Ancient Greece Reloaded

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ



Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ


Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ (480 π.Χ.)


ΠΗΓΑΙΝΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ:

Η ΜΑΧΗ (ΑΝΑΛΥΣΗ)

Σκυλλίας ο Σκιωναίος: Ο πρόδρομος των ΟΥΚάδων

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ)

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ)

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ)

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ/ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΥΚΑΛΗΣ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ)

Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΔΩΡΟ ΤΟ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ

Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ

Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ


Η Ναυμαχία του Αρτεμισίου, που διεξήχθη παράλληλα με τη μάχη των Θερμοπυλών, είναι θαλάσσια σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Περσών, κατά τη δεύτερη περσική εισβολή.

Οι Πέρσες ξεκίνησαν, υπό την ηγεσία του Ξέρξη Α', εισβολή στην Ελλάδα, με στόχο να αποκαταστήσουν το γόητρο τους μετά την ήττα από τους Αθηναίους στον Μαραθώνα, το 490 π.Χ. Ο Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός Θεμιστοκλής πρότεινε στους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στους στενούς χώρους των Θερμοπυλών και του Αρτεμισίου.

Ο περσικός στόλος είχε χάσει περίπου τετρακόσια πλοία λόγω θύελλας στη Μαγνησία, ενώ αργότερα έχασε άλλα διακόσια πλοία στην Εύβοια, τα οποία έστειλε για να παγιδεύσει τους Έλληνες. Μετά από δύο μέρες μικροσυγκρούσεων, ξεκίνησε η κύρια μάχη, που έληξε για τους αντιπάλους με ίσες απώλειες. Οι Έλληνες, όμως, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στη Σαλαμίνα, όταν έμαθαν το αποτέλεσμα της μάχης των Θερμοπυλών.

Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ωστόσο, οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστική νίκη, λόγω του ότι κατάφεραν να παρασύρουν τους Πέρσες στα στενά. Μετά την ήττα στη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης, με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, υποχώρησε στην Ασία, αναθέτοντας στον Μαρδόνιο την υποδούλωση της Ελλάδος. Αλλά, οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστικές νίκες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη, αναγκάζοντας τους Πέρσες να υποχωρήσουν ολοκληρωτικά.


Πηγές

Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»

Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν.

Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι. Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.

Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας, ενώ αποτελεί το θέμα της τραγωδίας Πέρσαι του Αισχύλου. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο





Υπόβαθρο

Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ), οι οποίοι κατέπνιγαν κάθε εξέγερση εναντίον τους. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του. Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, για αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση. Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.

Το 491 π.Χ, ο Δαρείος απαίτησε την παράδοση όλων των ελληνικών πόλεων. Πολλές από αυτές παραδόθηκαν - ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην παράδοση των Αιγινητέων, που μετέπειτα κατηγορήθηκαν από τους Σπαρτιάτες για προδοσία. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες ήταν οι μόνοι που αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Πέρσες. Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια. Αλλά, η επέκταση τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιείων στον Μαραθώνα.

Η Πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα διεξήχθη από το 492 π.Χ έως το 490 π.Χ και στην ουσία έλιξε το 490 π.Χ με την επικράτηση των ελλήνων στη μάχη του Μαραθώνα.

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδιά του αναβλήθηκαν, λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο, όταν και πέθανε - στον θρόνο ανέβηκε ο Ξέρξης Α'. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Καθώς θα αποτελούσε μεγάλης κλίμακας εισβολή, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά. Ο Ξέρξης αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος πρέπει να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να διασχίσει την Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να περνά δια μέσου του ισθμού του Όρους Άθως. Η εκπλήρωση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη. Στις αρχές του 480 π.Χ, οι ετοιμασίες τελείωσαν, και ο στρατός που συγκέντρωσε ο Ξέρξης στις Σάρδεις βάδισε στην Ευρώπη, περνώντας από τον Ελλήσποντο δια μέσου δύο τεχνητών γεφυρών.

Στα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο κατά των Περσών. Το 482 π.Χ, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να δημιουργήσουν ένα στόλο από τριήρεις, λέγοντας τους ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Αίγινα. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν κατείχαν τον απαραίτητο αριθμό στρατιωτών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες και, συνεπώς, χρειάζονταν μια συμμαχία από ελληνικές πόλεις-κράτη. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ. Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.

Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών. Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Τότε, ο Θεμιστοκλής πρότεινε μια διαφορετική στρατηγική στους συμμάχους. Ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει από τις Θερμοπύλες για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα. Για αυτό, ο Θεμιστοκλής πρότεινε στους Έλληνες να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο. Αυτό το σχέδιο έγινε δεκτό από τους Έλληνες. Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα.





Πρελούδιο

Όταν έγινε γνωστή η προέλαση του περσικού στρατού κατά μήκος της ακτής του Ολύμπου (τέλη Ιουλίου ή αρχές Αυγούστου), οι Έλληνες έπλευσαν στο Αρτεμίσιο - από όπου μπορούσαν να φύγουν γρήγορα σε περίπτωση ανάγκης. Οι Έλληνες έστειλαν τρία πλοία στη Σκιάθο, με σκοπό να προειδοποιήσουν τους υπόλοιπους για την εμφάνιση του περσικού στόλου. Μετά από δύο εβδομάδες, δέκα τριήρεις από τη Σιδώνα έφθασαν στη Σκιάθο - οι υπόλοιποι Έλληνες έμαθαν για την παρουσία τους χάρη σε πυρσούς. Σε σύγκρουση που ακολούθησε, δύο από τα ελληνικά πλοία καταστράφηκαν με το τρίτο να υποχωρεί. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν ήταν σίγουροι ότι το μήνυμα του πυρσού εννοούσε την άφιξη του περσικού στόλου, για αυτό και οι Αθηναίοι έπλευσαν στο Αρτεμίσιο. Μόλις κατάλαβαν ότι ο περσικός στόλος δεν έφτασε εκείνη τη μέρα, οι Έλληνες κινήθηκαν στη Χαλκίδα, φυλάγοντας τον Εύριπον, και άφησαν ημεροσκόπους στα ψηλά της Εύβοιας.

Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι Έλληνες ερμήνευσαν λανθασμένα τα μηνύματα των πυρσών και πίστεψαν ότι οι Πέρσες έπλευσαν ανατολικά της Σκιάθου, με σκοπό να πλεύσουν στα ανατολικά της Εύβοιας - είτε οι Έλληνες κατάσκοποι, οι οποίοι έστειλαν τα μηνύματα, θεώρησαν ότι οι Πέρσες έπλευσαν ανατολικά της Σκιάθου. Ο περσικός στόλος μπορούσε να πλεύσει γύρω από την Εύβοια, να κινηθεί στην Αττική και να επιτεθεί στο Αρτεμίσιο, με αποτέλεσμα να παγιδεύσει τους Έλληνες και να μην τους επιτρέψει να υποχωρήσουν - ωστόσο, η υποχώρηση των Ελλήνων στη Χαλκίδα είχε ως αποτέλεσμα οι Έλληνες να γλιτώσουν από πιθανή παγίδα των Περσών στην Εύβοια και τους είχε δώσει τη δυνατότητα να επιστρέψουν στο Αρτεμίσιο.

Μετά από δέκα ημέρες, οι Πέρσες έφθασαν στις Θερμοπύλες - σύμφωνα με τον Ηρόδοτο είχαν πολύ μεγάλο στρατό και στόλο. Ωστόσο, οι Πέρσες αποφάσισαν να μην επιτεθούν. Την επόμενη ημέρα, ο περσικός στόλος έφτασε κοντά στο Αρτεμίσιο (με κατεύθυνση τη Μαγνησία), αλλά λόγω καταιγίδας, κατέληξαν σε ορεινή ακτή. Μέσα σε δύο μέρες, οι Πέρσες έχασαν το ένα τρίτο των πλοίων τους (400 πλοία), ενώ το περσικό πεζικό συνέχιζε να περιμένει τους Έλληνες να διασκορπιστούν στις Θερμοπύλες.

Μια μέρα μετά τη λήξη της καταιγίδας, ο ελληνικός στόλος επέστρεψε στο Αρτεμίσιο, μετά από σπονδή προς τιμή του Ποσειδώνα. Αργότερα, οι Πέρσες ξεκίνησαν την επίθεση κατά των Ελλήνων στις Θερμοπύλες - παράλληλα, ο περσικός στόλος αγκυροβόλησε τα πλοία του απέναντι από το Αρτεμίσιο (ο Ηρόδοτος δίνει το όνομα Ἀφέται για την περιοχή αυτή - σήμερα εκεί βρίσκεται η Άφυσσος), αν και δεκαπέντε πλοία, που βρέθηκαν στις ελληνικές γραμμές, καταστράφηκαν. Παρ' ολ' αυτά, οι Πέρσες είχαν τρεις φορές περισσότερα πλοία από ότι οι Έλληνες, γι' αυτό και οι τελευταίοι σχεδίαζαν να αποσυρθούν. Οι άνδρες από την Εύβοια δωροδόκησαν τον Θεμιστοκλή για να πείσει τους υπόλοιπους στρατηγούς να μείνουν στο Αρτεμίσιο - ο Θεμιστοκλής με τη σειρά του έδωσε στον Ευριβιάδη πέντε τάλαντα και στον Αδείμαντο τρία αργυρά τάλαντα.

Εκείνη την ημέρα, ο Σκυλλίης Σκιωναίος, δύτης και λιποτάκτης του περσικού στόλου, έφθασε στο ελληνικό στρατόπεδο - ενημέρωσε τους Έλληνες ότι οι Πέρσες έστειλαν διακόσια πλοία γύρω από την Εύβοια, με σκοπό να εμποδίσουν την υποχώρηση των Ελλήνων. Από την πλευρά τους, οι Πέρσες δεν ήθελαν να επιτεθούν στους Έλληνες, καθώς ήταν πειθόμενοι ότι οι τελευταίοι θα υποχωρούσαν, γι' αυτό επιχείρησαν να τους παγιδεύσουν. Οι Έλληνες αποφάσισαν να φύγουν κατά το σούρουπο, ώστε οι Πέρσες να μην μάθουν το σχέδιο τους.

Οι Έλληνες φαίνεται να κατάλαβαν ότι τους δινόταν η ευκαιρία να καταστρέψουν ένα μέρος του περσικού στόλου. Σύμφωνα με σύγχρονους ιστορικούς, οι Έλληνες σκόπευαν να παγιδεύσουν τους Πέρσες, αφού τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία στην Αττική θα ακολουθούσαν τους Πέρσες, καθώς αυτοί θα έμπαιναν στα Στενά της Εύβοιας από τα νότια - είτε θα παγίδευαν τους Πέρσες, καθώς αυτοί θα περνούσαν από το Αρτεμίσιο, έχοντας σκοπό να φθάσουν στην Άφυσσο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ήθελαν να δείξουν ότι θα έμεναν στο Αρτεμίσιο - ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι θα ήταν καλή ευκαιρία για αυτούς να αξιολογήσουν τον περσικό στόλο. Οι Έλληνες περίμεναν μέχρι αργά το απόγευμα, για να μην εμπλακούν σε σοβαρή σύγκρουση και υποστούν βαριές απώλειες - αυτό το γεγονός σήμαινε την αρχή της ναυμαχίας.





Χρονολογία

Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, η ακριβής χρονολογία των γενονότων στις μάχες των Θερμοπυλών και του Αρτεμισίου, καθώς και η σχέση μεταξύ τους, δεν είναι ακόμα σαφής. Πάρακατω φαίνεται ο πίνακας με τους υπολογισμούς του Τομ Χόλλαντ και του Ζ. Λάζενμπαι.

Κάντε κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση



Δυνάμεις

Περσικός στόλος

Ο περσικός στόλος , αποτελούνταν από 1.200 τριήρεις.

Όμως:

Ενώ ο Ξέρξης κατέβαινε αργά, αλλά με ασφάλεια από τη Θέρμη (αρχαία πόλη στα ερείπια της οποίας χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο), ο αρχιναύαρχος Μεγαβάτης, αναχώρησε από τον Θερμαϊκό 11 μέρες αργότερα. Έφτασε μέσα σε μια μέρα στην ανατολική παραλία της Μαγνησίας, όχι μακριά από την νότια εσχατιά της. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της παραλίας, που σχηματίζουν οι πλαγιές του Πηλίου και της Όσσας, είναι ένα εντελώς απόκρημνο λιμάνι. Μόνο προς το νότιο μέρος της Κασθαναίας (πόλης που βρισκόταν στην περιοχή), υπήρχε ένας μικρός ανοιχτός κόλπος όπου ο στόλος των Περσών θέλησε να διανυκτερεύσει , πριν φύγει για τη Σηπιάδα, στη βόρεια ακτή της Μαγνησίας απέναντι από το Αρτεμίσιο.

Αλλά, το επόμενο πρωί, χτυπήθηκε από σφοδρότατη καταιγίδα, που κράτησε 3 ολόκληρα μερόνυχτα και κατέστρεψε 400 περσικές τριήρεις και αρκετά φορτηγά πλοία, ενώ στοίχισε τη ζωή σε πολλούς ανθρώπους.

Μόλις την τέταρτη μέρα, αφού κόπασε ο αέρας, μπόρεσαν τα πλοία που γλίτωσαν να φτάσουν στους Αφέτες, κοντά στην είσοδο του Παγασητικού Κόλπου, στο σημερινό Τρίκερι.

Οι Αφέτες, όπου κατέπλευσε ο περσικός στόλος «νωρίς το δειλινό», της ίδιας μέρας κατά την οποία άρχισαν οι εχθροπραξίες στις Θερμοπύλες, βρισκόταν ή στον σημερινό όρμο της Ανδριαμής ή στον γειτονικό όρμο της Πλατανιάς, στη νότια περιοχή της χερσονήσου των Παγασών, βορειοανατολικά από τη θέση όπου είχε παραταχθεί ο ελληνικός στόλος.


Ελληνικός στόλος

Η ελληνική ναυτική δύναμη η οποία στάλθηκε στο Αρτεμίσιο, είχε ναύαρχο τον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη. Ουσιαστικά όμως «κουμάντο» έκανε ο Θεμιστοκλής αν και τυπικά ήταν υποναύαρχος, όπως ήταν και ο Κορίνθιος Αδείμαντος.

Τη δύναμη αυτή συγκροτούσαν: 127 αττικές τριήρεις, με πληρώματα από την Αθήνα και τις Πλαταιές, παρόλο ότι οι τελευταίοι δεν είχαν ναυτική εμπειρία και ακόμα 40 τριήρεις των Κορινθίων, 20 από τα Μέγαρα, 20 αθηναϊκές επανδρωμένες όμως με Χαλκιδαίους, 18 των Αιγινητών, 12 των Σικυωνίων (του Κιάτου δηλαδή), 10 των Λακεδαιμονίων, 8 των Επιδαυρίων, 7 των Ερετριέων, 5 των Τροιζηνίων, 2 από τα Στύρα της Εύβοιας και 2 από την Κέα.

Συνολικά 271 τριήρεις. Υπήρχαν επίσης 9 πεντηκόντοροι, που είχαν προσφέρει εν μέρει οι κάτοικοι της Κέας και εν μέρει οι Οπούντιοι Λοκροί. Ο αριθμός των αντρών αυτών των πληρωμάτων, ήταν γύρω στις 60.000, από τους οποίους τουλάχιστον 25.000 ήταν Αθηναίοι.





