TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




Αχιλλεας



ΠΗΓΑΙΝΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ:

ΘΕΤΙΣ

Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΟ ΤΡΩΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

ΠΟΛΥΞΕΝΗ

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΗΝ ΑΧΛΥ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ο Αχιλλέας, ο μυθικός αυτός πολεμιστής είχε τις ρίζες του στην περιοχή της αρχαίας Φαρσάλου. Η επικράτειά του εκτείνονταν σε πεδινές (Φθία), ορεινές (Τρηχίνη) και παράλιες περιοχές (Αλός - Αλμυρός). Σύμφωνα με σχετικό χωρίο της Ιλιάδας, οι περίφημοι Μυρμιδόνες, πολεμιστές της περιοχής της Φθίας έλαβαν μέρος στον πόλεμο της Τροίας με πενήντα πλοία και αρχηγό τον Αχιλλέα.

Ο Αχιλλέας είναι το κύριο πρόσωπο της Ιλιάδας, υπόδειγμα πολεμιστή και περήφανου ανθρώπου, αφού η μήνις του (οργή) και οι ηρωικοί του άθλοι προκάλεσαν το θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλλοντας μυριάδες νεκρούς στον Άδη. Η Ιλιάδα αρχίζει με τους πιο κάτω στίχους: »Τη μήνη, θεά, τραγούδα μας, του ξακουστού Αχιλλέα, ανάθεμά τη, που έφερε περιττές πίκρες στους Αχαιούς και έστειλε πλήθος αντρειωμένες ψυχές παλικαριών στον Άδη κάτω, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους και στα όρνια πανταχού - έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας - απ' τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους, του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.»

Όταν γεννήθηκε, η Θέτιδα, θέλοντας να τον καταστήσει αθάνατο, τον βάπτισε στις φλόγες της ιερής φωτιάς ή στα νερά του Στύγα ποταμού, κρατώντας τον από τη φτέρνα του. Έτσι, η Θέτιδα κατάφερε να τον κάνει άτρωτο και αθάνατο, εκτός από ένα και μόνο σημείο, το σημείο απ' όπου τον κρατούσε, την επονομαζόμενη «αχίλλειο πτέρνα». Βλέποντάς την όμως ο Πηλέας, νόμισε πως ήθελε να τον πνίξει έτσι και την έδιωξε πίσω στον πατέρα της, δίνοντάς τον Αχιλλέα να τον αναθρέψει ο Κένταυρος Χείρωνας, ο οποίος του δίδαξε ιατρική, μουσική, αλλά και την τέχνη του πολέμου και του κυνηγίου.

O Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, ήταν ο πιο ικανός και άξιος πολεμιστής από τους Αχαιούς ήρωες. Η προσπάθεια της μητέρας του να τον κρατήσει μακριά από τον πόλεμο, στέλνοντάς τον στη Σκύρο, αποδείχτηκε άκαρπη. Αν και δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ο Αχιλλέας αποφασίζει να ακολουθήσει τους Αχαιούς στον πόλεμο, έχοντας επίγνωση των ικανοτήτων του, του ιδιαίτερου ρόλου που θα παίξει ο ίδιος στη διεξαγωγή του πολέμου, καθώς και του γεγονότος ότι, εξαιτίας της απόφασης αυτής, θα βρει κατά πάσα πιθανότητα πρόωρο θάνατο.

Όταν ήταν να φύγει για την Τροία, ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κένταυρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει. Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά και που τα είχε γεννήσει η Αρπυια Ποδάργη. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο.

Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, έκρινε ο Πηλέας σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του. Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, έκανε ο Πηλέας τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια (ή εκατό βόδια) και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε.

Ο Αχιλλέας ήταν αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμιδόνες. Κυριαρχεί με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούν το πόδι τους οι Αχαιοί στο ακρογιάλι της Τροίας. Λίγο μετά την απόβαση σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα, και αναγκάζει τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου λεηλατεί έντεκα πολιτείες γύρω από την Τροία και δώδεκα σε γειτονικά νησιά. Τα λάφυρα από αυτές τις εκστρατείες τα παρέδιδε πάντα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, ο οποίος, αφού κρατούσε για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος, μοίραζε τα υπόλοιπα με επιλογή ή με κλήρο.





Για τη συμπεριφορά αυτή του Αγαμέμνονα φαίνεται ότι ο Αχιλλέας παραπονέθηκε αρκετές φορές. Οι εκστρατείες αυτές πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδοτικές και για τον Αχιλλέα, μια που η σκηνή του ήταν γεμάτη από κάθε είδους λάφυρα (σκλάβες, άλογα, όπλα, τρίποδες, κούπες, χρυσάφι κλπ.). Άλλοτε πάλι πιάνει αιχμαλώτους και τους πουλάει σε γειτονικά νησιά, όπως τον Λυκάονα, το γιο του Πρίαμου. Κάποτε μάλιστα θα έπιανε και τον Αινεία, το γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση, που έβοσκε ανυποψίαστος τα κοπάδια του στα βοσκοτόπια της Τροίας. Ο Αινείας τον είδε έγκαιρα και τράπηκε σε φυγή. Ο Αχιλλέας τον κυνήγησε μέχρι τη Λυρνησσό, την οποία τελικά κυρίευσε, ο Αινείας όμως διέφυγε με την παρέμβαση της θεάς μητέρας του .

Αλλά και στις συγκρούσεις των Αχαιών με τους Τρώες στο πεδίο της μάχης η παρουσία του Αχιλλέα είναι καταλυτική. Προκαλεί αναρίθμητες απώλειες στο αντίπαλο στρατόπεδο και γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των Τρώων. Στο τέλος όμως του ένατου χρόνου ή στις αρχές του δέκατου και καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την Τροία βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, οργίστηκε με τη δεσποτική απόφαση του Αγαμέμνονα να του πάρει τη Βρισηίδα. Η πληγωμένη περηφάνια του Αχιλλέα τον οδήγησε στο να αποτραβηχτεί από κάθε πολεμική σύγκρουση. Ταυτόχρονα ζήτησε από τη θεά μητέρα του να πείσει τους θεούς να δώσουν τη νίκη στους Τρώες.

