TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




ΛΑΟΚΟΩΝ




O Λαοκόων, γιος του Κάπη ή του Αντήνορα ή του Πριάμου ή του Ακοίτη, ήταν ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα. Από τη σύζυγό του Αντιόπη απέκτησε δύο παιδιά, τον Έθρωνα και τον Μέλανθο ή τον Αντιφάντα και τον Θυμβραίο.

Ο Λαοκόων είχε διαπράξει ιεροσυλία, επειδή είχε έρθει σε σωματική επαφή με τη σύζυγό του μπροστά στο είδωλο του θεού του στον ναό.

Μικρή είναι η παρουσία του Λαοκόωντα στον Τρωικό πόλεμο, κυρίως προς το τέλος του και ειδικότερα σε σχέση με τον Δούρειο ίππο. Ο Λαοκόων προσπάθησε να αποτρέψει τους Τρώες από το να βάλουν το άλογο μέσα στην πόλη της Τροίας, γκρεμίζοντας ένα μέρος των τειχών τους.

Μάλιστα, πέταξε ένα ακόντιο στα πλευρά του αλόγου, ώστε από τον ήχο να καταστεί σαφές ότι το άλογο ήταν κούφιο και ότι μπορεί να περιείχε επικίνδυνο «υλικό». Στην Αινειάδα, ο Βιργίλιος βάζει τον Λαοκόωντα να λέει: «Equo ne credite, Teucri / Quidquid id est, timeo Danaos et dona ferentes», δηλαδή «Μην εμπιστεύεστε το άλογο, Τρώες. / Οτιδήποτε κι αν είναι, φοβάμαι τους Έλληνες ακόμα κι όταν φέρνουν δώρα» (Βργ., Αιν 2.48) (1) .

Οι Τρώες δεν άκουσαν τον ιερέα τους και έβαλαν το άλογο μέσα στην πόλη. Μάλιστα, «διαπιστώνοντας» ότι οι Αχαιοί είχαν αποπλεύσει για τις πατρίδες τους παραιτούμενοι από τον πόλεμο, κάλεσαν τον Λαοκόωντα, αν και ιερέας του Απόλλωνα, να τελέσει τη θυσία προς τον Ποσειδώνα για να ξεσηκωθούν θύελλες που θα κατέστρεφαν τα πλοία των Αχαιών. Ο λόγος που οι Τρώες δεν είχαν ιερέα του Ποσειδώνα ήταν γιατί τον είχαν λιθοβολήσει στην αρχή του πολέμου, καθώς δεν είχε αποτρέψει με θυσίες την εισβολή.





Την ώρα που ο ιερέας θυσίαζε ένα μεγάλο ταύρο στον Ποσειδώνα, δύο τεράστια φίδια βγήκαν από τη θάλασσα και τύλιξαν τα σώματα των γιων του μέχρι που εκείνοι πέθαναν, το ίδιο και ο Λαοκόων. Τα φίδια στη συνέχεια μπήκαν στον ναό της ακρόπολης της Τροίας και κουλουριάστηκαν στα πόδια του αγάλματος της Αθηνάς.

Η παράδοση μνημονεύει ακόμη και τα ονόματα των δύο φιδιών: λέγονταν Όρκη (ή Πόρκη) και Χαρίβοια, και είχαν έρθει στην Τροία κολυμπώντας από τις Καλύδνες νήσους, το νησιώτικο σύμπλεγμα της Καλύμνου, της Νισύρου, της Κάρπαθου, της Κάσου και της Κως (Ιλ. B 266-7). Οι Τρώες θεώρησαν τον θάνατο (2) του Λαοκόωντα τιμωρία από τους θεούς για την ασέβειά του να μη δεχτούν το άγαλμα της θεάς Αθηνάς μέσα στην πόλη και επειδή το χτύπησε με το ακόντιό του. Δεν γνώριζαν την άλλη ασέβεια που είχε διαπράξει ο Λαοκόων μέσα στον ναό του θεού με την γυναίκα του Αντιόπη. Η χρονική συγκυρία οδήγησε σε παρερμηνείες.

