότε το πλατάνι δεν έχασε ποτέ το φύλλωμά του -ο μύθος παραπέμπει σε δενδρολατρεία.

Ο δεύτερος ποταμός με αυτό το όνομα βρισκόταν στην περιοχή της Τρίκκης. Σύμφωνα με τον Στράβωνα λεγόταν ότι κοντά στο Ληθαίο γεννήθηκε ο Ασκληπιός, ο θεός της Ιατρικής.


Λούσιος / Γορτύνιος (Πελοπόννησος, κοντά στη Γόρτυνα)

Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Λούσιος, που από μερικούς ονομάζεται και Γορτύνιος, έχει τα πιο κρύα νερά από όλους τους ποταμούς που δεν παγώνουν τον χειμώνα. Στα νερά αυτού του ποταμού έκανε το πρώτο μπάνιο στον Δία η Ρέα, προτού τον παραδώσει στις φροντίδες της Γαίας. Στα νερά του ίδιου ποταμού λούστηκε ο Προίτος, που κυνηγούσε τις κόρες του, τις Προιτίδες, που είχαν παραφρονήσει μέσα στα δάση. Εκεί παρακάλεσε την Άρτεμη να τον βοηθήσει και υποσχέθηκε να της θυσιάσει είκοσι βόδια.


Λύμαξ ή Λύμαιος (Πελοπόννησος, κοντά στη Φιγαλεία)

Στα νερά αυτού του ποταμού, οι Νύμφες που βοήθησαν τη Ρέα να γεννήσει τον Δία, έριξαν τα νερά της λοχείας και ύστερα έπλυναν και εξάγνισαν τη Ρέα. Από την πρακτική και την τελετουργία του καθαρμού, από τα λύματα της θεάς ονομάστηκε ο ποταμός.


Μινώταυρος

Μέσα στα πλαίσια της παράστασης των ποταμών ως ανθρωποκέφαλων ταύρων, ποια θέση άραγε θα μπορούσε να έχει η ακριβώς αντίθετη παράσταση, ενός ανθρώπου δηλαδή με κεφαλή ταύρου; Αναφερόμαστε βέβαια στον Μινώταυρο. Ο συσχετισμός αυτός, που προκύπτει εκ του αντιθέτου, ενισχύεται από δύο παραστάσεις του Μινώταυρου. Σε κυκλαδικό αμφορέα με ανάγλυφη διακόσμηση στον λαιμό, ο Μινώταυρος παριστάνεται με κεφάλι ανθρώπου και κέρατα -αυτό εικάζεται από το τμήμα του κεφαλιού που διασώθηκε- όπως περίπου ο Αχελώος.

Σε άλλες παραστάσεις, ο Μινώταυρος, με τη συνήθη μορφή που τον γνωρίζουμε, προσπαθεί να διαφύγει από τον Θησέα, ο οποίος όμως τον έχει πιάσει από το κέρατο, κάτι που θυμίζει την παράσταση με τον Ηρακλή και τον Αχελώο. Θα μπορούσαμε άραγε να αποδώσουμε στον Μινώταυρο την ιδιότητα ενός ποταμίσιου θεού; Ή να εικάσουμε στον μύθο των νέων που κατέτρωγε την καταστρεπτική δράση των υδάτων ενός ποταμού και στον θάνατό του από τον Θησέα την τιθάσευσή του; Πριν προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε υπόθεση θα πρέπει να παραθέσουμε τις ήδη γνωστές ερμηνείες γύρω από τον Μινώταυρο αλλά και γενικότερα τη σημασία και τον συμβολισμό του ταύρου, αφού πρώτα θυμίσουμε ποιος ήταν, ή μάλλον ποιος λεγόταν ότι ήταν ο Μινώταυρος.

Η Πασιφάη, σύζυγος του Μίνωα, ερωτεύτηκε τον ταύρο του Ποσειδώνα που ο βασιλιάς δεν θυσίασε στον θεό, όπως είχε υποσχεθεί, επειδή ήταν πολύ όμορφος. Ο Δαίδαλος, προκειμένου η βασίλισσα να ενωθεί με τον ταύρο, κατασκεύασε ομοίωμα αγελάδας, μέσα στο οποίο μπήκε η Πασιφάη. Το παιδί που γεννήθηκε, ο Μινώταυρος, έμενε στον Λαβύρινθο που βρισκόταν στα υπόγεια του παλατιού και ο οποίος είχε εύκολη είσοδο, όμως δύσκολη έξοδο με στροφές που δεν οδηγούσαν πουθενά. Ο βασιλιάς έκλεινε εκεί τους εχθρούς του για να χαθούν.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Μινώταυρος ήταν γιος του στρατηγού Ταύρου που βοήθησε τον Μίνωα να πάρει την εξουσία. Το παιδί ονομάστηκε Αστέριος αλλά, επειδή έμοιαζε του Ταύρου, επονομάστηκε Μινώταυρος. Λέγεται επίσης ότι το νόθο παιδί δεν κλείστηκε στον Λαβύρινθο αλλά έζησε στην αρχή στα βουνά σαν αγριάνθρωπος ή έγινε στρατηγός που μαζί με άλλους Κρήτες ακολούθησε τον Διόνυσο στις Ινδίες. Ύστερα πήγε στους Μασσαγέτες, κοντά στον ποταμό Φάση, όπου σκοτώθηκε και για να τον τιμήσουν είπαν Ταυρίδα ένα μέρος της Κολχίδας.

Α) Ο Λουκιανός ερμηνεύει την ένωση της Πασιφάης με τον ταύρο ως φυσική αλληγορία και με τον ίδιο τρόπο εξηγεί τον διαμεσολαβητικό ρόλο του Δαίδαλου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Λουκιανό, ο Δαίδαλος γνώριζε τα μυστικά της Αστρολογίας και σε αυτά προσπάθησε να μυήσει τον γιο του, ο οποίος όμως φέρθηκε ασύνετα. Σε αυτά τα μυστικά ζήτησε και η Πασιφάη να τη μυήσει ο Δαίδαλος, ο οποίος καταρχάς της έδειξε τον ταύρο στον ουρανό. Αυτή η μύηση εκλήφθηκε ως γάμος: «τάχα δε και Πασιφάη παρά Δαιδάλου ακούσασα ταύρου τε περί του εν τοις άστροισι φαινομένου και αυτής αστρολογίης εις έρωτα του λόγου απίκετο, όθεν νομίζουσιν ότι Δαίδαλός μιν τω ταύρω ενύμφευσεν» (Λουκ., Περί αστρολογίης 16).