Στρατηγική και τακτική

Όσον αφορά τη στρατηγική, η αποστολή των Ελλήνων ήταν απλή - να προστατεύουν τον στρατό στις Θερμοπύλες μέσω θαλάσσης χωρίς να διαλυθούν. Οι Πέρσες επίσης είχαν απλή στρατηγική - να ενισχύσουν τη θέση τους στις Θερμοπύλες ή στο Αρτεμίσιο ή να υπερφαλαγγίσουν τους Έλληνες (κάτι που στο Αρτεμίσιο ήταν πιο εύκολο). Οι Έλληνες είχαν διαλέξει το Αρτεμίσιο για να παρακολουθούν τέτοιες κινήσεις, καθώς αν είχαν ως καθοριστικό παράγοντα τη στενότητα του χώρου, μπορούσαν να είχαν διαλέξει την Ιστιαίην.

Οι Πέρσες είχαν πλεονέκτημα, λόγω αριθμητικής υπεροχής και περισσότερων ποιοτικών πλοίων. Οι Πέρσες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, είχαν καλύτερους ναυτικούς - τα περισσότερα αθηναϊκά πλοία (και κατ' επέκταση το μεγαλύτερο μέρος του στόλου) είχαν δημιουργηθεί πρόσφατα και τα πληρώματα τους δεν ήταν έμπειρα. Η πιο κοινή θαλάσσια τακτική στην Μεσόγειο αυτό τον καιρό ήταν ο εμβολισμός (οι τριήρεις ήταν εξοπλισμένες με ένα έμβολο), ή η χρησιμοποίηση οπλιτών (επιβατών, όπως οι σημερινοί πεζοναύτες). Οι Πέρσες και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν έναν ελιγμό που ήταν γνωστός ως «διέκπλους». Κατά τον ελιγμό αυτόν, το πλοίο εισχωρούσε σε κενό μεταξύ πλοιών της εχθρικής παράταξης και έστρεφε απότομα, εμβολίζοντας το εχθρικό πλοίο στα πλευρά.

Οι Πέρσες είχαν αρκετά έμπειρους ναυτικούς για τον ελιγμό αυτό, αλλά οι Έλληνες είχαν σχεδιάσει μια τακτική για να τον εξουδετερώσουν.

Υπήρξαν πολλές συζητήσεις σχετικά με το αξιόμαχο του ελληνικού και του περσικού στόλου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τα ελληνικά πλοία ήταν βαρύτερα, άρα και λιγότερο ευέλικτα. Σύμφωνα με σύγχρονους ιστορικούς, τα ελληνικά πλοία ήταν βαρύτερα εκ κατασκευής ή δεν είχαν στεγνώσει από τον χειμώνα. Άλλοι αναφέρουν ότι το μεγάλο βάρος των ελληνικών πλοίων προερχόταν από το βάρος των οπλιτών (επιβατών), είκοσι από τους οποίους φαίνεται να ζύγιζαν (με τον εξοπλισμό τους) δύο τόνους. Το μεγάλο βάρος θα μείωνε τις πιθανότητες των Ελλήνων να αποκρούσουν τον διέκπλουν. Παρ' ολ' αυτά, φαίνεται ότι οι Έλληνες είχαν περισσότερους από το κανονικό οπλίτες, γιατί η κύρια τακτική τους ήταν η επιβίβαση (ρεσάλτο). Πράγματι, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν βύθιζαν πλοία στο Αρτεμίσιο, αλλά τα αιχμαλώτιζαν.





Η ναυμαχία του Αρτεμισίου – Οι τρεις «φάσεις» της σύγκρουσης

Όταν οι Έλληνες πληροφορήθηκαν από τον Σκυλλία τις περσικές κινήσεις, φαίνεται ότι έστειλαν μερικά πλοία για τη φύλαξη του στενού του Ευρίπου (από την κυκλωτική κίνηση που είχαν επιχειρήσει οι Πέρσες) και παράλληλα, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν, τις απογευματινές ώρες, αιφνιδιαστικά στον περσικό στόλο στους Αφέτες.

Οι Πέρσες επιθεωρούσαν τα πλοία τους, θέλοντας παράλληλα και να παραπλανήσουν τους Έλληνες σχετικά με τις προθέσεις τους. Οι Έλληνες από την πλευρά τους, ήθελαν να εξακριβώσουν τις περσικές αντιδράσεις αλλά και να δοκιμάσουν τις δικές τους τακτικές.





Όταν οι Πέρσες είδαν τους Έλληνες να εξορμούν με λίγα πλοία, νόμισαν ότι είχαν καταληφθεί από μεγάλη μανία («πάγχυ σφι μανίην») και όρμισαν να τους περικυκλώσουν καθώς είχαν πολύ περισσότερα πλοία. Οι Ίωνες που είχαν φιλικές διαθέσεις προς τους Έλληνες και είχαν στρατευθεί από τους Πέρσες παρά τη θέλησή τους φοβήθηκαν ότι ο ελληνικός στόλος θα πάθαινε πανωλεθρία. Τα περσικά πλοία, κύκλωσαν τα ελληνικά στο μέσο περίπου του στενού ανάμεσα στους Αφέτες και το Αρτεμίσιο. Ωστόσο, οι Έλληνες εφάρμοσαν τη λεγόμενη τακτική του διέκπλου (της διάσπασης της εχθρικής γραμμής κατά τη ναυμαχία και της προσβολής των αντιπάλων από τα πλάγια και τα νώτα).

Με το πρώτο σήμα των αρχηγών, αφού έστρεψαν τις πλώρες των πλοίων τους προς τους Πέρσες, πλησίασαν τις πρύμνες τους, τη μία κοντά στην άλλη, έτσι ώστε να σχηματιστεί κύκλος και να είναι παρατεταγμένα σε κυκλοειδή διάταξη. Η ταχύτητα και η ακρίβεια των κινήσεων των ελληνικών πλοίων και η ετοιμότητα για την πραγματοποίηση του σχηματισμού του διέκπλου, αποδεικνύουν το υψηλό ηθικό και τις μεγάλες ικανότητες των αξιωματικών και των πληρωμάτων τους.





Οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν. Η ναυμαχία κράτησε ως τον ερχομό της νύχτας, οπότε οι Έλληνες απέπλευσαν για το Αρτεμίσιο και οι Πέρσες για τους Αφέτες. Οι Έλληνες κυρίευσαν 30 εχθρικά πλοία. Το αριστείο της ναυμαχίας, πήρε ο Αθηναίος Λυκομήδης του Αιχραίου, που πρώτος κυρίευσε περσικό πλοίο. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, αυτομόλησε προς τον ελληνικό στόλο ο Λήμνιος Αντίδωρος, ο μόνος Έλληνας που βρισκόταν στον περσικό. Για τον λόγο αυτό, του δόθηκε τιμητική θέση στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τη σύγκρουση αυτή «αναποφάσιστη», όμως πρόκειται σαφώς για μια καθαρή νίκη των Ελλήνων, λόγω της αιχμαλωσίας των εχθρικών πλοίων αλλά και το ότι διέθεταν πολύ μικρότερη ναυτική δύναμη από τους Πέρσες.

Στο μεταξύ, τα περσικά πλοία που έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας, στη διάρκεια της νύχτας, καταστράφηκαν στις βραχώδεις ακτές της νοτιοανατολικής Εύβοιας κοντά στα Κοίλα από θυελλώδεις νότιους ανέμους και καταιγίδα. «Τους άρπαξε ο άνεμος και δεν ήξεραν πού τους πήγαινε και τέλος τους έριχνε έξω στα βράχια» (Ηροδ. 8, 13). Βέβαια ήταν τυχαίο το ότι ξέσπασε νυχτερινή θύελλα εκείνο το βράδυ, όμως το ότι οι Πέρσες διέταξαν τον περίπλου αγνοώντας τις ιδιαίτερες συνθήκες των ελληνικών θαλασσών και τις ετησίες (μελτέμια) που πνέουν στη διάρκεια της εποχής που έγινε η ναυμαχία. Η καταστροφή των 200 περσικών πλοίων που έκαναν τον περίπλου, έδωσε μεγάλη χαρά στους Έλληνες, ενώ παράλληλα μείωσε αισθητά τη δύναμη του περσικού στόλου. Όπως γράφει ο Ηρόδοτος: «Και έγιναν όλα αυτά για να εξισωθεί το περσικό ναυτικό με το ελληνικό και να μην είναι υπέρτερο».

Την επόμενη ημέρα, έφτασαν άλλες 57 αθηναϊκές τριήρεις, προσφέροντας μεγάλη ενίσχυση στον ελληνικό στόλο.





Καθώς οι Πέρσες δεν έπαιρναν καμία πρωτοβουλία, οι Έλληνες απέπλευσαν από το Αρτεμίσιο την ίδια ώρα με την προηγούμενη μέρα θεωρώντας ιδανικές τις συνθήκες για επίθεση. Λίγο πριν τους Αφέτες, συνάντησαν τα πλοία των Κιλίκων τα οποία κατέστρεψαν χωρίς ο υπόλοιπος περσικός στόλος να κινηθεί. Έτσι, οι Έλληνες επέστρεψαν ασφαλείς και αλώβητοι στο Αρτεμίσιο!

Οι Πέρσες ναύαρχοι, είχαν εξοργιστεί από τις απώλειες και μάλιστα από μικρότερο αριθμό πλοίων. Έτσι, την τρίτη μέρα αποφάσισαν να επιτεθούν αυτοί. Ξεκίνησαν το μεσημέρι από τους Αφέτες και κινήθηκαν προς το Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες, αρχικά δεν αντέδρασαν. Μόνο όταν οι Πέρσες πήραν σχηματισμό ημικυκλίου με σκοπό να κυκλώσουν τα πλοία τους, αυτοί κινήθηκαν τόσο όσο χρειαζόταν για να μην χάσουν τα στηρίγματά τους στις άκρες των πτερύγων τους, κοντά στις ακτές της Εύβοιας. Αμέσως μετά, ξέσπασε στα φουρτουνιασμένα νερά του Αρτεμισίου, μία σκληρή ναυμαχία. Αυτή τη φορά, η σύγκρουση ήταν αμφίρροπη και οι αντίπαλοι ναυμαχούσαν το ίδιο γενναία ως αργά το βράδυ. Οι Πέρσες είχαν μεγαλύτερες απώλειες, αλλά και ο ελληνικός στόλος, είχε υποστεί σοβαρές ζημιές.





Τα μισά αθηναϊκά πλοία ήταν «τετρωμένα». Οι Αθηναίοι, διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη ναυμαχία, με κορυφαίο όλων τον Κλεινία του Αλκιβιάδου, πατέρα του γνωστού μας Αλκιβιάδη. Από την άλλη πλευρά, ξεχώρισαν οι Αιγύπτιοι, που κατέλαβαν μάλιστα και πέντε ελληνικά πλοία, οι Σιδώνιοι και άλλοι Φοίνικες.

Μετά τη ναυμαχία, ο απεσταλμένος ως σύνδεσμος στο ελληνικό στρατόπεδο των Θερμοπυλών Αθηναίος Αβρώνιχος ο Λυσικλέους έφερε με τριηκόντορο την είδηση του θανάτου του Λεωνίδα και της νίκης των Περσών στις Θερμοπύλες.





Οι Έλληνες, ήταν πλέον επικίνδυνο να παραμείνουν στο Αρτεμίσιο. Αποφασίστηκε, ο στόλος να αναχωρήσει προς νότο, με εμπροσθοφυλακή τα κορινθιακά πλοία και οπισθοφυλακή τα αθηναϊκά. Οι Πέρσες, ένιωσαν μεγάλη έκπληξη, βλέποντας τους, ουσιαστικά νικητές της ναυμαχίας του Αρτεμισίου να αποχωρούν! Έτσι … φυλάκισαν τον άνδρα από την Ιστιαία που τους έφερε την είδηση (!).

Ο Θεμιστοκλής, εφαρμόζοντας τακτική ψυχολογικού πολέμου, αφού διάλεξε "ταχύπλοα σκάφη", σταματούσε με αυτά στις ακτές, όπου υπήρχαν πόσιμα νερά ή όπου ήταν πιθανό να αποβιβαστούν τα πληρώματα του εχθρικού στόλου και έγραφε σε πέτρες εκκλήσεις προς τους Ίωνες να προσχωρήσουν στους Έλληνες ή τουλάχιστο να μην πολεμούν με ζήλο και να πείθουν τους Κάρες να κάνουν το ίδιο, έτσι ώστε να δημιουργούνται προβλήματα στους Πέρσες.





Αμέσως μετά

Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα. Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό. Παρ' ολ' αυτά, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να παραμείνουν στη Σαλαμίνα, και τελικά οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστική νίκη.

Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του - ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε. Το επόμενο έτος, ο Μαρδόνιος ανακατέλαβε την Αθήνα. Αλλά, οι Έλληνες, υπό την ηγεσία των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν σε μάχη τον Μαρδόνιο, για αυτό βάδισαν για την Αττική. Ο Μαρδόνιος υποχώρησε στη Βοιωτία, για να δελεάσει τους Έλληνες να πολεμήσουν στις Πλαταιές. Στη μάχη των Πλαταιών, το ελληνικό πεζικό συνέτριψε τους Πέρσες, ενώ στη μάχη της Μυκάλης, ο ελληνικός στόλος πέτυχε σοβαρή νίκη επί του περσικού στόλου.

Όσον αφορά τις μάχες στη θάλασσα, Ελλήνων εναντίων Περσών, το τελειωτικό χτύπημα δόθηκε στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας με την νίκη των Ελλήνων και που στην ουσία ανάγκασαν τους Πέρσες να εγκαταλείψουν την εισβολή. Ο λόγος: οι Έλληνες είχαν αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο επί θαλάσσης και στην ουσία είχαν αποκόψει τις «γραμμές ανεφοδιασμού» των Περσών.



Αποτίμηση της ναυμαχίας του Αρτεμισίου

Οι Έλληνες ήταν οι νικητές της ναυμαχίας στο Αρτεμίσιο στο στρατηγικό πεδίο. Επίσης, απόκτησαν μεγάλη πείρα και θάρρος. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος «… παρόλους τους κινδύνους που αντιμετώπισαν, έμαθαν στην πράξη πως ούτε τα πολλά καράβια, ούτε τα στολίδια και η λαμπρότητα των θυρεών ούτε οι αλαζονικές κραυγές φέρνουν φόβο κανένα στους άνδρες που ξέρουν να παλεύουν, που έχουν θάρρος να πολεμούν».

Ο Πίνδαρος έγραψε για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου: «Εκεί τα παιδιά της Αθήνας έβαλαν το φωτεινό θεμέλιο της ελευθερίας».

Ουσιαστικά, ήταν νίκη των Αθηναίων επί των Περσών.

Χαρακτηριστικό, είναι το επίγραμμα, που αποδίδεται στον Σιμωνίδη και χαράκτηκε σε μια στήλη στο Αρτεμίσιο: «Παντοδαπών ανδρών γενεάς Άσίης από χώρας παίδες Άθηναίων τώδέ ποτ” έν πελάγει ναυμαχία δαμάσαντες, έπεί στρατός ώλετο Μήδων, σήματα ταύτ” εθεσαν παρθένω Άρτέμιδι».