Και πράγματι η κατάσταση γίνεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Αμέτρητο πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης γίνεται τώρα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η πρεσβεία που έρχεται στη σκηνή του Αχιλλέα, για να του προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, φεύγει άπρακτη. Αρχικά δηλώνει ο ήρωας πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση. Του κόστιζε, είναι η αλήθεια, η αποχή του από τη μάχη. Κάθε φορά που έβλεπε από τη σκηνή του κάποιον Αχαιό να γυρίζει πληγωμένος, έστελνε να μάθει για την ταυτότητά του. Τελικά, όταν φτάνει η κατάσταση στο απροχώρητο, δίνει την πανοπλία του στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο, για να υποστηρίξει τους Αχαιούς.

Και πράγματι, ο Πάτροκλος κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους Τρώες, σκοτώθηκε ωστόσο από τον Έκτορα, ο οποίος πήρε τα όπλα του Αχιλλέα. Η Θέτιδα του έφερε τότε καινούρια όπλα φτιαγμένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, ρίχτηκε στη μάχη, για να εκδικηθεί το χαμό του φίλου του. Έσπειρε τότε τον πανικό στις τάξεις των Τρώων σκοτώνοντας πάρα πολλούς από αυτούς και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να κλειστούν στο κάστρο της Τροίας. Μετά από δραματική μονομαχία σκότωσε και τον Έκτορα. Στη συνέχεια έθαψε με τιμές τον Πάτροκλο και διοργάνωσε προς τιμή του επιτύμβιους αγώνες. Το πτώμα του Έκτορα το κράτησε άταφο έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο.

Τα αποτελέσματα του θυμού του Αχιλλέα ήταν ολέθρια για τους Αχαιούς. Το θυμό του αυτόν θα τον καταραστεί στη συνέχεια. Η μετάνοιά του όμως θα έρθει πολύ αργά για τον Πάτροκλο και για όσους άλλους είχαν σκοτωθεί.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΟ ΤΡΩΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ και ασπιδα του Αχιλλεα

Για την κατασκευή της ασπίδας του Αχιλλέα επιστράτευσαν και ο Ήφαιστος και ο Όμηρος όλη τους την τέχνη. Η ασπίδα του Αχιλλέα είναι ένας ύμνος στην τεχνολογία, μια ποιητική παρουσίαση του πλέον περίφημου σε τέχνη έργου της ομηρικής εποχής. Για το λόγο αυτό αξίζει να παραθέσουμε ατόφια τη μακροσκελή περιγραφή του έργου.



Και φτιάχνει πρώτα μια τρανή και στιβαρή ασπίδα παντού στολίζοντάς τη.

Και βάζει γύρω της λαμπρό τρίφυλλο μεταλλικό στεφάνι , όπου δένει το λουρί το ασημένιο.

Πέντε μετάλλου στρώματα έχει η ασπίδα. Σκάλιζει πάνω της πολλά στολίδια , με τη σοφή των δυο χεριών του τέχνη.

Στη μια μεριά φτιάχνει τη γη , τον ουρανό στην άλλη , αλλού τη θάλασσα και τον ακούραστο ήλιο και τη σελήνη ολόγεμη .

Σ` άλλη μεριά τα ζώδια όλα φτιάχνει , τ` άστρα που στεφανώνουν τον ουρανό.

Τις Πλειάδες και τις Υάδες και το δυνατό Ωρίωνα και την άρκτο, που άμαξα μερικοί την ονομάζουν , γιατί γύρω από τον εαυτό της στρέφεται και τον Ωρίωνα παραφυλάει και μόνο αυτή μες στα νερά του Ωκεανού δε λούζεται.

Φτιάχνει και δυο όμορφες πόλεις θνητών ανθρώπων. Στη μία γάμοι γίνονται , συμπόσια μεγάλα , νύφες προβάλλουν από τα σπίτια τους και οι λαμπαδηφόροι από την πόλη περνούν κι αντιλαλούν τραγούδια , γαμήλια , πολλά.

Νέοι χορευτές στριφογυρνούν κι ανάμεσα τους κιθάρες και αυλοί παίζουν . Οι γυναίκες μπροστά στην πόρτα στέκονται και θαυμάζουν

Κόσμος συρρέει στην αγορά , όπου καβγάς θεριεύει. Δυο άντρες εκεί μαλώνουνε για την εξαγωρά ενός άντρα σκοτωμένου.

Ο ένας λέει πως τα έχει όλα ξεπληρώσει και βεβαιώνει το λαό , ενώ ο άλλος ισχυρίζεται πως τίποτα δεν πήρε.

Και οι δύο τέλος θέλουν στο δικαστή να πάνε , απόφαση να βγάλει. Οι άνθρωποι γύρω και τους δύο τους επιδοκιμάζουν και τους υποστηρίζουν.

Οι κήρυκες τον κόσμο συγκρατούσαν και οι γέροντες κάθονται πάνω σε λαξεμένους λίθους , μέσα στον κύκλο τον ιερό , στα χέρια τους κρατώντας τα ραβδιά των μεγαλόφωνων κηρύκων .

Σε αυτά έπειτα στηρίζονται και δικάζουν , καθείς με τη σειρά του . Και είναι στη μέση καταγής δύο τάλαντα χρυσά , για να δοθούν μετά τη δίκη σε όποιον πιο δίκαια μιλήσει .

Γύρω από την άλλη πόλη στρατοπεδεύουν δύο στρατοί πολυπληθείς με αστραφτερά τα όπλα . Δύο γνώμες έχουν κατά νου , ή να την καταστρέψουνε ή να μοιράσουνε στα δύο όσα πολύτιμα αγαθά η πόλη μέσα κρύβει .

Μα οι άλλοι (μέσα) δεν υποχωρούν και οπλισμένοι κρυφά παραμονεύουν . Στο τείχος πάνω στέκονται και το φρουρούν γυναίκες παντρεμένες , μικρά παιδιά και άντρες γερασμένοι .

Οι άλλοι (έξω) ξεκινούν . Ο ’Αρης και η Αθηνά η Παλλάδα είναι μπροστά , χρυσοί και οι δύο , χρυσά φορώντας ρούχα , όμορφοι , μεγαλόσωμοι , όπλα κρατώντας . Έτσι , θεοί αυτοί , απ` όλους ξεχωρίζουν . Οι άνθρωποι είναι μικρότεροι .

Φτάνουν σε τόπο που μπορούν να στήσουνε καρτέρι , σε ποταμό που πήγαιναν και πότιζαν τα ζώα , και καλυμμένοι κάθονται πίσω από τα λαμπερά , χάλκινά τους όπλα .

Πέρα , ψηλά , στέκονται δύο σκοποί στρατιώτες , που αγναντεύουν πρόβατα και βόδια με γυριστά τα κέρατα .