Κατά τον βυζαντινό ανθολόγο Ιωάννη Τζέτζη, η θανάτωση του Λαοκόωντα και των γιων του έγινε μέσα στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνος, ενώ σύμφωνα με λιγότερο αποδεκτή παράδοση, ο πατέρας διασώθηκε και θρήνησε τα παιδιά του.

Το επεισόδιο του θανάτου του Λαοκόωντος απετέλεσε το θέμα της χαμένης τραγωδίας του Σοφοκλέους Λαοκόων, και αυτό παρέστησαν οι Ρόδιοι γλύπτες Αγήσανδρος, Αθηνόδωρος και Πολύδωρος σε μεγάλο μαρμάρινο γλυπτό σύμπλεγμα με τον Λαοκόωντα και τους δυο γιους του. Το σύμπλεγμα αυτό αποτέλεσε τη βάση, ή το μέσο, για την ανάπτυξη αισθητικών θεωριών από τον γερμανό στοχαστή Gotthold Ephtaim Lessing (3).







Υποσημειωσεις - Πηγες


1.

Ο Αινείας αφηγείται τα δεινά που βρήκαν τους Τρώες εξαιτίας του Δούρειου ίππου. Ο ρόλος του Λαοκόωντα.

Α' Μετάφραση

…………….Ἀπὸ τὸν πόλεμο κομμένοι κι' ἀπ' τὴ μοῖρα
τῶν Δαναῶν οἱ ἄρχοι, ἀφοῦ χρόνοι πολλοὶ περάσαν,
ἄλογο κτίζουν σἂν βουνὸ μὲ τέχνη καὶ βοήθεια [15]
τῆς Ἀθηνᾶς καὶ ταῖς πλευραῖς μ' ἔλατο σανιδόνουν.
Σ' ἐκεῖνο μέσα διαλεχτοὺς ἄνδρες κληρούχους κρύβουν
καὶ κλείουν τους 'ς τὸ σκοτεινὸ πλευρόν, ὥστε τ' ἀλόγου
τὰ σωθικὰ βαθειὰ γεμίσαν ὅλα ἀρματωμένους.
Ἀγνάντια κεῖτ' ἡ Τένεδος ἡ ξακουσμένη νῆσος, [20]
ποὺ δύναμη (ὅσο ὁ Πρίαμος ἐζοῦσε) εἶχε καὶ πλούτη
καὶ τώρα μόνο ἀδέξιο λιμάνι γιὰ καράβια·
ἐκεῖ 'ς τὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰν ἐπῆγαν κ' ἐκρυφθῆκαν
καὶ 'μεῖς θαρροῦμε π' ἄνεμος τοὺς παίρνει 'ς ταῖς Μυκήναις,
ὥστε τὸ πένθος τὸ μακρὸν ὅλ' ἡ Τευκρίδα βγάνει, [25]
οἱ πύλαις της ἀνοίγονται, τὰ δωρικὰ λημέρια
τρέχουν νὰ ἰδοῦν, ὁπ' ἄφησαν, καὶ τὸ ἔρημο ἀκρογιάλι.
«Ἐδῶ μὲ πλήθιους Δόλοπες λημέριαζε ὁ Ἀχιλλέας,
ἐδῶ τὰ πλοῖα κ' ἐδεκεῖ τὴ μάχη ἐκεῖνοι ἀρχίζαν.»
Τὸ δῶρον ἄλλοι θαύμαζαν τ' ὀλέθριο τῆς Ἀθήνης [30]
καὶ τὸ τρανό του μέγεθος καὶ πρῶτος ὁ Θυμοίτης