Β) Ο Πλούταρχος, στον Βίο του Θησέως (15-19), προσφέρει μιαν ευημεριστική ερμηνεία της πάλης του Θησέα με τον Μινώταυρο, θεωρώντας ότι ο Λαβύρινθος ήταν φρούριο που χρησιμοποιούνταν ως φυλακή και από την οποία δεν μπορούσε κανείς να διαφύγει· ότι ο Μίνωας καθιέρωσε γυμνικούς αγώνες προς τιμήν του γιου του, Ανδρόγεου, για τον οποίο ο πατέρας του είχε θεωρήσει πως είχε θανατωθεί με δόλο στην Αθήνα, καθιερώνοντας ως έπαθλο τους νέους που ήταν έγκλειστοι στον Λαβύρινθο· ότι ο Μινώταυρος ήταν ένας κρητικός στρατηγός που ονομαζόταν Ταύρος, με μεγάλη δύναμη στην αυλή του Μίνωα, που είχε νικήσει στους γυμνικούς αγώνες και ότι φερόταν με αλαζονεία και σκληρότητα στους νεαρούς Αθηναίους· ότι ο Θησέας νίκησε τον Ταύρο σε αγώνα πάλης και ότι ο Μίνωας κατήργησε τον φόρο που είχε επιβάλει στους Αθηναίους.

Φυσικά, εμείς γνωρίζουμε την αθηναϊκή εκδοχή του μύθου, δουλεμένου μέσα σε ένα ευρύτερο μυθολογικό πλαίσιο, στο οποίο η δημοκρατική Αθήνα ξαναδούλευε τους αρχαίους μύθους για τους δικούς της ιδεολογικούς σκοπούς.

Γ) Γνωρίζουμε επίσης ότι οι νέοι, παίρνοντας μέρος σε διαβατήριες τελετές ενηλικίωσης, είναι πιθανό ότι χρησιμοποιούσαν προσωπεία ταύρου ή ότι αγωνίζονταν εναντίον κάποιου που φορούσε προσωπείο ταύρου. Για παράδειγμα, στο Καβείριο των Θηβών, σε θραύσμα σκύφου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, αρ. 548) παριστάνεται ένας γυμνός άνδρας να φορά προσωπείο ταύρου, προφανώς συμμετέχοντας σε τελετουργικά δρώμενα και συνοδευόμενος από δύο άλλες γυμνές ανδρικές φιγούρες σε ιθυφαλλική κατάσταση. Δύο ερωτήματα προκύπτουν εδώ: α) Ποιος είναι ο συμβολισμός του ταύρου; β) Τι επιδιωκόταν με τη χρήση του προσωπείου;

Είναι γνωστό ότι οι μεσογειακοί πολιτισμοί (Αίγυπτος, Μεσοποταμία, Ελλάδα, Ρώμη) θεωρούσαν ότι οι προπάτορες θεοί ενσαρκώνονταν σε ταύρο ή συνοδεύονταν από ταύρους -στην Ανατολή μάλιστα έφερε τον κόσμο ανάμεσα στα κέρατά του. Και αυτό γιατί ο ταύρος ήταν ένα από τα στοιχεία που πολύ νωρίς οι άνθρωποι συνέδεσαν με τον ουρανό, ο οποίος, με την κίνηση των άστρων και των εποχών, κυβερνούσε τον κύκλο της φύσης και, κατ' επέκταση, τις αγροτικές ασχολίες. Οι γόνοι αυτών των προπατόρων θεών ήταν θεοί της γονιμότητας που έλεγχαν τη βροχή και τα νερά των ποταμών ή τον ήλιο.

Στον ελλαδικό χώρο ο ταύρος συνδέθηκε με θεότητες που η αρχική τους υπόσταση ήταν χθόνια, όπως ο Δίας, η Αθηνά, ο Διόνυσος, ο Ποσειδώνας, ή με ήρωες όπως ο Ηρακλής και ο Θησέας -και οι δυο κατεβαίνουν στον κάτω κόσμο όσο ήταν ακόμη ζωντανοί, ενώ ο Ηρακλής μετά τον θάνατό του λατρεύτηκε στην Καλυδώνα ως θεός χθόνιος. Από τη σημειολογία αυτή προκύπτει αβίαστα και η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, για το τι επιδίωκε ο χρήστης του προσωπείου του ταύρου.

Προφανώς ό,τι και ο ηθοποιός με το θεατρικό προσωπείο. Δηλαδή, τη μέθεξη με τις ιδιότητες του ταύρου, τη δύναμη και τη γονιμότητά του. Εξάλλου, νικώντας τον ταύρο, ή κάποιον που ήταν μεταμφιεσμένος σε ταύρο, ο νέος έκανε μια επίδειξη του ανδρισμού και της φυσικής του δύναμης και τα αποδείκνυε. Επομένως, δικαιωματικά έμπαινε στον κόσμο των ενηλίκων. Μπορεί όμως η νίκη του να σηματοδοτούσε την επιβολή των δικών του αξιών έναντι της τυραννίας και της αναρχίας που προκαλεί η ασύδοτη κυριαρχία του ζώου ή ενός τυράννου, όπως λ.χ. του Μίνωα στην ερμηνεία του Πλουτάρχου· ή ακόμη τη νίκη του πολιτισμού έναντι της φύσης, του «ψημένου» έναντι του «ωμού».

Σε κάθε περίπτωση, και χωρίς να μπορούμε να απαντήσουμε επακριβώς για την ταυτότητα του κρητικού Μινώταυρου, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι εντάσσεται μέσα στα πλαίσια μιας μακριάς παράδοσης που θέλει τον ταύρο συνδεδεμένο με προπάτορες, δημιουργούς θεούς, γεννήτορες θεών της γονιμότητας και του υγρού στοιχείου. Και βέβαια, αν δεχτούμε ότι αυτός είναι ένας πρωταρχικός πυρήνας, είναι γνωστό ότι στη μυθοποιητική πρακτική ένας ισχυρός και ισχύων μύθος επενδύεται και με άλλα στοιχεία που εκμεταλλεύονται και αξιοποιούν το κύρος και την ισχύ του και για άλλους ιδεολογικούς στόχους.