Γρήγορα περπατούν αυτά , με δυο βοσκούς κατόπι , που χαρούμενοι παίζουν τη φλογέρα . Το δόλο δε μυρίζονται .

Οι άλλοι (από την πόλη) σαν τους βλέπουν τρέχουν επάνω τους , γοργά τα κοπάδια των βοδιών και των αρνιών των άσπρων ξεχωρίζουν , σκοτώνουν και τους δυο βοσκούς .

Οι άλλοι (έξω) ακούν φωνή πολλή κοντά στα βόδια , εκεί που κάθονται στην ιερή συναγωγή συναθροισμένοι , αμέσως στα άλογα τα γοργοπόδαρα ανεβαίνουν και τους φτάνουν .

Σε μάχη παρατάσσονται και πολεμούν στου ποταμού τις όχθες . Με χάλκινα κοντάρια αλληλοχτυπιούνται .

Ανάμεσά τους η Έριδα , η Ταραχή της μάχης , του θανάτου η ολέθρια Μοίρα , άλλον κρατώντας ζωντανό μα μόλις πληγωμένο , άλλον απλήγωτο και άλλο νεκρό , στη μάχη σέρνοντάς τον από τα πόδια , ρούχο φοράει κόκκινο στους ώμους , βαμμένο από των ανθρώπων το αίμα .

Στριφογυρνούν και πολεμούν σαν ζωντανοί ανθρώποι και σέρνουν των νεκρών τα πτώματα ο ένας του άλλου. Ακόμα φτιάχνει (πάνω στην ασπίδα) χωράφι με χώμα μαλακό και εύφορο , τρεις φορές οργωμένο .Αγρότες πάνω του πολλοί στρέφουνε τα ζευγάρια και πάνω κάτω τα οδηγούν .

Κάθε φορά που στρίβουν στην άκρη του αγρού τους , κάποιος γλυκόπιοτο κρασί τους δίνει χέρι χέρι κι όταν γυρίζουν τη στροφή , ακολουθούν το αυλάκι , μέχρι να φτάσουνε βαθιά στου χωραφιού την άκρη .

Κι αυτό μαυρίζει πίσω τους , μοιάζει σαν οργωμένο κι ας είναι από χρυσό . Με θαυμαστή τη χύτευση , σαν θαύμα μοιάζει . Φτιάχνει ακόμα πάνω της κτήμα βασιλικό που το θερίζουνε εργάτες κρατώντας στα χέρια τους κοφτερά δρεπάνια .

Κι άλλα δεμάτια πέφτουνε στη γη μέσα στ` αυλάκια κι άλλα με καλαμόσχοινα δένουν οι δεματάδες . Τρεις από αυτούς εκεί στέκονται και δένουν . Πίσω μαζεύουν τα παιδιά , τα κουβαλούν στις αγκαλιές και βιαστικά τα δένουν .

Ανάμεσά τους στέκει σιωπηλός ο βασιλιάς τους , σκήπτρο κρατώντας επάνω στο αυλάκι , χαρά γεμάτος . Κήρυκες λίγο πιο μακριά τραπέζι ετοιμάζουν κάτω από βελανιδιά .

Βόδι μεγάλο σφάζουν και ετοιμάζουν , ενώ οι γυναίκες κοσκινίζουνε πολύ λευκό αλεύρι , οι εργάτες για να φάνε . Κι επάνω της βάζει μεγάλο αμπέλι , σταφύλια γεμάτο , όμορφο , χρυσό .

Μαύρα έχει εκείνο τα τσαμπιά και μ` ασημένια δίχαλα στηρίζονται τα κλήματα ως την άκρη . Στις δυο πλευρές χαράζει αυλάκι από κύανο και φράχτη σηκώνει τριγύρω από κασσίτερο.

Ένα δρομάκι μοναχό φτάνει μέχρι τ` αμπέλι και το περνούν κουβαλητές , σαν γίνεται ο τρύγος . Κορίτσια και αγόρια νεαρά και χαρούμενα το μελιστάλακτο καρπό μέσα σε πλεχτά κοφίνια κουβαλάνε .

Κι ανάμεσά τους ένα παιδί παίζει γλυκιά κι οξύφωνη κιθάρα , και τραγουδάει όμορφα , με τη λεπτή φωνή του . ’λλοι το συνοδεύουνε στο όμορφο τραγούδι , βγάζουν κραυγές , χτυπούν τα πόδια τους στη γη κι ακολουθούν .

Φτιάχνει ακόμα πάνω της κοπάδι βόδια με κέρατα όρθα , από χρυσό φτιαγμένα και κασσίτερο . Τα βόδια μουγκρίζουνε κι από το σταύλο τρέχουν για βοσκή στο βουερό ποτάμι , πλάι στο λυγερό καλαμιώνα .

Τέσσερις χρυσοί βοσκοί τα βόδια ακολουθούνε κι εννέα γοργοπόδαρα σκυλιά τους συνοδεύουν . Δύο λιοντάρια τρομερά στα πρώτα βόδια ανάμεσα έχουν αρπάξει ταύρο που μουγκρίζει .

Μουγκρίζει γοερά καθώς μακριά τον σέρνουν . Πίσω του τρέχουνε σκυλιά και άντρες γεροδεμένοι . Μα τα λιοντάρια σκίζουνε του μεγαλόσωμου βοδιού το δέρμα , σπαράσοντας τα σωθικά και πίνοντας το μαύρο του αίμα .

Οι βοσκοί μάταια σπρώχνουν τα γρήγορα σκυλιά τους να ορμήξουν . Τα σκυλιά δεν το τολμούν , λιοντάρια να δαγκώσουν . Κοντά τους μόνο στέκονται , γαβγίζουν , ξαναφεύγουν .

Φτιάχνει ακόμα πάνω της ο φημισμένος θεός με τα γερά τα χέρια , βοσκοτόπι σε όμορφο λιβάδι , με πρόβατα άσπρα και πολλά και στάνες και σκεπαστά καλύβια και μαντριά .

Κι ο ξακουστός θεός , ο δυνατός στα μπράτσα , τη στολίζει με χοροστάσι, όμοιο με εκείνο που κάποτε μες στη παλιά Κνωσσό ο Δαίδαλος για την ωριοπλέξουδη Αριάδνη με τέχνη είχε φτιάξει.

Νέοι ελεύθεροι και νεαρές παρθένες ,που προίκα δίνουν οι γαμπροί βόδια για να τις πάρουν , εκεί χορεύουν , πιασμένοι μεταξύ τους από τους καρπούς.