εἶπ' αὐτὸ μέσα νὰ φερθῇ 'ς τὸ φρούριο νὰ τὸ βάλουν,
εἴτε γιὰ δόλο ἢ τὄθελεν ἡ Μοῖρα τῆς Τρωάδος.
Ὁ Κάπυς καὶ ὅλοι ὅσοι 'ς τὸν νοῦν καλλίτερ' εἶχαν γνώμη,
εἴτε εἰς τὸ πέλαο νὰ ριφθῇ τὸ ὕποπτον τὸ δῶρο [35]
τῶν Δαναῶν συμβούλαυαν, εἴτε καὶ νὰ τὸ κάψουν,
ἢ νὰ τρυπήσουν τὴν κοιλιὰ καὶ μέσα νὰ ἐξετάσουν·
εἰς διάφοραις χωρίζεται γνώμαις τἀβέβαιο πλῆθος.
Πρῶτος αὐτοῦ ὁ Λαοκόωντας μ' ἄλλους πολλοὺς μαζῆ του
ἀπὸ τὸν πύργο τὸν ψηλὸ ἔτρεξεν ὠργισμένος [40]
κι' ἀπὸ μακρυά: «σᾶς βγῆκε ὁ νοῦς, δυστυχισμένοι» κράζει·
«Θαρρεῖτ' ὁπ' ἔφυγαν οἱ ἐχθροί; τῶν Δαναῶν τὰ δῶρα
ἀθῶα τὰ λογιάζετε; Τί 'ναι ὁ Ὀδυσσέας ξεχάστε;
Ἢ μὲς τὸ ξύλιν' ἄλογον εἶν' Ἀχαιοὶ κρυμμένοι
ἢ τέτοια φτιάσαν μηχανὴ τὰ τείχη νὰ χαλάσουν [45]
νὰ βλέπουν εἰς τὰ σπίτια μας 'ς τὴ χώρα νὰ κατέβουν
ἢ καὶ ἄλλη πλάνη· τ' ἄλογο μὴ 'μπιστευθῆτ', ὦ Τεῦκροι,
ὅ,τι κι' ἂν εἶν', τοὺς Δαναοὺς φοβοῦμαι καὶ ἂν χαρίζουν.»
Αὐτὰ 'πε καὶ μὲ δύναμη πολλὴ τὸ μέγα ἀκόντι
'ς τὸ πλάγι, μέσα 'ς τὴν κυρτὴ κοιλία τοῦ θηρίου [50]
σφενδόνισε, ποὺ τρέμοντας ἐστάθη· κ' ἐσαλεύθη
τὸ σῶμα κι' ὅλα ἐβούϊξαν στενάζοντας τὰ βάθη
κι' ἂν οἱ θεοὶ δὲν τὄθελαν κι' ὁ νοῦς τυφλὸς δὲν ἦταν, -
ὅ,τι εἰμποροῦσε ἔκαμε αὐτὸς τ' ἄλογο γιὰ νὰ σχίσουν -
ἀκόμη ἡ Τροία θὰ ἦτ' ὀρθή, πύργε ψηλέ, θὰ ἐβάστας. [55]

(Βιργ., Αιν. 13-56, Μετ. Λορέντζος Μαβίλης)


Β' Μετάφραση

(13-20) Τσακισμένοι από τον πόλεμο κι αποδιωγμένοι από τις μοίρες οι καπετάνιοι των Δαναών, αφού τόσα κύλησαν χρόνια, ίππον τρανό σαν βουνό με τη θεία της Παλλάδας τέχνη σκαρώνουν και με σανίδες από έλατο ταιριάζουν τα πλευρά. Καμώνουνται τάχα τάμα πως είναι για τον καλό γυρισμό στην πατρίδα· αυτή η διάδοση πλανιέται. Εδώ διαλεχτούς άντρες με κλήρο κλείνουνε κρυφά στα σκοτεινά πλευρά του και μέσα του τ' απέραντα κουφώματα και την κοιλιά του μ' οπλισμένους στρατιώτες γεμίζουν.