Νέδα

Η Νέδα ήταν Νύφη, θεότητα των νερών, που κοντά της μεγάλωσε ο Δίας, προστατευόμενος από την οργή του πατέρα του Κρόνου. Σύμφωνα με το μύθο, όταν η Ρέα γέννησε το Δία, τον έδωσε στη νύμφη Νέδα, θεότητα των νερών, για να τον προστατέψει από τον άνδρα της Κρόνο. Εκείνη, θήλασε το βρέφος μαζί με τις νύμφες Θεισόα και Αγνώ, το έλουσε και το έπλυνε στο κεφαλάρι στο Λύκαιο, που αργότερα έγινε το θρυλικό ποτάμι που πήρε το όνομά της. Επίσης, σύμφωνα με η μυθολογία, με τη Νέδα συνδέονται η Δήμητρα, η Περσεφόνη και ο Πλούτωνας.

Ο Παυσανίας το 2ο αιώνα. μ.Χ. περιέγραψε το ναό της Δήμητρας στις όχθες της Νέδας, ενώ, όπως υποστήριζε, η Νέδα ήταν η πρώτη σε ‘’μαιάνδρισμούς’’ μετά τον Μαίανδρο ποταμό στη Μ. Ασία. Σε άλλο μύθο αναφέρεται, ότι, επειδή εκείνη την εποχή η περιοχή ήταν άνυδρη κι η Ρέα δεν έβρισκε νερό, χτύπησε με ένα ραβδί τη γη και έτσι δημιουργήθηκε το ποτάμι που ονομάστηκε Νέδα από τη νύμφη, ενός από τα δύο ελληνικά ποτάμια με γυναικείο όνομα (το άλλο ποτάμι είναι η Αραπίτσα στη Νάουσα).

Σημαντικοί είναι και οι αρχαιολογικοί χώροι που υπάρχουν εκεί. Κοντά στις πηγές βρίσκεται ο Επικούρειος Απόλλων, δημιούργημα του Ικτίνου, που κατασκευάστηκε την ίδια εποχή με τον Παρθενώνα, καθώς και ο ναός του Πάνα.. Στην κορυφή του Λυκαίου όρους, λατρεύονταν ο Δίας, ενώ εκεί βρίσκεται και η Λυκόσουρα, την οποία ο Ησίοδος θεωρούσε την πρώτη πόλη της ανθρωπότητας. Την περιοχή κατοίκησαν οι Πελασγοί. Αναφέρεται ο βασιλιάς των Πελασγών ο Λυκάων, ως ο ιδρυτής της αρχαίας Λυκόσουρας, και ο πατέρας του Φίγαλου, ως ο ιδρυτής της αρχαίας Φιγαλείας.

Οι θρύλοι και οι παραδόσεις ήθελαν τους νέους του γειτονικού βασιλείου της Φιγαλείας να λούζονται στα νερά της Νέδας για ν’ αποκτήσουν δύναμη, ενώ η Ιστορία αναφέρει ότι οι Φιγαλιείς είχαν τέτοια δύναμη, ώστε έστειλαν καράβια στον Τρωικό πόλεμο. Στnν αρχαία Φιγαλεία υπήρχε ένας παραπόταμος της Νέδας που ονομαζόταν Λύμαξ, σημερινός Λύμακας. Το όνομα του παραπόταμου έρχεται από τη μυθολογία. Όταν οι νύμφες έκαναν τον καθαρμό στη Ρέα μετά από τη γέννηση του Δία, έριξαν εκεί τα λύματα του καθαρμού. Κοντά στο σημείο που ο Λύμακας ενώνεται με τη Νέδα υπήρχε τότε το ιερό τnς Ευρυνόμης, δυσπρόσιτο και πνιγμένο στα κυπαρίσσια. Το ιερό άνοιγε μόνο μία φορά το χρόνο και το άγαλμα της Ευρυνόμης ήταν ξύλινο, δεμένο με χρυσές αλυσίδες και παρίστανε γυμνή γυναίκα ως τη μέση που από τη μέση και κάτω είχε ουρά ψαριού, αφού n Ευρυνόμη ήταν κόρη του Ωκεανού





Νείλος

Ο θεός ποταμός Νείλος είναι και αυτός γιος του Ωκεανού. Δίπλα στον Νείλο η Ιώ γέννησε τον Έπαφο. Αυτός ο γιος του Δία. Παντρεύτηκε την κόρη του ποταμού, τη Μέμφιδα, και από την ένωσή τους γεννήθηκε η Λιβύη, από την οποία προέκυψε το γένος του Αγήνορα και του Βήλου.

Η αιγυπτιακή παράδοση συνέδεσε τον Όσιρη με τον Νείλο, το νερό του οποίου χανόταν και επέστρεφε το καλοκαίρι. Αγγείο με νερό του Νείλου επιδεικνυόταν στις τελετές και μεταφερόταν στις πομπές (Πλούταρχος, Ίσις 365b). Κατά πάσα πιθανότητα μέσα στα ιερά πραγματοποιούνταν δρώμενο κατά το οποίο προκαλούνταν ένα είδος τεχνητής πλημμύρας του Νείλου, ενώ τα δοχεία νερού στα ιερά της Ίσιδας, τα οποία φαίνεται να υπαινίσσονται βάπτιση, χρησιμοποιούνταν για να συμβολίσουν την πλημμύρα του Νείλου.

Σε πιάτο της αλεξανδρινής σχολής (2ος αι. μ.Χ.), προσωποποιημένος ο ποταμός Νείλος κρατά το κέρας της Αμαλθείας. Κάτω η σφίγγα του Οσίριδος και πάνω σε αυτήν η Ίσις, με τα χαρακτηριστικά του Πτολεμαίου Ε' και της συζύγου του Κλεοπάτρας αντίστοιχα. Στο κέντρο ο Ώρος-Τριπτόλεμος, με τα χαρακτηριστικά του διαδόχου Πτολεμαίου ΣΤ', δεξιά δύο προσωποποιήσεις εποχών -των πλημμυρών και του θερισμού, επάνω οι ετήσιοι άνεμοι.

Θεωρούμε ότι η απεικόνιση αυτή μεταδίδει ή και αποτυπώνει το πολιτικό μήνυμα της ευμάρειας, μέσα από την ορθολογική διευθέτηση των υδάτων με δεδομένες τις συγκεκριμένες κλιματολογικές συνθήκες, κάτω από την ηγεσία της βασιλικής οικογένειας. Εξάλλου, σύμφωνα με μια παραλλαγή ο Νείλος θεωρούνταν βασιλιάς που είχε κάνει εύφορη την Αίγυπτο κατασκευάζοντας τεχνικά έργα (κανάλια, φράγματα κτλ.). Προς τιμή του, και αναγνωρίζοντας την προσφορά του, ο λαός μετονόμασε τον ποταμό από Αίγυπτο σε Νείλο.