Λεπτά υφάσματα φορούν οι κοπελιές για ρούχα και οι νιοί χιτώνες έχουνε, λινούς καλοπλεγμένους , που αμυδρά γυαλίζουνε φτιαγμένοι από λάδι. Αυτές φοράνε όμορφα στεφάνια κι αυτοί μαχαίρια έχουνε χρυσά κι απ` τα ασημένια τα λουριά τους κρεμασμένα .

Κι άλλοτε τρέχουν ελαφριά με γυμνασμένα πόδια , τόσο ελαφριά , όσο το εργαλείο του τροχού με τα χέρια του δοκιμάζει καθιστός ο κεραμοποιός αν θα γυρίσει .

’Αλλοτε πάλι τρέχουν σε σειρές , αντίκρυ η μια στην άλλη . Κόσμος πολύς στέκει εκεί , γύρω από τον ερωτικό χορό κι ευχαριστιέται . Ανάμεσά τους ψάλλει θείος τραγουδιστής και παίζει την κιθάρα .

Από την αρχή του τραγουδιού δύο ακροβάτες στροβιλίζονται στη μέση . Βάζει ακόμα πάνω της ποτάμι , δυνατό και μεγάλο , τον Ωκεανό , στο ακριανό στεφάνι ολόγυρα της στεριοκάμωτης ασπίδας.







Ο πιο ξακουστός από όλους τους ήρωες ήταν ο γιος του Πηλέα, ο ίσος με τους θεούς, ο λεοντόκαρδος, ο φονιάς ανδρών και πορθητής πόλεων Αχιλλέας. Ο πατέρας του, ο Πηλέας, είχε προτρέψει το γιο του να είναι πρώτος σε όλα και έταξε στον ποταμό Σπερχειό την κώμη του Αχιλλέα και θυσία 100 βοδιών, εφόσον αυτός επέστρεφε σώος από την εκστρατεία. Ο συνολικός αριθμός των πλοίων του εκστρατευτικού σώματος έφτανε τα 1.186, τα οποία μετέφεραν πάνω από 100.000 άνδρες ή 135.000, σύμφωνα με έναν πιο ακριβή υπολογισμό. σο όμως και αν ήταν ισχυροί, όσο και αν ήταν πολυάριθμοι οι ήρωες των Αχαιών, των Αργείων, των Δαναών, γιατί έτσι αποκαλούνταν τότε οι 'Ελληνες, είχαν και οι Τρώες όχι μόνο δικούς τους πολεμιστές ονομαστούς αλλά και συμμάχους πολλούς και φημισμένους. Ο Σαρπηδόνας, ο γιος του Δία, και ο ήρωας Γλαύκος ήταν αρχηγοί των Λυκίων. Ήρθαν, μάλιστα, να βοηθήσουν το'Ιλιο και Μυσοί, Παφλαγόνες, Μαίονες και Φρύγες.

Αλλά και οι Θράκες έσπευσαν να βοηθήσουν τους Τρώες από την αντίπερα όχθη του Ελλησπόντου και οι Παίονες από τις πολύ απομακρυσμένες θρακικές περιοχές, κοντά στον ποταμό Αξιό, με αρχηγό τους τον Αστεροπαίο, τον εγγονό του ποτάμιου θεού Αξιού. Οι Αχαιοί απέπλευσαν από την Αυλίδα της Βοιωτίας και, μόλις έφτασαν στην Τρωάδα, έσυραν τα πλοία τους έξω στην παραλία, αφού ο ηγεμόνας της Φυλάκης Πρωτεσίλαος, ο πρώτος από τους ήρωες που πήδηξε στην ακρογιαλιά, σκοτώθηκε από κάποιον Δαρδανό. Ύστερα από όλα αυτά ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας στάλθηκαν στην πόλη για να ζητήσουν πίσω την Ελένη και τους θησαυρούς, αλλά οι Τρώες απέρριψαν το αίτημα.Τότε οι Αχαιοί επιχείρησαν να καταλάβουν την πόλη τρεις φορές, από την πλευρά που το τείχος ήταν πιο ευάλωτο, αλλά χωρίς επιτυχία. Γι'αυτό περιορίστηκαν να καταστρέφουν τα περίχωρα της πόλης του Ιλίου και να αρπάζουν τα κοπάδια από την Ίδη, αφού οι Τρώες που τους οδηγούσε ο ανδροφονιάς Έκτορας, επειδή φοβούνταν το γρήγορο Αχιλλέα, δεν τολμούσαν να απομακρυνθούν πολύ από το τείχος τους.

Και πέρασαν έτσι εννέα χρόνια. Άρχισαν να σαπίζουν τα ξύλα των πλοίων και να φθείρονται τα σχοινιά τους, αλλά η πόλη παρέμενε απόρθητη. Στο μεταξύ ο Αχιλλέας είχε καταστρέψει 12 παραλιακές πόλεις και 11 στο εσωτερικό της χώρας, αφού πρώτα σκότωσε, υποδούλωσε ή πούλησε ως σκλάβους τους κατοίκους τους. Τα νησιά Τένεδος και Λέσβος, οι πόλεις Λυρνησός, Πήδασος και Θήβες, όχι μακριά από τον κόλπο του Αδραμυττίου, υπέκυψαν στο ανίκητο δόρυ του. Μετά την άλωση των Θηβών πήρε ως λάφυρο Αγαμέμνονας τη Χρυσηίδα, την κόρη του ιερέα του Απόλλωνα Χρύση. Όταν έφτασε στα πλοία των Αχαιών ο ιερέας με δώρα και ανταλλάγματα για να απελευθερώσει την κόρη του, ο υπεροπτικός Αγαμέμνονας αρνήθηκε. Γι'αυτή του τη συμπεριφορά οργίστηκε ο θεός Απόλλωνας και έστειλε θανατηφόρα ασθένεια στο στρατόπεδο των Αχαιών. Για να εξευμενίσει το θεό ο Αγαμέμνονας αναγκάστηκε να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της.Αλλά ο πιο ξακουστός από όλους τους ήρωες που εφόρμησαν τότε από την Ευρώπη στην Ασία ήταν ο γοργοπόδαρος γιος του Πηλέα, ο ίσος με τους θεούς, ο λεοντόκαρδος, ο φονιάς ανδρών και πορθητής πόλεων Αχιλλέας.