(21-39) Βρίσκεται αγνάτια η Τένεδο, νησί ξακουσμένο, πλούσιο, όσον καιρό στέκονταν του Πρίαμου το ρηγάτο, μα τώρα είναι μονάχα κόρφος κι επικίντυνο στα πλοία αραξοβόλι· εδώ αράζοντας κρύβουνται στην έρημη αχτή. Εμείς ότι φύγανε νομίσαμε και με τον άνεμο τραβάν για τις Μυκήνες. Όλη λοιπόν απ' το μακρύ πένθος γλίτωσε η Τροία: ανοίγουνται οι πύλες, χαιρόμαστε να πάμε και το Δωρικό στρατόπεδο και τους έρμους τόπους να ιδούμε και την παντέρμη την αχτή.

Εδώ ο στρατός των Δολόπων, εδώ ο άγριος κατασκήνωνε Αχιλλέας, εδώ η θέση για τα καράβια, εδώ γινόνταν συνήθως ο αγώνας σε παράταξη. Άλλοι θαμπώνουνται απ' της παρθένας Αθηνάς το ολέθριο τάμα και το μπόι του αλόγου θαμάζουν· και πρώτος ο Θυμοίτης να οδηγήσουμε στα τείχη μέσα συμβουλεύει και στο κάστρο ναν το στήσουμε, θέλεις με δόλο λέγοντας αυτά θέλεις γιατί έτσι ήταν πια γραφτό της Τροίας.

Μα ο Κάπυς κι εκείνοι που η γνώμη τους ήτανε πιο καλή, παρακινούν ή στη θάλασσα των Δαναών να γκρεμίσουμε τις παγίδες και τα ύποπτα δώρα, ή να κάψουμε βάζοντας κάτω απ' τον ίππο φωτιά, ή να τρυπήσουμε και να εξετάσουμε τις κούφιες κρυψώνες της κοιλιάς. Χωρίζεται σε γνώμες αντίθετες ο άστατος όχλος.


(40-56) Πρώτος τότε απ' όλους με την ακολουθία μεγάλου πλήθους ο Λαοκόων σαν ζεματισμένος τρέχει κάτω απ' την ψηλή ακρόπολη και από μακριά φωνάζει: «Ε, δυστυχισμένοι, τι τόση τρέλα σας έχει πιάσει, συμπολίτες; Πιστεύετε πως φύγαν οι εχθροί; ή νομίζετε ότι μερικά δώρα των Δαναών δεν κρύβουνε παγίδες; έτσι σας είναι γνωστός ο Οδυσσέας;

Ή σ' αυτό εδώ το ξύλινο άλογο κρυμμένοι κρύβουνται οι Αχαιοί, ή αυτή η μηχανή κατασκευάστηκε ενάντια στα τείχη μας για να κατασκοπεύσει τα σπίτια μας και να περάσει πάνω απ' την πόλη, ή κάποια άλλη απάτη κρύβεται. Στον ίππο μην πιστεύετε, Τεύκροι,. Ο,τιδήποτε τούτο είναι, φοβούμαι τους Δαναούς κι αν ακόμα φέρνουν δώρα». Έτσι είπε και μ' όλη τη δύναμη πελώριο ετίναξε κοντάρι στο πλευρό του θεριού και στην κούφια ταιριασμένη κοιλιά.

Καρφώθηκε τούτο τρέμοντας και με το τίναγμα της κοιλιάς αντήχησαν τα κουφώματα, κι αφήκαν στεναγμό. Και, αν δεν ήταν από θεού, αν το κεφάλι μας δεν ήταν αλαφρύ, θα μας έσπρωχνε με το σιδερένιο ξίφος τις Αργολικές να σχίσουμε κρυψώνες, κι η Τροία τώρα θα ήκμαζε, κι εσύ του Πρίαμου ψηλή ακρόπολη ακόμα θα βρισκόσουν.» (Μετ. Θ. Δ. Τασόπουλος, 1964)


2.

Ο Αινείας αφηγείται τον θάνατο του Λαοκόωντα

Ο Λαοκόων, κληρωμένος ιερέας του Ποσειδώνα, ταύρο πελώριο στους συνηθισμένους θυσίαζε βωμούς. Και τότε να, από την Τένεδο και από την ήρεμη θάλασσα -ανατριχιάζω σαν το θυμάμαι- δυο φίδια μ' ατέλειωτους κύκλους πέφτουν στο πέλαγο και μαζί για την αχτή τραβάνε· τα στήθια τους ανάμεσα στα κύματα όρθια και τα λοφία τους καταματωμένα ξεχώριζαν από τα κύματα· το άλλο τους κορμί μαζεύει πίσω τη θάλασσα κι ανασηκώνει με κουλουριάσματα τ' αμέτρητα νώτα.