Νέστος

Στις αρχαίες αναφορές ο ποταμός συναντάται με το όνομα Νέσσος και αργότερα, Μέστος. Ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύος και σύμφωνα με το Στέφανο το Βυζάντιο (συγγραφέας που έζησε στα τέλη του 5ου αιώνα και συνέγραψε το σημαντικό γεωγραφικό λεξικό με τον τίτλο Εθνικά ), πατέρας της Καλλιρρόης. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο Νέστος απηύθυνε χαιρετισμό στο φιλόσοφο Πυθαγόρα, όταν ο τελευταίος περνούσε μπροστά από το ποτάμι. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Νέστος και ο Αχελώος αποτελούσαν τα όρια της περιοχή, μέσα στην οποία ζούσαν τα λιοντάρια στον ελληνικό χώρο.

Στην κοιλάδα του Νέστου κατοικούσαν οι Δίοι, οι οποίοι, κατά τον Ηρόδοτο, ήταν προφήτες σε διονυσιακό μαντείο της περιοχής. Νοτιότερα, από τα στενά μέχρι το πέλαγος και από τη δυτική όχθη του ποταμού μέχρι τον ποταμό Κόσινθο της Ξάνθης, κατοικούσαν οι Σαπαίοι, που λάτρευαν το θεό Διόνυσο και είχαν για πρωτεύουσα τους, την Τόπειρο. Από την κοιλάδα του Νέστου πέρασαν και άλλα θρακικά φύλα, όπως οι Βίστονες, οι Δόλογκοι, οι Κίκονες και οι Οδρύσες. Εξάλλου, με την κοιλάδα του Νέστου συνδέεται επίσης και η μυθική μορφή του μουσικού Ορφέα. Ο Ορφέας υπήρξε ο εισηγητής μιας νέας διάστασης των διονυσιακών μυστηρίων, που αναπτύχθηκε στην περιοχή του Νέστου και αργότερα σε όλη την υπόλοιπη αρχαία Ελλάδα. Αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν έξω από τα Κομνηνά, μαρτυρούν την ανάπτυξη της διονυσιακής λατρείας στην περιοχή, πιθανότατα στην ορφική της εκδοχή. Ωστόσο, ο Νέστος του Θουκυδίδη, του Ηροδότου, του Στράβωνα και του Παυσανία, έγινε Mestus για τους Ρωμαίους και Μέστος στους βυζαντινούς.


Όλγανος

Γιος του μυθικού βασιλιά Βέρη και αδελφός της Βέροιας και της Μίεζας, από τις οποίες ονομάστηκαν οι δύο σημαντικές πόλεις της Ημαθίας. Μεταμορφώθηκε σε ποτάμιο θεό και έδωσε το όνομά του στο ποτάμι που ίσως ταυτίζεται με το ποτάμι Αράπιτσα, που κατεβαίνει αφριστό από τη Νάουσα στον κάμπο κοντά στο χωριό Κοπανός. Εκεί ίσως υπήρχε ιερό προς τιμην του.


Ορόντης

Οι μύθοι που περιβάλλουν τον ποταμό καταδεικνύουν τις προσπάθειες να ελεγχθούν παραγωγικά τα νερά του και φανερώνουν τα έργα διευθέτησης των υδάτων του.

α) Σύμφωνα με μια εκδοχή ο Ορόντης, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, ερωτεύτηκε την Ωκεανίδα Νύμφη Μελίβοια και ξεχείλισε πλημμυρίζοντας την ύπαιθρο, ως τη στιγμή που τιθασεύτηκε από τον Ηρακλή.

β) Ο Ορόντης ήταν ένας Ινδός ήρωας, πολεμιστής φοβερός, είκοσι πήχεις ψηλός. Πληγώθηκε από τον Διόνυσο και αυτοκτόνησε. Το πτώμα του παρασύρθηκε από τα νερά του ποταμού που ονομάστηκε από τον ήρωα. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή άλλαξαν την πορεία του ποταμού για να διευθετήσουν την παλιά κοίτη. Κατά τη διάρκεια των εργασιών βρήκαν μια μακριά γύψινη σαρκοφάγο, που περιείχε ανθρώπινο σκελετό τεραστίων διαστάσεων, για τον οποίο το μαντείο της Κλάρου είπε πως ανήκε στον ήρωα Ορόντη.

Σε χάλκινο αγαλμάτιο των αρχών του 2ου αι. π.Χ., αντίγραφο μεγάλου αγάλματος που ο γλύπτης Ευτυχίδης έφτιαξε γύρω στο 300 π.Χ., όταν ο Σέλευκος ίδρυσε την Αντιόχεια της Συρίας, παριστάνεται σε βράχο η Τύχη, μία από τις Ωκεανίδες στη Θεογονία, με διάδημα που μιμείται τα τείχη της πόλης Αντιόχειας και κρατώντας δέσμη από στάχυα στο χέρι. Κάτω από τα πόδια της εμφανίζεται, ορατός μέχρι τη μέση και προσωποποιημένος σαν νέος που κολυμπά, ο ποταμός Ορόντης, στην αριστερή όχθη του οποίου κτίστηκε η πόλη.


Πάμισος ή Παμισός (Μεσσηνία)

Η ονομασία Πάμισος ανήκει σε προελληνικό γλωσσικό ιδίωμα και είναι ανερμήνευτη. Έχει μεταφερθεί και δοθεί ή από την κάθοδο των Πελασγών στη Μεσσηνία, γύρω στα 3000 π.Χ, από τη Θεσσαλία, όπου υπάρχει και εκεί Πάμισος ποταμός, παραπόταμος του Πηνειού ή από τη σταδιακή επαφή και ανάμειξη των ελληνικών φύλων με τους προέλληνες, οπότε και υιοθετήθηκαν από τους πρώτους, μαζί με άλλα πολιτισμικά αγαθά και διάφορες λέξεις τους, κυρίως ονόματα φυτών, βουνών (π.χ. Ιθώμη), τοπωνυμίων (π.χ. Οιχαλία) και ποταμών (π.χ. Πάμισος). Οι αρχαίοι φαντάζονταν τον Πάμισο σαν Ταύρο, που τα ρουθούνια του ήταν οι πηγές του απ' όπου ανάβλυζε το νερό του.