Ήταν αρχηγός των Μυρμιδόνων, των Αχαιών και των Ελλήνων της Θεσσαλίας και ήταν επικεφαλής ενός στόλου από 50 πλοία, το καθένα από τα οποία είχε πάνω του 50 άνδρες. Οι θεοί αγαπούσαν τον Πηλέα. Η θεά 'Ηρα μάλιστα του είχε δώσει ως σύζυγο τη Θέτιδα, που ήταν Νηρηίδα, δηλαδή θαλάσσια θεότητα, την οποία η ίδια είχε αναθρέψει.

Όλοι οι θεοί παρευρέθηκαν σε αυτόν το γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας, και ως γαμήλιο δώρο χάρισαν σε αυτόν μια πλουμιστή πανοπλία και δύο αθάνατα άλογα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο. Του Πηλέα, που τον είχαν τόσο ευνοήσει οι θεοί, και της θεάς Θέτιδας ήταν γιος ο Αχιλλέας, στον οποίο δίδαξε τις τέχνες του πολέμου, του λόγου και της ιατρικής ο Χείρωνας, που, αν και ανήκε στο άγριο γένος των Κενταύρων, ήταν άνδρας πολύ σοφός και πολύ δίκαιος. Όταν ο Νέστορας και ο Οδυσσέας ήρθαν στη Φθία για να προσκαλέσουν τον Αχιλλέα στην εκστρατεία εναντίον του Ιλίου, έτυχαν θερμής φιλοξενίας και βρήκαν τον ήρωα έτοιμο να συμμετάσχει στον κοινό αγώνα. Ωστόσο, η μητέρα του η Θέτιδα είχε προφητεύσει ότι από αυτόν θα εξαρτιόταν εάν θα ζούσε μέχρι τα βαθιά του γεράματα στην αγαπημένη του Φθία ή θα πέθαινε με ένδοξο θάνατο, αλλά νέος ακόμη, στο 'Ιλιο.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Αχιλλεως Βιογραφικα

Ο Αχιλλέας Ανήκει στον Οίκο των Αιακιδών. Πατέρας:του ο Πηλεύς, γιός του Αιακός. Μητέρα η Θέτις- Τέκνα: Νεοπτόλεμος Σύμφωνα με μία απλοϊκή άποψη το όνομα προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων άχος ( = βάσανο) + Ίλιον ( = Τροία) + λαός (κατάληξη -λευς κατά το βασιλεύς = στήριγμα, βάση του λαού) και σημαίνει "αυτόν που έφερε βάσανα στο λαό της Τροίας" (Αχ + ιλ + λευς}. Μία δεύτερη ετυμολόγηση είναι από την λέξη άχος ( = θλίψη) + ιλλεύς (περιπλανώμαι,τριγυρνώ) δηλ. αυτός που περιφέρεται θλιμμένος. (Αρκετά "τραβηγμένη").

Μία ορθολογιστική ετυμολόγηση συνδέει το όνομα "Αχιλλεύς", καθώς και το όνομα του ποταμού "Αχελώος", με τις ονομασίες των λαών Αχαιοί και Ελείοι ( = Αιολείς = Έλληνες). Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, ο Αχιλλεύς ήταν ταυτόχρονα γιός ενός Αιολέα τοπάρχη (του Πηλέα) και μίας Αχαιής πριγκήπισσας (της Θέτιδας). Έτσι εξηγείται και η ανάπτυξη του μύθου περί της "ημίθεης" υπόστασής του που κατέληξε να τον θεωρεί θνητό μέν αλλά άτρωτο.Τα σημαντικότερα βιογραφικά στοιχεία του, πριν την άνοδό του στον θρόνο, είναι: Σύμφωνα με το έπος της Ιλιάδας του Ομήρου ήταν ο μεγαλύτερος και ο κεντρικός ήρωας του Τρωϊκού Πολέμου.

Ο Αχιλλέας ανατράφηκε με πολλή φροντίδα. Εντόσθια λιονταριού και κάπρου και μεδούλι αρκούδας ήταν η τροφή του, έτσι λένε. Γι' αυτό, απόχτησε δύναμη αφάνταστη κι ακαταδάμαστο θάρρος. Έμαθε γράμματα, μουσική και ιατρική. Έμαθε ακόμα, το πιο σπουδαίο, να σέβεται τους θεούς, να περιφρονεί την καλοπέραση και ν' αγαπά τη δικαιοσύνη. Έγινε δηλαδή ένας τέλειος ήρωας.

Απαρομοίαστη η δεξιοσύνη του στο κυνήγι. Τα καλά του πατέρα του. Μα τον ξεπέρασε τον Πηλέα. Πάλευε με τα λιοντάρια και τους έπαιρνε τα μικρά, κυνηγούσε τ' αγριογούρουνα. Στο τρέξιμο μπορούσε να παραβγεί με τα γρηγορότερα ελάφια και τα 'πιανε ζωντανά.


Γέννηση

Ο Αχιλλέας ήταν γιός του Πηλέα, βασιλέα των Μυρμιδόνων της Φθίας και της Νηρηίδας Θέτιδας. Ο Ζευς και ο Ποσειδών συναγωνίστηκαν την ήθελαν για σύζυγό τους αλλά μία προφητεία προέβλεπε ότι θα γεννούσε ένα γιό ισχυρότερο από τον πατέρα του, οπότε και πολύ σοφά απεσύσθησαν. Σύμφωνα με το μετα-Ομηρικό μύθο, η Θέτις προσπάθησε να κάνει τον Αχιλλέα άτρωτο, βουτώντας τον στα ύδατα της λίμνης Στύγας, όμως πιάνοντάς τον από τη φτέρνα, της άφησε τρωτό σ' αυτό το σημείο.

Ο Όμηρος, εν τούτοις, αναφέρει ένα ελαφρύ τραυματισμό του στην Ιλιάδα. Σε μια νεότερη και λιγότερο δημοφιλή εκδοχή, η Θέτιδα άλειψε το σώμα του με αμβροσία κι έπειτα το έβαλε πάνω από τη φωτιά ώστε να κάψει τα θνητά μέρη του. Διακόπηκε από τον Πηλέα, και εγκατέλειψε πατέρα και γιό, εξοργισμένη. Ο Πηλεύς, τον έδωσε (ίσως μαζί με το μικρό φίλο του Πάτροκλο) στον σοφό κένταυρο Χείρωνα, στο όρος Πήλιο, να τον μεγαλώσει.


Στην αυλή του Λυκομήδη

Σε μια μετα-Ομηρική (αλλά δημοφιλή) εκδοχή του μύθου, ο μάντης Κάλχας δήλωσε ότι οι Έλληνες δε θα μπορούσαν να νικήσουν τους Τρώες χωρίς τη βοήθεια του Αχιλλέα, όμως η μητέρα του, η Θέτιδα, ήξερε ότι θα πέθαινε αν πήγαινε στην Τροία.