«Πολλών εθνών άνδρες από τις χώρες της Ασίας τα παιδιά των Αθηναίων κάποτε
σ' αυτό εδώ το πέλαγος κατανίκησαν σε ναυμαχία. Όταν καταστράφηκε ο
στρατός των Περσών έστησαν αυτά τα μνημεία προς τιμήν της παρθένου
Αρτέμιδος» είναι η μετάφραση του επιγράμματος.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Σκυλλίας ο Σκιωναίος: Ο πρόδρομος των ΟΥΚάδων

Λίγο πριν τη ναυμαχία

Φτάνοντας στους Αφέτες οι Πέρσες, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν θα έμεναν να ναυμαχήσουν, σκέφτηκαν ότι αν πραγματοποιούσαν κατά μέτωπο επίθεση, ίσως τα ελληνικά πλοία κατάφερναν στη διάρκεια της νύχτας να διαφύγουν προς το νότο. Οι Πέρσες ήθελαν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά τον ελληνικό στόλο.

Υπήρχε μια χαρακτηριστική αρχαία φράση για την καθολική ήττα των αντιπάλων, «μηδέ πυρφόρον εκφυγόντα» (ούτε ένας πυρφόρος, άνδρας που μετέφερε το πυρ δηλαδή να μην ξεφύγει). Έτσι, κατέστρωσαν το εξής σχέδιο περικύκλωσης των Ελλήνων.

«Ξεχώρισαν απ” όλα τα πλοία τους διακόσια και τα έστειλαν στο πέλαγος που απλώνεται πέρα από τη Σκιάθο, για να μην τα δουν οι αντίπαλοι τους, ότι έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας από τον Καφηρέα ( το γνωστό μας Κάβο Ντόρο) και γύρω από τη Γεραιστόν (τμήμα του όρους της Εύβοιας Όχη που καταλήγει σε ακρωτήριο στο νότιο άκρο της) και μέσα στον Εύριπο, έτσι ώστε εκείνοι να φθάσουν εκεί για να τους αποκόψουν την οδό της υποχώρησης κι έτσι να τους περικυκλώσουν, ενώ αυτοί (οι υπόλοιποι Πέρσες με το μεγαλύτερο τμήμα του στόλου τους) θα τους καταδίωκαν επιτιθέμενοι κατά μέτωπο)» (Ηροδ. 8, 7.). Οι Πέρσες μάλιστα σκόπευαν να μην επιτεθούν νωρίτερα εναντίον των Ελλήνων, πριν τους ενημερώσουν αυτοί που θα έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας, ότι έφτασαν στον προορισμό τους.

Αν το περσικό σχέδιο είχε εφαρμοστεί χωρίς να γίνει αντιληπτό από τους Έλληνες, μάλλον τα πράγματα θα εξελίσσονταν πολύ άσχημα για τους προγόνους μας, καθώς θα βρίσκονταν περικυκλωμένοι από τους Πέρσες, χωρίς καμία δυνατότητα διαφυγής.

Το περσικό σχέδιο όμως, μαθεύτηκε από τους επικεφαλής του ελληνικού στόλου, χάρη στον Σκυλλία τον Σκιωναίο, που αυτομόλησε από τους Πέρσες και εντάχθηκε στις ελληνικές δυνάμεις.





Η ιστορία του

Η Σκιώνη, ήταν αποικία των Ευβοιωτών στην Παλλήνη της Χαλκιδικής (σημερινή Χερσόνησο της Κασσάνδρας). Ο Σκυλλίας «δύτης των τότε ανθρώπων άριστος», κατά τον Ηρόδοτο, ήταν γνωστός για τις σπουδαίες κολυμβητικές του ικανότητες και επιδόσεις. Οι Πέρσες που το έμαθαν αυτό, τον συνέλαβαν για να τον χρησιμοποιήσουν εναντίον του ελληνικού στόλου.

Μάλιστα, διέσωσε πολλά αντικείμενα των Περσών μετά την καταστροφή μεγάλου μέρους του στόλου τους, όπως αναφέραμε παραπάνω, στο Πήλιο. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάποια τα οικειοποιήθηκε ο ίδιος.

Όπως γράφει ο Ηρόδοτος, φαίνεται ότι σκόπευε από καιρό να λιποτακτήσει αλλά δεν έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία. Όταν έμαθε τα σχέδια των Περσών, βούτηξε στη θάλασσα, έκοψε τα σχοινιά από τις άγκυρες των περσικών πλοίων, δημιουργώντας τους τεράστια προβλήματα. Χρησιμοποιώντας ένα καλάμι ως αναπνευστήρα κολύμπησε, χωρίς να ανέβει στην επιφάνεια της θάλασσας, από τους Αφέτες ως το Αρτεμίσιο, μία απόσταση 80 σταδίων (1 αρχαίο στάδιο = 184,87 μ. , δηλ. περ. 14.790 μ.) (!).

Μαζί του ήταν και η κόρη του Ύδνα ή Κύανα, δεινή κολυμβήτρια επίσης, που τον βοήθησε στο κατόρθωμά του. Τις πληροφορίες για την… υποβρύχια δράση του Σκυλλία και της Ύδνας, μας τις δίνει μόνο ο Παυσανίας. Ο Ηρόδοτος, αναφέρεται κι αυτός στα 80 στάδια που διήνυσε κάτω από τη θάλασσα ο Σκυλλίας, δεν κάνει μνεία στην Ύδνα και στη συνέχεια είναι επιφυλακτικός.

«Για τον άνθρωπο αυτό τώρα, διηγούνται κι άλλα πράγματα που μοιάζουν με ψέματα αλλά μερικά είναι αληθινά. Για το κατόρθωμα όμως αυτό, ας μου επιτραπεί να πω, ότι κατά την δική μου γνώμη έφτασε στο Αρτεμίσιο με πλοίο. Και μόλις έφτασε, έδωσε αμέσως πληροφορίες στους στρατηγούς και για το ναυάγιο (ενν. των Περσών στο Πήλιο), πώς έγινε και για τα πλοία που είχαν σταλεί για να κάνουν τον περίπλου της Εύβοιας» (Ηροδ. 8, 8, ελεύθερη απόδοση).

Αναγνωρίζοντας την τεράστια προσφορά του Σκυλλία αλλά και της κόρης του Ύδνας, όπως γράφει ο Παυσανίας (συγγραφέας και περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα), αργότερα, με διάταγμα της Αμφικτυονίας, στήθηκαν στους Δελφούς, στον ιερότερο χώρο της αρχαίας Ελλάδας, ανδριάντες τους. Σήμερα, οι ανδριάντες αυτοί, πιθανότατα βρίσκονται στην Ιταλία όπου μεταφέρθηκαν από τους Ρωμαίους.





Προς τιμήν του Σκυλλία, έχει ανεγερθεί στη Νέα Σκιώνη Χαλκιδικής σχετικό μνημείο, ενώ το όνομα του φέρει ο ετήσιος διάπλους του Βόρειου Ευβοϊκού που ξεκίνησε το 2011 και συνεχίζεται ως σήμερα. Στον «Σκυλλία», οι κολυμβητές διανύουν απόσταση 14,5 χλμ.

Το εντυπωσιακό είναι, ότι ενώ στην Ελλάδα ο Σκυλλίας δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστός, θεωρείται διεθνώς ο πρώτος κολυμβητής μεγάλων αποστάσεων, βατραχάνθρωπος, καταδύτης και «κυνηγός» ενάλιων θησαυρών σε όλη την παγκόσμια ιστορία!

Να επισημάνουμε ότι η WIKIPEDIA έχει κάνει ένα σοβαρότατο λάθος. Αναφέρει ως πηγή για την Ύδνα (Hydne, alternately called (yana) τον Pausanias, Spartan military leader (!) και το έργο του «Description of Greece, 10. 19. 1).

Γράφει δηλαδή για την Ύδνα, εναλλακτικά λεγόμενη Κύανα επικαλούμενη τον Σπαρτιάτη στρατιωτικό ηγέτη Παυσανία! Πρόκειται φυσικά, για τον περιηγητή Παυσανία του 2ου μ.Χ. αιώνα. Ο Σπαρτιάτης «στρατιωτικός ηγέτης» Παυσανίας, νικητής της μάχης των Πλαταιών, δεν έγραψε κανένα έργο και πολύ περισσότερο, δεν έγραψε καμία «Περιγραφή της Ελλάδας». Το έργο του Παυσανία στο οποίο γίνεται αναφορά στη WIKIPEDIA, είναι το γνωστό μας «Ελλάδος Περιήγησις».

Το βασικό λάθος, έχει να κάνει δηλαδή, με το ότι ο περιηγητής Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.) και όχι ο στρατιωτικός Παυσανίας (περ. 515 π.Χ. – 468 π.Χ.), κάνει αναφορά στον Σκυλλία και την Ύδνα.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΔΩΡΟ ΤΟ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ





[11,12] [...] Ξέρξης γὰρ τῶν παρόδων τὸν εἰρημένον τρόπον κρατήσας καὶ κατὰ τὴν παροιμίαν τὴν Καδμείαν νίκην νενικηκώς, ὀλίγους μὲν τῶν πολεμίων ἀνεῖλε, πολλαπλασίους δὲ τῶν ἰδίων ἀπώλεσεν. ἐπεὶ δὲ πεζῇ τῶν παρόδων ἐκυρίευσε, τῶν κατὰ τὴν θάλατταν ἀγώνων ἔκρινε λαμβάνειν πεῖραν. εὐθὺς οὖν τὸν ἀφηγούμενον τοῦ στόλου Μεγαβάτην προσκαλεσάμενος διεκελεύσατο πλεῖν ἐπὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ναυτικὸν καὶ πειρᾶσθαι παντὶ τῷ στόλῳ ναυμαχεῖν πρὸς τοὺς Ἕλληνας. ὁ δὲ ταῖς τοῦ βασιλέως παραγγελίαις ἀκολουθῶν ἐκ Πύδνης τῆς Μακεδονικῆς ἀνήχθη παντὶ τῷ στόλῳ, καὶ κατέπλευσε τῆς Μαγνησίας πρὸς ἄκραν τὴν ὀνομαζομένην Σηπιάδα. ἐνταῦθα δὲ μεγάλου πνεύματος ἐπιγενομένου ἀπέβαλε ναῦς μακρὰς {τριήρεις} μὲν ὑπὲρ τὰς τριακοσίας, ἱππαγωγοὺς δὲ καὶ τῶν ἄλλων παμπληθεῖς. λήξαντος δὲ τοῦ πνεύματος ἀναχθεὶς κατέπλευσεν εἰς Ἀφέτας τῆς Μαγνησίας. ἐκεῖθεν δὲ διακοσίας τριήρεις ἐξέπεμψε, προστάξας τοῖς ἡγεμόσι περιπλεῦσαι καὶ τὴν Εὔβοιαν δεξιὰν λαβόντας κυκλώσασθαι τοὺς πολεμίους. οἱ δ´ Ἕλληνες ὥρμουν μὲν ἐπ´ Ἀρτεμισίῳ τῆς Εὐβοίας, εἶχον δὲ τὰς πάσας τριήρεις διακοσίας καὶ ὀγδοήκοντα· καὶ τούτων ἦσαν τῶν μὲν Ἀθηναίων ἑκατὸν καὶ τετταράκοντα, αἱ δὲ λοιπαὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων. τούτων δὲ ναύαρχος μὲν ἦν Εὐρυβιάδης ὁ Σπαρτιάτης, διῴκει δὲ τὰ περὶ τὸν στόλον Θεμιστοκλῆς ὁ Ἀθηναῖος· οὗτος γὰρ διὰ σύνεσιν καὶ στρατηγίαν μεγάλης ἀποδοχῆς ἐτύγχανεν οὐ μόνον ἐν τοῖς κατὰ τὸ ναυτικὸν Ἕλλησιν, ἀλλὰ καὶ παρ´ αὐτῷ τῷ Εὐρυβιάδῃ, καὶ πάντες τούτῳ προσέχοντες προθύμως ὑπήκουον. προτεθείσης δὲ βουλῆς ἐν τοῖς τῶν νεῶν ἡγεμόσι περὶ τῆς ναυμαχίας, οἱ μὲν ἄλλοι πάντες τὴν ἡσυχίαν ἔκριναν ἔχειν καὶ τὸν ἐπίπλουν τῶν πολεμίων ἀναδέχεσθαι, μόνος δὲ Θεμιστοκλῆς τὴν ἐναντίαν ἀπεφήνατο γνώμην, διδάσκων ὅτι συμφέρει παντὶ τῷ στόλῳ συντεταγμένῳ πλεῖν ἐπὶ τοὺς πολεμίους· οὕτω γὰρ αὐτοὺς πλεονεκτήσειν ἀθρόαις ταῖς ναυσὶν ἐπιπλέοντας τοῖς διὰ τὴν ταραχὴν διεσπασμένην ἔχουσι τὴν τάξιν, ὡς ἂν ἐκ πολλῶν καὶ διεστηκότων λιμένων ἐκπλέουσι. τέλος δὲ κατὰ τὴν Θεμιστοκλέους κρίσιν οἱ Ἕλληνες παντὶ τῷ στόλῳ τοῖς πολεμίοις ἐπέπλευσαν. τῶν δὲ βαρβάρων ἐκ πολλῶν λιμένων ἀναγομένων, τὸ μὲν πρῶτον οἱ περὶ τὸν Θεμιστοκλέα διεσπαρμένοις τοῖς Πέρσαις συμπλεκόμενοι πολλὰς μὲν ναῦς κατέδυσαν, οὐκ ὀλίγας δὲ φυγεῖν ἀναγκάσαντες μέχρι τῆς γῆς κατεδίωξαν· μετὰ δὲ ταῦτα παντὸς τοῦ στόλου συναχθέντος καὶ γενομένης ναυμαχίας ἰσχυρᾶς, μέρει μὲν τῶν νεῶν ἑκάτεροι ἐπροτέρησαν, οὐδέτεροι δὲ ὁλοσχερεῖ νίκῃ πλεονεκτήσαντες νυκτὸς ἐπιλαβούσης διελύθησαν.