Ο Παυσανίας αναφέρει τη λατρεία του ποτάμιου θεού Πάμισου ανάμεσα σε πολλές προδωρικές λατρείες του τόπου που με την κατάκτηση τους από τους Δωριείς είχαν παραμεληθεί, αλλά με τον καιρό επαναφέρθηκαν ή αναδιοργανώθηκαν από τους τότε ηγεμόνες τους. Οργανωτής της λατρείας του Πάμισου ήταν ο Συβότας που όρισε ετήσια γιορτή με θυσία για το θεό Πάμισο από τον εκάστοτε βασιλιά του τόπου. Η γιορτή και η θυσία αυτή φαίνεται πως γίνονταν στις πηγές του Πάμισου, κοντά στο σημερινό Άγιο Φλώρο. Πολύ κοντά σ' αυτές τις πηγές ανασκάφτηκε ο μικρός ναός του ποτάμιου θεού και η λατρεία του επιβεβαιώθηκε με επιγραφές.

Υπάρχει μάλιστα μεταγενέστερο των ρωμαϊκών χρόνων βάθρο αναθήματος με την επιγραφή «Δέξιππος ευχήν επηκόω Παμίσω». Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι, στις πηγές του Πάμισου παιδιά τα οποία παρουσίαζαν δυσπλασία των ποδιών τους έβρισκαν γιατρειά: ο Πάμισος λατρευόταν ως θεός-θεραπευτής. Μία άλλωστε από τις πολλές πηγές του Αγίου Φλώρου έχει και σήμερα νερό χλιαρό και μπορεί στην αρχαιότητα να ήταν θερμή πηγή. Η αρχαιολογική έρευνα το 1933 γύρω από το ναό του Πάμισου βρήκε πλήθος αναθημάτων και η παλαιότητα της λατρείας μπορεί να σημαίνει πως μια τοπική λατρεία πήρε τη θέση ασκληπιείου, χώρου αφιερωμένου στο τοπικό θεό-θεραπευτή Πάμισο, όπως μεταγενέστερα, ο πανελλήνιος θεός-θεραπευτής Ασκληπιός.

Δίπλα σ' αυτό το χτίσμα του δωρικού ναού, υπήρχε ‘’αποθέτης’’ προσφορών, όπου στην οπή του οι λάτρεις του θεού και οι ευεργετημένοι από αυτόν άφηναν τα τάματα τους μικρά μπρούτζινα και πήλινα αγαλματάκια θεών, ηρώων ,ταύρων, κατσικιών και μικρών παιδιών, που τα κάτω άκρα τους δείχνουν δυσπλασία. . Για τους αρχαίους σημασία είχε ότι τα τάματα φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στον Πάμισο, γιατί, φτωχοί καθώς ήταν, δεν είχαν ασήμι να τα «ασημώσουν», όπως γίνεται σήμερα από τους πιστούς. Το πιο συνηθισμένο τάμα για κάθε ευεργεσία του ποτάμιου θεού προς μια νεαρή ύπαρξη ήταν η αφιέρωση της κόμης του σ' αυτόν: τα παιδιά πρόσφεραν κατά κανόνα στον ποταμό την κόμη τους, όταν αίσια περνούσαν από την εφηβική ηλικία στην ανδρική.


Πηνειός (Ήλιδα - Ηλείας)

Ο Πηνειός ποταμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πέμπτο άθλο του Ηρακλή, δηλαδή τον καθαρισμό των στάβλων του Αυγεία από την κόπρο. Κατά τη μυθολογία, ο Ηρακλής, αφού γκρέμισε το μαντρότοιχο των στάβλων, εξέτρεψε τα ποτάμια Πηνειό και Αλφειό και καθάρισε τους στάβλους. Ο μύθος έχει συμβολικό χαρακτήρα και συνδέεται κυρίως με την τότε κατασκευή υδραυλικών έργων στην περιοχή, την αποξήρανση ελωδών εκτάσεων και την απαλλαγή της καλλιεργήσιμης γης από τις πλημμύρες με τα νερά των ποταμών.


Πηνειός (Θεσσαλία)

Ο Πηνειός ήταν ο πατέρας του βασιλιά των Λαπιθών (μυθολογικά όντα ίδιας καταγωγής με τους Κενταύρους), Υψέα. Επίσης, είναι ο ποτάμιος θεός της Θεσσαλίας, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Με τη Νύμφη Κρέουσα, γέννησε τον Υψέα και τη Στίλβη. Κόρες του Πηνειού ήταν και οι Νύμφες, Τρίκκη και Λάρισα, οι οποίες έδωσαν τα ονόματά τους στις ομώνυμες θεσσαλικές πόλεις. Μια άλλη κόρη του Πηνειού ήταν και η νύμφη Δάφνη την οποία ερωτεύτηκε ο θεός Απόλλωνας.

Για να ξεφύγει από τον Απόλλωνα κατέφυγε στην κοιλάδα των Τεμπών, όπου παρακάλεσε τη Μητέρα Γη να τη βοηθήσει. Τότε, η Μητέρα Γη τη μεταμόρφωσε στο φυτό δάφνη. Ο Απόλλωνας πάντρεψε την αγαπημένη του Πίνδου, με ένα όμορφο παλικάρι το Λίγκο (Χάσια). Τα δύο σημερινά βουνά, Χάσια και Πίνδος, ήταν ευτυχισμένα, όμως οι θεοί ζήλεψαν την ευτυχία τους και τα χώρισαν, από τα δάκρυά τους δημιουργήθηκε ο Πηνειός. Ο Όμηρος αποκαλεί τον Πηνειό ‘’αργυροδίνη’’ από τις πολλές δίνες, που σχηματίζουν τα καθαρά σαν ασημένια νερά του στην πορεία τους. Στο Μεσαίωνα, ο Πηνειός αποκαλείται Σαλαβρίας.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο πρωτεργάτης, εκείνος που άνοιξε τα Τέμπη με προσωπικό μόχθο του, κατασκευάζοντας μια διώρυγα, απ’ όπου και χύθηκαν τα νερά της τεράστιας λίμνης που κάλυπτε το θεσσαλικό κάμπο, ήταν ο θεός Ποσειδών. Γι’ αυτό το λόγο και η λατρεία του Ποσειδώνος, ήταν, σε όλη τη Θεσσαλία, πολύ διαδεδομένη και είχαν καθιερωθεί προς τιμή του διάφοροι εορτασμοί.