Ακούγεται σφύριγμα, καθώς αφρίζει η θάλασσα: και φτάνουν πια στη στεριά με τ' αναμμένα μάτια τους θαμπωμένα από το αίμα κι όλο φωτιά γλείφουνε τα σφυριχτά στόματα με τις τρέμουλες γλώσσες. Σκορπίζουμε κατάχλωμοι από το θάμα. Κείνα με σταθερή πορεία πάνω στον Λαοκόωντα τραβούν· και πρώτα στα μικρά των δυο παιδιών του κορμιά το καθένα κουλουριάζεται φίδι και δαγκώνοντας κατατρώει τ' άθλια μέλη· ύστερα τον ίδιον το Λαοκόωντα, ενώ έτρεχε για βοήθεια και κρατούσε σαΐτες, τον αρπάζουν και τον ζώνουν με πελώριες κουλούρες· κι αφού στη μέση του διπλοτύχτηκαν, δυο φορές γύρω απ' το λαιμό του τα λεπιδωτά τους νώτα περνούν και σηκώνουν το κεφάλι τους και τους ψηλούς τραχήλους.

Κείνος και με τα χέρια του αγωνίζεται το δέσιμο να σπάσει, αλειμμένος στις ταινίες με αίμα και δηλητήριο μαύρο, και ξεφωνητά φριχτά ίσαμε τ' αστέρια σηκώνει, τέτοια μουγκρητά, σαν τον ταύρο που φεύγει λαβωμένος απ' το βωμό και πετάει μακριά απ' το σβέρκο του το τσεκούρι που δεν τον κόλλησε γερά. Οι δυο δρακόντοι γλιστρώντας κινούν για τον ψηλό ναό, τρέχουν στην ακρόπολη της άγριας Τριτωνίδας και κρύβουνται κάτω από τα πόδια της θεάς και τον κύκλο της ασπίδας της.

Τότε στ' αλήθεια τα τρομαγμένα στήθια όλων μας καινούρια περνάει τρομάρα, και λέμε πως ο Λαοκόωντας άξια το έγκλημά του πλήρωσε, γιατί πρόσβαλε το ιερό αφιέρωμα και κάρφωσε στο πλευρό το μολεμένο κοντάρι. Μ' ένα στόμα κραυγάζουμε ότι πρέπει ναν το οδηγήσουμε το άγαλμα του ίππου στο ναό της θεάς και να της κάνουμε παρακλήσεις. (Βιργ., Αιν. 2. 200 κ.ε., μετ. Θ.Δ. Τασόπουλος)


3.

Το βιβλίο του Gotthold Ephtaim Lessing, Laokoon, oder űber die Grenzen der Malerei und Poesie, 1766 (μετ. Αριστομένης Προβελέγγιος: Αθήνα, Πελεκάνος, 2003)

Ο Gotthold Ephtaim Lessing ήταν δραματικός ποιητής, θεολόγος, φιλόσοφος και μυστικιστής, κλασικός φιλόλογος, αισθητικός, θεωρητικός και κριτικός. Ως αισθητικός και θεωρητικός της τέχνης προσπάθησε ο Λέσσιγκ να εξετάσει τις διαφορές και τα όρια των τεχνών. Ο Λέσσιγκ επέστησε την προσοχή στην ιδιαιτερότητα του μέσου κάθε τέχνης, στα «σημεία» που χρησιμοποιεί κάθε τέχνη για τη μίμηση. Δεν αμφισβήτησε ότι οι τέχνες είναι μίμηση, έθεσε όμως το ερώτημα τι πράγμα μπορεί να μιμηθεί μια δεδομένη τέχνη. Η κυριότερη διάκριση που έκανε είναι του τόπου (οι πλαστικές τέχνες και ιδιαίτερα η ζωγραφική) και του χρόνου (η λογοτεχνία και ιδιαίτερα η ποίηση).