Έτσι τον έστειλε στην αυλή του Λυκομήδη βασιλέα της Σκύρου, μεταμφιεσμένο σε κορασίδα. Εκεί ανέπτυξε ένα δεσμό με τη Δηιδάμεια με αποτέλεσμα ένα γιό, το Νεοπτόλεμο.

Ανακαλύφθηκε, όμως, από τον Οδυσσέα, τον Αίαντα τον Τελαμώνιο που έφθασαν εκεί μεταμφιεσμένοι σε εμπόρους με κοσμήματα και όπλα. Ο Αχιλλέας εντοπίστηκε από το γεγονός ότι ενδιαφέρθηκε για τα όπλα και όχι τα κοσμήματα. Στην συνέχεια πείσθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά της Τροίας, συνοδευόμενος από τον εξάδελφό του Πάτροκλο και το δάσκαλό του, Φοίνικα).


Συμμετοχή στον Τρωϊκό Πόλεμο

Ο Αχιλλέας κατέφθασε στην Τροία επικεφαλής των Μυρμιδόνων προτιμώντας να ζήσει έναν βραχύ αλλά ένδοξο βίο, παρά έναν μακροχρόνιο και άδοξο.

Οταν οι Έλληνες έπλευσαν για την Τροία, κατά λάθος σταμάτησαν στη Μυσία, όπου βασίλευε ο Τήλεφος. Στη μάχη, ο Αχιλλέας τραυμάτισε τον Τήλεφο. Η πληγή δεν έκλεινε κι έτσι ο Τήλεφος ρώτησε ένα μαντείο το οποίο δήλωσε ότι "αυτός που πλήγωσε θα θεραπεύσει".

Σύμφωνα με αναφορές άλλων περί το χαμένο έργο του Ευρυπίδη, ο Τήλεφος πήγε στην Αυλίδα, προσποιούμενος το ζητιάνο και ζήτησε από τον Αχιλλέα να του θεραπεύσει την πληγή. Ο Αχιλλέας του αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε ιατρικές γνώσεις. Εναλλακτικά, ο Τήλεφος κράτησε τον Ορέστη όμηρο σε αντάλλαγμα με τη βοήθεια του Αχιλλέα στη θεραπεία της πληγής. Ο Οδυσσεύς συμπέρανε πως το δόρυ δημιούργησε την πληγή άρα το δόρυ θα έπρεπε να τη θεραπεύσει. Ξύσματα από το δόρυ τοποθετήθηκαν στην πληγή και ο Τήλεφος θεραπεύτηκε.

Στην Ιλιάδα ο Όμηρος περιγράφει με θαυμαστή γλαφυρότητα τις περιπέτειες του Αχιλλέα σ' όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας.

Ηγούμενος τω Μυρμιδόνων, ο Αχιλλέας κυρίευσε είκοσι τρεις από τις πόλεις τις συμμαχικές με την Τροία.





Η απόσυρση από τον πόλεμο

Στο δέκατο χρόνο του πολέμου, μετά την άλωση της Λυρνησσού, ο Αχιλλέας στη διανομή των λαφύρων πήρε ως σκλάβα την Βρισηίδα και ο Αγαμέμνων την Χρυσηίδα, την κόρη του ιερέα του Απόλλωνα.

Ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων, όμως, φέρθηκε άσχημα στον πατέρα της (Βρισηίδας) Χρυσηίδας, με αποτέλεσμα ο Απόλλων να φέρει λοιμό στο στρατόπεδο, για να τιμωρήσει τον ιερόσυλο Αγαμέμνονα.

Αυτός, μπροστά στον κίνδυνο, αναγκάστηκε να επιστρέψει στον πατέρα της την (Βρισηίδα) Χρυσηίδα, αλλά απαίτησε και έλαβε από τον Αχιλλέα τη δική του αιχμάλωτη, τη Βρισηίδα. Ο Αχιλλέας εξοργισμένος από την προσβολή, που του είχε γίνει, αποσύρθηκε μαζί με τους Μυρμιδόνες του και αρνήθηκε, παρά τις εκκλήσεις των Αχαιών, να επανέλθει στον πόλεμο.

Αυτό έδωσε θάρρος στους Τρώες που, μη έχοντας να αντιμετωπίσουν πλέον το φοβερό αυτόν αντίπαλο, άρχισαν να κερδίζουν έδαφος και να προκαλούν πολλές ήττες στους Αχαιούς.

Μάταια ο Αγαμέμνων του έστειλε δώρα για να τον πείσει να υποχωρήσει στην απόφασή του.

Μεταξύ των προσφορών ήταν και επτά Μεσσηνιακές πόλεις:


Καρδαμύλη

Ενόπη

Ιρή, η "ποιήεσσα" (ίσως είναι η μεταγενέστερη Είρα)

Φηραί, η "ζαθέα" ( = δροσερή)

Άνθεια η "βαθύλειμος" ( = πολυύδρια)

Αίπεια, η "καλή" ( = ωραία)

Πήδασος, η "αμπελόεσσα"


Όταν όμως οι Τρώες απείλησαν να καύσουν το Αχαϊκό στρατόπεδο τότε αρκετοί ήρωες έσπευσαν να τον παρακαλέσουν να επανέλθει στον αγώνα και να σώσει τους Αχαιούς.


Η επάνοδος στην δράση

Αρχικά ο ήρωας είχε αντιρρήσεις τελικά όμως πείσθηκε να δώσει στον Πάτροκλο την πανοπλία που είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος, για να παραπλανήσει τους Τρώες, ότι δήθεν ήταν ο Αχιλλέας αυτός που έπαιρνε μέρος στη μάχη και να τον αφήσει να πολεμήσει επικεφαλής των Μυρμιδόνων. Ο Έκτορας όμως το κατάλαβε και στη μονομαχία που ακολούθησε σκότωσε τον Πάτροκλο.

Ο πόνος για το θάνατο του φίλου του εξόργισε τον Αχιλλέα, ρίχτηκε στη μάχη για να εκδικηθεί το χαμό του Πάτροκλου, σκοτώνοντας τον Έκτορα. Στην συνέχεια έδεσε το άψυχο σώμα του του αντίπαλου του στο άρμα του και το έσυρε γύρω από τον τάφο του Πάτροκλου και από τα τείχη της Τροίας.