[11,13] Μετὰ δὲ τὴν ναυμαχίαν χειμὼν ἐπιγενόμενος μέγας πολλὰς ἐκτὸς τοῦ λιμένος ὁρμούσας τῶν νεῶν διέφθειρεν, ὥστε δοκεῖν τὸ θεῖον ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν Ἑλλήνων, ἵνα τοῦ πλήθους τῶν βαρβαρικῶν νεῶν ταπεινωθέντος ἀντίπαλος ἡ τῶν Ἑλλήνων δύναμις γένηται καὶ πρὸς τὰς ναυμαχίας ἀξιόχρεως διόπερ οἱ μὲν Ἕλληνες ἀεὶ μᾶλλον ἐθάρρουν, οἱ δὲ βάρβαροι ἀεὶ πρὸς τοὺς κινδύνους ἐγίνοντο δειλότεροι. οὐ μὴν ἀλλ´ ἀναλαβόντες ἑαυτοὺς ἐκ τῆς ναυαγίας ἁπάσαις ταῖς ναυσὶν ἀνήχθησαν ἐπὶ τοὺς πολεμίους. οἱ δ´ Ἕλληνες, προσγενομένων αὐτοῖς τριήρων πεντήκοντα Ἀττικῶν, ἀντιπαρετάχθησαν τοῖς βαρβάροις. ἦν δ´ αὐτῶν ἡ ναυμαχία παραπλήσιος ταῖς περὶ τὰς Θερμοπύλας μάχαις· οἱ μὲν γὰρ Πέρσαι διεγνώκεσαν βιάσασθαι τοὺς Ἕλληνας καὶ τὸν Εὔριπον διεκπλεῦσαι, οἱ δ´ Ἕλληνες ἐμφράξαντες τὰ στενὰ προεμάχοντο τῶν ἐντὸς τῆς Εὐβοίας συμμαχούντων. γενομένης δὲ ναυμαχίας ἰσχυρᾶς πολλαὶ νῆες παρ´ ἀμφοτέρων διεφθάρησαν, καὶ νυκτὸς ἐπιγενομένης ἠναγκάσθησαν ἀνακάμπτειν ἐπὶ τοὺς οἰκείους λιμένας. ἀριστεῦσαι δὲ ἐν ἀμφοτέραις ταῖς ναυμαχίαις φασὶ παρὰ μὲν τοῖς Ἕλλησιν Ἀθηναίους, παρὰ δὲ τοῖς βαρβάροις Σιδωνίους. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ Ἕλληνες ἀκούσαντες τὰ περὶ Θερμοπύλας γενόμενα, πυθόμενοι δὲ καὶ τοὺς Πέρσας πεζῇ προάγειν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, ἠθύμησαν· διόπερ ἀποπλεύσαντες εἰς Σαλαμῖνα διέτριβον ἐνταῦθα. οἱ δ´ Ἀθηναῖοι θεωροῦντες πανδημεὶ κινδυνεύοντας τοὺς ἐν ταῖς Ἀθήναις, τέκνα {μὲν} καὶ γυναῖκας καὶ τῶν ἄλλων χρησίμων ὅσα δυνατὸν ἦν εἰς τὰς ναῦς ἐνθέντες διεκόμισαν εἰς Σαλαμῖνα. ὁ δὲ τῶν Περσῶν ναύαρχος πυθόμενος τὸν τῶν πολεμίων ἀπόπλουν, κατῆρεν εἰς τὴν Εὔβοιαν μετὰ παντὸς τοῦ στόλου, καὶ τὴν τῶν Ἱστιαιέων πόλιν βίᾳ χειρωσάμενος καὶ διαρπάσας τὴν χώραν αὐτῶν ἐδῄωσεν.


Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte


[11,12] [...] Ο Ξέρξης λοιπόν, αφού κέρδισε τα περάσματα με τον τρόπο που είπαμε και νίκησε την παροιμιώδη «Καδμεία νίκη», σκότωσε βέβαια λίγους από τους εχθρούς, αλλά έχασε πολύ περισσότερους από τους δικούς του. Αφού κυρίευσε τα περάσματα με το πεζικό, αποφάσισε να δοκιμάσει και τους αγώνες στη θάλασσα. Κάλεσε λοιπόν αμέσως τον διοικητή του στόλου, τον Μεγαβάτη, και τον διέταξε να πλεύσει εναντίον του ναυτικού των Ελλήνων και να επιχειρήσει να ναυμαχήσει με ολόκληρο το στόλο κατά των Ελλήνων. Εκείνος, ακολουθώντας τις εντολές του βασιλιά, ξεκίνησε από την Πύδνα της Μακεδονίας και κατέπλευσε στο ακρωτήριο της Μαγνησίας, το ονομαζόμενο Σηπιάδα. Εκεί, από έναν ισχυρό άνεμο που σηκώθηκε, έχασε πάνω από τριακόσιες πολεμικές τριήρεις και μεγάλο πλήθος από τα πλοία που μετέφεραν άλογα και από τα υπόλοιπα. Όταν ο άνεμος σταμάτησε, σήκωσε άγκυρα και κατέπλευσε στο ακρωτήριο Αφέτες της Μαγνησίας. Από εκεί έστειλε διακόσιες τριήρεις, προστάζοντας τους κυβερνήτες τους να κάνουν από τα δεξιά τον περίπλου της Εύβοιας και να κυκλώσουν τους εχθρούς. Οι Έλληνες ήταν αγκυροβολημένοι στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο της Εύβοιας και είχαν συνολικά διακόσιες ογδόντα τριήρεις. Από αυτά τα πλοία, αθηναϊκά ήταν εκατόν σαράντα και τα υπόλοιπα όλων των άλλων Ελλήνων. Ναύαρχος αυτών των πλοίων ήταν ο Ευρυβιάδης ο Σπαρτιάτης, ενώ ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος είχε τη γενική διοίκηση του στόλου. Διότι αυτό, λόγω της σύνεσης και της στρατηγικής του ικανότητας, ετύγχανε μεγάλης αποδοχής, όχι μόνο από τους Έλληνες ναυτικούς αλλά και από τον ίδιο τον Ευρυβιάδη, και όλοι σε τούτον στρέφονταν και τον υπάκουαν πρόθυμα. Στο συμβούλιο των κυβερνητών που έγινε για τη ναυμαχία, όλοι οι άλλοι ήταν υπέρ του να μείνουν ακίνητοι και να περιμένουν την έφοδο του εχθρού, και μόνο ο Θεμιστοκλής εξέφρασε την αντίθετη γνώμη, εξηγώντας τους ότι τους συνέφερε να πλεύσουν εναντίον των εχθρών με όλο το στόλο συντεταγμένο. Γιατί με αυτόν τον τρόπο θα πλεονεκτούσαν, καθώς θα έπλεαν με όλα μαζί τα πλοία εναντίον ενός εχθρού του οποίου ο σχηματισμός θα ήταν διασπασμένος λόγω της σύγχυσης η οποία θα υπήρχε, εφόσον θα απέπλεαν από πολλά και σε απόσταση μεταξύ τους λιμάνια. Τελικά, οι Έλληνες έπλευσαν εναντίον των εχθρών, σύμφωνα με τη γνώμη του Θεμιστοκλή, με ολόκληρο το στόλο. Επειδή οι βάρβαροι ξεκίνησαν από πολλά λιμάνια, στην αρχή οι άνδρες του Θεμιστοκλή συγκρούστηκαν με τους σκορπισμένους Πέρσες, βούλιαξαν πολλά πλοία και αφού ανάγκασαν ουκ ολίγα να τραπούν σε φυγή, τα καταδίωξαν μέχρι την ξηρά. Στη συνέχεια όμως, όταν συγκεντρώθηκε ολόκληρος ο στόλος και έγινε ισχυρή ναυμαχία, η κάθε πλευρά υπερτερούσε της άλλης εν μέρει και κανείς δεν πλεονέκτησε με ολοσχερή νίκη, έτσι, όταν τους έπιασε η νύχτα, σταμάτησαν τις εχθροπραξίες.

13. Μετά τη ναυμαχία, ξέσπασε ισχυρή καταιγίδα και κατέστρεψε πολλά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι, έτσι ώστε φάνηκε ωσάν το θείο να έπαιρνε το μέρος των Ελλήνων, προκειμένου να μειωθεί το πλήθος των βαρβαρικών πλοίων και να γίνει ισόπαλη η δύναμη των Ελλήνων και ισάξια για τη ναυμαχία. Σαν αποτέλεσμα, οι Έλληνες έπαιρναν όλο και περισσότερο θάρρος, ενώ οι βάρβαροι γίνονταν όλο και δειλότεροι έναντι των κινδύνων. Ωστόσο, όταν συνήλθαν από το ναυάγιο, ανοίχτηκαν με όλα τους τα πλοία εναντίον των εχθρών. Όσο για τους Έλληνες, αφού στη δύναμή τους προστέθηκαν πενήντα αττικές τριήρεις, αντιπαρατάχθηκαν στους βαρβάρους. Η ναυμαχία τους έμοιαζε με τις μάχες που δόθηκαν στις Θερμοπύλες, γιατί οι Πέρσες ήταν αποφασισμένοι να πιέσουν τους Έλληνες και να περάσουν δια της βίας μέσα από τον Εύριπο, ενώ οι Έλληνες, αφού έφραξαν τα στενά, μάχονταν υπέρ των συμμάχων που ήταν στην Εύβοια. Μετά από ισχυρή ναυμαχία, καταστράφηκαν πολλά πλοία και των δύο πλευρών και, όταν έπεσε η νύχτα, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα λιμάνια τους ο καθένας. Λένε πως και στις δύο ναυμαχίες, από τους Έλληνες αρίστευσαν οι Αθηναίοι ενώ από τους βαρβάρους οι Σιδώνιοι. Στη συνέχεια, οι Έλληνες, έχοντας μάθει τα όσα έγιναν στις Θερμοπύλες και πληροφορούμενοι ότι οι Πέρσες προχωρούσαν πεζή εναντίον των Αθηνών, λιγοψύχησαν. Έτσι, απέπλευσαν για τη Σαλαμίνα και παρέμεναν εκεί. Οι Αθηναίοι, βλέποντας ότι κινδύνευαν όλοι όσοι κατοικούσαν στην Αθήνα, αφού έβαλαν μέσα στα πλοία τα παιδιά και τις γυναίκες τους και ό,τι άλλο χρήσιμο μπορούσαν, τους μετέφεραν στη Σαλαμίνα. Ο ναύαρχος των Περσών, μαθαίνοντας τον απόπλου των εχθρών, κατέπλευσε στην Εύβοια με όλο το στόλο και, αφού υπέταξε δια της βίας την πόλη των Ιστιαίων, λεηλάτησε και ερήμωσε την περιοχή τους.


Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ





[7] παραλαβὼν δὲ τὴν ἀρχὴν εὐθὺς μὲν ἐπεχείρει τοὺς πολίτας ἐμβιβάζειν εἰς τὰς τριήρεις, καὶ τὴν πόλιν ἔπειθεν ἐκλιπόντας ὡς προσωτάτω τῆς Ἑλλάδος ἀπαντᾶν τῷ βαρβάρῳ κατὰ θάλατταν. ἐνισταμένων δὲ πολλῶν ἐξήγαγε πολλὴν στρατιὰν εἰς τὰ Τέμπη μετὰ Λακεδαιμονίων, ὡς αὐτόθι προκινδυνευσόντων τῆς Θετταλίας οὔπω τότε μηδίζειν δοκούσης· (2) ἐπεὶ δ' ἀνεχώρησαν ἐκεῖθεν ἄπρακτοι καὶ Θετταλῶν βασιλεῖ προσγενομένων ἐμήδιζε τὰ μέχρι Βοιωτίας, μᾶλλον ἤδη τῷ Θεμιστοκλεῖ προσεῖχον οἱ Ἀθηναῖοι περὶ τῆς θαλάσσης, καὶ πέμπεται μετὰ νεῶν ἐπ' Ἀρτεμίσιον τὰ στενὰ φυλάξων. ἔνθα δὴ τῶν μὲν Ἑλλήνων Εὐρυβιάδην καὶ Λακεδαιμονιους ἡγεῖσθαι κελευόντων, τῶν δ' Ἀθηναίων, ὅτι πλήθει τῶν νεῶν σύμπαντας ὁμοῦ τι τοὺς ἄλλους ὑπερέβαλλον, οὐκ ἀξιούντων ἑτέροις ἕπεσθαι, (3) συνιδὼν τὸν κίνδυνον ὁ Θεμιστοκλῆς αὐτός τε τὴν ἀρχὴν τῷ Εὐρυβιάδῃ παρῆκε καὶ κατεπράϋνε τοὺς Ἀθηναίους, ὑπισχνούμενος, ἂν ἄνδρες ἀγαθοὶ γένωνται πρὸς τὸν πόλεμον, ἑκόντας αὐτοῖς παρέξειν εἰς τὰ λοιπὰ πειθομένους τοὺς Ἕλληνας. διόπερ δοκεῖ τῆς σωτηρίας αἰτιώτατος γενέσθαι τῇ Ἑλλάδι καὶ μάλιστα τοὺς Ἀθηναίους προαγαγεῖν εἰς δόξαν, ὡς ἀνδρείᾳ μὲν τῶν πολεμίων, εὐγνωμοσύνῃ δὲ τῶν συμμάχων περιγενομένους. (4) ἐπεὶ δὲ ταῖς Ἀφεταῖς τοῦ βαρβαρικοῦ στόλου προσμίξαντος ἐκπλαγεὶς ὁ Εὐρυβιάδης τῶν κατὰ στόμα νεῶν τὸ πλῆθος, ἄλλας δὲ πυνθανόμενος διακοσίας ὑπὲρ Σκιάθου περιπλεῖν, ἐβούλετο τὴν ταχίστην εἴσω τῆς Ἑλλάδος κομισθεὶς ἅψασθαι Πελοποννήσου καὶ τὸν πεζὸν στρατὸν ταῖς ναυσὶ προσπεριβαλέσθαι, παντάπασιν ἀπρόσμαχον ἡγούμενος τὴν κατὰ θάλατταν ἀλκὴν βασιλέως, δείσαντες οἱ Εὐβοεῖς, μὴ σφᾶς οἱ Ἕλληνες πρόωνται, κρύφα τῷ Θεμιστοκλεῖ διελέγοντο, Πελάγοντα μετὰ χρημάτων πολλῶν πέμψαντες. (5) ἃ λαβὼν ἐκεῖνος, ὡς Ἡρόδοτος ἱστόρηκε, τοῖς περὶ τὸν Εὐρυβιάδην ἔδωκεν. ἐναντιουμένου δ' αὐτῷ μάλιστα τῶν πολιτῶν Ἀρχιτέλους, ὃς ἦν μὲν ἐπὶ τῆς ἱερᾶς νεὼς τριήραρχος, οὐκ ἔχων δὲ χρήματα τοῖς ναύταις χορηγεῖν ἔσπευδεν ἀποπλεῦσαι, παρώξυνεν ἔτι μᾶλλον ὁ Θεμιστοκλῆς τοὺς τριηρίτας ἐπ' αὐτόν, ὥστε τὸ δεῖπνον ἁρπάσαι συνδραμόντας. (6) τοῦ δ' Ἀρχιτέλους ἀθυμοῦντος ἐπὶ τούτῳ καὶ βαρέως φέροντος, εἰσέπεμψεν ὁ Θεμιστοκλῆς πρὸς αὐτὸν ἐν κίστῃ δεῖπνον ἄρτων καὶ κρεῶν, ὑποθεὶς κάτω τάλαντον ἀργυρίου καὶ κελεύσας αὐτόν τε δειπνεῖν ἐν τῷ παρόντι καὶ μεθ' ἡμέραν ἐπιμεληθῆναι τῶν τριηριτῶν· εἰ δὲ μή, καταβοήσειν αὐτοῦ πρὸς τοὺς παρόντας ὡς ἔχοντος ἀργύριον παρὰ τῶν πολεμίων. ταῦτα μὲν οὖν Φανίας ὁ Λέσβιος εἴρηκεν.



