Η ζωγραφική και η γλυπτική ασχολούνται με σώματα που τα καθηλώνουν σε στάση ή σε κίνηση, ενώ η ποίηση περιγράφει όχι την τελειωμένη πράξη αλλά τη διαδικασία τελείωσής της.

Την προσέγγιση αυτή επεχείρησε μέσα από την αισθητική ανάλυση του γλυπτού συμπλέγματος του Λαοκόωντα και των γιων του που φιλοτέχνησαν οι Ρόδιοι γλύπτες Αγήσανδρος, Πολύδωρος και Αθηνόδωρος (περ. 200 π.Χ.) και με αφορμή αυτό διατύπωσε τις αντιλήψεις του για τους κανόνες της αισθητικής αλλά και για τα όρια ανάμεσα στη ζωγραφική και την ποίηση. Το σύμπλεγμα βρέθηκε το 1506 κοντά στη Ρώμη και αγοράστηκε από τον πάπα Ιούλιο Β' που το τοποθέτησε στο Βατικανό, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. Ο Μιχαήλ Άγγελος ονόμασε το άγαλμα «το αιώνιο θαύμα της τέχνης». Αντίγραφο του Λαοκόωντα έκανε ο Μπαντινέλλι, ενώ το ίδιο θέμα μιμήθηκε ο Γκρέκο, ο William Blake, Φώτης Κόντογλου κ.ά.

Το βιβλίο του Λέσσιγκ θεωρήθηκε «καταστατικός χάρτης» και «κώδικας αισθητικής». Ο Γκαίτε έγραψε:

«Με τον Λαοκόωντα ο Λέσσιγκ έδειξε τη διαφορά της λογοτεχνίας από τις εικαστικές τέχνες. Οι κορυφές αυτών των δύο τεχνών φάνηκαν διαχωρισμένες, όσο κι αν οι βάσεις τους φαίνονται ενωμένες. Ο εικαστικός καλλιτέχνης οφείλεται να περιορίζεται μέσα στα όρια του Ωραίου, ενώ συγχωρείται στον λογοτέχνη, που πρέπει να εκφράσει τα πάντα, να εξέρχεται -με περίσκεψη- και πιο πέρα. Ο ζωγράφος και ο γλύπτης εργάζεται χάρη της εξωτερικής αίσθησης (των μορφών) που μονάχα στο Ωραίο τέρπεται· ενώ ο λογοτέχνης εργάζεται χάρη της φαντασίας (και της εσωτερικότητας) που και το δύσμορφο ακόμη στέργει.»

Η ανάλυση του Λέσσιγκ στηρίζεται στη χρονική στιγμή της ιστορίας του θανάτου του Λαοκόωντα και των γιων του που επέλεξαν οι τρεις γλύπτες να «πάγωσαν» και στην έκφραση των προσώπων των παθόντων.

1. Το πάθος των θυμάτων, που με τα τεράστια σώματά τους έχουν περιτυλίξει τα τρία σώματα, διαβαθμίζεται με σοφία. Ο μικρότερος γιος υποκύπτει στο δάγκωμα του ενός φιδιού και κοντεύει να πεθάνει. Ο μεγαλύτερος προσπαθεί να ελευθερωθεί, ενώ συγχρόνως στρέφει το βλέμμα στον πατέρα. Στη μορφή του Λαοκόωντα, που τον δαγκώνει στο πλευρό το άλλο φίδι, είναι κορυφωμένη η οδύνη και η αγωνία. Το σώμα του είναι τεντωμένο και τινάζεται από σπασμούς.