Το τέλος του Αχιλλέα

Την ασέβειά του αυτή, την πλήρωσε ο ήρωας με το θάνατό του, γιατί προκάλεσε την οργή του Απόλλωνα για την πράξη του αυτή και ο θεός βοήθησε τον Πάριδα να ρίξει με το τόξο του εναντίον του Αχιλλέα. Το βέλος τον κτύπησε στη πτέρνα, στο μόνο τρωτό σημείο του σώματός του και τον σκότωσε. Σφοδρή μάχη έγινε γύρω από το σώμα του νεκρού, που τελικά το κέρδισαν οι Αχαιοί. Τον θρήνησαν η μητέρα του, οι Νηρηίδες και οι Μούσες για αρκετές ημέρες


Ταφή

Το σώμα του το έκαψαν με μεγαλόπρεπη τελετή ένδεκα ημέρες μετά από το θάνατό του και τη στάκτη του την έβαλαν σε ένα χρυσό αμφορέα, μαζί με τη στάχτη του φίλου του Πάτροκλου και τον έθαψαν στην ακτή του Ελλήσποντου με μεγάλες τιμές.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







ΠΟΛΥΞΕΝΗ

Είναι η νεότερη από τις κόρες του Πρίαμου και της Εκάβης. Δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα αλλά στα μεταγενέστερα έπη και σε σχέση πάντα με τον Αχιλλέα.

Λεγόταν ότι συναντήθηκαν στην πηγή, όπου ο αδελφός της Τρωίλος πήγε να ποτίσει τα άλογά του και η κόρη να πάρει νερό. Εκεί ο Αχιλλέας καταδίωξε και σκότωσε τον νέο και ερωτεύτηκε το κορίτσι, το οποίο όμως κατάφερε να ξεφύγει. Η εκδοχή αυτή δομήθηκε πάνω στο γνωστό μοτίβο αρπαγών των κοριτσιών από νέους σε περιβάλλοντα όμορφα, θαλερά και αναγκαία για την επιβίωση, σε περιβάλλοντα εκτός πόλεως, επομένως επικίνδυνα για τις κοπέλες, καθώς, απροστάτευτες μέσα στο φυσικό τοπίο, ήταν εκτεθειμένες στις ορέξεις μεγάλων γητευτών.

Άλλη εκδοχή, της ελληνιστικής περιόδου, θέλει την Πολυξένη να συνοδεύει τον πατέρα της Πρίαμο, μαζί με την Ανδρομάχη, στη σκηνή του Αχιλλέα, για να ζητήσουν το πτώμα του Έκτορα και να το θάψουν με τις πρέπουσες τιμές. Αδιάφορος ο Αχιλλέας στις παρακλήσεις της χήρας και του πατέρα, γοητευμένος όμως από τη νέα που προσφέρθηκε να γίνει σκλάβα πλάι του, δέχτηκε να παραδώσει το νεκρό και ά-τιμο σώμα. Μάλιστα, μυθολογείται κάποιες φορές ότι ο Αχιλλέας ήταν έτοιμος να προβεί σε συμφωνία με τον Πρίαμο, να προδώσει το αχαϊκό στρατόπεδο και να επιστρέψει στην πατρίδα του ή να πολεμήσει μαζί τους εναντίον των Ελλήνων, προκειμένου να πάρει την Πολυξένη για γυναίκα του. Η συμφωνία θα επικυρωνόταν στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, όμως ο Πάρης (ή ο Δηίφοβος), κρυμμένος πίσω από το άγαλμα του θεού, σκότωσε τον γαμπροστολισμένο και άοπλο Αχιλλέα με βέλος ή με μαχαίρι. (Σχόλια στον Ευρ. Εκάβη 41 και 388 και Τρωάδες 16)





Πιο παλιοί είναι οι σχετικοί με τον θάνατό της μύθοι. Στα Κύπρια έπη παραδίδεται ότι η Πολυξένη τραυματίστηκε από τον Διομήδη και τον Οδυσσέα κατά την άλωση της Τροίας, υπέκυψε στα τραύματά της και την έθαψε ο Νεοπτόλεμος. Αργότερα πλάστηκε η ιστορία ότι θυσιάστηκε πάνω στον τάφο του Αχιλλέα από τον Νεοπτόλεμο ή από άλλους αρχηγούς, τον Δημοφώντα και τον Ακάμαντα, γιους του Θησέα (Ιλίου Πέρσις) με την παρακίνηση του Οδυσσέα. Οι Αχαιοί τη θυσίασαν για να καταστεί ευκολότερο το ταξίδι της επιστροφής των Αχαιών, όπως ακριβώς η θυσία της Ιφιγένειας είχε εξασφαλίσει τους ευνοϊκούς ανέμους για το ταξίδι της αναχώρησης από την Ελλάδα προς την Τροία. Ή επειδή το είχε ζητήσει το φάντασμα του Αχιλλέα που είχε εμφανιστεί σε όνειρο στον γιο του και του ζητούσε την προσφορά της κόρης σαν μερίδιο από τα λάφυρα του πολέμου που δικαιούνταν.

Στην τραγωδία Εκάβη, ο Ευριπίδης βάζει την Πολυξένη να προχωρά στον τόπο της θυσίας αυτοβούλως, όπου αντιμετώπισε περήφανα τον Οδυσσέα.

Το τελετουργικό της θυσίας δίνεται από τον ποιητή με τρόπο ανάλογο με εκείνο της θυσίας της Ιφιγένειας στην τραγωδία Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Οι αγγελικές ρήσεις στις δύο τραγωδίες παρουσιάζουν δομικές αντιστοιχίες.

[2]


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΗΝ ΑΧΛΥ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Οι επιστήμονες μας πληροφορούν ότι οι Αχαιοί του Ομήρου πράγματι υπήρξαν, αφού εμφανίζονται ως ένα ελληνόγλωσσο φύλο, αιολικό, που ανέπτυξε μεγάλο πολιτισμό στην κυρίως Ελλάδα, τη χρονική περίοδο 1600-1150 π.Χ.