[8] αἱ δὲ γενόμεναι τότε πρὸς τὰς τῶν βαρβάρων ναῦς περὶ τὰ στενὰ μάχαι κρίσιν μὲν εἰς τὰ ὅλα μεγάλην οὐκ ἐποίησαν, τῇ δὲ πείρᾳ μέγιστα τοὺς Ἕλληνας ὤνησαν, ὑπὸ τῶν ἔργων παρὰ τοὺς κινδύνους διδαχθέντας, ὡς οὔτε πλήθη νεῶν οὔτε κόσμοι καὶ λαμπρότητες ἐπισήμων οὔτε κραυγαὶ κομπώδεις ἢ βάρβαροι παιᾶνες ἔχουσι τι δεινὸν ἀνδράσιν ἐπισταμένοις εἰς χεῖρας ἰέναι καὶ μάχεσθαι τολμῶσιν, ἀλλὰ δεῖ τῶν τοιούτων καταφρονοῦντας ἐπ' αὐτὰ τὰ σώματα φέρεσθαι καὶ πρὸς ἐκεῖνα διαγωνίζεσθαι συμπλακέντας. (2) ὃ δὴ καὶ Πίνδαρος οὐ κακῶς ἔοικε συνιδὼν ἐπὶ τῆς ἐν Ἀρτεμισίῳ μάχης εἰπεῖν· ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας· ἀρχὴ γὰρ ὄντως τοῦ νικᾶν τὸ θαρρεῖν. ἔστι δὲ τῆς Εὐβοίας τὸ Ἀρτεμίσιον ὑπὲρ τὴν Ἑστίαιαν αἰγιαλὸς εἰς βορέαν ἀναπεπταμένος, ἀντιτείνει δ' αὐτῷ μάλιστα τῆς ὑπὸ Φιλοκτήτῃ γενομένης χώρας Ὀλιζών. ἔχει δὲ ναὸν οὐ μέγαν Ἀρτέμιδος ἐπίκλησιν Προσηῴας, καὶ δένδρα περὶ αὐτῷ πέφυκε καὶ στῆλαι κύκλῳ λίθου λευκοῦ πεπήγασιν· ὁ δὲ λίθος τῇ χειρὶ τριβόμενος καὶ χρόαν καὶ ὀσμὴν κροκίζουσαν ἀναδίδωσιν. (3) ἐν μιᾷ δὲ τῶν στηλῶν ἐλεγεῖον ἦν τόδε γεγραμμένον·

παντοδαπῶν ἀνδρῶν γενεὰς Ἀσίας ἀπὸ χώρας παῖδες Ἀθηναίων τῷδέ ποτ' ἐν πελάγει ναυμαχίῃ δαμάσαντες, ἐπεὶ στρατὸς ὤλετο Μήδων, σήματα ταῦτ' ἔθεσαν παρθένῳ Ἀρτέμιδι.

δείκνυται δὲ τῆς ἀκτῆς τόπος ἐν πολλῇ τῇ πέριξ θινὶ κόνιν τεφρώδη καὶ μέλαιναν ἐκ βάθους ἀναδιδούς, ὥσπερ πυρίκαυστον, ἐν ᾧ τὰ ναυάγια καὶ νεκροὺς καῦσαι δοκοῦσι.



















[9] τῶν μέντοι περὶ Θερμοπύλας εἰς τὸ Ἀρτεμίσιον ἀπαγγελλόντων πυθόμενοι Λεωνίδαν τε κεῖσθαι καὶ κρατεῖν Ξέρξην τῶν κατὰ γῆν παρόδων, εἴσω τῆς Ἑλλάδος ἀνεκομίζοντο, τῶν Ἀθηναίων ἐπὶ πᾶσι τεταγμένων δι' ἀρετὴν καὶ μέγα τοῖς πεπραγμένοις φρονούντων. παραπλέων δὲ τὴν χώραν ὁ Θεμιστοκλῆς, ᾗπερ κατάρσεις ἀναγκαίας καὶ καταφυγὰς ἑώρα τοῖς πολεμίοις, ἐνεχάραττε κατὰ τῶν λίθων ἐπιφανῆ γράμματα, (2) τοὺς μὲν εὑρίσκων ἀπὸ τύχης, τοὺς δ' αὐτὸς ἱστὰς περὶ τὰ ναύλοχα καὶ τὰς ὑδρείας, ἐπισκήπτων Ἴωσι διὰ τῶν γραμμάτων, εἰ μὲν οἷόν τε, μετατάξασθαι πρὸς αὐτοὺς πατέρας ὄντας καὶ προκινδυνεύοντας ὑπὲρ τῆς ἐκείνων ἐλευθερίας, εἰ δὲ μή, κακοῦν τὸ βαρβαρικὸν ἐν ταῖς μάχαις καὶ συνταράττειν. ταῦτα δ' ἤλπιζεν ἢ μεταστήσειν τοὺς Ἴωνας ἢ ταράξειν ὑποπτοτέρους τοῖς βαρβάροις γενομένους.


Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte


7. Ο Θεμιστοκλής αφού ανέλαβε την αρχηγία, αμέσως προσπάθησε να επιβιβάσει τους πολίτες στα πολεμικά πλοία και προσπαθούσε να τους πείσει, αφού εγκαταλείψουν την πόλη, να αντιταχθούν κατά θάλασσα, εναντίον του βαρβάρου σε μέρος όσο το δυνατόν περισσότερο απομακρυσμένο από την (ηπειρωτική) Ελλάδα. Επειδή όμως πολλοί (από τους Αθηναίους) ήταν αντίθετοι, αναγκάστηκε να οδηγήσει μεγάλη στρατιωτική δύναμη μαζί με Λακεδαιμόνιους στρατιώτες στα Τέμπη, για να διακινδυνεύσουν εκεί, αγωνιζόμενοι υπέρ της Θεσσαλίας, η οποία δε φαινόταν ακόμη τότε ότι διάκειται φιλικά προς τους Μήδους. Όταν όμως αναχώρησαν από εκεί, χωρίς να κατορθώσουν τίποτα σπουδαίο, και οι Θεσσαλοί προσχώρησαν στο βασιλιά, και όλες οι Ελληνικές χώρες έκλιναν προς τους Μήδους, τότε πλέον οι Αθηναίοι πολύ περισσότερο άρχιζαν να προσέχουν τη γνώμη του Θεμιστοκλή για την αξία της θάλασσας. Γι' αυτό στάλθηκε ο Θεμιστοκλής επικεφαλής πολεμικού στόλου στο Αρτεμίσιο, για να προστατεύσει τα στενά.

Εκεί λοιπόν, ενώ όλοι οι άλλοι Έλληνες πρότειναν να έχουν την αρχηγία του στόλου ο Ευρυβιάδης και οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι δε θεωρούσαν ορθό να είναι υπό τις διαταγές άλλων, γιατί το πλήθος των δικών τους πλοίων ήταν μεγαλύτερο από όλων των άλλων μαζί τα πλοία, ο Θεμιστοκλής, επειδή διαισθάνθηκε τον κίνδυνο, αυτός ο ίδιος από δική του πρωτοβουλία παραχώρησε και την αρχηγία στον Ευρυβιάδη και καθησύχασε τους Αθηναίους και τους έδωσε την υπόσχεση ότι, αν αναδειχθούν γενναίοι πολεμιστές στον πόλεμο, θα κάμει στο μέλλον τους Έλληνες να υπακούουν θεληματικά σ' αυτούς. Γι' αυτό θεωρείται (ο Θεμιστοκλής) ότι υπήρξε ο κύριος αίτιος της σωτηρίας της Ελλάδας και ότι κατ' εξοχήν αυτός ανύψωσε τους Αθηναίους σε δόξα, γιατί με την ανδρεία τους νίκησαν τους εχθρούς και με τη μεγαλοψυχία τους τους συμμάχους τους.

Όταν όμως ο βαρβαρικός στόλος προσέγγισε στους Αφέτες, ο Ευρυβιάδης, επειδή καταλήφθηκε από φόβο, εξαιτίας του μεγάλου πλήθους των πλοίων που βρίσκονταν απέναντί του, πληροφορούνταν ότι άλλα διακόσια (200) πλοία παρέπλεαν τη Σκιάθο, ήθελαν επιστρέφοντας ταχύτατα στο εσωτερικό της Ελλάδας να αποβιβασθεί στην Πελοπόννησο και να περιζώσει τα πλοία του με τον πεζικό στρατό, γιατί νόμιζε ότι η θαλάσσια δύναμη του βασιλιά ήταν ακαταμάχητη. Αλλά οι Ευβοείς, επειδή φοβήθηκαν μήπως οι άλλοι Έλληνες τους εγκαταλείψουν, ήλθαν κρυφά σε επαφή με τον Θεμιστοκλή μέσω του Πελάγοντα, τον οποίο έστειλαν σ' αυτόν με πολλά χρήματα. (Ο Θεμιστοκλής) αφού τα πήρε τα παρέδωσε, όπως έχει διηγηθεί ο Ηρόδοτος στους ανθρώπους του Ευρυβιάδη.

Επειδή όμως απ' όλους τους πολίτες ήταν αντίθετός του κυρίως ο Αρχιτέλης, ο οποίος ήταν μεν τριήραρχος του ιερού πλοίου, αλλά βιαζόταν να αποπλεύσει, διότι δεν είχε χρήματα να πληρώσει τους ναύτες, ο Θεμιστοκλής ξεσήκωνε ακόμα περισσότερο εναντίον του τους ναύτες του, ώστε έτρεξαν όλοι μαζί και του άρπαξαν το δείπνο. Ο Αρχιτέλης βρισκόταν γι' αυτό σε αθυμία και στενοχωριόταν, ο δε Θεμιστοκλής του έστειλε μέσα σε κιβώτιο τροφές από άρτο και κρέας και έβαλε κάτω από αυτές χρήματα αξίας ενός ταλάντου και του παράγγειλε να δειπνήσει αυτός επί του παρόντος και την άλλη μέρα να φροντίσει για τους ναύτες του. Σε αντίθετη περίπτωση (τον απείλησε) ότι θα τον καταγγείλει στους συμπολίτες, ότι πήρε χρήματα από τους εχθρούς. Αυτά λοιπόν έχει διηγηθεί ο Φανίας ο Λέσβιος.

8. Οι ναυμαχίες, οι οποίες διεξήχθησαν τότε εναντίον του βαρβαρικού στόλου στα στενά (του Αρτεμισίου), δεν άσκησαν βεβαίως μεγάλη ροπή στη γενική κατάσταση, αλλά ωφέλησαν του Έλληνες πάρα πολύ κατά την πολεμική εμπειρία· διότι από τους κινδύνους στην πράξη έμαθαν ότι ούτε τα πλήθη των πλοίων ούτε οι πολυτελείς διακοσμήσεις και η λάμψη των παρασήμων ούτε οι αλαζονικές κραυγές ή τα βαρβαρικά πολεμικά άσματα μπορούν να προξενήσουν φόβο σε άνδρες, οι οποίοι ξέρουν να συμπλέκονται και να έχουν την τόλμη να μάχονται, αλλά πρέπει καταφρονώντας όλα αυτά να ορμούν εναντίον αυτών των προσώπων (των εχθρών) και προς εκείνους, όταν συμπλακούν, να αγωνίζονται. Αυτό φαίνεται βεβαίως, ότι το αντιλήφθηκε ορθά ο Πίνδαρος και είπε για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου: "ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννάν κρηπίδ' ἐλευθερίας" (Όπου τα παιδιά των Αθηναίων έθεσαν λαμπρό θεμέλιο της ελευθερίας) διότι πράγματι η αρχή της νίκης είναι το θάρρος.

Το Αρτεμίσιο είναι γιαλός της Εύβοιας, πάνω από την Εστιαία, ανοικτός προς το βορά και από όλη τη χώρα, η οποία ήταν υπό την αρχηγία του Φιλοκτήτη, περισσότερο απέναντί του βρίσκεται η Ολιζών. Έχει ακόμη (το Αρτεμίσιο) και μικρό ναό της Αρτέμιδας, που αποκαλούνταν Προσηώα, και γύρω σ' αυτόν υπάρχουν δέντρα και κυκλικά είναι τοποθετημένες στήλες από λευκό μάρμαρο, το οποίο, όταν τρίβεται αναδίδει το χρώμα και την οσμή του κρόκου. Επάνω σε μια από αυτές τις στήλες είχε γραφτεί το εξής ελεγειακό ποίημα:

Πολλές φυλές ανθρώπων από διάφορες χώρες της Ασίας
τα παιδιά των Αθηναίων σε μία ναυμαχία συνέτριψαν κάποτε σε αυτό εδώ το πέλαγος
και αφού κατέστρεψαν το στρατό των Μήδων
έστησαν αυτά τα μνημεία προς τιμή της παρθένου Αρτέμιδας.

Φαίνεται ακόμη και σήμερα κάποιο μέρος της ακτής γύρω σε μια μεγάλη αμμώδη έκταση, από το βάθος του οποίου ανεβαίνει σκόνη με χρώμα στάχτης και μαύρη, σαν να είναι από φωτιά, και σε αυτό το μέρος νομίζουν ότι έκαψαν τα συντρίμμια των πλοίων τους και τους νεκρούς τους.

Ο Θεμιστοκλής παροτρύνει τους Ίωνες ν' αποσκιρτήσουν.

9. Όταν όμως οι (Έλληνες) πληροφορήθηκαν από τους αγγελιαφόρους από τις Θερμοπύλες στο Αρτεμίσιο ότι ο Λεωνίδας είχε σκοτωθεί και ο Ξέρξης ήταν κυρίαρχος των διαβάσεων στη στεριά, αποσύρονταν στο εσωτερικό της Ελλάδας, ενώ οι Αθηναίοι είχαν ταχθεί εξαιτίας της ανδρείας τους τελευταίοι (κατά την αποχώρηση) και υπερηφανεύονταν για τα κατορθώματά τους. Ο Θεμιστοκλής παραπλέοντας τις ακτές της χώρας, όπου έβλεπε μέρη, στα οποία αναγκαστικά θα προσορμίζονταν με τα πλοία τους και θα κατέφευγαν οι εχθροί, χάραζε πάνω σε βράχους μεγάλα γράμματα ώστε να φαίνονται· από τους βράχους αυτούς άλλους τους έβρισκε τυχαία (καλά τοποθετημένους), άλλους τους έστηνε ο ίδιος στους όρμους και στις πηγές. Με τα γράμματα αυτά παρότρυνε τους Ίωνες, αν ήταν δυνατό, να αποσκιρτήσουν σ' αυτούς, γιατί ήταν πατέρες τους και πολεμούσαν για την ελευθερία εκείνων, διαφορετικά (αν δεν μπορούσαν να αποσκιρτήσουν) να προσπαθούν να επιφέρουν στις μάχες ζημιές στο βαρβαρικό στρατό και να προξενούν σύγχυση. Μ' αυτά έλπιζε ο Θεμιστοκλής ότι θα παρασύρει τους Ίωνες (με το μέρος των Ελλήνων ή ότι θα επιφέρει σε αυτούς σύγχυση με το να τους υποπτευθούν οι βάρβαροι.


Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ





[8,1] οἱ δὲ Ἑλλήνων ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντες ἦσαν οἵδε, Ἀθηναῖοι μὲν νέας παρεχόμενοι ἑκατὸν καὶ εἴκοσι καὶ ἑπτά· ὑπὸ δὲ ἀρετῆς τε καὶ προθυμίης Πλαταιέες ἄπειροι τῆς ναυτικῆς ἐόντες συνεπλήρουν τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας. Κορίνθιοι δὲ τεσσεράκοντα νέας παρείχοντο, Μεγαρέες δὲ εἴκοσι. (2) καὶ Χαλκιδέες ἐπλήρουν εἴκοσι, Ἀθηναίων σφι παρεχόντων τὰς νέας, Αἰγινῆται δὲ ὀκτωκαίδεκα, Σικυώνιοι δὲ δυοκαίδεκα, Λακεδαιμόνιοι δὲ δέκα, Ἐπιδαύριοι δὲ ὀκτώ, Ἐρετριέες δὲ ἑπτά, Τροιζήνιοι δὲ πέντε, Στυρέες δὲ δύο, καὶ Κήιοι δύο τε νέας καὶ πεντηκοντέρους δύο· Λοκροὶ δέ σφι οἱ Ὀπούντιοι ἐπεβοήθεον πεντηκοντέρους ἔχοντες ἑπτά.




[8,2] ἦσαν μὲν ὦν οὗτοι οἱ στρατευόμενοι ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον, εἴρηται δέ μοι καὶ ὡς τὸ πλῆθος ἕκαστοι τῶν νεῶν παρείχοντο. ἀριθμὸς δὲ τῶν συλλεχθεισέων νεῶν ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον ἦν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, διηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ μία. (2) τὸν δὲ στρατηγὸν τὸν τὸ μέγιστον κράτος ἔχοντα παρείχοντο Σπαρτιῆται Εὐρυβιάδην Εὐρυκλείδεω· οἱ γὰρ σύμμαχοι οὐκ ἔφασαν, ἢν μὴ ὁ Λάκων ἡγεμονεύῃ, Ἀθηναίοισι ἕψεσθαι ἡγεομένοισι, ἀλλὰ λύσειν τὸ μέλλον ἔσεσθαι στράτευμα.


[8,3] ἐγένετο γὰρ κατ᾽ ἀρχὰς λόγος, πρὶν ἢ καὶ ἐς Σικελίην πέμπειν ἐπὶ συμμαχίην, ὡς τὸ ναυτικὸν Ἀθηναίοισι χρεὸν εἴη ἐπιτρέπειν. ἀντιβάντων δὲ τῶν συμμάχων εἶκον οἱ Ἀθηναῖοι μέγα πεποιημένοι περιεῖναι τὴν Ἑλλάδα καὶ γνόντες, εἰ στασιάσουσι περὶ τῆς ἡγεμονίης, ὡς ἀπολέεται ἡ Ἑλλάς, ὀρθὰ νοεῦντες· στάσις γὰρ ἔμφυλος πολέμου ὁμοφρονέοντος τοσούτῳ κάκιον ἐστὶ ὅσῳ πόλεμος εἰρήνης. (2) ἐπιστάμενοι ὦν αὐτὸ τοῦτο οὐκ ἀντέτεινον ἀλλ᾽ εἶκον, μέχρι ὅσου κάρτα ἐδέοντο αὐτῶν, ὡς διέδεξαν· ὡς γὰρ δὴ ὠσάμενοι τὸν Πέρσην περὶ τῆς ἐκείνου ἤδη τὸν ἀγῶνα ἐποιεῦντο, πρόφασιν τὴν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι ἀπείλοντο τὴν ἡγεμονίην τοὺς Λακεδαιμονίους. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὕστερον ἐγένετο.









[8,4] τότε δὲ οὗτοι οἱ καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον Ἑλλήνων ἀπικόμενοι ὡς εἶδον νέας τε πολλὰς καταχθείσας ἐς τὰς Ἀφέτας καὶ στρατιῆς ἅπαντα πλέα, ἐπεὶ αὐτοῖσι παρὰ δόξαν τὰ πρήγματα τῶν βαρβάρων ἀπέβαινε ἤ ὡς αὐτοὶ κατεδόκεον, καταρρωδήσαντες δρησμὸν ἐβουλεύοντο ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου ἔσω ἐς τὴν Ἑλλάδα. (2) γνόντες δὲ σφέας οἱ Εὐβοέες ταῦτα βουλευομένους ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι χρόνον ὀλίγον, ἔστ᾽ ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται. ὡς δ᾽ οὐκ ἔπειθον, μεταβάντες τὸν Ἀθηναίων στρατηγὸν πείθουσι Θεμιστοκλέα ἐπὶ μισθῷ τριήκοντα ταλάντοισι, ἐπ᾽ ᾧ τε καταμείναντες πρὸ τῆς Εὐβοίης ποιήσονται τὴν ναυμαχίην.



[8,5] ὁ δὲ Θεμιστοκλέης τοὺς Ἕλληνας ἐπισχεῖν ὧδε ποιέει· Εὐρυβιάδῃ τούτων τῶν χρημάτων μεταδιδοῖ πέντε τάλαντα ὡς παρ᾽ ἑωυτοῦ δῆθεν διδούς. ὡς δέ οἱ οὗτος ἀνεπέπειστο, Ἀδείμαντος γὰρ ὁ Ὠκύτου ὁ Κορίνθιος στρατηγὸς τῶν λοιπῶν ἤσπαιρε μοῦνος, φάμενος ἀποπλεύσεσθαί τε ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου καὶ οὐ παραμενέειν, πρὸς δὴ τοῦτον εἶπε ὁ Θεμιστοκλέης ἐπομόσας (2) “οὐ σύ γε ἡμέας ἀπολείψεις, ἐπεί τοι ἐγὼ μέζω δῶρα δώσω ἢ βασιλεὺς ἄν τοι ὁ Μήδων πέμψειε ἀπολιπόντι τοὺς συμμάχους”. ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει ἐπὶ τὴν νέα τὴν Ἀδειμάντου τάλαντα ἀργυρίου τρία· (3) οὗτοί τε δὴ πάντες δώροισι ἀναπεπεισμένοι ἦσαν καὶ τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο, αὐτός τε ὁ Θεμιστοκλέης ἐκέρδηνε, ἐλάνθανε δὲ τὰ λοιπὰ ἔχων, ἀλλ᾽ ἠπιστέατο οἱ μεταλαβόντες τούτων τῶν χρημάτων ἐκ τῶν Ἀθηνέων ἐλθεῖν ἐπὶ τῷ λόγῳ τούτῳ τὰ χρήματα.





[8,6] οὕτω δὴ κατέμεινάν τε ἐν τῇ Εὐβοίῃ καὶ ἐναυμάχησαν, ἐγένετο δὲ ὧδε. ἐπείτε δὴ ἐς τὰς Ἀφέτας περὶ δείλην πρωίην γινομένην ἀπίκατο οἱ βάρβαροι, πυθόμενοι μὲν ἔτι καὶ πρότερον περὶ τὸ Ἀρτεμίσιον ναυλοχέειν νέας Ἑλληνίδας ὀλίγας, τότε δὲ αὐτοὶ ἰδόντες, πρόθυμοι ἦσαν ἐπιχειρέειν, εἴ κως ἕλοιεν αὐτάς. (2) ἐκ μὲν δὴ τῆς ἀντίης προσπλέειν οὔ κώ σφι ἐδόκεε τῶνδε εἵνεκα, μή κως ἰδόντες οἱ Ἕλληνες προσπλέοντας ἐς φυγὴν ὁρμήσειαν φεύγοντάς τε εὐφρόνη καταλαμβάνῃ· καὶ ἔμελλον δῆθεν ἐκφεύξεσθαι, ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον τῷ ἐκείνων λόγῳ ἐκφυγόντα περιγενέσθαι.




[8,7] πρὸς ταῦτα ὦν τάδε ἐμηχανῶντο· τῶν νεῶν ἁπασέων ἀποκρίναντες διηκοσίας περιέπεμπον ἔξωθεν Σκιάθου, ὡς ἂν μὴ ὀφθείησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων περιπλέουσαι Εὔβοιαν κατά τε Καφηρέα καὶ περὶ Γεραιστὸν ἐς τὸν Εὔριπον, ἵνα δὴ περιλάβοιεν οἳ μὲν ταύτῃ ἀπικόμενοι καὶ φράξαντες αὐτῶν τὴν ὀπίσω φέρουσαν ὁδόν, σφεῖς δὲ ἐπισπόμενοι ἐξ ἐναντίης. (2) ταῦτα βουλευσάμενοι ἀπέπεμπον τῶν νεῶν τὰς ταχθείσας, αὐτοὶ οὐκ ἐν νόῳ ἔχοντες ταύτης τῆς ἡμέρης τοῖσι Ἕλλησι ἐπιθήσεσθαι, οὐδὲ πρότερον ἢ τὸ σύνθημά σφι ἔμελλε φανήσεσθαι παρὰ τῶν περιπλεόντων ὡς ἡκόντων. ταύτας μὲν δὴ περιέπεμπον, τῶν δὲ λοιπέων νεῶν ἐν τῇσι Ἀφέτῃσι ἐποιεῦντο ἀριθμόν.





[8,8] ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ ἐν ᾧ οὗτοι ἀριθμὸν ἐποιεῦντο τῶν νεῶν, ἦν γὰρ ἐν τῷ στρατοπέδῳ τούτῳ Σκυλλίης Σκιωναῖος δύτης τῶν τότε ἀνθρώπων ἄριστος, ὃς καὶ ἐν τῇ ναυηγίῃ τῇ κατὰ Πήλιον γενομένῃ πολλὰ μὲν ἔσωσε τῶν χρημάτων τοῖσι Πέρσῃσι, πολλὰ δὲ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο· οὗτος ὁ Σκυλλίης ἐν νόῳ μὲν εἶχε ἄρα καὶ πρότερον αὐτομολήσειν ἐς τοὺς Ἕλληνας, ἀλλ᾽ οὐ γάρ οἱ παρέσχε ὡς τότε. (2) ὅτεῳ μὲν δὴ τρόπῳ τὸ ἐνθεῦτεν ἔτι ἀπίκετο ἐς τοὺς Ἓλληνας, οὐκ ἔχω εἰπεῖν ἀτρεκέως, θωμάζω δὲ εἰ τὰ λεγόμενα ἐστὶ ἀληθέα· λέγεται γὰρ ὡς ἐξ Ἀφετέων δὺς ἐς τὴν θάλασσαν οὐ πρότερον ἀνέσχε πρὶν ἢ ἀπίκετο ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον, σταδίους μάλιστά κῃ τούτους ἐς ὀγδώκοντα διὰ τῆς θαλάσσης διεξελθών. (3) λέγεται μέν νυν καὶ ἄλλα ψευδέσι εἴκελα περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, τὰ δὲ μετεξέτερα ἀληθέα· περὶ μέντοι τούτου γνώμη μοι ἀποδεδέχθω πλοίῳ μιν ἀπικέσθαι ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον. ὡς δὲ ἀπίκετο, αὐτίκα ἐσήμηνε τοῖσι στρατηγοῖσι τήν τε ναυηγίην ὡς γένοιτο, καὶ τὰς περιπεμφθείσας τῶν νεῶν περὶ Εὔβοιαν.





[8,9] τοῦτο δὲ ἀκούσαντες οἱ Ἕλληνες λόγον σφίσι αὐτοῖσι ἐδίδοσαν. πολλῶν δὲ λεχθέντων ἐνίκα τὴν ἡμέρην ἐκείνην αὐτοῦ μείναντάς τε καὶ αὐλισθέντας, μετέπειτα νύκτα μέσην παρέντας πορεύεσθαι καὶ ἀπαντᾶν τῇσι περιπλεούσῃσι τῶν νεῶν. μετὰ δὲ τοῦτο, ὡς οὐδείς σφι ἐπέπλεε, δείλην ὀψίην γινομένην τῆς ἡμέρης φυλάξαντες αὐτοὶ ἐπανέπλεον ἐπὶ τοὺς βαρβάρους, ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι βουλόμενοι τῆς τε μάχης καὶ τοῦ διεκπλόου.


[8,10] ὁρῶντες δὲ σφέας οἵ τε ἄλλοι στρατιῶται οἱ Ξέρξεω καὶ οἱ στρατηγοὶ ἐπιπλέοντας νηυσὶ ὀλίγῃσι, πάγχυ σφι μανίην ἐπενείκαντες ἀνῆγον καὶ αὐτοὶ τὰς νέας, ἐλπίσαντες σφέας εὐπετέως αἱρήσειν, οἰκότα κάρτα ἐλπίσαντες, τὰς μέν γε τῶν Ἑλλήνων ὁρῶντες ὀλίγας νέας, τὰς δὲ ἑωυτῶν πλήθεΐ τε πολλαπλησίας καὶ ἄμεινον πλεούσας. καταφρονήσαντες ταῦτα ἐκυκλοῦντο αὐτοὺς ἐς μέσον. (2) ὅσοι μέν νυν τῶν Ἰώνων ἦσαν εὔνοοι τοῖσι Ἕλλησι, ἀέκοντές τε ἐστρατεύοντο συμφορήν τε ἐποιεῦντο μεγάλην ὁρῶντες περιεχομένους αὐτοὺς καὶ ἐπιστάμενοι ὡς οὐδεὶς αὐτῶν ἀπονοστήσει· οὕτω ἀσθενέα σφι ἐφαίνετο εἶναι τὰ τῶν Ἑλλήνων πρήγματα. (3) ὅσοισι δὲ καὶ ἡδομένοισι ἦν τὸ γινόμενον, ἅμιλλαν ἐποιεῦντο ὅκως αὐτὸς ἕκαστος πρῶτος νέα Ἀττικὴν ἑλὼν παρὰ βασιλέος δῶρα λάμψεται· Ἀθηναίων γὰρ αὐτοῖσι λόγος ἦν πλεῖστος ἀνὰ τὰ στρατόπεδα.






[8,11] τοῖσι δὲ Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε, πρῶτα μὲν ἀντίπρῳροι τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι ἐς τὸ μέσον τὰς πρύμνας συνήγαγον, δεύτερα δὲ σημήναντος ἔργου εἴχοντο ἐν ὀλίγῳ περ ἀπολαμφθέντες καὶ κατὰ στόμα. (2) ἐνθαῦτα τριήκοντα νέας αἱρέουσι τῶν βαρβάρων καὶ τὸν Γόργου τοῦ Σαλαμινίων βασιλέος ἀδελφεὸν Φιλάονα τὸν Χέρσιος, λόγιμον ἐόντα ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἄνδρα. πρῶτος δὲ Ἑλλήνων νέα τῶν πολεμίων εἷλε ἀνὴρ Ἀθηναῖος Λυκομήδης Αἰσχραίου, καὶ τὸ ἀριστήιον ἔλαβε οὗτος. (3) τοὺς δ᾽ ἐν τῇ ναυμαχίῃ ταύτῃ ἑτεραλκέως ἀγωνιζομένους νὺξ ἐπελθοῦσα διέλυσε. οἱ μὲν δὴ Ἕλληνες ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον ἀπέπλεον, οἱ δὲ βάρβαροι ἐς τὰς Ἀφέτας, πολλὸν παρὰ δόξαν ἀγωνισάμενοι. ἐν ταύτῃ τῇ ναυμαχίῃ Ἀντίδωρος Λήμνιος μοῦνος τῶν σὺν βασιλέι Ἑλλήνων ἐόντων αὐτομολέει ἐς τοὺς Ἕλληνας, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι διὰ τοῦτο τὸ ἔργον ἔδοσαν αὐτῷ χῶρον ἐν Σαλαμῖνι.