2. Ανάλογη προς την ηλικία και το πάθος είναι η ανατομική διάπλαση των σωμάτων που στη διάρκεια της πάλης γυμνώθηκαν. Το σώμα του παιδιού που πεθαίνει είναι απαλό, του μεγαλύτερου είναι πιο δυνατά διαμορφωμένο. Στο σώμα του Λαοκόωντα η ένταση των μυών φτάνει στο κατακόρυφο, οι φλέβες είναι φουσκωμένες και το στήθος φαίνεται έτοιμο να σπάσει.

Ο Winckelmann έγραφε ότι το κύριο γνώρισμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής των Ελλήνων ήταν η ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο στη στάση και την έκφραση. Όπως ο βυθός της θάλασσας ατρεμεί όσο κι αν μαίνεται η επιφάνεια, έτσι και η έκφραση του προσώπου, παρόλη την επίδραση των παθών, φανερώνει μεγάλη και σεμνή ψυχή. Έτσι, στο πρόσωπο, σε όλα τα μέρη του σώματος, στους μυς και την επώδυνα συσπασμένη κοιλιά φανερώνεται άλγος, όχι όμως και μανία, όπως αυτή θα χαρακτηρίσει τις ρομαντικές μορφές λίγο αργότερα.

Ο Λαοκόων, παρόλο τον πόνο, δεν κραυγάζει αλλά στενάζει εναγώνια, όπως φαίνεται από το άνοιγμα του σώματος. Η καρτερική υπομονή και η μεγαλοψυχία υπερισχύει της φυσικής αντίδρασης στον φυσικό πόνο, ο άνθρωπος διατηρεί την εγκράτεια που επιβάλλει το πνεύμα του ακόμη και στις πιο επώδυνες στιγμές.

Η ζωγραφική, σε αντίθεση με την ποίηση, υποστήριζε ο Λέσσιγκ, δεσμεύεται στην εξεικόνιση μιας μόνο στιγμής, που θα πρέπει να είναι αυτή που συγκρατείται ευκολότερα στη συνείδηση και που να είναι για τη φαντασία η γονιμότερη, ώστε ο θεατής να αναπλάσει το πριν και το μετά της ιστορία. Στους Έλληνες ο ύψιστος νόμος της εικαστικής τέχνης ήταν η μίμηση αλλά και η απόδοση του ωραίου· γι' αυτό, οι γλύπτες του Λαοκόωντα απέφυγαν να παραστήσουν την «παραμορφώνουσα το πρόσωπο κραυγή» και την αντικατέστησαν με βαθύ αναστεναγμό.

Αυτή η διάκριση έχει ορισμένες συνέπειες· για την ποίηση την καταδίκη της απαρίθμησης στην περιγραφή και της περιγραφικής ποίησης, τη στατικότητα· για τη ζωγραφική σημαίνει την καταδίκη της αλληγορίας και της ιστορικής ζωγραφικής. Η φράση του Σιμωνίδη ότι η ζωγραφική είναι ποίηση «σιγώσα», ενώ η ποίηση είναι «ζωγραφία λαλούσα» παραπλάνησε τους καλλιτέχνες. Γι' αυτό βλέπουμε στην ποίηση πληθώρα περιγραφών και στη ζωγραφική πληθώρα αλληγοριών. Ωστόσο, δεν αρνείται τις επιδράσεις της ιστορικής και αλληγορικής ζωγραφικής, μόνο δεν του φαίνονται απολύτως σαφείς και ξεκάθαρες.

Ο Λέσσιγκ επιχείρησε να στηρίξει τις θέσεις τους σε αρχαίους συγγραφείς, κυρίως στον Αριστοτέλη. Έλεγε, λοιπόν, ότι ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του είχε γράψει ότι το να παρασκευάζει κανείς το φοβερό όχι δια της πλοκής του μύθου αλλά δια της όψεως είναι κάτι το άτεχνο. Τα τερατώδη θέματα προκαλούν έκπληξη και δυσάρεστο φόβο, όχι όμως και αισθητική συγκίνηση ή ηθική αγωγή της ψυχής· όταν μάλιστα αυτά τα θέματα υψώνονται σε αυτοσκοπό αποβλέπουν στη νευρική διέγερση και όχι στην κάθαρση της ψυχής «δι' ελέου και φόβου». Γι' αυτό είναι απορριπτέα. Στους Έλληνες, έλεγε ο αρχαίος φιλόσοφος, ο ύψιστος νόμος των εικαστικών τεχνών ήταν το κάλλος.