Οι ανασκαφές που πραγματοποίησαν σπουδαίοι αρχαιολόγοι -Σλήμαν, Τσούντας, Μυλωνάς, Σπυρόπουλος κ.ά.- έφεραν στο φως ευρήματα που τεκμηρίωσαν πως στην Ελλάδα πράγματι άκμασε ένας θαυμαστός ανά τον κόσμο πολιτισμός, με υψηλό επίπεδο έκφρασης, επιβεβαιώνοντας τον Όμηρο που μιλούσε για τις «πολύχρυσες Μυκήνες» και τους ισχυρούς βασιλιάδες που άπλωσαν την κυριαρχία τους πέρα από το Αιγαίο. Αδιάψευστοι μάρτυρες είναι τα ανασκαφικά τεκμήρια που προήλθαν από διάφορες θέσεις, που εκπροσωπούν τα σημαντικότερα μυκηναϊκά κέντρα: Μυκήνες, Τίρυνθα, Άργος, Πύλος, Αθήνα, Θήβα, Ορχομενός, Ιωλκός, Σπάρτη…

Η παρουσία των Αχαιών επιβεβαιώνεται σήμερα και από τα χετιτικά αρχεία στη Μικρά Ασία, τα αιγυπτιακά κείμενα, καθώς και τη μυκηναϊκή κεραμική και αντικείμενα που εντοπίστηκαν σε χώρες της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου.

Τα ανασκαφικά ευρήματα στην Τροία βεβαιώνουν πως ο συγκεκριμένος χώρος στη μικρασιατική ακτή, φιλοξένησε μια πόλη με μακρόχρονη ιστορική παρουσία και ως χώρος μπορεί να ταυτισθεί με τις περιγραφές του Ομήρου. Το 1870 ο Σλήμαν, με οδηγό το ομηρικό κείμενο, έκανε ανασκαφές στο λόφο του Hisarlik και έφερε στο φως εννέα επάλληλες πόλεις, από τις οποίες η ομηρική Τροία είναι η έκτη ή η έβδομη πόλη.

Ο Τρωικός Πόλεμος δεν μνημονεύεται μόνο από τον Όμηρο. Συντηρείται σχεδόν σε όλη τη μεταγενέστερη γραμματεία. Τον αναφέρει ο Ησίοδος, οι μεγάλοι ιστορικοί Ηρόδοτος και Θουκυδίδης τον θεωρούν υπαρκτό γεγονός ενώ έντονες μνήμες διασώζουν και οι τραγικοί ποιητές, που αφιερώνουν στους ήρωες της Τροίας πολλές τραγωδίες (Αίας, Φιλοκτήτης, Ελένη, Ορέστεια, Εκάβη, Τρωάδες…). Η χρονολόγηση του πολέμου, αν και παρουσιάζει μικρές αποκλίσεις, τοποθετείται από τους περισσότερους αρχαίους και νεότερους συγγραφείς και ιστορικούς το 13ο ή το 12ο π.Χ. αιώνα.

Σήμερα πολλοί μελετητές, ελέγχοντας αυστηρά το ομηρικό κείμενο, αμφισβητούν τη σχέση του ποιητή με το μυκηναϊκό κόσμο και καταθέτουν ενστάσεις αξιοπιστίας. Υπάρχουν πολλά αινιγματικά σημεία, παραλείψεις και ασάφειες. Δεν πρέπει να ξεχνούμε όμως ότι ο Όμηρος είναι κατά πολύ νεότερος των ηρώων του και ότι τα έπη γράφτηκαν σε χρόνο πολύ υστερότερο από τον Τρωικό αγώνα. Τα έπη είναι μια ιδιόμορφη περίπτωση συνάντησης: ιστορίας, μύθου και λογοτεχνίας και η λογοτεχνικότητα του έργου είναι το ζητούμενο του ποιητή, που για να το πετύχει αυτό δε διστάζει να χρησιμοποιεί, μερικές φορές, και προσωπικούς κανόνες.

Αναμφισβήτητα το έργο του Ομήρου έχει ιστορική αξία γιατί φωτίζει μια μακρινή εποχή και τολμά να συνθέσει έναν πολιτικό χάρτη με τα όρια από τα διάφορα ελληνικά βασίλεια, αλλά και τα έθνη που ενεπλάκησαν στον Τρωικό πόλεμο. Οι αναφορές του λειτουργούν μέσα σε ένα ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο και παρ’ ότι δεν χρησιμοποιεί την ευθύγραμμη αφήγηση, οργανώνει ένα χρονολογικό ιστό γεγονότων. Το συνολικό υλικό της Ιλιάδας, ακολουθεί μια προγραμματισμένη διάταξη: αρχαίοι χρόνοι- προτρωική-τρωική εποχή και ο ποιητής σχετίζει χρονικά τα διάφορα γεγονότα ανάμεσά τους και συνδέει τους ήρωες προγόνους με τους απογόνους παρόντες ήρωες στην Τροία με μοναδική δεξιοτεχνία.

[3]


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Βιβλιογραφια

Όμηρος, Ιλιάδα
(Σημείωση: Δεν είχε νόημα να παραθέσουμε παραπομπές του Αχιλλέα, όσον αφορά την Ἰλιάδα, μιας και είναι ο κεντρικός Ήρωας της και συνεπώς, αναφέρεται σχεδόν παντού.)

Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 3.18.12, 3.19.13

Φιλόστρατος ο πρεσβύτερος (σοφιστής από την Λήμνο): «Εικόνες» 2.2

Πίνδαρος, Νεμεόνικοι 3.43 ff

Πίνδαρος, Ισθμιόνικοι 8.35 ff

Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης 170, 525

Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά 4.793, 4.869

Στάτιος, Αχιλληίδα 1.80, 1.256, 1.938, 2.96ff., 4.1ff., 5.3

Οβίδιος, "Ημερολόγιο" (Fasti) 5.407

Οβίδιος, Ηρωίδες 3

Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 11.293 ff, xii. 601

Ορφέας - Αργοναυτικά 395

Βιργίλιος, Αινειάδα 1. 474

Υγίνου, Fabulae 96, 110, 112

Όμηρος, Οδύσσεια 11.486 ff

Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, "Αλεξάνδρα" 178


Κατέβασε ελεύθερα από την Online-Βιβλιοθήκη μας:

Όμηρος, Οδύσσεια (Αρχαίο Κείμενο)

Όμηρος, Ιλιάδα (Αρχαίο Κείμενο)


Κατέβασε ελεύθερα από την Online-Βιβλιοθήκη μας:

Οδύσσεια (Ομήρου) - (Αρχαίο Κείμενο Με Μετάφραση)

(Ομήρου) Ιλιάδα – (Αρχαίο Κείμενο Με Μετάφραση), Μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη



Πηγες

[1] "ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ"

[2] "Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας"

[3] "Φθιωτικός Τυμφρηστός", Αδάμη Θύμιου-Ευθυμίου και Τάκη-Κανέλλου Βασίλη






Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"