[8,12] ὡς δὲ εὐφρόνη ἐγεγόνεε, ἦν μὲν τῆς ὥρης μέσον θέρος, ἐγίνετο δὲ ὕδωρ τε ἄπλετον διὰ πάσης τῆς νυκτὸς καὶ σκληραὶ βρονταὶ ἀπὸ τοῦ Πηλίου· οἱ δὲ νεκροὶ καὶ τὰ ναυήγια ἐξεφέποντο ἐς τὰς Ἀφέτας, καὶ περί τε τὰς πρῴρας τῶν νεῶν εἱλέοντο καὶ ἐτάρασσον τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων. (2) οἱ δὲ στρατιῶται οἱ ταύτῃ ἀκούοντες ταῦτα ἐς φόβον κατιστέατο, ἐλπίζοντες πάγχυ ἀπολέεσθαι ἐς οἷα κακὰ ἧκον. πρὶν γὰρ ἢ καὶ ἀναπνεῦσαι σφέας ἔκ τε τῆς ναυηγίης καὶ τοῦ χειμῶνος τοῦ γενομένου κατὰ Πήλιον, ὑπέλαβε ναυμαχίη καρτερή, ἐκ δὲ τῆς ναυμαχίης ὄμβρος τε λάβρος καὶ ῥεύματα ἰσχυρὰ ἐς θάλασσαν ὁρμημένα βρονταί τε σκληραί.






[8,13] καὶ τούτοισι μὲν τοιαύτη ἡ νὺξ ἐγίνετο, τοῖσι δὲ ταχθεῖσι αὐτῶν περιπλέειν Εὔβοιαν ἡ αὐτή περ ἐοῦσα νὺξ πολλὸν ἦν ἔτι ἀγριωτέρη, τοσούτω ὅσῳ ἐν πελάγεϊ φερομένοισι ἐπέπιπτε, καὶ τὸ τέλος σφι ἐγίνετο ἄχαρι. ὡς γὰρ δὴ πλέουσι αὐτοῖσι χειμών τε καὶ τὸ ὕδωρ ἐπεγίνετο ἐοῦσι κατὰ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίης, φερόμενοι τῷ πνεύματι καὶ οὐκ εἰδότες τῇ ἐφέροντο ἐξέπιπτον πρὸς τὰς πέτρας· ἐποιέετό τε πᾶν ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὅκως ἂν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικὸν μηδὲ πολλῷ πλέον εἴη.


[8,14] οὗτοι μέν νυν περὶ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίης διεφθείροντο· οἱ δ᾽ ἐν Ἀφέτῃσι βάρβαροι, ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρη ἐπέλαμψε, ἀτρέμας τε εἶχον τὰς νέας καί σφι ἀπεχρᾶτο κακῶς πρήσουσι ἡσυχίην ἄγειν ἐν τῷ παρεόντι. τοῖσι δε Ἕλλησι ἐπεβοήθεον νέες τρεῖς καὶ πεντήκοντα Ἀττικαί. (2) αὗταί τε δή σφεας ἐπέρρωσαν ἀπικόμεναι καὶ ἅμα ἀγγελίη ἐλθοῦσα, ὡς τῶν βαρβάρων οἱ περιπλέοντες τὴν Εὔβοιαν πάντες εἴησαν διεφθαρμένοι ὑπὸ τοῦ γενομένου χειμῶνος. φυλάξαντες δὴ τὴν αὐτὴν ὥρην, πλέοντες ἐπέπεσον νηυσὶ Κιλίσσῃσι· ταύτας δὲ διαφθείραντες, ὡς εὐφρόνη ἐγίνετο, ἀπέπλεον ὀπίσω ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον.





[8,15] τρίτῃ δὲ ἡμέρῃ δεινόν τι ποιησάμενοι οἱ στρατηγοὶ τῶν βαρβάρων νέας οὕτω σφι ὀλίγας λυμαίνεσθαι, καὶ τὸ ἀπὸ Ξέρξεω δειμαίνοντες, οὐκ ἀνέμειναν ἔτι τοὺς Ἕλληνας μάχης ἄρξαι, ἀλλὰ παρακελευσάμενοι κατὰ μέσον ἡμέρης ἀνῆγον τὰς νέας. συνέπιπτε δὲ ὥστε τὰς αὐτὰς ἡμέρας τάς τε ναυμαχίας γίνεσθαι ταύτας καὶ τὰς πεζομαχίας τὰς ἐν Θερμοπύλῃσι. (2) ἦν δὲ πᾶς ὁ ἀγὼν τοῖσι κατὰ θάλασσαν περὶ τοῦ Εὐρίπου, ὥσπερ τοῖσι ἀμφὶ Λεωνίδην τὴν ἐσβολὴν φυλάσσειν. οἳ μὲν δὴ παρεκελεύοντο ὅκως μὴ παρήσουσι ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους, οἳ δ᾽ ὅκως τὸ Ἑλληνικὸν στράτευμα διαφθείραντες τοῦ πόρου κρατήσουσι. ὡς δὲ ταξάμενοι οἱ Ξέρξεω ἐπέπλεον, οἱ Ἕλληνες ἀτρέμας εἶχον πρὸς τῷ Ἀρτεμισίῳ. οἱ δὲ βάρβαροι μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν ἐκυκλοῦντο, ὡς περιλάβοιεν αὐτούς.



[8,16] ἐνθεῦτεν οἱ Ἕλληνες ἐπανέπλεόν τε καὶ συνέμισγον. ἐν ταύτῃ τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοισι ἐγίνοντο. (2) ὁ γὰρ Ξέρξεω στρατὸς ὑπὸ μεγάθεός τε καὶ πλήθεος αὐτὸς ὑπ᾽ ἑωυτοῦ ἔπιπτε, ταρασσομενέων τε τῶν νεῶν καὶ περιπιπτουσέων περὶ ἀλλήλας· ὅμως μέντοι ἀντεῖχε καὶ οὐκ εἶκε· δεινὸν γὰρ χρῆμα ἐποιεῦντο ὑπὸ νεῶν ὀλιγέων ἐς φυγὴν τρέπεσθαι. (3) πολλαὶ μὲν δὴ τῶν Ἑλλήνων νέες διεφθείροντο πολλοὶ δὲ ἄνδρες, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνες νέες τε τῶν βαρβάρων καὶ ἄνδρες, οὕτω δὲ ἀγωνιζόμενοι διέστησαν χωρὶς ἑκάτεροι.


[8,17] ἐν ταύτῃ τῇ ναυμαχίῃ Αἰγύπτιοι μὲν τῶν Ξέρξεω στρατιωτέων ἠρίστευσαν, οἳ ἄλλα τε μεγάλα ἔργα ἀπεδέξαντο καὶ νέας αὐτοῖσι ἀνδράσι εἷλον Ἑλληνίδας πέντε. τῶν δὲ Ἑλλήνων κατὰ ταύτην τὴν ἡμέρην ἠρίστευσαν Ἀθηναῖοι καὶ Ἀθηναίων Κλεινίης ὁ Ἀλκιβιάδεω, ὃς δαπάνην οἰκηίην παρεχόμενος ἐστρατεύετο ἀνδράσι τε διηκοσίοισι καὶ οἰκηίῃ νηί.

[8,18] ὡς δὲ διέστησαν, ἄσμενοι ἑκάτεροι ἐς ὅρμον ἠπείγοντο. οἱ δὲ Ἕλληνες ὡς διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης ἀπηλλάχθησαν, τῶν μὲν νεκρῶν καὶ τῶν ναυηγίων ἐπεκράτεον, τρηχέως δὲ περιεφθέντες, καὶ οὐκ ἥκιστα Ἀθηναῖοι τῶν αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι ἦσαν, δρησμὸν δὴ ἐβούλευον ἔσω ἐς τὴν Ἑλλάδα.


Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte


1. Οι Έλληνες που αποτέλεσαν τη ναυτική δύναμη ήταν οι ακόλουθοι. Οι Αθηναίοι επάνδρωσαν εκατόν είκοσι επτά πλοία. Τα πλοία αυτά, κατά ένα μέρος, τα συμπλήρωσαν Πλαταιείς, που ανέλαβαν αυτή την υπηρεσία σπρωγμένοι από το θάρρος και τον πατριωτισμό τους, μολονότι είχαν πλήρη άγνοια για τα πλοία. Παραχωρήθηκαν σαράντα από την Κόρινθο, είκοσι από τα Μέγαρα, άλλα είκοσι από την Αθήνα, επανδρωμένα με πληρώματα από τη Χαλκίδα, δεκαοχτώ από την Αίγινα, δώδεκα από τη Σικυώνα, δέκα από τη Σπάρτη οχτώ από την Επίδαυρο, επτά από την Ερέτρια, πέντε από την Τροιζήνα, δύο από τα Στύρα και δύο πλοία μαζί με δύο πεντηκοντόρους (με πενήντα κουπιά) από την Κέα. Τέλος, οι Οπούντιοι λοκροί συνέβαλαν με επτά πεντηκοντόρους.

2. Αυτοί, λοιπόν, ήταν που αποτελούσαν το στράτευμα στο Αρτεμίσιο, καθώς και ο αριθμός των πλοίων που έδωσε ο καθένας. Η συνολική δύναμη του στόλου, εκτός από πεντηκοντόρους, ήταν διακόσια εβδομήντα ένα πολεμικά πλοία. Στρατηγός ορίστηκε ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης, γιος του Ευρυκλείδη, γιατί τα άλλα μέλη της συμμαχίας απαίτησαν Λακεδαιμόνιο ναύαρχο, δηλώνοντας ότι διαφορετικά δεν θα ακολουθούσαν τους Αθηναίους και απειλούσαν ότι θα διαλύσουν το στράτευμα.

3. Από την αρχή πριν ακόμα ζητηθεί η συμπαράσταση της Σικελίας υπήρχαν πολλές συζητήσεις για το αν ήταν σωστό να παραχωρηθεί στην Αθήνα η διοίκηση του στόλου· στην πρόταση αυτή, όμως, διαφώνησαν οι άλλοι σύμμαχοι και οι Αθηναίοι υποχώρησαν. Φρόντιζαν πολύ για τη σωτηρία της Ελλάδας και κατάλαβαν ότι μια διαμάχη με αντικείμενο την αρχηγία θα οδηγούσε σίγουρα στον όλεθρο της Ελλάδας. Και σωστά σκέφτηκαν. Γιατί ο εσωτερικός σπαραγμός είναι χειρότερος από τον πόλεμο ενωμένων δυνάμεων για τη διαφύλαξη της ειρήνης όσο ακριβώς ο πόλεμος είναι χειρότερος από την ειρήνη. Επειδή το γνώριζαν καλά, δεν πρόβαλαν αντίρρηση αλλά παραιτήθηκαν από την αξίωσή τους, γιατί τους χρειάζονταν, όπως το έδειξαν καθαρά. Όταν έδιωξαν τους Πέρσες από την Ελλάδα και πολεμούσαν για να κυριεύσουν τη χώρα τους οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν ως πρόφαση την αλαζονεία του Παυσανία για να αποσπάσουν την ηγεμονία από τους Λακεδαιμονίους. Αυτά βέβαια έγιναν αργότερα.

4. Όταν οι Έλληνες, φτάνοντας στο Αρτεμίσιο, είδαν τον τεράστιο στόλο αραγμένο στους Αφέτες κι όλη τη γύρω περιοχή να κατακλύζεται από στρατό, κατάλαβαν ότι τα πράγματα ήταν πολύ δυσκολότερα απ’ ό,τι περίμεναν. Τους κυρίεψε πανικός κι άρχισαν να συζητούν αν έπρεπε να φύγουν από το Αρτεμίσιο προς το εσωτερικό της Ελλάδας. Όταν αντιλήφθηκαν οι Ευβοείς τι σχεδίαζαν, ικέτεψαν τον Ευρυβιάδη να περιμένει τουλάχιστον να μεταφέρουν τα παιδιά και τους σκλάβους τους σε ασφαλές έδαφος. Όταν αρνήθηκε αυτός, πήγαν στο Θεμιστοκλή, τον Αθηναίο ναύαρχο και, εξαγοράζοντάς τον με τριάντα τάλαντα, τον έπεισαν να φροντίσει να μείνει ο Ελληνικός στόλος στην ακτή της Εύβοιας και να κάνουν εκεί τη ναυμαχία.

5. Ο Θεμιστοκλής για να κρατήσει τους Έλληνες μηχανεύτηκε το εξής σχέδιο. Έδωσε στον Ευρυβιάδη, προσωπικό δώρο δήθεν από τον ίδιο, πέντε τάλαντα από τα χρήματα αυτά. Εκείνος πείστηκε. Ένας από τους υπόλοιπους διοικητές αντιδρούσε ακόμα· ο Κορίνθιος Αδείμαντος, γιος του Ωκύτου, που δήλωσε μάλιστα ότι θα απέσυρε τα πλοία του από το Αρτεμίσιο και δε θα παρέμενε άλλο. Σ’ αυτόν, λοιπόν, απευθύνθηκε τώρα ο Θεμιστοκλής με όρκο: «Ποτέ δε θα μας αφήσεις· γιατί εγώ θα σου δώσω μεγαλύτερα δώρα, απ’ όσα θα σου χάριζε ποτέ ο Πέρσης βασιλιάς, για να εγκαταλείψεις τους συμμάχους». Και, χωρίς άλλη καθυστέρηση, έστειλε στο πλοίο του Αδείμαντου τρία ασημένια τάλαντα. Αυτοί λοιπόν θαμπώθηκαν από τα δώρα και πείστηκαν· το αίτημα του λαού της Εύβοιας ικανοποιήθηκε, αλλά κι ο Θεμιστοκλής κέρδισε κάτι, αφού κράτησε τα υπόλοιπα χρήματα. Κανείς δεν ήξερε ότι τα είχε και οι δυο άνδρες που είχαν πάρει μερίδιο πίστευαν ότι προέρχονταν από την Αθήνα, ειδικά γι αυτό το σκοπό.

6. Έτσι λοιπόν έμειναν στην Εύβοια και ναυμάχησαν. Τα γεγονότα έγιναν περίπου έτσι. Οι βάρβαροι έφτασαν στους Αφέτες νωρίς το απόγευμα και βεβαιώθηκαν ότι είχαν σωστές πληροφορίες, ότι δηλαδή μια μικρή ελληνική δύναμη είχε συγκεντρωθεί στο Αρτεμίσιο. Μόλις τα είδαν, τους κατέλαβε η ανυπομονησία να επιτεθούν με την ελπίδα ότι θα κυρίευαν τα εχθρικά πλοία. Δεν έκριναν σωστό να επιτεθούν εναντίον τους από μπροστά γιατί υπήρχε ο κίνδυνος, όταν τους έβλεπαν οι Έλληνες να πλησιάζουν, να δείλιαζαν, με αποτέλεσμα, αφού σύντομα θα έπεφτε το σκοτάδι, να ξεφύγουν. Και έτσι θα σώζονταν με τη φυγή, ενώ ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν ούτε έναν πυρφόρο ιερέα να ξεφύγει ζωντανός.