Οι Θηβαίοι είχαν θεσπίσει νόμο που απαγόρευε με ποινή τη μίμηση του «δυσειδούς» και προέτρεπε στη μίμηση του ωραίου, γιατί πίστευαν στην αναμφισβήτητη επιρροή που έχουν οι εικαστικές τέχνες στον χαρακτήρα των πολιτών και του έθνους (Αριστ. Πολιτικά Ζ. 1320, 25). Ο Αριστοτέλης απαγόρευε στους νέους τη θέα εικόνων με ρυπαρογραφίες και πορνογραφίες, για να μείνει αγνή η φαντασία τους από όλες τις παραστάσεις του δυσειδούς ή του γελοίου. Οι Έλληνες δεν ασχήμιζαν τα έργα τους αποτυπώνοντας την υπερβολή των συναισθημάτων, μετρίαζαν την οργή σε αυστηρότητα (Δίας) τον ολοφυρμό σε σεμνό πένθος, σε ευγενικό στεναγμό που προκαλεί οίκτο και όχι αποτροπιασμό.

Στην περίπτωση του Λαοκόωντα οι καλλιτέχνες καταπράυναν την κραυγή σε στεναγμό και εργάστηκαν έτσι ώστε να αποδώσουν το ύψιστο κάλλος κάτω από τις συνθήκες του ύψιστου σωματικού άλγους και ο παρατηρητής να μαντεύει περισσότερο παρά να βλέπει την ύψιστη ένταση του πάθους. Ο Τιμόμαχος δεν ζωγράφισε τη Μήδεια τη στιγμή που σφάζει τα παιδιά της αλλά λίγες στιγμές νωρίτερα, όταν η μητρική στοργή παλεύει με τη ζηλοτυπία, όταν η μητέρα παλεύει αναποφάσιστη, έτσι που ο θεατής, αν και ξέρει την ιστορία, εύχεται να έμεναν εκεί τα πράγματα. Ο ζωγράφος Τιμάνθης, στην εικόνα της θυσίας της Ιφιγένειας, απέδωσε στον καθένα από τους παρισταμένους τον βαθμό του πένθους που έπρεπε, αλλά το πρόσωπο του πατέρα, που εξέφραζε τον ύψιστο πόνο, το σκέπασε.

Σε όλα αυτά θα μπορούσαμε, βεβαίως, να αντιτείνουμε άλλες ερμηνείες και άλλα έργα τέχνης, όπου δεν συμβαίνουν όσα επιθυμεί ο Λέσσιγκ και η εποχή του. Για παράδειγμα, η κάλυψη του προσώπου του Αγαμέμνονα μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο καλλιτέχνης δεν ήξερε πώς να αποτυπώσει την οδύνη του πατέρα· ή ακόμη να πρόκειται για ένα είδος προσωπείου που οι ιερείς συνήθιζαν να φορούν την ώρα της θυσίας. Η αντίληψη όμως του Λέσσιγκ και της εποχής που εξέφραζε ήταν ότι η κάλυψη του προσώπου ήταν μια θυσία του καλλιτέχνη στο κάλλος. Και θα μπορούσαμε να θυμηθούμε έργα της αρχαιότητας που απεικονίζουν τη Μήδεια την ώρα του φόνου και τις στιγμές μετά τον φόνο. Εξαρτάται από το χρονικό εύρος που δίνει κανείς στην ελληνική αρχαιότητα.


-------------------


Arctinus, OCT Homer 5.107.23

Dionysius of Halicarnassus, Roman Antiquities 1.48.2

Hyginus, Fabula 135

Petronius 89; Servius on Aeneid 2.201

pseudo-Apollodorus, Epitome 5.18

Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 12.445ff

John Tzetzes, Ad Lycophron 347

Homer, The Iliad

"Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία"





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"