Σαγγάριος

Θεός-ποταμός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Θεωρείται πατέρας:

α) της Εκάβης από τη Μετώπη ή από τη Νύμφη Ευνόη ή από τη Ναϊάδα Ευαγόρα·

β) κάποιου Αλφαιού από τη Φρυγία που είχε μάθει στην Αθηνά την τέχνη του αυλού. Προσπάθησε όμως να τη βιάσει και ο Δίας τον κατακεραύνωσε·

γ) της Νάνας, μητέρας του Άττη. Αυτό το εγγόνι, σύμφωνα με μια εκδοχή, διέταξε ο Σαγγάριος να το αφήσουν έκθετο.

Άλλες παραδόσεις θέλουν τον ποταμό να παίρνει το όνομά του από τον Σάγαρη ή Σάγγαρη, γιο του Μίδα ή του Μύγδονα και της Αλεξιρρόης. Η Κυβέλη τον τρέλανε, γιατί δεν τη σεβόταν, έπεσε στα νερά του ποταμού, που μέχρι τότε ονομαζόταν Ξηροβάτης, και πνίγηκε.


Σκάμανδρος ή Ξάνθος

Θεός ποταμός της πεδιάδας της Τροίας, γιος του Δία. Τα ονόματά του αιτιολογούνται ως εξής:

α) Όταν ο Ηρακλής βρέθηκε κάποτε στην Τρωάδα, ζήτησε από τον πατέρα το Δία να του δείξει μια πηγή για να ξεδιψάσει. Πράγματι, ο Δίας έκαμε τη γη να αναβλύσει νερό, όχι όμως αρκετό ώστε να αρκέσει στον ήρωα. Γι' αυτό έκαψε βαθιά τη γη και βρήκε πλούσια φλέβα νερού. Αυτή η φλέβα υπήρξε η πηγή του Σκάμανδρου.

β) Ξάνθος, δηλαδή Κόκκινος ονομάστηκε ή από το χρώμα των νερών που κυλούσαν σε αυτόν ή γιατί τα δέρματα των προβάτων βάφονταν κόκκινα, όταν τα έρριχναν μέσα στο ποτάμι για να πλυθούν. Λέγεται, μάλιστα, ότι η Αφροδίτη, πριν την κρίση του Πάρη, λούστηκε στον ποταμό, για να δώσει χρυσαφιές ανταύγειες στα μαλλιά της.

Παιδιά του ήταν ο Τεύκρος από τη νύμφη Ιδαία, που υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς της Τρωάδας· η Καλλιρόη, που παντρεύτηκε τον Τρώα, γιο του θεού ποταμού Σιμόεντα, αδελφού του Σκάμανδρου, η Στρυμώ, σύζυγος του Λαομέδοντα, γιου του Ίλου. Έτσι ο Σκάμανδρος βρίσκεται στην κορυφή του γενεαλογικού δέντρου της βασιλικής οικογένειας.





Τα νερά αυτού του ποταμού, όπως και άλλων, θεωρούνταν ότι συνέτειναν στη γονιμοποίηση, γι' αυτό και, σύμφωνα με νόμο, οι μελλόνυμφες της Τροίας έπρεπε να λουστούν στα νερά του. Επρόκειτο για τελετή δημόσιου χαρακτήρα, αφού συγγενείς και ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθούσαν από μακριά «όπως επιτρέπει ο νόμος».

Στη διάρκεια του λουτρού οι κοπέλες πρόφεραν ιερά λόγια: «Πάρε, Σκάμανδρε, την παρθενιά μου» (Αισχίνης., Επιστολαί 10, 3).

Ο Σκάμανδρος έχει ρόλο και στην Ιλιάδα, κυρίως στη ραψωδία Φ. Στα νερά του προστάζει ο Δίας να πλύνουν τον νεκρό Σαρπηδόνα, στα νερά και στις όχθες του πολεμά ο Αχιλλέας μετά τον θάνατο του Πάτροκλου. Και αντί να αιχμαλωτίζει τους αντιπάλους του Τρώες και τους συμμάχους τους και να τους πουλά, σκότωνε αναρίθμητους, ανάμεσά τους και τους Πριαμίδες Λυκάονα, Έκτορα και Πολύδωρο, τον πιο μικρό γιο του Πρίαμου (ραψωδίες Υ-Χ).

Η μανία του Αχιλλέα εκδηλώθηκε όχι μόνο με τον αριθμό των θυμάτων του αλλά και στη μεταχείριση που επιφύλασσε στα νεκρά σώματα. Στη μάχη που έδωσε στις όχθες του θεού-ποταμού Σκάμανδρου και μέσα στον ίδιο τον Σκάμανδρο, οι Τρώες υποχώρησαν μπροστά στον μανιασμένο Αχιλλέα, ρίχτηκαν στα νερά του ποταμού για να γλιτώσουν αλλά τελικά παγιδεύτηκαν, και όχι μόνο τους σφαγίασε ο Αχιλλέας μέσα στο ποτάμι, εβάφουνταν στο αίμα το ποτάμι (Φ 21) αλλά άφηνε και τα πτώματα μέσα στο ποτάμι σε μια παρωδία ταφικής τελετουργίας (Φ 1-33): το πλύσιμο και το καθάρισμα του νεκρού το αναλάμβαναν ψάρια, υποκαθιστώντας τις γυναίκες που ήταν ήταν επιφορτισμένες με το έργο της φροντίδας του νεκρού, γλείφοντας και τελικά τρώγοντας το σώμα· όσο για τη νεκρική πομπή και την ταφή, αυτά θα τα αντικαταθιστούσε το ταξίδι, το κατρακύλισμα του νεκρού μέσω του ποταμού προς τη θάλασσα· και όπως η μητρική γη δέχεται τον νεκρό, το ίδιο θα έκαμνε και η θάλασσα στον απέραντο κόρφο της.

Ο ποταμός Σκάμανδρος θύμωσε, παραπονέθηκε ότι με τόσους νεκρούς δεν μπορούν τα νερά του να χυθούν στη θάλασσα και ζήτησε από τον Αχιλλέα να στραφεί κατά τον κάμπο. Στη συνέχεια του επιτέθηκε προστατεύοντας τους Τρώες και ζήτησε τη βοήθεια του αδελφού του ποταμού Σιμόεντα. Όμως ο Αχιλλέας έπεσε ξανά στο ποτάμι και συνέχισε το ανελέητο έργο του, ο θεός θύμωσε, ξεχείλισε και ρίχτηκε επάνω του. Τα νερά του έφτασαν μέχρι τον λαιμό του ήρωα, οπότε έτρεξαν να παρασταθούν στον Αχιλλέα η Αθηνά και ο Ποσειδώνας.