7. Κατέστρωναν τα σχέδιά τους μ’ αυτό τον σκοπό. Χώρισαν μια μοίρα διακοσίων πλοίων με τη διαταγή να πλεύσουν έξω από τη Σκιάθο για να μη γίνουν αντιληπτοί από τον εχθρό κι έπειτα να κατευθυνθούν προς την Εύβοια και τα στενά του Ευρίπου, από τον Καφηρέα και τη Γεραιστό. Σχεδίαζαν να παγιδεύσουν τους Έλληνες, αφού τα πλοία έρθουν από το μέρος εκείνο και τους κλείσουν τη διέξοδο από πίσω, ενώ η κύρια δύναμη του στόλου θα τους πίεζε από μπροστά. Μ’ αυτές τις αποφάσεις, λοιπόν, ξεκίνησαν τα διακόσια πλοία, ενώ το κύριο σώμα περίμενε· γιατί είχαν αποφασίσει να μην επιτεθούν την ίδια μέρα ούτε οποιαδήποτε άλλη, πριν πάρουν σήμα ότι η μοίρα που κατευθυνόταν προς τον Εύριπο είχε φτάσει στη θέση της. Αφού λοιπόν έστειλαν αυτά τα πλοία, έγινε μια απαρίθμηση των πλοίων στους Αφέτες.

8. Στη διάρκεια της απαρίθμησης των πλοίων, συνέβη το εξής περιστατικό. Υπηρετούσε στο στρατόπεδο των Περσών ένας άνδρας που λεγόταν Σκυλλίας από τη Σκιώνη, κι ήταν ο πιο επιδέξιος δύτης της εποχής του. Αυτός, μετά το ναυάγιο των περσικών πλοίων στο Πήλιο, έβγαλε από το βυθό πολλά πολύτιμα αντικείμενα εκτός, φυσικά, από αυτά που κράτησε για τον εαυτό του. Αυτός, λοιπόν, προφανώς σχεδίαζε από καιρό να αυτομολήσει στους Έλληνες, αλλά δεν είχε βρει την κατάλληλη ευκαιρία. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πώς κατάφερε να φτάσει στους Έλληνες και η κοινώς αποδεκτή άποψη είναι μάλλον αμφίβολη· σύμφωνα μ’ αυτήν, βούτηξε στη θάλασσα από τους Αφέτες και δε βγήκε μέχρι που έφτασε στο Αρτεμίσιο, σε μια απόσταση δηλαδή σχεδόν ογδόντα στάδια. Κυκλοφορούν κι άλλες απίθανες ιστορίες, εκτός απ’ αυτή, σχετικά με το Σκυλλία, καθώς και μερικές πιο αληθοφανείς· όσο γι’ αυτή που μόλις ανέφερα, προσωπικά πιστεύω ότι έφτασε στο Αρτεμίσιο με πλοίο. Μόλις έφτασε, ανέφερε αμέσως στους Έλληνες στρατηγούς το πώς έγινε το ναυάγιο καθώς επίσης και την αποστολή της μοίρας που είχε ξεκινήσει να περιπλεύσει την Εύβοια.

9. Όταν άκουσαν αυτά οι Έλληνες, έκαναν σύσκεψη. Μετά από μακριά συζήτηση, αποφάσισαν να μείνουν στις θέσεις τους μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα κι έπειτα να σαλπάρουν για να συναντήσουν τα πλοία. Ωστόσο, όταν είδαν ότι οι ώρες περνούσαν χωρίς να συναντούν τον εχθρό, περίμεναν ως το απόγευμα της επόμενης κι επιτέθηκαν στο κύριο σώμα του στόλου, με πρόθεση να κάνουν δοκιμή της μάχης και της δυνατότητας για διάσπαση των γραμμών του εχθρού.

10. Όταν οι στρατηγοί και οι άνδρες του Ξέρξη είδαν τους Έλληνες να επιτίθενται με τόσο λίγα πλοία, τους πέρασαν για τρελούς και κινήθηκαν αμέσως κι οι ίδιοι, βέβαιοι ότι θα νικούσαν χωρίς καμιά δυσκολία· η προσμονή τους δεν ήταν παράλογη, αν σκεφτεί κανείς ότι τα πλοία των Ελλήνων ήταν λίγα, ενώ τα δικά τους ήταν διπλάσια στον αριθμό και ταχύτερα. Με αυτή τη σκέψη, λοιπόν, προχώρησαν για να περικυκλώσουν τον εχθρό. Όσοι από τους Ίωνες έτρεφαν βαθιά συμπάθεια για τους Έλληνες και πήγαν μαζί με τους Πέρσες παρά τη θέλησή τους, απελπίστηκαν βλέποντας τον κλοιό να σχηματίζεται γύρω από τους Έλληνες και, επηρεασμένοι από τη φαινομενική αδυναμία των τελευταίων, φοβήθηκαν ότι ούτε ένας άνδρας δε θα γύριζε πίσω· αυτοί, αντίθετα, που χαίρονταν με την κατάσταση, άρχισαν να συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιος θα κέρδιζε δώρα από τον Ξέρξη, αιχμαλωτίζοντας πρώτος ένα αττικό πλοίο, γιατί, είναι αλήθεια ότι οι Αθηναίοι ήταν οι πιο πολυσυζητημένοι στα Περσικά στρατόπεδα.

11. Με το πρώτο σύνθημα, η ελληνική μοίρα σχημάτισε έναν κλειστό κύκλο, με τις πλώρες προς τους βαρβάρους και τις πρύμνες προς το κέντρο· με το δεύτερο σύνθημα, παρ’ όλο που είχαν ελάχιστο χώρο για να κάνουν ελιγμούς κι οι πλώρες τους ήταν αντιμέτωπες μεταξύ τους, ρίχτηκαν στη μάχη και κατάφεραν να καταλάβουν τριάντα πλοία των βαρβάρων. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο Φι λάονας, γιος του Χέρσιος κι αδελφός του βασιλιά της Σαλαμίνας, Γόργου, που είχε μεγάλο κύρος στο στρατόπεδο. Ο πρώτος Έλληνας που κατέλαβε εχθρικό πλοίο ήταν ο Αθηναίος Λυκομήδης, γιος του Αισχραίου, ο οποίος έλαβε και το αριστείο τιμής. Ενώ το σκοτάδι έβαζε τέλος στη ναυμαχία, η νίκη ήταν αμφίβολη. Οι Έλληνες γύρισαν στο Αρτεμίσιο κι οι βάρβαροι στους Αφέτες, ύστερα από σύγκρουση που υπήρξε πολύ διαφορετική απ’ ό,τι περίμεναν. Από τους Έλληνες που ήταν μαζί με τον βασιλιά ο μόνος που λιποτάκτησε και τάχτηκε με το μέρος των Ελλήνων στη διάρκεια της ναυμαχίας ήταν ο Λήμνιος Αντίδωρος. Οι Αθηναίοι του έδειξαν αργότερα την αναγνώρισή τους παραχωρώντας του μια έκταση γης στη Σαλαμίνα.

12. Όταν νύχτωσε —η εποχή που συνέβαιναν όλα αυτά ήταν το μεσοκαλόκαιρο— ξέσπασε δυνατή καταιγίδα, που κράτησε όλη τη νύχτα και συνοδευόταν από τρομερούς κεραυνούς από την κατεύθυνση του Πηλίου. Πτώματα και απομεινάρια από τα ναυάγια παρασύρονταν προς τους Αφέτες, έπεφταν πάνω στις πλώρες των πλοίων και χτυπούσαν τα κουπιά όσων ήταν αγκυροβολημένα· αυτά, μαζί με τον εκκωφαντικό θόρυβο των κεραυνών, έσπειραν τον πανικό στους στρατιώτες, που πίστεψαν ότι είχε έρθει το τέλος τους· και, πράγματι, είχαν πέσει σε τόσα δεινά. Προτού συνέλθουν καλά καλά από το ναυάγιο και την τρικυμία που βούλιαξε τόσα πλοία τους, αντιμετώπισαν μια σκληρή ναυμαχία. Τώρα, επιπλέον, ήταν εκτεθειμένοι σε καταρρακτώδη βροχή, ορμητικούς χειμάρρους που χύνονταν στη θάλασσα και τρομακτικούς κεραυνούς.

13. Αυτοί λοιπόν πέρασαν τέτοια νύχτα. Αλλά για τη μοίρα που είχε διαταχθεί να περιπλεύσει την Εύβοια, ήταν ακόμα χειρότερη, αφού βρισκόταν στα ανοιχτά όταν ξέσπασε η καταιγίδα. Και το τέλος τους ήταν ολέθριο. Η καταιγίδα κι η βροχή τους έπιασε ακριβώς όταν έφταναν στα Κοίλα της Εύβοιας και τα πλοία, σπρωγμένα από το δυνατό άνεμο και σχεδόν ακυβέρνητα, συντρίφτηκαν πάνω στους βράχους. Προφανώς, οι θεοί έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να μειώσουν την υπεροχή του Περσικού στόλου και να τον εξισώσουν με τον Ελληνικό.

14. Αυτά για την καταστροφή στα Κοίλα της Εύβοιας. Οι βάρβαροι που ήταν στους Αφέτες ένιωσαν βαθιά ανακούφιση όταν είδαν το επόμενο πρωί το φως της ημέρας· ταραγμένοι όπως ήταν, άφησαν τα πλοία τους εκεί που βρίσκονταν και δεν επιχείρησαν τίποτα για την ώρα. Στο μεταξύ, έφτασαν στους Έλληνες ενισχύσεις πενήντα τριών πλοίων από την Αττική. Η είδηση της καταστροφής όλων των Περσικών πλοίων που περιέπλεαν την Εύβοια στην καταιγίδα της περασμένης νύχτας, ήταν σπουδαία ενθάρρυνση και οι Έλληνες, ανανεωμένοι και από την άφιξη των ενισχύσεων, περίμεναν να φτάσει η ώρα της επίθεσης, που ήταν η ίδια όπως και την προηγούμενη μέρα, σήκωσαν πανιά και χτύπησαν μερικά πλοία από την Κιλικία· τα κατέστρεψαν και, ενώ έπεφτε η νύχτα, επέστρεψαν στο Αρτεμίσιο.

15. Την τρίτη μέρα οι Πέρσες στρατηγοί ένιωθαν ταπεινωμένοι που δέχτηκαν τόσα πλήγματα από τόσο μικρό στόλο· επιπλέον, είχαν αρχίσει να φοβούνται τον Ξέρξη. Έτσι, χωρίς να περιμένουν την κίνηση των Ελλήνων, έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες και ξεκίνησαν γύρω στο μεσημέρι. Αυτές οι ναυμαχίες γίνονταν τις ίδιες μέρες με τις μάχες στις Θερμοπύλες. Ο στόλος έκανε όλο τον αγώνα για τα στενά του Ευρίπου, όπως ο στρατός με τον Λεωνίδα υπερασπιζόταν το στενό των Θερμοπυλών. Αντικειμενικός σκοπός των Ελλήνων, λοιπόν, ήταν να εμποδίσουν τους βαρβάρους να περάσουν στην Ελλάδα, ενώ οι βάρβαροι προσπαθούσαν να σαρώσουν τον ελληνικό στρατό και να ελευθερώσουν τη δίοδο. Ο στόλος του Ξέρξη κινήθηκε σε παράταξη για επίθεση, ενώ οι Έλληνες στο Αρτεμίσιο περίμεναν ήσυχοι. Τότε οι Πέρσες άλλαξαν τη διάταξή τους και σχημάτισαν μισοφέγγαρο με σκοπό να περικυκλώσουν τον εχθρό,

16. οπότε οι Έλληνες κινήθηκαν καταπάνω τους κι άρχισε η ναυμαχία. Σ’ αυτή τη συμπλοκή σι δύο στόλοι βγήκαν ισόπαλοι, αφού το τεράστιο μέγεθος του στρατού του Ξέρξη και το πλήθος του αποδείχτηκε ο χειρότερος εχθρός του μέσα στη σύγχυση που προκαλούσαν οι διαδοχικές συγκρούσεις των πλοίων μεταξύ τους. Παρ’ όλα αυτά, πολέμησαν γενναία για να αποφύγουν την ατίμωση να ηττηθούν από μια τόσο μικρή εχθρική δύναμη. Οι απώλειες των Ελλήνων σε πλοία και άνδρες ήταν βαριές, ενώ αυτές των Περσών ήταν ακόμα μεγαλύτερες. Η ναυμαχία δια κόπηκε μ’ αυτό τον τρόπο.

17. Σ’ αυτή τη ναυμαχία ξεχώρισαν σι Αιγύπτιοι, των οποίων το μεγαλύτερο κατόρθωμα ήταν ότι κατέλαβαν πέντε Ελληνικά πλοία μαζί με τα πληρώματά τους· από τους Έλληνες αυτή την ημέρα, ξεχώρισαν οι Αθηναίοι και ιδιαίτερα ο Κλεινίας ο γιος του Αλκιβιάδη, που υπηρετούσε με δικό του πλοίο, επανδρωμένο με διακόσιους άνδρες και με δικά του έξοδα.

18. Και οι δυο αντίπαλοι χάρηκαν με τη διακοπή της συμπλοκής και βιάστηκαν να γυρίσουν ο καθένας στο λιμάνι του. Οι Έλληνες, όταν σταμάτησαν οι εχθροπραξίες, κατάφεραν να μαζέψουν τους νεκρούς που επέπλεαν και να περισυλλέξουν ό,τι μπορούσαν από τα ναυάγια· ωστόσο, είχαν πληγεί τόσο άσχημα —ιδιαίτερα οι Αθηναίοι, που είχαν ζημιές στα μισά τους πλοία— ώστε αποφάσισαν να φύγουν στο εσωτερικό της Ελλάδας.


Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Πηγες

[1] "Πενταπόσταγμα"

[2] "Wikipedia"

[3] "Ancient Greek Battles"

[4] "Ελληνικός πολιτισμός"

Ηρόδοτος, Ιστορίαι

Κτησίας, Περσικά

Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη

Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου

Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι - Θεμιστοκλής

Κικέρων, Περι νόμων

Holland, Tom. Persian Fire. London: Abacus, 2005

Green, Peter. The Greco-Persian Wars. Berkeley: University of California Press, 1970; revised ed., 1996, 1998

Lazenby, JF. The Defence of Greece 490–479 BC. Aris & Phillips Ltd., 1993

Fehling, D. Herodotus and His "Sources": Citation, Invention, and Narrative Art. Translated by J.G. Howie. Leeds: Francis Cairns, 1989.

Burn, A.R., "Persia and the Greeks" in The Cambridge History of Iran, Volume 2: The Median and Achaemenid Periods, Ilya Gershevitch, ed. (1985). Cambridge University Press.

Köster, A.J. Studien zur Geschichte des Antikes Seewesens. Klio Belheft 32 (1934).

Finley, Moses (1972). «Introduction». Thucydides – History of the Peloponnesian War (translated by Rex Warner). Penguin.






Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"