Ακολούθησε η πρώτη σημαντική σκηνή της Θεομαχίας, η σύγκρουση του Σκάμανδρου με τον Ήφαιστο, τον οποίο έστειλε η Ήρα. Με τη φωτιά που ανάβει ο Ήφαιστος στεγνώνει τα νερά και καίει τα δέντρα στις όχθες. Ο ποταμός ηττήθηκε και τελικά, ο Αχιλλέας συμφώνησε να οδηγήσει τους Τρώες έξω από το ποτάμι, όχι όμως και να σταματήσει τη σφαγή. Το μόνο που απέμενε στον Σκάμανδρο ήταν να εκφράσει την προσδοκία το νεκρό σώμα του αρχηγού των Μυρμιδόνων να κακοποιηθεί μένοντας άταφο -αυτό λέει στον αδελφό του ποταμό Σιμόεντα:



[…] μηδέ και τα πανώρια θαρρώ θα τον γλιτώσουν άρματα, που κάτω απ' τα νερά μου
λέω θα βρεθούν βαθιά να κοίτουνται, χωμένα μες στη λάσπη
Και θα τυλίξω μες στον άμμο μου τον ίδιο αυτόν, χαλίκια
πάνω του αρίφνητα στοιβάζοντας, κι ουδέ τα κόκαλά του
θα βρουν οι Αργίτες να μαζέψουνε· τόση από πάνω λάσπη
θα ρίξω. Αυτού και το μνημούρι του θα γένει· απ' άλλο χώμα
δε θα 'χει ανάγκη πια, τον τάφο του σα θα γνοιαστούν οι Αργίτες.
(Φ 316-23)



Το στοίβαγμα των χαλικιών που αναφέρει ο Σκάμανδρος είναι ένα υποκατάστατο και μια παρωδία του ταφικού τύμβου.


Σπερχειός

Ο Σπερχειός είναι το κύριο ποτάμι της πατρίδας του Αχιλλέα, γιος του πρωταρχικού ζεύγους των υδάτων, του Ωκεανού και της Τηθύος. Λέγεται πως ο θεός ποταμός ήταν πατέρας του Μενέσθιου από την κόρη του Πηλέα, Πολυδώρα, γαμπρός, επομένως, του Αχιλλέα (Όμ. Ιλ. Π 173-176). Ίσως και γι' αυτό να του έταξε την ξανθιά μπούκλα του Αχιλλέα σε περίπτωση που γυρνούσε σώος στη Φθία.


Στρυμόνας (Αν. Μακεδονία)

Λέγεται ότι ο Στρυμόνας ήταν βασιλιάς της Θράκης και γιος του Άρη. Όταν ο γιος του Ρήσος σκοτώθηκε μπροστά στα τείχη της Τροίας, ο Στρυμόνας έπεσε στο ποτάμι που λεγόταν Παλαιστίνος και που μετονομάστηκε σε Στρυμόνα από το όνομα του θράκα βασιλιά.

Στην τραγωδία του Ευριπίδη Ρήσος, ο ήρωας είναι γιος του ποταμού Στρυμόνα και μιας Μούσας, της Ευτέρπης ή της Κλειώς ή της Καλλιόπης. Η Μούσα, από ντροπή για το πάθημά της, έρριξε το παιδί στα νερά του ποταμού πατέρα του και εκείνος το παρέδωσε στις Νύμφες για να το μεγαλώσουν.

Διάφορα επεισόδια συντελούνται κοντά στα νερά του ποταμού:

α) Κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα αποβιβάστηκε ο Διόνυσος φτάνοντας στη Θράκη, όπου αντιμετώπισε την εχθρότητα του βασιλιά Λυκούργου.

β) Ως δέκατο άθλο ο Ηρακλής διατάχθηκε από τον Ευρυσθέα να οδηγήσει στις Μυκήνες από την Ερύθεια, ένα απομονωμένο νησί στον Ωκεανό, τις αγελάδες του βασιλιά Γηρυόνη, γιου του Χρυσάορα και της Καλλιρρόης. Μετά από μακρά και περιπετειώδη πορεία στις χώρες της Μεσογείου, ο ήρωας έφτασε στις ιωνικές ακτές της Ελλάδας, όπου μια βοϊδόμυγα, σταλμένη από την Ήρα, τρέλανε το κοπάδι και το διασκόρπισε στα βουνά της Θράκης. Ο Ηρακλής κατηγόρησε τον Στρυμόνα, ποταμό αρχικά πλωτό, ότι δυσκόλεψε το έργο του να συγκεντρώσει τις αγελάδες. Τον γέμισε λοιπόν με πέτρες και από τότε έπαψε να είναι πλωτός.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου, ο Ηρακλής δεν μπορούσε να διασχίσει τον ποταμό επειδή δεν υπήρχε πέρασμα. Έριξε λοιπόν τεράστιους βράχους εμποδίζοντας τα πλοία να τον διαπλέουν. Προφανώς σε ανάμνηση αυτού του επεισοδίου σε οξυπύθμενο μελανόμορφο αμφορέα του Kopenhagen (ιδιωτική συλλογή) του 480/470 π.Χ., ο Ηρακλής βρίσκεται στον κήπο των Εσπερίδων μαζί με τους ποτάμιους θεούς Ωκεανό, Στρυμόνα, Νείλο (ΝΙΛΟΣ).


Συς (περιοχή Δίου)

Στους πρόποδες του Ολύμπου, κοντά στο Δίον, φυλάσσονταν τα οστά του Ορφέα σε υδρία τοποθετημένη σε κολώνα. Οι κάτοικοι των Λειβήθρων πήραν χρησμό ότι η πόλη τους θα καταστρεφόταν από κάπρο, την ημέρα που τα οστά του Ορφέα θα έβγαιναν στο φως. Κανείς όμως δεν πίστεψε ότι κάπρος θα μπορούσε να ρίξει τα τείχη της πόλης. Κάποτε, βοσκός αποκοιμήθηκε στη βάση του τάφου του Ορφέα και στον ύπνο του άρχισε να μελοποιεί τους γλυκούς στίχους του ποιητή από τη Θράκη. Μαζεύτηκαν όλοι οι βοσκοί και οι αγρότες του τόπου γύρω από την κολόνα, που τελικά από απροσεξία έπεσε κάτω. Ο Διόνυσος έστειλα τότε δυνατή καταιγίδα, ο ποταμός Συς (=κάπρος) πλημμύρισε και κατέστρεψε τελείως την πόλη.

Αργότερα, μετά την καταστροφή, λέγεται ότι τα λείψανα του ποιητή μεταφέρθηκαν στο Δίον.





Τάναης (Τάναϊς, ιδος)

Θεός-ποταμός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Σήμερα ο ποταμός ονομάζεται Δον. Σύμφωνα με μεταγενέστερη μυθική παράδοση, ο Τάναης ήταν γιος του Βήρωσου (ή Βηρωσσού) και της Αμαζόνας Λυσίππης, που από όλους τους θεούς τιμούσε μόνο τον Άρη και περιφρονούσε τις γυναίκες. Η Αφροδίτη, θέλοντας να τιμωρήσει τον νέο, του ενέπνευσε άνομο έρωτα για τη μητέρα του. Ο Τάναης, μην μπορώντας να ξεφύγει από το πάθος του, ρίχτηκε στον ποταμό που ως τότε ονομαζόταν Αμαζόνιος, και από τότε Τάναης.


Τέθρυς ή Θήρην (κοντά στην Κνωσσό)

α) Κοντά στον ποταμό έγιναν οι γάμοι του Δία και της Ήρας. Κάθε χρόνο οι ντόπιοι τελούσαν θυσίες και έκαμναν αναπαράσταση του ιερού γάμου.



λέγουσι δὲ καὶ τοὺς γάμους τοῦ τε Διὸς καὶ τῆς ῞Ηρας ἐν τῇ Κνωσίων χώρᾳ γενέσθαι κατά τινα τόπον πλησίον τοῦ Θήρηνος ποταμοῦ, καθ᾽ ὃν νῦν ἱερόν ἐστιν, ἐν ᾧ θυσίας κατ᾽ ἐνιαυτὸν ἁγίους ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων συντελεῖσθαι, καὶ τοὺς γάμους ἀπομιμεῖσθαι, καθάπερ ἐξ ἀρχῆς γενέσθαι παρεδόθησαν. (Διόδωρος 5.72)



β) Σύμφωνα με μια εκδοχή ο Μίνωας κυριάρχησε στο παιγνίδι της ανάληψης της εξουσίας έναντι των αδελφών του Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα χάρη στη βοήθεια του Ποσειδώνα. Ο Μίνωας απέδειξε την υπεροχή του και την προτίμηση που του είχαν οι θεοί, όταν προσευχήθηκε στον θαλάσσιο θεό και του ζήτησε να του στείλει ταύρο από τη θάλασσα, για να του τον θυσιάσει. Επειδή όμως ο Μίνωας δεν τον θυσίασε ποτέ λόγω της ομορφιάς του, ο Ποσειδών έβαλε τον ταύρο να λυμαίνεται την περιοχή που υδροδοτούνταν από τον ποταμό, μέχρι που τον έπιασε ο Ηρακλής.


Τιταρήσιος

Ποταμός σε απροσδιόριστη περιοχή, πατρίδα του Αργοναύτη Μόψου.


Υδάσπης

Για τον Υδάσπη υπάρχουν δύο παραδόσεις. Η μία, του Νόννου, τον θέλει ποτάμιο θεό της Ινδίας που πολέμησε τον Διόνυσο, γιο του Θαύματα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας, επομένως αδελφό των Αρπυιών, της Άρκης και της Ίριδας, σύζυγο της Αστρίδας από την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Δηριάδη (17.281-282, 23.224 κ.ε., 26.350 κ.ε.). Η άλλη εκδοχή τον κάνει βασιλιά της Ινδίας και πατέρα της Χρυσίππης, στην οποία η Αφροδίτη ενέβαλε άνομο έρωτα για τον πατέρα της, επειδή εξοργίστηκε μαζί της για άδηλους λόγους. Με τη βοήθεια της παραμάνας της η κόρη πλάγιασε μαζί του μια νύχτα.

Όταν ο Υδάσπης αντιλήφθηκε τι είχε γίνει, έθαψε την παραμάνα ζωντανή και κάρφωσε την κόρη του σε σταυρό. Από τη θλίψη του έπεσε στον Ινδό ποταμό που μετονομάστηκε από αυτόν σε Υδάσπη (Ψ-Πλούτ., π. ποτ. 1.1.).

Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας


Βιβλιογραφια

Ησίοδος, Θεογονία 337 ff

Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 737 ff, 750 ff

Ησίοδος, Ασπίς Ηρακλέους 472 ff

Όμηρος, Οδύσσεια 5. 452 ff, 11. 236 ff

Όμηρος, Ιλιάδα 5. 773 ff, 21. 190 ff, 21. 211 ff, 21. 305 ff, 20. 4 ff, 12. 18 ff, 23. 141 ff

Αισχύλος, Επτά επί Θήβας 304 ff

Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης 88 ff, 431 ff

Αισχύλος, Ευμένιδες 1022 ff

Αισώπου Μύθοι 258

Απολλώνιος ο Ρόδιος - Αργοναυτικά 1. 498 ff, 4. 1141 ff

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - ΥΜΝΟΙ προς Ζευς 18 ff

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - ΥΜΝΟΙ προς Δήλο 112 ff, 252 ff

Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 1. 37. 3, 2. 15. 4, 2. 22. 4, 3. 1. 2, 8. 20. 2, 8. 38. 10, 9. 1. 1, 9. 30. 8

Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη 4. 69. 1, 4. 72. 1

Απολλόδωρος (ψευδο-), Βιβλιοθήκη 2. 13

Στράβων, Γεωγραφικά 5. 2. 5, 10. 2. 19

Νόννος, Διονυσιακά 3. 345 ff, 12. 123 ff, 19. 158 ff, 23. 76 ff, 24. 43 ff, 23. 76 ff, 39. 38 ff, 41. 264 ff, 43. 286 ff, 43. 372 ff, 47. 490 ff

Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 1. 568 ff, 2. 15 ff, 2. 238 ff, 3. 342 ff, 6. 15 ff, 1. 275 & 332 ff, 7. 192 ff, 8. 547 ff, 8. 577 ff, 11. 47 ff, 11. 762 ff, 14. 599 ff


Πηγες

"Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας"

"ENVI FRIENDS"





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"